ΟΙ. ὦ τέκνον, ἦ βέβηκεν ἡμὶν ὁ ξένος;
ΑΝ. βέβηκεν, ὥστε πᾶν ἐν ἡσύχῳ, πάτερ,
ἔξεστι φωνεῖν, ὡς ἐμοῦ μόνης πέλας.
ΟΙ. ὦ πότνιαι δεινῶπες, εὖτε νῦν ἕδρας
85 πρώτων ἐφ᾽ ὑμῶν τῆσδε γῆς ἔκαμψ᾽ ἐγώ,
Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ᾽ ἀγνώμονες,
ὅς μοι, τὰ πόλλ᾽ ἐκεῖν᾽ ὅτ᾽ ἐξέχρη κακά,
ταύτην ἔλεξε παῦλαν ἐν χρόνῳ μακρῷ,
ἐλθόντι χώραν τερμίαν, ὅπου θεῶν
90 σεμνῶν ἕδραν λάβοιμι καὶ ξενόστασιν·
ἐνταῦθα κάμψειν τὸν ταλαίπωρον βίον,
κέρδη μὲν οἰκήσαντα τοῖς δεδεγμένοις,
ἄτην δὲ τοῖς πέμψασιν, οἵ μ᾽ ἀπήλασαν·
σημεῖα δ᾽ ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα,
95 ἢ σεισμὸν ἢ βροντήν τιν᾽ ἢ Διὸς σέλας.
ἔγνωκα μέν νυν ὥς με τήνδε τὴν ὁδὸν
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν
ἐξήγαγ᾽ ἐς τόδ᾽ ἄλσος· οὐ γὰρ ἄν ποτε
πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ᾽ ὁδοιπορῶν,
100 νήφων ἀοίνοις, κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην
βάθρον τόδ᾽ ἀσκέπαρνον. ἀλλά μοι, θεαί,
βίου κατ᾽ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε
πέρασιν ἤδη καὶ καταστροφήν τινα,
εἰ μὴ δοκῶ τι μειόνως ἔχειν, ἀεὶ
105 μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν.
ἴτ᾽, ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου,
ἴτ᾽, ὦ μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι
πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις,
οἰκτίρατ᾽ ἀνδρὸς Οἰδίπου τόδ᾽ ἄθλιον
110 εἴδωλον· οὐ γὰρ δὴ τό γ᾽ ἀρχαῖον δέμας.
ΑΝ. σίγα. πορεύονται γὰρ ὧδε δή τινες
χρόνῳ παλαιοί, σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι.
ΟΙ. σιγήσομαί τοι καὶ σύ μ᾽ ἐξ ὁδοῦ πόδα
κρύψον κατ᾽ ἄλσος, τῶνδ᾽ ἕως ἂν ἐκμάθω
115 τίνας λόγους ἐροῦσιν. ἐν γὰρ τῷ μαθεῖν
ἔνεστιν ηὑλάβεια τῶν ποιουμένων.
***
ΟΙ. Κόρη μου, έφυγε ο ξένος και μας άφησε;ΑΝ. Έφυγε και μπορείς άφοβος πια, πατέρα, όλα να τα πεις·μόνον εγώ είμαι στο πλάι σου.ΟΙ. Ω σεις Σεμνές με μάτι φοβερό που καθηλώνει, εγώστον τόπο πρώτα τον δικό σας, σ᾽ αυτή τη χώρα85λύγισα να ξαποστάσω,γι᾽ αυτό σ᾽ εμένα και στον Φοίβο μη φανείτε αχάριστες.Που, αφού εκείνα, τα πολλά και φοβερά, μου χρησμοδότησε,προφήτεψε τέτοιαν ανάπαυλα μετά από χρόνια·να τερματίσω σε μια χώρα κάποτε, όπου θα βρω90φιλόξενο αποκούμπι στις σεμνές θεές.Εκεί η ταλαίπωρη ζωή μου την τελική στροφή να πάρει —κέρδος, αν μείνω σ᾽ όσους με δεχτούν,κατάρα σ᾽ όσους μ᾽ έδιωξαν και μ᾽ έριξαν στα ξένα.Πως τότε θα φανούν σημάδια απαραγνώριστα:95σεισμός, ή και βροντή, του Δία η αστραπή.Τώρα είμαι βέβαιος, δεν θα μπορούσε ο δρόμος μου,δίχως δικό σας οιωνό πιστό, σ᾽ αυτό το άλσος να με βγάλει.Αλλιώς, οδοιπορώντας, εσάς δεν θ᾽ απαντούσα πρώτες,αγνός από κρασί,100όπως το ορίζετε κι εσείς· μήτε που θα καθόμουν σ᾽ αυτήντην άγια πέτρα την αλάξευτη. Αλλά θεές, το πέρας και το πέρασμαπου ο Απόλλωνας προφήτεψε, χαρίσετε σ᾽ εμένα — μια τέτοιατελευτή. Εκτός κι αν κάπως φαίνομαι λειψός,105ο υπόδουλος εγώ σε βάσανα ανυπέρβλητα για τους βροτούς.Ελάτε τώρα, μειλίχιες κόρες του αρχαίου Σκότου,έλα κι εσύ που σε καλούν Αθήνα, της μέγιστης Παλλάδαςη πιο τίμια πόλη, σπλαχνιστείτε αυτή την άθλια σκιά110του Οιδίποδα, γιατί δεν είμαι πια εκείνο το παλιό γερό σκαρί.ΑΝ. Σώπα. Κάποιοι πορεύονται που μας σιμώνουν,γέροι στα χρόνια, να δουν πού κάθισες.ΟΙ. Σωπαίνω εγώ, αλλά κι εσύ παράμερα, να μη με δουνστον δρόμο τους, στο άλσος κρύψε με, ώσπου115να μάθω τί λόγια θα μας πουν. Γιατί στημάθηση φωλιάζει η προσοχή γι᾽ αυτό που κάνουμε.
ΑΝ. βέβηκεν, ὥστε πᾶν ἐν ἡσύχῳ, πάτερ,
ἔξεστι φωνεῖν, ὡς ἐμοῦ μόνης πέλας.
ΟΙ. ὦ πότνιαι δεινῶπες, εὖτε νῦν ἕδρας
85 πρώτων ἐφ᾽ ὑμῶν τῆσδε γῆς ἔκαμψ᾽ ἐγώ,
Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ᾽ ἀγνώμονες,
ὅς μοι, τὰ πόλλ᾽ ἐκεῖν᾽ ὅτ᾽ ἐξέχρη κακά,
ταύτην ἔλεξε παῦλαν ἐν χρόνῳ μακρῷ,
ἐλθόντι χώραν τερμίαν, ὅπου θεῶν
90 σεμνῶν ἕδραν λάβοιμι καὶ ξενόστασιν·
ἐνταῦθα κάμψειν τὸν ταλαίπωρον βίον,
κέρδη μὲν οἰκήσαντα τοῖς δεδεγμένοις,
ἄτην δὲ τοῖς πέμψασιν, οἵ μ᾽ ἀπήλασαν·
σημεῖα δ᾽ ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα,
95 ἢ σεισμὸν ἢ βροντήν τιν᾽ ἢ Διὸς σέλας.
ἔγνωκα μέν νυν ὥς με τήνδε τὴν ὁδὸν
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν
ἐξήγαγ᾽ ἐς τόδ᾽ ἄλσος· οὐ γὰρ ἄν ποτε
πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ᾽ ὁδοιπορῶν,
100 νήφων ἀοίνοις, κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην
βάθρον τόδ᾽ ἀσκέπαρνον. ἀλλά μοι, θεαί,
βίου κατ᾽ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε
πέρασιν ἤδη καὶ καταστροφήν τινα,
εἰ μὴ δοκῶ τι μειόνως ἔχειν, ἀεὶ
105 μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν.
ἴτ᾽, ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου,
ἴτ᾽, ὦ μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι
πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις,
οἰκτίρατ᾽ ἀνδρὸς Οἰδίπου τόδ᾽ ἄθλιον
110 εἴδωλον· οὐ γὰρ δὴ τό γ᾽ ἀρχαῖον δέμας.
ΑΝ. σίγα. πορεύονται γὰρ ὧδε δή τινες
χρόνῳ παλαιοί, σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι.
ΟΙ. σιγήσομαί τοι καὶ σύ μ᾽ ἐξ ὁδοῦ πόδα
κρύψον κατ᾽ ἄλσος, τῶνδ᾽ ἕως ἂν ἐκμάθω
115 τίνας λόγους ἐροῦσιν. ἐν γὰρ τῷ μαθεῖν
ἔνεστιν ηὑλάβεια τῶν ποιουμένων.
***
ΟΙ. Κόρη μου, έφυγε ο ξένος και μας άφησε;ΑΝ. Έφυγε και μπορείς άφοβος πια, πατέρα, όλα να τα πεις·μόνον εγώ είμαι στο πλάι σου.ΟΙ. Ω σεις Σεμνές με μάτι φοβερό που καθηλώνει, εγώστον τόπο πρώτα τον δικό σας, σ᾽ αυτή τη χώρα85λύγισα να ξαποστάσω,γι᾽ αυτό σ᾽ εμένα και στον Φοίβο μη φανείτε αχάριστες.Που, αφού εκείνα, τα πολλά και φοβερά, μου χρησμοδότησε,προφήτεψε τέτοιαν ανάπαυλα μετά από χρόνια·να τερματίσω σε μια χώρα κάποτε, όπου θα βρω90φιλόξενο αποκούμπι στις σεμνές θεές.Εκεί η ταλαίπωρη ζωή μου την τελική στροφή να πάρει —κέρδος, αν μείνω σ᾽ όσους με δεχτούν,κατάρα σ᾽ όσους μ᾽ έδιωξαν και μ᾽ έριξαν στα ξένα.Πως τότε θα φανούν σημάδια απαραγνώριστα:95σεισμός, ή και βροντή, του Δία η αστραπή.Τώρα είμαι βέβαιος, δεν θα μπορούσε ο δρόμος μου,δίχως δικό σας οιωνό πιστό, σ᾽ αυτό το άλσος να με βγάλει.Αλλιώς, οδοιπορώντας, εσάς δεν θ᾽ απαντούσα πρώτες,αγνός από κρασί,100όπως το ορίζετε κι εσείς· μήτε που θα καθόμουν σ᾽ αυτήντην άγια πέτρα την αλάξευτη. Αλλά θεές, το πέρας και το πέρασμαπου ο Απόλλωνας προφήτεψε, χαρίσετε σ᾽ εμένα — μια τέτοιατελευτή. Εκτός κι αν κάπως φαίνομαι λειψός,105ο υπόδουλος εγώ σε βάσανα ανυπέρβλητα για τους βροτούς.Ελάτε τώρα, μειλίχιες κόρες του αρχαίου Σκότου,έλα κι εσύ που σε καλούν Αθήνα, της μέγιστης Παλλάδαςη πιο τίμια πόλη, σπλαχνιστείτε αυτή την άθλια σκιά110του Οιδίποδα, γιατί δεν είμαι πια εκείνο το παλιό γερό σκαρί.ΑΝ. Σώπα. Κάποιοι πορεύονται που μας σιμώνουν,γέροι στα χρόνια, να δουν πού κάθισες.ΟΙ. Σωπαίνω εγώ, αλλά κι εσύ παράμερα, να μη με δουνστον δρόμο τους, στο άλσος κρύψε με, ώσπου115να μάθω τί λόγια θα μας πουν. Γιατί στημάθηση φωλιάζει η προσοχή γι᾽ αυτό που κάνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου