Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ - •Διθύραμβος III - Ἠίθεοι ἢ Θησεὺς ‹Κηΐοις εἰς Δῆλον› (3.67-3.132)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ Ή Ο ΘΗΣΕΑΣκλύε δ᾽ ἄμεμπτον εὐχὰν μεγασθενὴ[ς [στρ. β]
Ζεύς, ὑπέροχόν τε Μίνῳ φύτευσε
τιμὰν φίλῳ θέλων
70 παιδὶ πανδερκέα θέμεν,
ἄστραψέ θ᾽· ὁ δὲ θυμάρμενον
ἰδὼν τέρας χέρας πέτασσε
κλυτὰν ἐς αἰθέρα μενεπτόλεμος ἥρως
εἶρέν τε· «Θησεῦ, τάδ᾽ ἐ‹μὰ›
75μὲν βλέπεις σαφῆ Διὸς
δῶρα· σὺ δ᾽ ὄρνυ᾽ ἐς βα-
ρύβρομον πέλαγος· Κρονί[δας
δέ τοι πατὴρ ἄναξ τελεῖ
Ποσειδὰν ὑπέρτατον
80κλέος χθόνα κατ᾽ ἠΰδενδρον.»
ὣς εἶπε· τῷ δ᾽ οὐ πάλιν
θυμὸς ἀνεκάμπτετ᾽, ἀλλ᾽ εὐ-
πάκτων ἐπ᾽ ἰκρίων
σταθεὶς ὄρουσε, πόντιόν τέ νιν
85δέξατο θελημὸν ἄλσος.
τάφεν δὲ Διὸς υἱὸς ἔνδοθεν
κέαρ, κέλευσέ τε κατ᾽ οὖ-
ρον ἴσχεν εὐδαίδαλον
νᾶα· μοῖρα δ᾽ ἑτέραν ἐπόρσυν᾽ ὁδόν.

90 ἵετο δ᾽ ὠκύπομπον δόρυ· σόει [αντ. β]
νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέουσ᾽ ἀήτα·
τρέσσαν δ᾽ Ἀθαναίων
ἠϊθέων ‹–› γένος, ἐπεὶ
ἥρως θόρεν πόντονδε, κα-
95τὰ λειρίων τ᾽ ὀμμάτων δά-
κρυ χέον, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
φέρον δὲ δελφῖνες {ἐν} ἁλι-
ναιέται μέγαν θοῶς
Θησέα πατρὸς ἱππί-
100ου δόμον· ἔμολέν τε θεῶν
μέγαρον. τόθι κλυτὰς ἰδὼν
ἔδεισε‹ν› Νηρέος ὀλ-
βίου κόρας· ἀπὸ γὰρ ἀγλα-
ῶν λάμπε γυίων σέλας
105 ὧτε πυρός, ἀμφὶ χαίταις
δὲ χρυσεόπλοκοι
δίνηντο ταινίαι· χορῷ δ᾽ ἔτερ-
πον κέαρ ὑγροῖσι ποσσίν.
εἶδέν τε πατρὸς ἄλοχον φίλαν
110 σεμνὰν βοῶπιν ἐρατοῖ-
σιν Ἀμφιτρίταν δόμοις·
ἅ νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν,

κόμαισί τ᾽ ἐπέθηκεν οὔλαις [επωδ. β]
ἀμεμφέα πλόκον,
115 τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ
δῶκε δόλιος Ἀφροδίτα ῥόδοις ἐρεμνόν.
ἄπιστον ὅ τι δαίμονες
θέλωσιν οὐδὲν φρενοάραις βροτοῖς·
νᾶα πάρα λεπτόπρυμνον φάνη· φεῦ,
120 οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον
ἔσχασεν στραταγέταν, ἐπεὶ
μόλ᾽ ἀδίαντος ἐξ ἁλὸς
θαῦμα πάντεσσι, λάμ-
πε δ᾽ ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ᾽, ἀγλαό-
125θρονοί τε κοῦραι σὺν εὐ-
θυμίᾳ νεοκτίτῳ
ὠλόλυξαν, ἔ-
κλαγεν δὲ πόντος· ἠίθεοι δ᾽ ἐγγύθεν
νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί.
130 Δάλιε, χοροῖσι Κηΐων
φρένα ἰανθεὶς
ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν.

***
Πρόθυμ᾽ άκουσε τη δέηση τούτη ο Δίας, [στρ. β]που μεγάλη η δύναμή του· ένα σημάδιδίνει εξαίσιο, φανερό σημάδι για όλους70πως πολύ τιμά το γιο του: ευθύς αστράφτει.Το σημάδι, που η καρδιά τουλαχταρούσε, μόλις είδε ο Μίνωας τότε,του πολέμου αυτός ο βράχος, στο λαμπρόουρανό τα χέρια υψώνει και λέει:«Ολοκάθαρο το δώρο βλέπεις, νά,που μου κάνει ο Δίας, Θησέα·στο βαρύβροντο εσύ τώρα πέλαο πήδα·και μια δόξα τρισμεγάλη, που όλη η γηη πολύδεντρη θ᾽ ακούσει,80θα σου δώσει ο γιος του Κρόνου ο Ποσειδώνας.»Έτσι μίλησε. Δε λύγισε η καρδιάτου Θησέα· ολόρθος στέκει στη γερτήκουπαστή, κι ευθύς ορμά· καλοσυνάτητου πελάου τον αγκαλιάζει η απλωσιά.Όταν το ᾽δε ο γιος του Δία, μες στην ψυχή τουξάφνιασμα ένιωσε μεγάλοκαι προστάζει να κρατήσουν το καράβιτ᾽ ωριοστόλιστο στον άνεμο αντικρύ.Όμως άλλον τότε δρόμο ανοίγει η Μοίρα.
90Δρόμο πήρε, γοργοκίνητο, το πλοίο· [αντ. β]απ᾽ την πρύμη πνέει βοριάς κι εμπρός το σπρώχνει·οι Αθηναίοι εκείνοι, οι νέοι κι οι νέες, σαν είδαντο Θησέα τους να βουτά στο πέλαο μέσα,τρόμο νιώσανε μεγάλο,στ᾽ απαλά τους μάτια ανάβρυσαν τα δάκρυα,συμφορά πως θά ᾽ρθει πρόσμεναν βαριά.Μα δελφίνια θαλασσόζωα το Θησέατον τρανό στο σπίτι οδήγησαν γοργάτου αλογόθεου, του γονιού του·100όταν μπήκε στο θεϊκό παλάτι εκείνο,ο ήρωας δείλιασε· είδε εκεί τις ξακουστέςκόρες του άρχοντα Νηρέα,που απ᾽ τα μέλη τους τα υπέροχα μια λάμψηξεχυνόταν, ίδια φλόγα από φωτιά,που τριγύρω απ᾽ τα μαλλιά τους λαμπερέςανεμίζανε χρυσόπλεχτες κορδέλεςκαι με πόδια απαλοσάλευτα χορόγύρω σέρνανε, αναγάλλια της ψυχής τους.Και είδε στο θαυμάσιο σπίτι110τη σεβάσμια γελαδόματη Αμφιτρίτη,του πατέρα του γυναίκα αγαπητή.Μ᾽ ένα ντύμα πορφυρό τον ντύνει εκείνη.
Και τα σγουρά του η θεά [επωδ. β]μ᾽ ένα στεφάνι πανέμορφο στόλισεμ᾽ ένα στεφάνι που το ίσκιωναν ρόδα·η δολοπλέχτρα Αφροδίτη τής το ᾽καμε δώρο στο γάμο της.Πράξη καμιά των θεώνδεν τη λογιάζουν για απίστευτη οι φρόνιμοι·δίπλα στου πλοίου τη χυτήπρύμη ο Θησέας απ᾽ το κύμα ξεπρόβαλε.120Ω, της Κνωσού το στρατάρχη!Μαύρες του νου που του τύλιξαν έγνοιες,μέσ᾽ απ᾽ τα κύματα ο άλλος σα βγήκε στεγνός,και τα θεϊκά στο κορμί του στραφτάλιζαν δώρα!Από αναγάλλια πρωτόφαντηοι λαμπερόθρονες κόρες ξεφώνισαν,βούιξε το πέλαγο,κι από κοντά οι κοπελιές και τ᾽ αγόρια παιάνα τραγούδησανμε τις γλυκές τους φωνές.130Δήλιε θεέ,αν η καρδιά σου από τους τζιώτικους τούτους χορούς αναγάλλιασε,δώσε, θεόσταλτα εμείς να χαρούμε αγαθά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου