Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΟΣΧΟΣ - Εὐρώπη (108-152)

Σχετική εικόναὫς φαμένη νώτοισιν ἐφίζανε μειδιόωσα,
αἱ δ᾽ ἄλλαι μέλλεσκον· ἄφαρ δ᾽ ἀνεπήλατο ταῦρος,
110ἣν θέλεν ἁρπάξας, ὠκὺς δ᾽ ἐπὶ πόντον ἵκανεν.
ἣ δὲ μεταστρεφθεῖσα φίλας καλέεσκεν ἑταίρας,
χεῖρας ὀρεγνυμένη· ταὶ δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχάνειν.
ἀκτάων δ᾽ ἐπιβὰς πρόσσω θέεν, ἠύτε δελφίς,
χηλαῖς ἀβρεκτοῖσιν ἐπ᾽ εὐρέα κύματα βαίνων.
115ἡ δὲ τότ᾽ ἐρχομένοιο γαληνιάασκε θάλασσα,
κήτεα δ᾽ ἀμφὶς ἄταλλε Διὸς προπάροιθε ποδοῖιν,
γηθόσυνος δ᾽ ὑπὲρ οἶδμα κυβίστεε βυσσόθε δελφίς.
Νηρεΐδες δ᾽ ἀνέδυσαν ὑπὲξ ἁλός, αἳ δ᾽ ἄρα πᾶσαι
κητείοις νώτοισιν ἐφήμεναι ἐστιχόωντο.
120καὶ δ᾽ αὐτὸς βαρύδουπος ὑπεὶρ ἅλα Ἐννοσίγαιος
κῦμα κατιθύνων ἁλίης ἡγεῖτο κελεύθου
αὐτοκασιγνήτῳ· τοὶ δ᾽ ἀμφί μιν ἠγερέθοντο
Τρίτωνες, πόντοιο βαρύθροοι αὐλητῆρες,
κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες.
125ἣ δ᾽ ἄρ᾽ ἐφεζομένη Ζηνὸς βοέοις ἐπὶ νώτοις
τῇ μὲν ἔχεν ταύρου δολιχὸν κέρας, ἐν χερὶ δ᾽ ἄλλῃ
εἴρυε πορφυρέην κόλπου πτύχα, ὄφρά κε μή μιν
δεύοι ἐφελκόμενον πολιῆς ἁλὸς ἄσπετον ὕδωρ.
κολπώθη δ᾽ ὤμοισι πέπλος βαθὺς Εὐρωπείης,
130ἱστίον οἷά τε νηός, ἐλαφρίζεσκε δὲ κούρην.
ἣ δ᾽ ὅτε δὴ γαίης ἀπὸ πατρίδος ἦεν ἄνευθεν,
φαίνετο δ᾽ οὔτ᾽ ἀκτή τις ἁλίρροθος οὔτ᾽ ὄρος αἰπύ,
ἀλλ᾽ ἀὴρ μὲν ὕπερθεν, ἔνερθε δὲ πόντος ἀπείρων,
ἀμφί ἑ παπτήνασα τόσην ἀνενείκατο φωνήν·
135«πῇ με φέρεις, θεόταυρε; τίς ἔπλεο; πῶς δὲ κέλευθα
ἀργαλέ᾽ εἰλιπόδεσσι διέρχεαι, οὐδὲ θάλασσαν
δειμαίνεις; νηυσὶν γὰρ ἐπίδρομός ἐστι θάλασσα
ὠκυάλοις, ταῦροι δ᾽ ἁλίην τρομέουσιν ἀταρπόν.
ποῖόν σοι ποτὸν ἡδύ, τίς ἐξ ἁλὸς ἔσσετ᾽ ἐδωδή;
140ἦ ἄρα τις θεός ἐσσι; θεοῖς γ᾽ ἐπεοικότα ῥέζεις.
οὔθ᾽ ἅλιοι δελφῖνες ἐπὶ χθονὸς οὔτε τι ταῦροι
ἐν πόντῳ στιχόωσι, σὺ δὲ χθόνα καὶ κατὰ πόντον
ἄτρομος ἀίσσεις, χηλαὶ δέ τοί εἰσιν ἐρετμά.
ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψόσ᾽ ἀερθείς
145εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν.
ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι δυσάμμορος, ἥ ῥά τε δῶμα
πατρὸς ἀποπρολιποῦσα καὶ ἑσπομένη βοῒ τῷδε
ξείνην ναυτιλίην ἐφέπω καὶ πλάζομαι οἴη.
ἀλλὰ σύ μοι, μεδέων πολιῆς ἁλὸς Ἐννοσίγαιε,
150ἵλαος ἀντιάσειας, ὃν ἔλπομαι εἰσοράασθαι
τόνδε κατιθύνοντα πλόον προκέλευθον ἐμεῖο.
οὐκ ἀθεεὶ γὰρ ταῦτα διέρχομαι ὑγρὰ κέλευθα.»
***
Είπε, και χαμογελαστή στην πλάτη του ανεβαίνει·έτοιμες κι οι άλλες, μα έξαφνα δίνει έναν πήδο ο ταύρος·110άρπαξε κείνη που ήθελε και προς το πέλαο τρέχει.Η Ευρώπη προς τις φίλες της γυρνάει, τα χέρια απλώνεικαι τις καλεί, μα δεν μπορούν εκείνες να τη φτάσουν.Ο ταύρος πέρ᾽ απ᾽ την αχτή προβαίνει σα δελφίνικαι μ᾽ άβρεχτες βαδίζει οπλές στην άπλα των κυμάτων.115Στο πέρασμά του η θάλασσα γαλήνευε, τα κήτημπροστά στου Δία χορεύανε το διάβα, το δελφίνιπάνω απ᾽ το κύμα, απ᾽ το βυθό, χαρά γεμάτο εσκίρτα.Κι απ᾽ το νερό προβάλλοντας, στα κήτη καβαλούσανκαι την πομπή συνόδευαν οι κόρες του Νηρέα.120Απάνω από το πέλαγο, το κύμα κυβερνώντας,το θαλασσόδρομο έδειχνε στον αδερφό του ο ίδιοςο Κοσμοσείστης, βροντερός· και μαζεμένοι γύρωοι Τρίτωνες, θαλασσινοί βαρύηχοι σαλπιχτάδες,τραγούδι γάμου λέγανε με τις μακριές κοχύλες.125Κι απάνω στη βοϊδόραχη του Δία καβάλα η κόρημε το ένα χέρι το μακρύ κρατούσε κέρατό του,το πορφυρό της φόρεμα ανασήκωνε με τ᾽ άλλο,για να μη σέρνεται κι ο αφρός της θάλασσας το βρέχει.Και φούσκωσε στους ώμους της πάνω ο πλατύς της πέπλος130σαν άρμενο και πιο λαφρύ τής έκανε το βάρος.Και σαν ξεμάκρυνε απ᾽ τη γη την πατρική της και ούτεβουερό ακρογιάλι ούτε ψηλό βουνό φαινόταν, μόνοπάνω ουρανός, και κάτωθε θάλασσα δίχως άκρη,έριξε η κόρη ολόγυρα τα βλέμματά της και είπε:135«Αχ, πού με πας, ταύρε θεϊκέ; Ποιός είσαι; Πώς διαβαίνειςδρόμους που στριφτοπόδικα δεν τους περνούνε βόδια;Δε σκιάζεσαι τη θάλασσα; Οι υγροί της δρόμοι κάνουνγια τα καράβια τα γοργά, μα οι ταύροι τούς φοβούνται.Και πού θα βρεις γλυκό νερό και τί τροφή απ᾽ το κύμα;140Το δίχως άλλο εισαι θεός· θεϊκά ᾽ναι αυτά που κάνεις.Δεν περπατούνε στη στεριά δελφίνια, κι ούτε ταύροιστο πέλαγο, μα ατρόμητος εσύ πηδάς και τρέχειςστο πέλαγο και στη στεριά· κι είναι κουπιά οι οπλές σου.Έτσι που πας, και στο γλαυκό, θαρρώ, ουρανό θ᾽ ανέβεις145και θα πετάς εκεί ψηλά σαν τα γοργόφτερα όρνια.Δυστυχισμένη που είμαι, αλί! Το πατρικό μου σπίτιπαράτησα κι ακλούθησα το βόδι αυτό, και μόνηγυρίζω εγώ αρμενίζοντας σε αλλόκοτο ταξίδι.Μα εσύ, της αφροθάλασσας αφέντη Κοσμοσείστη,150δείξου σ᾽ εμέ καλόβουλος· μου κάζεται σα να ᾽σαιμπροστά μου, σα να κυβερνάς το αρμένισμά μου. Δίχωςθεϊκιά βουλή δεν ακλουθώ το δρόμο του πελάγου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου