Η λέξη λειτουργία, πανελλήνια, δήλωνε γενικότερα την προσφορά μιας δημόσιας υπηρεσίας από έναν πολίτη, ειδικότερα την υποχρέωσή του να αναλάβει τη δαπάνη συγκεκριμένου έργου. Έργα που πραγματοποιούνταν στην Αθήνα με μία λειτουργία ήσαν θρησκευτικές εκδηλώσεις και εξοπλισμοί. Ως λειτουργίες της πρώτης ομάδας αναφέρονται η χορηγία, η γυμνασιαρχία, η ἀρχιθεωρία και η ἐστίασις. Ο πολίτης που χρεωνόταν με μια χορηγία, ο χορηγός, όφειλε να αναλάβει τη δαπάνη για τις αμοιβές των μελών του χορού ενός θεατρικού έργου (τραγωδίας ή κωμωδίας) ή διαφόρων πανηγύρεων για αρκετές ημέρες. Ένας γυμνασίαρχος κατέβαλλε τα έξοδα που απαιτούνταν για μια λαμπαδηδρομία. Περιβαλλόμενος με την τιμή να ηγηθεί της θεωρίας (αντιπροσωπείας) που έστελνε η πόλη στη Δήλο για την ετήσια εορτή του Απόλλωνα, ο ἀρχιθέωρος ανταπέδιδε καταβάλλοντας τα έξοδα της αποστολής. Η ἐστίασις προοριζόταν για οργάνωση δείπνου προσφερομένου στα μέλη μιας φυλής σ’ ορισμένες εορτές. Μοναδική λειτουργία με σκοπό στρατιωτικό, η τριηραρχία καθιερώθηκε την εποχή που οι Αθηναίοι, με την παρακίνηση του Θεμιστοκλή, επιδόθηκαν στη συγκρότηση μεγάλου στόλου. Τότε το κράτος επέλεξε 100 από τους πλουσιότερους πολίτες και ανέθεσε στον καθένα από αυτούς τη φροντίδα της ναυπηγήσεως μιας τριήρους με δημόσια επιχορήγηση ενός ταλάντου και πρόσθετα δικά τους έξοδα. Στη συνέχεια όμως η τριηραρχία δεν περιλάμβανε μεν τη ναυπήγηση του σκάφους και τον εφοδιασμό του με ξάρτια, αποστολές που ανέλαβε το κράτος, επιβάρυνε όμως τον τριήραρχο με τα έξοδα της συντηρήσεως και των επισκευών του σκάφους, της αντικαταστάσεως των εξαρτημάτων που φθείρονταν ή χάνονταν και της εκπαιδεύσεως των κωπηλατών, καθώς και, επί πλέον, με τα καθήκοντα κυβερνήτη. Οι λειτουργίες ήσαν βαρύτατοι ατομικοί φόροι. Τον 4ον αιώνα το κόστος μιας χορηγίας κυμαινόταν από 1.500 ώς και 5.000 δραχμές, μια τριηραρχία στοίχιζε από 4.000 ώς και 6.000 δραχμές. Αυτά τα ποσά αποτελούσαν πολύ μεγάλα ποσοστά του κεφαλαίου του καλουμένου να αναλάβει μια λειτουργία και ακόμη μπορούσαν να υπερβαίνουν το ετήσιο εισόδημά του. Εξ άλλου, κάθε χρόνο χρειάζονταν, τον 5αν αιώνα π.Χ. τουλάχιστον, εκατό χορηγοί και περίπου 300 τριήραρχοι για ολόκληρο έτος. Τον 4ον αιώνα π.Χ. επιβάλλονταν τριηραρχίες όχι πια για όλες τις πλώιμες τριήρεις και για τη διάρκεια του έτους, αλλά για όσες αποφάσιζε κάθε φορά ο Δήμος και για τη διάρκεια της συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Υποτίθεται ότι μια ακίνητη περιουσία μπορούσε να φορολογηθεί σε διάστημα από τριάντα μέχρι σαράντα ετών με δύο χορηγίες, άλλες τόσες τριηραρχίες και μερικές άλλες, πιο μικρές, λειτουργίες. Αν ένας πολίτης υποχρεωνόταν να αναλάβει μια λειτουργία, ενώ δεν διέθετε πια χρηματικό απόθεμα, δεν είχε άλλες διεξόδους από το να χρεωθεί ή να πουλήσει ένα μέρος από την περιουσία του. Για τούτο το λόγο καθιερώθηκε η συντριηραρχία, περί το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ανεπίσημα, έπειτα επίσημα. Έτσι μία τριηραρχία κατανεμόταν μεταξύ δύο ή τριών πολιτών. Τέλος, το 358/7 π.Χ., εφαρμόσθηκε για τις συντριηραρχίες ένα νέο σύστημα: ανά 4-6 από τα 60 μέλη κάθε συμμορίας (βλ. σελ. 200, 262) σχημάτιζαν μια συντέλεια και αυτή ήταν που χρεωνόταν με μια συντριηραρχία.
«ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ»
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
Ἡ «λειτουργία» ἦταν ἕνα εἶδος δημόσιας ὑπηρεσίας, στό ὁποῖο ὑποχρεοῦνταν οἱ πλουσιότεροι ἄνδρες τῆς Ἀθήνας, καί πολίτες καί (γιά ὁρισμένα εἴδη λειτουργιῶν) μέτοικοι. Συνεπαγόταν τήν καταβολή χρημάτων ὑπέρ κάποιας δημόσιας δραστηριότητας· συνήθως συνεπαγόταν ἐπίσης καί ἄλλα καθήκοντα. Μερικές λειτουργίες εἶχαν σχέση μέ δημόσιες θρησκευτικές γιορτές, ὅπως τά Διονύσια ἤ τά Παναθήναια: ἕνας ἄνδρας μποροῦσε νά διορισθεῖ χορηγός γιά νά πληρώσει τά ἔξοδα ἑνός ἀπό τούς χορούς (τοῦ τραγικοῦ, τοῦ κωμικοῦ ἤ τοῦ διθυραμβικοῦ) καί νά παράσχει διευκολύνσεις γι’ αὐτόν, ἤ γυμνασίαρχος, γιά νά ἀναλάβει τά ἔξοδα μίας ὁμάδας σκυταλοδρόμων γιά κάποια λαμπαδηδρομία, ἤ ἀρχιθεωρός, γιά νά ἀναλάβει τά ἔξοδα τῆς ἀθηναϊκῆς ὁμάδας τῶν ὑποψήφιων γιά κάποια ἀπό τίς διεθνεῖς (πανελλήνιες) γιορτές, ὅπως ἦταν οἱ Ὀλυμπιακοί ἀγῶνες ἤ τά Πύθια. Ὁ ἀριθμός τῶν ἀνδρῶν πού χρειάζονταν γιά τήν ἐκτέλεση αὐτῶν τῶν ἑορταστικῶν λειτουργιῶν ἦταν γύρω στούς ἑκατό κάθε χρόνο[1]. Ἕνα ἄλλο εἶδος λειτουργίας ἦταν ἡ τριηραρχία, Ὁ τριήραρχος ἔπρεπε νά πληρώσει καί νά κανονίσει γιά τήν συντήρηση ἑνός πλοίου τοῦ ἀθηναϊκοῦ ναυτικοῦ· ἦταν ἐπίσης ὁ κυβερνήτης του, ἄν τό πλοῖο στελνόταν σέ θαλάσσια ἀποστολή, ἐκτός ἄν προτιμοῦσε νά πληρώσει κάποιον ἄλλον γιά νά ἐκτελέσει αὐτό τό καθῆκον στή θέση του. Περίπου ἀπό τό 411 καί μετά, μία τριηραρχία τήν μοιράζονταν κανονικά δύο ἄνδρες καί ἀργότερα περισσότεροι: ὑπῆρχε ἕνα σύνολο 1200 τριηράρχων κατά τή διάρκεια τῶν ἐτῶν 357-40, καί ἕνα σύνολο 300 μετά ἀπό τό 340[2].
Ἐξάλλου ἕνα ἄλλο εἶδος λειτουργίας, τό ὁποῖο εἰσάχθηκε τόν τέταρτο αἰώνα, ἦταν ἡ «προεισφορά»: ὁριζόταν ἕνας ἄνδρας νά πληρώσει στό δημόσιο ταμεῖο τό συνολικό ποσό τοῦ φόρου («εἰσφορά») πού ὀφειλόταν ἀπό ἕναν ἀριθμό φορολογούμενων καί στή συνέχεια προσπαθοῦσε νά εἰσπράξει ὅσο περισσότερα ἀπό τά χρήματα αὐτά μποροῦσε ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὑποχρεοῦνταν νά τά πληρώσουν. Ὁ ἀριθμός τῶν ἀνδρών πού ὑποχρεοῦνταν νά καταβάλουν «προεισφορά» ἦταν 300 σέ κάθε περίπτωση (ὄχι κάθε χρόνο) ἐπιβολῆς φόρου[3].
Κάθε χρόνο βρίζονταν ἀπό τους ἁρμόδιους ἄρχοντες διάφοροι ἄνδρες γιά ὅλες αὐτές τίς λειτουργίες· ὁ «ἄρχων» διόριζε χορηγούς γιά τούς τραγικούς χορούς στά Διονύσια, οἱ στρατηγοί διόριζαν τριηράρχους κ.ο.κ. Μερικές φορές ἕνας ἄνδρας πού λαχταροῦσε νά ὑπηρετήσει τήν Ἀθήνα ἤ νά ἐπιδείξει τά πλούτη του, θά προσφερόταν ἐθελοντικά νά ἀναλάβει μιά λειτουργία. Διαφορετικά, διορίζονταν οἱ πλουσιότεροι διαθέσιμοι ἄνδρες, ἀλλά ὁ νόμος καθόριζε ὁρισμένες ἐξαιρέσεις. Οἱ ἀνήλικοι ἀπαλλάσσονταν ἀπό ὅλες τίς λειτουργίες, μέχρι ἕνα ἔτος μετά τήν ἐνηλικίωσή τους. Οἱ ἐννέα ἄρχοντες ἦταν σίγουρα, ἀπαλλαγμένοι ἀπό τήν τριηραρχία καί πιθανότατα καί ἀπό ὅλες τίς λειτουργίες. Ἡ σωζόμενη ρήτρα τοῦ νόμου ἔλεγε: «Κανείς δέν ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν τριηραρχία, ἐκτός ἀπό τούς ἐννέα ἄρχοντες», στήν πράξη ὅμως φαίνεται σαφές ὅτι οἱ ἀνάπηροι καί οἱ κληροῦχοι (κάτοικοι ὑπερπόντιων ἀθηναϊκῶν ἀποικιῶν) δέν διορίζονταν. Κανένας δέν μποροῦσε νά ὑποχρεωθεῖ νά ἐκτελέσει δύο λειτουργίες στό ἴδιο ἤ σέ διαδοχικά ἔτη, ἄν καί μετά τό 357 ἡ συμμετοχή στήν ὁμάδα τῶν τριηράρχων δέν ὑπολογιζόταν γι’ αὐτόν τόν σκοπό. Ἕνας νόμος πού ἔλεγε ὅτι ἕνας ἄνδρας δέν ἔπρεπε νά ἐκτελέσει τήν ἴδια λειτουργία δύο φορές, πρέπει νά ἴσχυε μόνο γιά τίς ἑορταστικές λειτουργίες καί ὄχι γιά τήν τριηραρχία ἤ τήν «προεισφορά». Ὑπῆρχε ἐπίσης ἕνας κανόνας, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ χορηγός ἑνός χοροῦ ἀγοριῶν ἔπρεπε νά ἦταν ἄνω τῶν σαράντα ἐτῶν. Ὅποιος βριζόταν νά ἐκτελέσει κάποια λειτουργία, ἀλλά ἰσχυριζόταν ὅτι δικαιοῦνταν ἀπαλλαγῆς γιά ὁποιονδήποτε ἀπό τούς ἀνωτέρω· λόγους, ὑπέβαλλε τόν λόγο πού δικαιολογοῦσε τήν ἀπαλλαγή του («σκέψις») ὑπό τήν κρίση τοῦ ἄρχοντα πού τόν εἶχε διορίσει, ὁ ὁποῖος, ἄν δέν ἦταν διατεθειμένος νά τόν ἀποδεχθεῖ, εἰσῆγε τήν ὑπόθεση σέ δικαστήριο γιά νά κριθεῖ ἀπό τούς δικαστές[4].
Ἄν ὁ δριζόμενος γιά τήν ἐκτέλεση κάποιος λειτουργίας δέν μποροῦσε νά ἀξιώσει ἀπαλλαγή γιά κάποιον ἀπ’ αὐτούς τούς λόγους, μποροῦσε μολαταῦτα νά ἐπιδιώξει νά ἀποφύγει τήν ἐκτέλεση αὐτῆς τῆς ὑπηρεσίας, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὑπῆρχε κάποιος πλουσιότερος ἄνδρας, μή ἀπαλλαγμένος, καί ὅτι θά ἔπρεπε ἐκεῖνος μᾶλλον παρά αὐτός νά εἶχε ὁρισθεῖ. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἐφαρμοζόταν ἡ διαδικασία πού ὀνομαζόταν «ἀντίδοσις». Ἡ διαδικασία μποροῦσε νά κινηθεῖ μόνο μία συγκεκριμένη μέρα, ἡ ὁποία ὁριζόταν κάθε χρόνο γι’ αὐτόν τό σκοπό ἀπό τόν ἁρμόδιο γιά κάθε εἶδος λειτουργίας ἄρχοντα. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὁποιοσδήποτε εἶχε ὁρισθεῖ νά ἐκτελέσει κάποια λειτουργία μποροῦσε νά προκαλέσει κάποιον ἄλλον νά διαλέξει μεταξύ δύο ἐπιλογῶν: ἤ (ἄν παραδεχόταν ὅτι ἦταν πλουσιότερος) νά ἀναλάβει τήν λειτουργία ἀπό τόν προκαλοῦντα, ἤ (ἄν ἰσχυριζόταν ὅτι ἦταν φτωχότερος) νά ἀνταλλάξει τό σύνολο τῆς περιουσίας του μέ τήν περιουσία τοῦ προκαλοῦντος, ὁ ὁποῖος τότε θά ἐκτελοῦσε τήν λειτουργία ὁ ἴδιος. Ἄν ὁ προκαλούμενος ἐπέλεγε τή δεύτερη δυνατότητα, δηλ. τήν ἀνταλλαγή περιουσιῶν, τότε οἱ δύο ἄνδρες ἔδιναν ἕναν ὅρκο (ἡ διατύπωσή του δέν εἶναι γνωστή, ἐνδεχομένως ὅμως ὁρκίζονταν νά παραδώσουν τό σύνολο τῆς περιουσίας τους χωρίς νά κρατήσουν τίποτε) καί, μέσα σέ τρεῖς μέρες, ὁ καθένας ἔπρεπε νά παρουσιάσει ἀπογραφή τῶν ὑπαρχόντων του, πού νά δείχνει τόσο τά χρέη καί τίς ὑποχρεώσεις, ὅσο καί τό ἐνεργητικό. Ὁ καθένας ἐπίσης μποροῦσε, ἄν ἤθελε, νά μεταβεῖ μέ μάρτυρες στό σπίτι ἤ τό κτῆμα τοῦ ἄλλου, γιά νά δεῖ τί ὑπῆρχε ἐκεῖ καί νά σφραγίσει τίς πόρτες τῶν ἀποθηκῶν ἤ τῶν κελαριῶν, γιά νά ἐλέγξει ὅτι ὁ ἀντίπαλός του δέν εἶχε μεταφέρει τίποτε κρυφά. Ἕνας νόμος, πού ἦταν σέ ἰσχύ τήν δεκαετία τοῦ 320, ἐπέτρεπε τόν ἀποκλεισμό ἀπό τήν ἀνταλλαγή τῆς περιουσίας πού εἶχε κάποιος στά μεταλλεῖα ἀργύρου, ἀλλά δέν πληροφορούμαστε πότε καί γιατί εἰσάχθηκε ἡ ἑξαίρεση[5].
Ἡ ὅλη διαδικασία ἀποτελεῖ ἕνα ἐκπληκτικό παράδειγμα τῆς ἀθηναϊκῆς λογικῆς. Ἡ ἰδέα ὅτι δύο ἄνδρες, ὁ καθένας ἀπό τούς ὁποίους ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ περιουσία τοῦ ἄλλου ἦταν μεγαλύτερη, ἔπρεπε νά ἀνταλλάξουν τίς περιουσίες τούς εἶναι ἀπόλυτα λογική. Ὡστόσο, σήμαινε ὅτι μιά οἰκογένεια, ἡ ὁποία εἶχε ζήσει στό ἴδιο ἀγρόκτημα ἐπί πολλές γενιές, μποροῦσε, μέσα σέ προθεσμία λίγων ἡμερῶν, νά ἀφήσει πίσω ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε καί νά μετακομίσει σ’ ἕνα ἀγρόκτημα σέ κάποιο ἄλλο μέρος τῆς Ἀττικῆς, ἤ σ’ ἕνα σπίτι στήν πόλη καί νά κερδίζει τά πρός τό ζῆν μ’ ἕνα ἐργοστάσιο, μία τράπεζα ἤ κάποιο ἄλλο μέσον. Μερικοί νεότεροι ἐπιστήμονες ἔχουν θεωρήσει αὐτήν τή ρύθμιση ὡς ἐντελῶς ἀπίστευτη. Ἀλλά οἱ προσπάθειές τους νά ἑρμηνεύσουν τά στοιχεῖα πού ὑπάρχουν μέ διαφορετικό τρόπο δέν ὑπῆρξαν πολύ πετυχημένες. Ἀνάμεσα στίς φράσεις τίς ὁποῖες βρίσκουμε σέ διάφορους λόγους σχετικά μέ τήν «ἀντίδοση» ὑπάρχουν καί οἱ ἑξῆς: «γκρέμισαν τίς πόρτες τῶν δωματίων, σάν νά τούς ἀνῆκαν ἤδη μέ τήν «ἀντιδοση”»· «Εἶμαι πρόθυμος νά παραδώσω, ἐκτός ἀπό τήν ὑπόλοιπη περιουσία μου, καί ὅ,τι ἔχω στίς μεταλλευτικές ἐπιχειρήσεις, ἄν μου παραδώσει μόνο τό ἀγρόκτημα πού ἔχει στόν λόφο χωρίς βάρη»· «εἴτε ἔχω τήν περιουσία τοῦ Φαινίππου εἴτε τήν δική μου»· «τό ζευγάρι τῶν βοδιῶν, οἱ δοῦλοι καί ὅλά ὅσά πῆρε ἀπό τήν ἐξοχή μέ τήν «ἀντιδοση”»[1]. Ἐν ὄψει τέτοιων ἐκφράσεων, θά πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι μποροῦσαν πράγματι νά λάβουν χώρα ἀνταλλαγές περιουσιῶν.
Ὡστόσο, φαίνεται ἀπίθανο νά συνέβαιναν συχνά. Πιθανῶς, ἡ συνηθέστερη κατάσταση ἦταν ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁ προκαλούμενος, ἄν καί ἀπρόθυμος νά ἀναλάβει τήν λειτουργία, δέν ἤθελε, ὅμως, οὔτε νά ἀνταλλάξει τήν περιουσία του. Ἄν ὁ προκαλῶν ὑπέβαλλε στόν ἄρχοντα γραπτή δήλωση ὅτι ὁ προκαλούμενος οὔτε εἶχε ἀναλάβει τήν λειτουργία, οὔτε εἶχε ἀνταλλάξει τήν περιουσία του, ὁ ἄρχοντας κανόνιζε τή διεξαγωγή μίας δίκης μέ ἐνόρκους. Ἡ ὑπόθεση ἦταν μιά «διαδικασία»: κανείς δέν θεωροῦνταν ὡς κατήγορος ἤ κατηγορούμενος, ἀλλά τό δικαστήριο ἔπρεπε ἁπλῶς νά κρίνει ποιός ἀπ’ τούς δύο ἔπρεπε νά ἐκτελέσει τήν λειτουργία[6].
Ὑπάρχει ἕνας σωζόμενος λόγος, ὁ ὁποῖος συντέθηκε γιά μιά τέτοια περίπτωση στή δεκαετία τοῦ 320, ὁ λόγος «κ α τ ά Φ α ι ν ί π π ο υ» (Δημοσθένης 42). Ὁ ὁμιλητής (τοῦ δποίου τό ὄνομα δέν εἶναι γνωστό) διορίσθηκε ἀπό τους στρατηγούς στή λειτουργία τῆς «προεισφορᾶς». Ἰσχυρίζεται ὅτι πρόσφατα ἔχασε πολλά χρήματα καί ὅτι ὁ Φαίνιππος, ἕνας νεαρός ἀγρότης πού δέν εἶχε ποτέ ἐκτελέσει κάποια λειτουργία, εἶναι σέ πολύ καλύτερη οἰκονομική κατάσταση· ἔτσι λοιπόν προκάλεσε τόν Φαίνιππο σέ «ἀντίδοση». Στήν ἀρχή, ὁ Φαίνιππος φαίνεται ὅτι συμφώνησε νά γίνει ἡ ἀνταλλαγή περιουσιῶν. Ὁ ὁμιλητής στή συνέχεια ἐπιθεώρησε τό ἀγρόκτημα τοῦ Φαινίππου καί σφράγισε τίς ἀποθῆκες, ἐπίσης δέ κατάρτισε καί κατάλογο τῆς δικῆς του περιουσίας. Μετά, ὅμως, ὁ Φαίνιππος ἀποσφράγισε τίς ἀποθῆκες καί ἀμέλησε νά προσκομίσει ἔγκαιρα τόν δικό του κατάλογο ἀπογραφῆς· ἔτσι ὁ ὁμιλητής κατάγγειλε στούς στρατηγούς ὅτι ὁ Φαίνιππος δέν ἐκτελοῦσε τήν ἀνταλλαγή τῶν περιουσιῶν μέ τόν πρέποντα τρόπο. Ὁ Φαίνιππος, ἐξάλλου, κατηγόρησε μέ τή σειρά του τόν ὁμιλητή ὅτι δέν εἶχε καταρτίσει τόν κατάλογό του ὅπως ἔπρεπε· ἴσως δέ καί τά δύο μέρη, καί ὄχι μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχικά προκαλέσει, μποροῦσε νά ζητήσει μιά «διαδικασία», ἄν ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἀνταλλαγή δέν διεκπεραιωνόταν σωστά. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι τό δικαστήριο ἔπρεπε νά ρυθμίσει τίς λεπτομέρειες τῆς ἀνταλλαγῆς: ὅταν ἐλάμβανε χώρα μιά «διαδικασία», ἡ πρόταση ἀνταλλαγῆς περιουσιῶν ἀδρανοῦσε, καί τό δικαστήριο ἁπλῶς διέτασσε τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλον νά ἐκτελέσει τή λειτουργία. Δέν γνωρίζουμε ποιός ἡττήθηκε στήν ὑπόθεση τοῦ Φαινίππου.
Ἀφοῦ ρυθμιζόταν τό ποιός ἔπρεπε νά ἐκτελέσει τήν λειτουργία, θά περίμενε κανείς ὅτι ὑπῆρχαν μερικές νομικές κυρώσεις ἐναντίον ἐκείνου ὁ ὁποῖος δέν κατόρθωνε νά τήν ἐκτελέσει ὅπως ἔπρεπε. Γιά τήν τριηραρχία, εἶναι σαφές ὅτι ὑπῆρχαν πράγματι διαδικασίες γιά δίωξη καί τιμωρία, τουλάχιστον κατά τόν τέταρτο αἰώνα. Ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ τριήραρχος, ὅπως οἱ ἄρχοντες, ὑπέκειτο σέ «εἰσαγγελία» ἐνώπιον τῆς Βουλῆς καί ἐπίσης σέ «εὔθυνα» κατά τό τέλος τοῦ ἔτους (ὅπως περιγράφεται πιό κάτω σ’ αὐτό τό κεφάλαιο)[1]. Ὑπάρχουν μερικά λεπτομερή στοιχεῖα γιά τήν περίοδο μετά τήν ἀναμόρφωση τῆς τριηραρχίας, τό 357, ὁπότε βρίσκουμε ἀναφορές στούς «ἀποστολεῖς» καί στούς ἐπόπτες τῶν ναυπηγείων («ἐπιμεληταί τῶν νεωρίων»). Αὐτοί οἱ ἄρχοντες μποροῦσαν νά φυλακίσουν τόν τριήραρχο πού παρέλειπε νά ἐκτελέσει τά καθήκοντά του. Ἄν ἕνα πλοῖο πάθαινε ζημιές ἤ καταστρεφόταν εἴτε ἀπό καταιγίδα, εἴτε ἀπό ἐχθρική ἐνέργεια, εἴτε ἀπό ἀμέλεια τοῦ τριηράρχου, ἤ ἄν ἐξαφανιζόταν μέρος τοῦ ἐξοπλισμοῦ του, προκαλοῦσαν τήν διεξαγωγή «διαδικασίας», κατά τήν ὁποία οἱ δικαστές ἔπρεπε νά ἀποφασίσουν ἄν τό κόστος τῆς ἀντικατάστασης ἔπρεπε νά καταβληθεῖ ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο, ἀπό κάποιον τριήραρχο, ἤ ἀπό κάποιο ἄλλο προσωπο[7]. Γιά τήν πρωιμότερη περίοδο ὑπάρχουν πολύ λίγα στοιχεῖα, ἀλλά μία πρόταση τοῦ «Π α λ α ι ο ῦ Ὀ λ ι γ α ρ χ ι κ ο ῦ» καί μερικές ἀποσπασματικές ἐπιγραφές δείχνουν ὅτι οἱ «ἐπιμεληταί τῶν νεωρίων» (γιά τούς ὁποίους φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε διαζευκτικῶς τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ὀνομασία «νεωροί») ὑπῆρχαν πρίν ἀπό τό τέλος τοῦ πέμπτου αἰώνα καί ὅτι ἡ διαδικασία τῆς «διαδικασίας» ἦταν ἤδη τότε ἕν χρήσει γιά τόν ἐξοπλισμό πλοίων[8].
Ὑπάρχει ἐπίσης ὁ λόγος «κ α τ ά Π ο λ υ κ λ έ ο υ ς» (Δ η μ ο σ θ έ ν η ς 50) πού δείχνει πῶς ἕνας ἀμελής τριήραρχος μποροῦσε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἐναντιόν του ὑποβολή καταγγελίας ἰδιωτικῆς φύσης («δίκης»): ὁ Ἀπολλόδωρος ἦταν τριήραρχος τό 362/1· κατά τό τέλος τοῦ ἔτους ὁ διάδοχός του Πολυκλῆς δέν παρουσιάστηκε ἐγκαίρως γιά νά ἀναλάβει τό πλοῖο, καί ἔτσι ὁ Ἀπολλόδωρος συνέχισε ὡς τριήραρχος γιά ἀρκετούς μῆνες ἀκόμη· μετά ἀπ’ αὐτά, μήνυσε τόν Πολυκλῆ γιά νά πάρει πίσω τά πρόσθετα ἔξοδα, στά ὁποῖα εἶχε ὑποβληθεῖ.
Σχετικά μέ τήν «προεισφορά», ὅποιος διοριζόταν γιά τήν ἐκτέλεση τῆς λειτουργίας αὐτῆς καί παρέλειπε νά πληρώσει, ὑπέκειτο ἀσφαλῶς σέ μήνυση, ἀλλά τίποτε δέν εἶναι γνωστό σχετικά μέ τήν διαδικασία[9]. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά δείχνει ἄν ὑπῆρχαν διαδικασίες γιά τήν ἐπιβολή τῆς ἁρμόζουσας ἐκτέλεσης τῶν ἑορταστικῶν λειτουργιῶν.
----------------------
[1] Πβλ. J.K. Davies στό JHS 87 (1967) 33-40.
[2] Πβλ. Β. Jordan «The Athenian Navy in the Classical Period» (1975) 61-93.
[3] Πβλ. R. Thompson «Eisphora» (1964) 206-26.
[4] Λυσίας 32.24, Δημ. 14, 16, 20.8, 20.27, 21.155, 50.9, ΑΠ 56.3, 61.1, IG II2 1629 (Tod 200) 204-17.
[5] Δημ. 42· πβλ. W. A. Goligher στό «Hermathena» 14 (1907) 481-515, Harrison «Law» II 236-8.
[6] [Ξέν.] Ἀθ. 3.4, Δήμ. 28.17, Ἴσοκ. 15.5.
[7] Δημ. 18.107, 47.2C, IG II2 1629 (Tod 200) 251-8, 1613-2ο2-6, 1631. 343-6, κλπ.· πβλ. Harrison «Law» II 235-6, Rhodes «Boule» 153-8.
[8][Ξεν.] Ἀθ. 3.4, IG I2 73.19, 74, II2 1 (ML 94) 28-32, «Hesperia» 4 (1935) 5-19, no 1· πβλ. B. Jordan «The Athenian Navy in the Classical Period» (1975) 30-46.
[9] Δημ. 37.37.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου