Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για deusa da justiça romana«Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»
 
Η λέξη λειτουργία, πανελλήνια, δήλωνε γενικότερα την προσφορά μιας δημόσιας υπηρεσίας από έναν πολίτη, ειδικότερα την υποχρέωσή του να αναλάβει τη δαπάνη συγκεκριμένου έργου. Έργα που πραγματοποιούνταν στην Αθήνα με μία λειτουργία ήσαν θρησκευτικές εκδηλώσεις και εξοπλισμοί. Ως λειτουργίες της πρώτης ομάδας αναφέρονται η χορηγία, η γυμνασιαρχία, η ἀρχιθεωρία και η ἐστίασις. Ο πολίτης που χρεωνόταν με μια χορηγία, ο χορηγός, όφειλε να αναλάβει τη δαπάνη για τις αμοιβές των μελών του χορού ενός θεατρικού έργου (τραγωδίας ή κωμωδίας) ή διαφόρων πανηγύρεων για αρκετές ημέρες. Ένας γυμνασίαρχος κατέβαλλε τα έξοδα που απαιτούνταν για μια λαμπαδηδρομία. Περιβαλλόμενος με την τιμή να ηγηθεί της θεωρίας (αντιπροσωπείας) που έστελνε η πόλη στη Δήλο για την ετήσια εορτή του Απόλλωνα, ο ἀρχιθέωρος ανταπέδιδε καταβάλλοντας τα έξοδα της αποστολής. Η ἐστίασις προοριζόταν για οργάνωση δείπνου προσφερομένου στα μέλη μιας φυλής σ’ ορισμένες εορτές. Μοναδική λειτουργία με σκοπό στρατιωτικό, η τριηραρχία καθιερώθηκε την εποχή που οι Αθηναίοι, με την παρακίνηση του Θεμιστοκλή, επιδόθηκαν στη συγκρότηση μεγάλου στόλου. Τότε το κράτος επέλεξε 100 από τους πλουσιότερους πολίτες και ανέθεσε στον καθένα από αυτούς τη φροντίδα της ναυπηγήσεως μιας τριήρους με δημόσια επιχορήγηση ενός ταλάντου και πρόσθετα δικά τους έξοδα. Στη συνέχεια όμως η τριηραρχία δεν περιλάμβανε μεν τη ναυπήγηση του σκάφους και τον εφοδιασμό του με ξάρτια, αποστολές που ανέλαβε το κράτος, επιβάρυνε όμως τον τριήραρχο με τα έξοδα της συντηρήσεως και των επισκευών του σκάφους, της αντικαταστάσεως των εξαρτημάτων που φθείρονταν ή χάνονταν και της εκπαιδεύσεως των κωπηλατών, καθώς και, επί πλέον, με τα καθήκοντα κυβερνήτη. Οι λειτουργίες ήσαν βαρύτατοι ατομικοί φόροι. Τον 4ον αιώνα το κόστος μιας χορηγίας κυμαινόταν από 1.500 ώς και 5.000 δραχμές, μια τριηραρχία στοίχιζε από 4.000 ώς και 6.000 δραχμές. Αυτά τα ποσά αποτελούσαν πολύ μεγάλα ποσοστά του κεφαλαίου του καλουμένου να αναλάβει μια λειτουργία και ακόμη μπορούσαν να υπερβαίνουν το ετήσιο εισόδημά του. Εξ άλλου, κάθε χρόνο χρειάζονταν, τον 5αν αιώνα π.Χ. τουλάχιστον, εκατό χορηγοί και περίπου 300 τριήραρχοι για ολόκληρο έτος. Τον 4ον αιώνα π.Χ. επιβάλλονταν τριηραρχίες όχι πια για όλες τις πλώιμες τριήρεις και για τη διάρκεια του έτους, αλλά για όσες αποφάσιζε κάθε φορά ο Δήμος και για τη διάρκεια της συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Υποτίθεται ότι μια ακίνητη περιουσία μπορούσε να φορολογηθεί σε διάστημα από τριάντα μέχρι σαράντα ετών με δύο χορηγίες, άλλες τόσες τριηραρχίες και μερικές άλλες, πιο μικρές, λειτουργίες. Αν ένας πολίτης υποχρεωνόταν να αναλάβει μια λειτουργία, ενώ δεν διέθετε πια χρηματικό απόθεμα, δεν είχε άλλες διεξόδους από το να χρεωθεί ή να πουλήσει ένα μέρος από την περιουσία του. Για τούτο το λόγο καθιερώθηκε η συντριηραρχία, περί το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ανεπίσημα, έπειτα επίσημα. Έτσι μία τριηραρχία κατανεμόταν μεταξύ δύο ή τριών πολιτών. Τέλος, το 358/7 π.Χ., εφαρμόσθηκε για τις συντριηραρχίες ένα νέο σύστημα: ανά 4-6 από τα 60 μέλη κάθε συμμορίας (βλ. σελ. 200, 262) σχημάτιζαν μια συντέλεια και αυτή ήταν που χρεωνόταν με μια συντριηραρχία.
 
«ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ»
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
 
 Ἡ «λει­τουρ­γί­α» ἦ­ταν ἕ­να εἶ­δος δη­μό­σιας ὑ­πη­ρε­σί­ας, στό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­χρε­οῦν­ταν οἱ πλου­σι­ό­τε­ροι ἄν­δρες τῆς Ἀ­θή­νας, καί πο­λί­τες καί (γιά ὁ­ρι­σμέ­να εἴ­δη λει­τουρ­γι­ῶν) μέ­τοι­κοι. Συ­νε­πα­γό­ταν τήν κα­τα­βο­λή χρη­μά­των ὑ­πέρ κά­ποι­ας δη­μό­σιας δρα­στη­ρι­ό­τη­τας· συ­νή­θως συ­νε­πα­γό­ταν ἐ­πί­σης καί ἄλ­λα κα­θή­κον­τα. Με­ρι­κές λει­τουρ­γί­ες εἶ­χαν σχέ­ση μέ δη­μό­σι­ες θρη­σκευ­τι­κές γι­ορ­τές, ὅ­πως τά Δι­ο­νύ­σια ἤ τά Πα­να­θή­ναι­α: ἕ­νας ἄν­δρας μπο­ροῦ­σε νά δι­ο­ρι­σθεῖ χο­ρη­γός γιά νά πλη­ρώ­σει τά ἔ­ξο­δα ἑ­νός ἀ­πό τούς χο­ρούς (τοῦ τρα­γι­κοῦ, τοῦ κω­μι­κοῦ ἤ τοῦ δι­θυ­ραμ­βι­κοῦ) καί νά πα­ρά­σχει δι­ευ­κο­λύν­σεις γι’ αὐ­τόν, ἤ γυ­μνα­σί­αρ­χος, γιά νά ἀ­να­λά­βει τά ἔ­ξο­δα μί­ας ὁ­μά­δας σκυ­τα­λο­δρό­μων γιά κά­ποι­α λαμ­πα­δη­δρο­μί­α, ἤ ἀρ­χι­θε­ω­ρός, γιά νά ἀ­να­λά­βει τά ἔ­ξο­δα τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς ὁ­μά­δας τῶν ὑ­πο­ψή­φι­ων γιά κά­ποι­α ἀ­πό τίς δι­ε­θνεῖς (πα­νελ­λή­νι­ες) γι­ορ­τές, ὅ­πως ἦ­ταν οἱ Ὀ­λυμ­πια­κοί ἀ­γῶ­νες ἤ τά Πύ­θια. Ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν ἀν­δρῶν πού χρει­ά­ζον­ταν γιά τήν ἐ­κτέ­λε­ση αὐ­τῶν τῶν ἑ­ορ­τα­στι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν ἦ­ταν γύ­ρω στούς ἑ­κα­τό κά­θε χρό­νο[1]. Ἕ­να ἄλ­λο εἶ­δος λει­τουρ­γί­ας ἦ­ταν ἡ τρι­η­ραρ­χί­α, Ὁ τρι­ή­ραρ­χος ἔ­πρε­πε νά πλη­ρώ­σει καί νά κα­νο­νί­σει γιά τήν συν­τή­ρη­ση ἑ­νός πλοί­ου τοῦ ἀ­θη­να­ϊ­κοῦ ναυ­τι­κοῦ· ἦ­ταν ἐ­πί­σης ὁ κυ­βερ­νή­της του, ἄν τό πλοῖ­ο στελ­νό­ταν σέ θα­λάσ­σια ἀ­πο­στο­λή, ἐ­κτός ἄν προ­τι­μοῦ­σε νά πλη­ρώ­σει κά­ποι­ον ἄλ­λον γιά νά ἐ­κτε­λέ­σει αὐ­τό τό κα­θῆ­κον στή θέ­ση του. Πε­ρί­που ἀ­πό τό 411 καί με­τά, μί­α τρι­η­ραρ­χί­α τήν μοι­ρά­ζον­ταν κα­νο­νι­κά δύ­ο ἄν­δρες καί ἀρ­γό­τε­ρα πε­ρισ­σό­τε­ροι: ὑ­πῆρ­χε ἕ­να σύ­νο­λο 1200 τρι­η­ράρ­χων κα­τά τή διά­ρκεια τῶν ἐ­τῶν 357-40, καί ἕ­να σύ­νο­λο 300 με­τά ἀ­πό τό 340[2].
 
Ἐ­ξάλ­λου ἕ­να ἄλ­λο εἶ­δος λει­τουρ­γί­ας, τό ὁ­ποῖ­ο εἰ­σά­χθη­κε τόν τέ­ταρ­το αἰ­ώ­να, ἦ­ταν ἡ «προ­ει­σφο­ρά»: ὁ­ρι­ζό­ταν ἕ­νας ἄν­δρας νά πλη­ρώ­σει στό δη­μό­σιο τα­μεῖ­ο τό συ­νο­λι­κό πο­σό τοῦ φό­ρου («εἰ­σφο­ρά») πού ὀ­φει­λό­ταν ἀ­πό ἕ­ναν ἀ­ριθ­μό φο­ρο­λο­γού­με­νων καί στή συ­νέ­χεια προ­σπα­θοῦ­σε νά εἰ­σπρά­ξει ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά χρή­μα­τα αὐ­τά μπο­ροῦ­σε ἀ­πό ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πο­χρε­οῦν­ταν νά τά πλη­ρώ­σουν. Ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν ἀν­δρών πού ὑ­πο­χρε­οῦν­ταν νά κα­τα­βά­λουν «προ­ει­σφο­ρά» ἦ­ταν 300 σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση (ὄ­χι κά­θε χρό­νο) ἐ­πι­βο­λῆς φό­ρου[3].
 
Κά­θε χρό­νο βρί­ζον­ταν ἀ­πό τους ἁρ­μό­διους ἄρ­χον­τες δι­ά­φο­ροι ἄν­δρες γιά ὅ­λες αὐ­τές τίς λει­τουρ­γί­ες· ὁ «ἄρ­χων» δι­ό­ρι­ζε χο­ρη­γούς γιά τούς τρα­γι­κούς χο­ρούς στά Δι­ο­νύ­σια, οἱ στρα­τη­γοί δι­ό­ρι­ζαν τρι­η­ράρ­χους κ.ο.κ. Με­ρι­κές φο­ρές ἕ­νας ἄν­δρας πού λα­χτα­ροῦ­σε νά ὑ­πη­ρε­τή­σει τήν Ἀ­θή­να ἤ νά ἐ­πι­δεί­ξει τά πλού­τη του, θά προ­σφε­ρό­ταν ἐ­θε­λον­τι­κά νά ἀ­να­λά­βει μιά λει­τουρ­γί­α. Δι­α­φο­ρε­τι­κά, δι­ο­ρί­ζον­ταν οἱ πλου­σι­ό­τε­ροι δι­α­θέ­σι­μοι ἄν­δρες, ἀλ­λά ὁ νό­μος κα­θό­ρι­ζε ὁ­ρι­σμέ­νες ἐ­ξαι­ρέ­σεις. Οἱ ἀ­νή­λι­κοι ἀ­παλ­λάσ­σον­ταν ἀ­πό ὅ­λες τίς λει­τουρ­γί­ες, μέ­χρι ἕ­να ἔ­τος με­τά τήν ἐ­νη­λι­κί­ω­σή τους. Οἱ ἐν­νέ­α ἄρ­χον­τες ἦ­ταν σί­γου­ρα, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πό τήν τρι­η­ραρ­χί­α καί πι­θα­νό­τα­τα καί ἀ­πό ὅ­λες τίς λει­τουρ­γί­ες. Ἡ σω­ζό­με­νη ρή­τρα τοῦ νό­μου ἔ­λε­γε: «Κα­νείς δέν ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ἀ­πό τήν τρι­η­ραρ­χί­α, ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἐν­νέ­α ἄρ­χον­τες», στήν πρά­ξη ὅ­μως φαί­νε­ται σα­φές ὅ­τι οἱ ἀ­νά­πη­ροι καί οἱ κλη­ροῦ­χοι (κά­τοι­κοι ὑ­περ­πόν­τι­ων ἀ­θη­να­ϊ­κῶν ἀ­ποι­κι­ῶν) δέν δι­ο­ρί­ζον­ταν. Κα­νέ­νας δέν μπο­ροῦ­σε νά ὑ­πο­χρε­ω­θεῖ νά ἐ­κτε­λέ­σει δύ­ο λει­τουρ­γί­ες στό ἴ­διο ἤ σέ δι­α­δο­χι­κά ἔ­τη, ἄν καί με­τά τό 357 ἡ συμ­με­το­χή στήν ὁ­μά­δα τῶν τρι­η­ράρ­χων δέν ὑ­πο­λο­γι­ζό­ταν γι’ αὐ­τόν τόν σκο­πό. Ἕ­νας νό­μος πού ἔ­λε­γε ὅ­τι ἕ­νας ἄν­δρας δέν ἔ­πρε­πε νά ἐ­κτε­λέ­σει τήν ἴ­δια λει­τουρ­γί­α δύ­ο φο­ρές, πρέ­πει νά ἴ­σχυ­ε μό­νο γιά τίς ἑ­ορ­τα­στι­κές λει­τουρ­γί­ες καί ὄ­χι γιά τήν τρι­η­ραρ­χί­α ἤ τήν «προ­ει­σφο­ρά». Ὑ­πῆρ­χε ἐ­πί­σης ἕ­νας κα­νό­νας, σύμ­φω­να μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ χο­ρη­γός ἑ­νός χο­ροῦ ἀ­γο­ρι­ῶν ἔ­πρε­πε νά ἦ­ταν ἄ­νω τῶν σα­ράν­τα ἐ­τῶν. Ὅ­ποι­ος βρι­ζό­ταν νά ἐ­κτε­λέ­σει κά­ποι­α λει­τουρ­γί­α, ἀλ­λά ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι δι­και­οῦν­ταν ἀ­παλ­λα­γῆς γιά ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἀ­πό τούς ἀ­νω­τέ­ρω· λό­γους, ὑ­πέ­βαλ­λε τόν λό­γο πού δι­και­ο­λο­γοῦ­σε τήν ἀ­παλ­λα­γή του («σκέ­ψις») ὑ­πό τήν κρί­ση τοῦ ἄρ­χον­τα πού τόν εἶ­χε δι­ο­ρί­σει, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἄν δέν ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νος νά τόν ἀ­πο­δε­χθεῖ, εἰ­σῆ­γε τήν ὑ­πό­θε­ση σέ δι­κα­στή­ριο γιά νά κρι­θεῖ ἀ­πό τούς δι­κα­στές[4].
 
Ἄν ὁ δρι­ζό­με­νος γιά τήν ἐ­κτέ­λε­ση κά­ποι­ος λει­τουρ­γί­ας δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­ξι­ώ­σει ἀ­παλ­λα­γή γιά κά­ποι­ον ἀ­π’ αὐ­τούς τούς λό­γους, μπο­ροῦ­σε μο­λα­ταῦ­τα νά ἐ­πι­δι­ώ­ξει νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἐ­κτέ­λε­ση αὐ­τῆς τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας, ἰ­σχυ­ρι­ζό­με­νος ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλου­σι­ό­τε­ρος ἄν­δρας, μή ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος, καί ὅ­τι θά ἔ­πρε­πε ἐ­κεῖ­νος μᾶλ­λον πα­ρά αὐ­τός νά εἶ­χε ὁ­ρι­σθεῖ. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ἐ­φαρ­μο­ζό­ταν ἡ δι­α­δι­κα­σί­α πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν «ἀν­τί­δο­σις». Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α μπο­ροῦ­σε νά κι­νη­θεῖ μό­νο μί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη μέ­ρα, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­ρι­ζό­ταν κά­θε χρό­νο γι’ αὐ­τόν τό σκο­πό ἀ­πό τόν ἁρ­μό­διο γιά κά­θε εἶ­δος λει­τουρ­γί­ας ἄρ­χον­τα. Ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα, ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε εἶ­χε ὁ­ρι­σθεῖ νά ἐ­κτε­λέ­σει κά­ποι­α λει­τουρ­γί­α μπο­ροῦ­σε νά προ­κα­λέ­σει κά­ποι­ον ἄλ­λον νά δι­α­λέ­ξει με­τα­ξύ δύ­ο ἐ­πι­λο­γῶν: ἤ (ἄν πα­ρα­δε­χό­ταν ὅ­τι ἦ­ταν πλου­σι­ό­τε­ρος) νά ἀ­να­λά­βει τήν λει­τουρ­γί­α ἀ­πό τόν προ­κα­λοῦν­τα, ἤ (ἄν ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι ἦ­ταν φτω­χό­τε­ρος) νά ἀν­ταλ­λά­ξει τό σύ­νο­λο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας του μέ τήν πε­ρι­ου­σί­α τοῦ προ­κα­λοῦν­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό­τε θά ἐ­κτε­λοῦ­σε τήν λει­τουρ­γί­α ὁ ἴ­διος. Ἄν ὁ προ­κα­λού­με­νος ἐ­πέ­λε­γε τή δεύ­τε­ρη δυ­να­τό­τη­τα, δηλ. τήν ἀν­ταλ­λα­γή πε­ρι­ου­σι­ῶν, τό­τε οἱ δύ­ο ἄν­δρες ἔ­δι­ναν ἕ­ναν ὅρ­κο (ἡ δι­α­τύ­πω­σή του δέν εἶ­ναι γνω­στή, ἐν­δε­χο­μέ­νως ὅ­μως ὁρ­κί­ζον­ταν νά πα­ρα­δώ­σουν τό σύ­νο­λο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας τους χω­ρίς νά κρα­τή­σουν τί­πο­τε) καί, μέ­σα σέ τρεῖς μέ­ρες, ὁ κα­θέ­νας ἔ­πρε­πε νά πα­ρου­σιά­σει ἀ­πο­γρα­φή τῶν ὑ­παρ­χόν­των του, πού νά δεί­χνει τό­σο τά χρέ­η καί τίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὅ­σο καί τό ἐ­νερ­γη­τι­κό. Ὁ κα­θέ­νας ἐ­πί­σης μπο­ροῦ­σε, ἄν ἤ­θε­λε, νά με­τα­βεῖ μέ μάρ­τυ­ρες στό σπί­τι ἤ τό κτῆ­μα τοῦ ἄλ­λου, γιά νά δεῖ τί ὑ­πῆρ­χε ἐ­κεῖ καί νά σφρα­γί­σει τίς πόρ­τες τῶν ἀ­πο­θη­κῶν ἤ τῶν κε­λα­ρι­ῶν, γιά νά ἐ­λέγ­ξει ὅ­τι ὁ ἀν­τί­πα­λός του δέν εἶ­χε με­τα­φέ­ρει τί­πο­τε κρυ­φά. Ἕ­νας νό­μος, πού ἦ­ταν σέ ἰ­σχύ τήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 320, ἐ­πέ­τρε­πε τόν ἀ­πο­κλει­σμό ἀ­πό τήν ἀν­ταλ­λα­γή τῆς πε­ρι­ου­σί­ας πού εἶ­χε κά­ποι­ος στά με­ταλ­λεῖ­α ἀρ­γύ­ρου, ἀλ­λά δέν πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε πό­τε καί για­τί εἰ­σά­χθη­κε ἡ ἑ­ξαί­ρε­ση[5].
 
Ἡ ὅ­λη δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἐκ­πλη­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς λο­γι­κῆς. Ἡ ἰ­δέ­α ὅ­τι δύ­ο ἄν­δρες, ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι ἡ πε­ρι­ου­σί­α τοῦ ἄλ­λου ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρη, ἔ­πρε­πε νά ἀν­ταλ­λά­ξουν τίς πε­ρι­ου­σί­ες τούς εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα λο­γι­κή. Ὡ­στό­σο, σή­μαι­νε ὅ­τι μιά οἰ­κο­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε ζή­σει στό ἴ­διο ἀ­γρό­κτη­μα ἐ­πί πολ­λές γε­νι­ές, μπο­ροῦ­σε, μέ­σα σέ προ­θε­σμί­α λί­γων ἡ­με­ρῶν, νά ἀ­φή­σει πί­σω ὅ,τι εἶ­χε καί δέν εἶ­χε καί νά με­τα­κο­μί­σει σ’ ἕ­να ἀ­γρό­κτη­μα σέ κά­ποι­ο ἄλ­λο μέ­ρος τῆς Ἀτ­τι­κῆς, ἤ σ’ ἕ­να σπί­τι στήν πό­λη καί νά κερ­δί­ζει τά πρός τό ζῆν μ’ ἕ­να ἐρ­γο­στά­σιο, μί­α τρά­πε­ζα ἤ κά­ποι­ο ἄλ­λο μέ­σον. Με­ρι­κοί νε­ό­τε­ροι ἐ­πι­στή­μο­νες ἔ­χουν θε­ω­ρή­σει αὐ­τήν τή ρύθ­μι­ση ὡς ἐν­τε­λῶς ἀ­πί­στευ­τη. Ἀλ­λά οἱ προ­σπά­θει­ές τους νά ἑρ­μη­νεύ­σουν τά στοι­χεῖ­α πού ὑ­πάρ­χουν μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο δέν ὑ­πῆρ­ξαν πο­λύ πε­τυ­χη­μέ­νες. Ἀ­νά­με­σα στίς φρά­σεις τίς ὁ­ποῖ­ες βρί­σκου­με σέ δι­ά­φο­ρους λό­γους σχε­τι­κά μέ τήν «ἀν­τί­δο­ση» ὑ­πάρ­χουν καί οἱ ἑ­ξῆς: «γκρέ­μι­σαν τίς πόρ­τες τῶν δω­μα­τί­ων, σάν νά τούς ἀ­νῆ­καν ἤ­δη μέ τήν «ἀν­τι­δο­ση”­»· «Εἶ­μαι πρό­θυ­μος νά πα­ρα­δώ­σω, ἐ­κτός ἀ­πό τήν ὑ­πό­λοι­πη πε­ρι­ου­σί­α μου, καί ὅ,τι ἔ­χω στίς με­ταλ­λευ­τι­κές ἐ­πι­χει­ρή­σεις, ἄν μου πα­ρα­δώ­σει μό­νο τό ἀ­γρό­κτη­μα πού ἔ­χει στόν λό­φο χω­ρίς βά­ρη»· «εἴ­τε ἔ­χω τήν πε­ρι­ου­σί­α τοῦ Φαι­νίπ­που εἴ­τε τήν δι­κή μου»· «τό ζευ­γά­ρι τῶν βο­δι­ῶν, οἱ δοῦ­λοι καί ὅ­λά ὅ­σά πῆ­ρε ἀ­πό τήν ἐ­ξο­χή μέ τήν «ἀν­τι­δο­ση”­»­[1]. Ἐν ὄ­ψει τέ­τοι­ων ἐκ­φρά­σε­ων, θά πρέ­πει νά δε­χθοῦ­με ὅ­τι μπο­ροῦ­σαν πράγ­μα­τι νά λά­βουν χώ­ρα ἀν­ταλ­λα­γές πε­ρι­ου­σι­ῶν.
 
Ὡ­στό­σο, φαί­νε­ται ἀ­πί­θα­νο νά συ­νέ­βαι­ναν συ­χνά. Πι­θα­νῶς, ἡ συ­νη­θέ­στε­ρη κα­τά­στα­ση ἦ­ταν ἐ­κεί­νη κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ προ­κα­λού­με­νος, ἄν καί ἀ­πρό­θυ­μος νά ἀ­να­λά­βει τήν λει­τουρ­γί­α, δέν ἤ­θε­λε, ὅ­μως, οὔ­τε νά ἀν­ταλ­λά­ξει τήν πε­ρι­ου­σί­α του. Ἄν ὁ προ­κα­λῶν ὑ­πέ­βαλ­λε στόν ἄρ­χον­τα γρα­πτή δή­λω­ση ὅ­τι ὁ προ­κα­λού­με­νος οὔ­τε εἶ­χε ἀ­να­λά­βει τήν λει­τουρ­γί­α, οὔ­τε εἶ­χε ἀν­ταλ­λά­ξει τήν πε­ρι­ου­σί­α του, ὁ ἄρ­χον­τας κα­νό­νι­ζε τή δι­ε­ξα­γω­γή μί­ας δί­κης μέ ἐ­νόρ­κους. Ἡ ὑ­πό­θε­ση ἦ­ταν μιά «δι­α­δι­κα­σί­α»: κα­νείς δέν θε­ω­ροῦν­ταν ὡς κα­τή­γο­ρος ἤ κα­τη­γο­ρού­με­νος, ἀλ­λά τό δι­κα­στή­ριο ἔ­πρε­πε ἁ­πλῶς νά κρί­νει ποι­ός ἀ­π’ τούς δύ­ο ἔ­πρε­πε νά ἐ­κτε­λέ­σει τήν λει­τουρ­γί­α[6].
 
Ὑ­πάρ­χει ἕ­νας σω­ζό­με­νος λό­γος, ὁ ὁ­ποῖ­ος συν­τέ­θη­κε γιά μιά τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση στή δε­κα­ε­τί­α τοῦ 320, ὁ λό­γος «κ α τ ά  Φ α ι ν ί π π ο υ» (Δη­μο­σθέ­νης 42). Ὁ ὁ­μι­λη­τής (τοῦ δποί­ου τό ὄ­νο­μα δέν εἶ­ναι γνω­στό) δι­ο­ρί­σθη­κε ἀ­πό τους στρα­τη­γούς στή λει­τουρ­γί­α τῆς «προ­ει­σφο­ρᾶς». Ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι πρό­σφα­τα ἔ­χα­σε πολ­λά χρή­μα­τα καί ὅ­τι ὁ Φαί­νιπ­πος, ἕ­νας νε­α­ρός ἀ­γρό­της πού δέν εἶ­χε πο­τέ ἐ­κτε­λέ­σει κά­ποι­α λει­τουρ­γί­α, εἶ­ναι σέ πο­λύ κα­λύ­τε­ρη οἰ­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση· ἔ­τσι λοι­πόν προ­κά­λε­σε τόν Φαί­νιπ­πο σέ «ἀν­τί­δο­ση». Στήν ἀρ­χή, ὁ Φαί­νιπ­πος φαί­νε­ται ὅ­τι συμ­φώ­νη­σε νά γί­νει ἡ ἀν­ταλ­λα­γή πε­ρι­ου­σι­ῶν. Ὁ ὁ­μι­λη­τής στή συ­νέ­χεια ἐ­πι­θε­ώ­ρη­σε τό ἀ­γρό­κτη­μα τοῦ Φαι­νίπ­που καί σφρά­γι­σε τίς ἀ­πο­θῆ­κες, ἐ­πί­σης δέ κα­τάρ­τι­σε καί κα­τά­λο­γο τῆς δι­κῆς του πε­ρι­ου­σί­ας. Με­τά, ὅ­μως, ὁ Φαί­νιπ­πος ἀ­πο­σφρά­γι­σε τίς ἀ­πο­θῆ­κες καί ἀ­μέ­λη­σε νά προ­σκο­μί­σει ἔγ­και­ρα τόν δι­κό του κα­τά­λο­γο ἀ­πο­γρα­φῆς· ἔ­τσι ὁ ὁ­μι­λη­τής κα­τάγ­γει­λε στούς στρα­τη­γούς ὅ­τι ὁ Φαί­νιπ­πος δέν ἐ­κτε­λοῦ­σε τήν ἀν­ταλ­λα­γή τῶν πε­ρι­ου­σι­ῶν μέ τόν πρέ­πον­τα τρό­πο. Ὁ Φαί­νιπ­πος, ἐ­ξάλ­λου, κα­τη­γό­ρη­σε μέ τή σει­ρά του τόν ὁ­μι­λη­τή ὅ­τι δέν εἶ­χε κα­ταρ­τί­σει τόν κα­τά­λο­γό του ὅ­πως ἔ­πρε­πε· ἴ­σως δέ καί τά δύ­ο μέ­ρη, καί ὄ­χι μό­νο ἐ­κεῖ­νος ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀρ­χι­κά προ­κα­λέ­σει, μπο­ροῦ­σε νά ζη­τή­σει μιά «δι­α­δι­κα­σί­α», ἄν ὑ­πο­στή­ρι­ζε ὅ­τι ἡ ἀν­ταλ­λα­γή δέν δι­εκ­πε­ραι­ω­νό­ταν σω­στά. Αὐ­τό ὅ­μως δέν ση­μαί­νει ὅ­τι τό δι­κα­στή­ριο ἔ­πρε­πε νά ρυθ­μί­σει τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες τῆς ἀν­ταλ­λα­γῆς: ὅ­ταν ἐ­λάμ­βα­νε χώ­ρα μιά «δι­α­δι­κα­σί­α», ἡ πρό­τα­ση ἀν­ταλ­λα­γῆς πε­ρι­ου­σι­ῶν ἀ­δρα­νοῦ­σε, καί τό δι­κα­στή­ριο ἁ­πλῶς δι­έ­τασ­σε τόν ἕ­ναν ἤ τόν ἄλ­λον νά ἐ­κτε­λέ­σει τή λει­τουρ­γί­α. Δέν γνω­ρί­ζου­με ποι­ός ἡτ­τή­θη­κε στήν ὑ­πό­θε­ση τοῦ Φαι­νίπ­που.
 
Ἀ­φοῦ ρυθ­μι­ζό­ταν τό ποι­ός ἔ­πρε­πε νά ἐ­κτε­λέ­σει τήν λει­τουρ­γί­α, θά πε­ρί­με­νε κα­νείς ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν με­ρι­κές νο­μι­κές κυ­ρώ­σεις ἐ­ναν­τί­ον ἐ­κεί­νου ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν κα­τόρ­θω­νε νά τήν ἐ­κτε­λέ­σει ὅ­πως ἔ­πρε­πε. Γιά τήν τρι­η­ραρ­χί­α, εἶ­ναι σα­φές ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν πράγ­μα­τι δι­α­δι­κα­σί­ες γιά δί­ω­ξη καί τι­μω­ρί­α, του­λά­χι­στον κα­τά τόν τέ­ταρ­το αἰ­ώ­να. Ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ὁ τρι­ή­ραρ­χος, ὅ­πως οἱ ἄρ­χον­τες, ὑ­πέ­κει­το σέ «εἰ­σαγ­γε­λί­α» ἐ­νώ­πιον τῆς Βου­λῆς καί ἐ­πί­σης σέ «εὔ­θυ­να» κα­τά τό τέ­λος τοῦ ἔ­τους (ὅ­πως πε­ρι­γρά­φε­ται πιό κά­τω σ’ αὐ­τό τό κε­φά­λαι­ο)­[1]. Ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κά λε­πτο­με­ρή στοι­χεῖ­α γιά τήν πε­ρί­ο­δο με­τά τήν ἀ­να­μόρ­φω­ση τῆς τρι­η­ραρ­χί­ας, τό 357, ὁ­πό­τε βρί­σκου­με ἀ­να­φο­ρές στούς «ἀ­πο­στο­λεῖς» καί στούς ἐ­πό­πτες τῶν ναυ­πη­γεί­ων («ἐ­πι­με­λη­ταί τῶν νε­ω­ρί­ων»­). Αὐ­τοί οἱ ἄρ­χον­τες μπο­ροῦ­σαν νά φυ­λα­κί­σουν τόν τρι­ή­ραρ­χο πού πα­ρέ­λει­πε νά ἐ­κτε­λέ­σει τά κα­θή­κον­τά του. Ἄν ἕ­να πλοῖ­ο πά­θαι­νε ζη­μι­ές ἤ κα­τα­στρε­φό­ταν εἴ­τε ἀ­πό κα­ται­γί­δα, εἴ­τε ἀ­πό ἐ­χθρι­κή ἐ­νέρ­γεια, εἴ­τε ἀ­πό ἀ­μέ­λεια τοῦ τρι­η­ράρ­χου, ἤ ἄν ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν μέ­ρος τοῦ ἐ­ξο­πλι­σμοῦ του, προ­κα­λοῦ­σαν τήν δι­ε­ξα­γω­γή «δι­α­δι­κα­σί­ας», κα­τά τήν ὁ­ποί­α οἱ δι­κα­στές ἔ­πρε­πε νά ἀ­πο­φα­σί­σουν ἄν τό κό­στος τῆς ἀν­τι­κα­τά­στα­σης ἔ­πρε­πε νά κα­τα­βλη­θεῖ ἀ­πό τό δη­μό­σιο τα­μεῖ­ο, ἀ­πό κά­ποι­ον τρι­ή­ραρ­χο, ἤ ἀ­πό κά­ποι­ο ἄλ­λο προ­σω­πο[7]. Γιά τήν πρω­ι­μό­τε­ρη πε­ρί­ο­δο ὑ­πάρ­χουν πο­λύ λί­γα στοι­χεῖ­α, ἀλ­λά μί­α πρό­τα­ση τοῦ «Π α λ α ι ο ῦ  Ὀ λ ι γ α ρ χ ι κ ο ῦ» καί με­ρι­κές ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κές ἐ­πι­γρα­φές δεί­χνουν ὅ­τι οἱ «ἐ­πι­με­λη­ταί τῶν νε­ω­ρί­ων» (γιά τούς ὁ­ποί­ους φαί­νε­ται ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε δι­α­ζευ­κτι­κῶς τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἡ ὀ­νο­μα­σί­α «νε­ω­ροί») ὑ­πῆρ­χαν πρίν ἀ­πό τό τέ­λος τοῦ πέμ­πτου αἰ­ώ­να καί ὅ­τι ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς «δι­α­δι­κα­σί­ας» ἦ­ταν ἤ­δη τό­τε ἕν χρή­σει γιά τόν ἐ­ξο­πλι­σμό πλοί­ων[8].
 
Ὑ­πάρ­χει ἐ­πί­σης ὁ λό­γος «κ α τ ά  Π ο λ υ κ λ έ ο υ ς» (Δ η μ ο σ θ έ ν η ς 50) πού δεί­χνει πῶς ἕ­νας ἀ­με­λής τρι­ή­ραρ­χος μπο­ροῦ­σε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τήν ἐ­ναν­τιόν του ὑ­πο­βο­λή κα­ταγ­γε­λί­ας ἰ­δι­ω­τι­κῆς φύ­σης («δί­κης»­): ὁ Ἀ­πολ­λό­δω­ρος ἦ­ταν τρι­ή­ραρ­χος τό 362/1· κα­τά τό τέ­λος τοῦ ἔ­τους ὁ δι­ά­δο­χός του Πο­λυ­κλῆς δέν πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἐγ­καί­ρως γιά νά ἀ­να­λά­βει τό πλοῖ­ο, καί ἔ­τσι ὁ Ἀ­πολ­λό­δω­ρος συ­νέ­χι­σε ὡς τρι­ή­ραρ­χος γιά ἀρ­κε­τούς μῆ­νες ἀ­κό­μη· με­τά ἀ­π’ αὐ­τά, μή­νυ­σε τόν Πο­λυ­κλῆ γιά νά πά­ρει πί­σω τά πρό­σθε­τα ἔ­ξο­δα, στά ὁ­ποῖ­α εἶ­χε ὑ­πο­βλη­θεῖ.
 
Σχε­τι­κά μέ τήν «προ­ει­σφο­ρά», ὅ­ποι­ος δι­ο­ρι­ζό­ταν γιά τήν ἐ­κτέ­λε­ση τῆς λει­τουρ­γί­ας αὐ­τῆς καί πα­ρέ­λει­πε νά πλη­ρώ­σει, ὑ­πέ­κει­το ἀ­σφα­λῶς σέ μή­νυ­ση, ἀλ­λά τί­πο­τε δέν εἶ­ναι γνω­στό σχε­τι­κά μέ τήν δι­α­δι­κα­σί­α[9]. Δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε πού νά δεί­χνει ἄν ὑ­πῆρ­χαν δι­α­δι­κα­σί­ες γιά τήν ἐ­πι­βο­λή τῆς ἁρμόζουσας ἐκτέλεσης τῶν ἑορταστικῶν λειτουργιῶν.
----------------------
[1] Πβλ. J.K. Davies στό JHS 87 (1967) 33-40.
[2] Πβλ. Β. Jordan «The Athenian Navy in the Classical Period» (1975) 61-93.
[3] Πβλ. R. Thompson «Eisphora» (1964) 206-26.
[4] Λυσίας 32.24, Δημ. 14, 16, 20.8, 20.27, 21.155, 50.9, ΑΠ 56.3, 61.1, IG II2 1629 (Tod 200) 204-17.
[5] Δημ. 42· πβλ. W. A. Goligher στό «Hermathena» 14 (1907) 481-515, Harrison «Law» II 236-8.
[6] [Ξέν.] Ἀθ. 3.4, Δήμ. 28.17, Ἴσοκ. 15.5.
[7] Δημ. 18.107, 47.2C, IG II2 1629 (Tod 200) 251-8, 1613-2ο2-6, 1631. 343-6, κλπ.· πβλ. Harrison «Law» II 235-6, Rhodes «Boule» 153-8.
[8][Ξεν.] Ἀθ. 3.4, IG I2 73.19, 74, II2 1 (ML 94) 28-32, «Hesperia» 4 (1935) 5-19, no 1· πβλ. B. Jordan «The Athenian Navy in the Classical Period» (1975) 30-46.
[9] Δημ. 37.37.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου