Η αρχαία τραγωδία της Αντιγόνης έχει μελετηθεί και αναλυθεί μέσα στους αιώνες επανειλλημένα, παραμένοντας μέχρι σήμερα, χιλιάδες χρόνια μετά από τα πιο επαναστατικά δημιουργήματα.
Είναι αμφισβητήσιμο βέβαια πόσοι από τους θεατές που μέχρι σήμερα την έχουν παρακολουθήσει, κατανόησαν την επαναστατική της διάσταση ή έστω τόλμησαν να κάνουν την παραμικρή αναγωγή με το πώς οι ίδιοι λειτουργούν απέναντι στο καθεστώς και τους νόμους. Η Αντιγόνη εκπροσωπεί τον άνθρωπο που δεν υποτάσσεται, τον άνθρωπο που θεωρεί χρέος του την εξέγερση απέναντι στο άδικο και την τυφλή και βίαιη εξουσία.
Στις μέρες μας και λόγω των εξελίξεων και της προσπάθειας να εδραιωθεί παγκόσμια ένα αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που θα υπηρετεί τους ιθύνοντες και τον καπιταλισμό, το πρόσωπο της Αντιγόνης παίρνει ακόμα μεγαλύτερη αξία. Δυστυχώς όμως ένα μεγάλο κομμάτι θεατών, παρακολουθεί χωρίς εσωτερικό προβληματισμό την τραγωδία αυτή, και μάλιστα συχνά χρησιμοποιείται απλά ως κομπασμός ή δήθεν δείγμα κουλτούρας η παρακολούθησή της.
Η πολιτική διάσταση της “Αντιγόνης” είναι καθοριστική, η τραγωδία του Σοφοκλή καθώς και η ηρωίδα του έχουν αποτελέσει σε παγκόσμιο επίπεδο αντικείμενο ανάλυσης, ακόμα και από ψυχαναλυτές όπως για παράδειγμα ο Patrick Guyomard, την έχουν χαρακτηρίσει ανατρεπτική, διαχρονικό σύμβολο της ελευθερίας, πιστή στους άγραφους νόμους και τα επιθετα και οι χαρακτηρισμοί που της έχουν προσδώσει θα μπορούσαν να συνεχίζονται σελίδες επί σελίδων.
Πριν αρκετά όμως χρόνια ο Ηenry Wood Nevinson τόλμησε να της προσδώσει ένα άλλο χαρακτηρισικό που σε πολλούς στενόμυαλους “πεπαιδευμένους” δεν θα αρέσει πιθανόν, την αποκάλεσε “αναρχική ηρωίδα” και μίλησε για αναρχικό δράμα. Αν συνυπολογίσουμε το πόσο διαστρεβλωμένη είναι η έννοια της αναρχίας και πόσο οι λάτρεις του κράτους και της “νομιμότητας” προσπαθούν να της προσδώσουν τα χειρότερα στοιχεία, η προσέγγιση αυτή του Nevinson υπήρξε ανατρεπτική για την εποχή του αλλά και για τις μέρες μας αλλά ταυτόχρονα απολύτως ταιριαστή με την ηρωίδα της τραγωδίας. Ο Henry Nevinson ήταν ένας διάσημος δημοσιογράφος στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, διάσημος για την έκθεση και την μελέτη του σχετικά με την δουλεία στην Αγκόλα και τα CocoaIslands. Ήταν συνδρομητής στο περιδικό ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και φίλος του Κροπότκιν και του Μαλατέστα. Το άρθρο του για την τραγωδία της Αντιγόνης αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Δοκίμια στην Ελευθερία (1909).
Και έρχονται οι σύγχρονες εξελίξεις και ο τρόπος λειτουργίας του “εξελιγμενου” κόσμου 100 χρόνια μετά να τον επιβεβαιώσουν. Ναι η Αντιγόνη, αποτελεί πράγματι μια αναρχική ηρωίδα, η εξέγερσή της χωρίς να συνυπολογίζει το προσωπικό της όφελος, χωρίς να σκέφτεται την ήσυχη, προστατευμένη οικογενειακή ζωή που την περίμενε εφόσον υπάκουε στον άρχοντα της πόλης αυτή απέναντι στον νομοταγή και απόλυτο τύραννο τον Κρέοντα, απέναντι στον Χορό με τους φιλήσυχους πολίτες που δεν μπορούν να κατανοήσουν το μεγαλείο της, σκύβουν το κεφάλι και το μόνο που κάνουν είναι να την λυπούνται.
Αρκεί μόνο μια ματιά γύρω μας και θα αντικρίσουμε παντού τον Κρέοντα και σαφώς τον “φιλήσυχο” Χορό, την καλόβολη και φοβισμένη Ισμήνη, ευτυχώς θα αντικρίσουμε σε καποια πρόσωπα όμως και την Αντιγόνη.
Ακολουθεί ένα μέρος της προσέγγισης του Nevisnon στην τραγωδία της Αντιγόνης σε μετάφραση του Χρήστου Μόρφου από το βιβλίο “Αρχαία Ελλάδα και Αναρχισμός” εκδόσεις “Ελεύθερος Τύπος”.
“Μια παράξενη αντίθεση κυριαρχούσε εκείνο το Σάββατο στην υπαίθρια παράσταση του Θεάτρου του Κολεγίου Μπραντφορντ….Καθαρά και καλοταϊσμένα αγόρια βρίσκονταν εκεί, έχοντας διδαχθεί, ως πρώτο κανόνα της ζωής, τη χωρίς δισταγμούς υπακοή. Μεταξύ των θεατών βρίσκονταν άνδρες και γυναίκες που δεν είχαν ποτέ παραβεί έναν ανθρώπινο νόμο ούτε είχαν αμφισβητήσει τους κανόνες των κυβερνητών ή της κοινωνίας, αλλά είχαν διδαχθεί να θεωρούν την εξέγερση ως ένα από τα χειρότερα εγκλήματα. Λίγοι απ’αυτούς είχαν ποτέ υποχρεωθεί να διακινδυνεύσουν κάτι παραπάνω από μια τρίχα της κεφαλής τους για τις αρχές τους. Ακόμα λιγότεροι, δεν διανοήθηκαν ποτέ να χάσουν ένα γεύμα για να βρουν το δίκαιο ή την αγάπη.
Μπροστά όμως, στο μακάριο βλέμμα τους παιζόταν η τραχύτερη τραγωδία εξέγερσης και δικαιοσύνης και έρωτα και σε πόσο διαφορετικό σκηνικό. Ο πόλεμος βρίσκεται στην απεχθέστερη στιγμή του – δυο μέρες μετά τη μάχη. Ο κάμπος της Βοιωτίας βράζει από την ζέστη…..Τα πτώματα των νεκρών Αργείων, που είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν την πόλη, κείτονται βιαστικά θαμμένα στην άμμο και στις πέτρες έξω από τις επτά πύλες και εκείνα που μένουν άταφα, έχουν ήδη μαυρίσει από τον θάνατο και τον ήλιο. Η μυρωδιά της σήψης τους βρωμίζει τον αέρα…Ανάμεσά τους κείτεται ο Πολυνείκης, σκοτωμένος από τον αδερφό του, που κι αυτός έχει σκοτωθεί από τον Πολυνείκη – δύσμοιροι γόνοι αποτρόπαιων σχέσεων. Οι υπόλοιποι ας θαφτούν όσο πιο γρήγορα γίνεται, αυτό ήταν το ιερό έθιμο σ’όλους τους Έλληνες, γιατι ο θάνατος φέρνει τη συγχώρεση στους ανθρώπους. Αλλά για τον Πολυνείκη δεν θα επιτραπεί ταφή….Αυτή ήταν η προσταγή του Κρέοντα, που στέφτηκε βασιλιάς των Θηβών μετά τον θάνατο των δύο ανιψιών του. Η προσταγή διαλαλήθηκε σε ολόκληρη την πόλη και όριζε ότι οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων συλλαμβανόταν να επιχειρεί την ταφή του πτώματος, είτε ενταφιάζοντάς το, είτε καλύπτοντάς το με πέτρες ή χώματα, θα αντιμετώπιζε την ποινή του δημόσιου, μέχρι θανάτου, λιθοβολισμού σε χώρο που καθόριζε ο νόμος. Ένας φύλακας τοποθετήθηκε για τη φύλαξη του πτώματος.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό αρχίζει το μεγάλο δράμα της εξέγερσης και εμφανίζεται η Αντιγόνη, αποφασισμένη να προχωρήσει στην ιερή παράβασή της…..Ο ποιητής βάζει στον πλευρό της την αδελφή της, την όμορφη και ευχάριστη Ισμήνη, ως ένα κοινό ανέμελο νου που υποτάσσεται στην εξουσία και παραμένει προσεκτικά στα πλαίσια του νόμου. Η Ισμήνη αναφέρει όλα τα τετριμμένα επιχειρήματα για να μην κάνει τίποτα. Είναι αδύνατον λέει : “Μα κι απαρχής να κυνηγά δεν πρέπει τ’αδύνατα κανείς”. Είναι πάντα μάταιο να προκαλείς ταραχές. Τα έργα υπερβάλλοντος ζήλου είναι περιττά. Εξάλλου οι αδερφές είναι φτωχές, αδύναμες γυναίκες, πολύ αδύναμες οι δυο τους για να εναντιωθούν στους άντρες. Κι επιπλέον σίγουρα αποτελεί καθήκον όλων των πολιτών να υπακούν στο κράτος και κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί γιατί υποτάχθηκε σε μια ανώτερη δύναμη. Αλλά ό,τι κι αν γίνει, εκείνη τουλάχιστον θα κρατήσει το μυστικό της αδερφής της.. και μ’ένα τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς, επιμένει ότι τρέμει για την αγαπημένη της αδελφή, όχι για τον εαυτό της.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χορό. Ευγενικοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, τυφλωμένοι από την ξεμωραμένη σύνεση της ηλικίας τους και των εθίμων. Κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν να την παρηγορήσουν με το επιχείρημα ότι είναι κάτι καλό να πεθαίνεις νέος και υγιής. Και μπορούμε να φαναστούμε την κατάπληξή τους όταν το αχάριστο κορίτσι απορρίπτει τα παρήγορα λόγια τους ως εμπαιγμό και τους ζητάει να έχουν τουλάχιστον την αιδώ να μείνουν σιωπηλοί μέχρι να φύγει. Μα γιατί; Αυτοί ζουν με την αιδώ και το νόμο! Έχουν γαλουχηθεί με το αγαπημένο τους απόφθεγμα “τίποτα που να ξεφεύγει από τα ειωθότα δεν έρχεται στη ζωή του ανθρώπου δίχως να φέρει συμφορές”. Κι έτσι παρ’ οτι θαυμάζουν απεριόριστα την ευφυΐα του ανθρώπου και καταπλήσσονται με την ικανότητα τους και τα επιτεύγματά του, τρομοκρατούνται μέχρι τρέλας όταν σκέφτονται την τόλμη ενός άνδρα ή μιας γυναίκας και προσεύχονται να μην καθίσει ποτέ δίπλα στην εστία τους κάποιος από εκείνους που δεν υπακούν στο νόμο. Το ίδιο και με τον έρωτα. Λένε πολλά ωραία πράγματα γι’αυτόν, αλλά τον φοβούνται μέχρι θανάτου. Υπάρχει κάτι στον έρωτα που αποδίδει μικρή σημασία στους νόμους κάτι αλόγιστο και άμετρο και η καρδιά που εμφορείται από τον έρωτα δεν είναι καλύτερη από την τρέλα.
Ο Κρέων παρουσιάζεται συνήθως ως ο τύπος του αιμοδιψούς τυράννου, η ενσάρκωση του ιδιότροπου δεσποτισμού. Αλλά αυτό είναι άδικο. Είναι απλά ο μέσος αξιωματούχος, ο μέσος σκλάβος του νόμου, της τάξης και της ρουτίνας. Σε κανονικούς καιρούς θα θεωρείτο ως ένας κυβερνήτης υπόδειγμα, που πάντοτε θέτει το δημόσιο συμφέρον πάνω από το δικό του. Μιλάει συνεχώς για το καθήκον και το κράτος. Είναι αφοσιωμένος στο κράτος ψυχή τε και σώματι και δικαιολογεί τα ενδεχόμενα λάθη του επαναλαμβάνοντας το ανιαρό, παλιό απόφθεγμα ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι καλύτερη από την ακυβερνησία. Εάν κάποιος του εναντιώνεται, υποψιάζεται αμέσως “οχλαγωγία” ή “φαυλότητα”. Όταν κάποιος διαφέρει από αυτόν φαντάζεται ότι δεν μπορεί να είναι παρά μόνο προδότης. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η αποστροφή του σε οτιδήποτε απειλεί να ανατρέψει την επίσημη ρουτίνα.
Εν μέσω όλων αυτών των άξιων υποστηρικτών του νόμου στέκεται το εξεγερμένο κορίτσι, η Αντιγόνη, η ηρωικότερη μορφή της ελληνικής τραγωδίας, κατώτερη ίσως μόνο του επαναστάτη Προμηθέα που αψήφησε τις προσταγές του ίδιου του Δία….Το μέγα και κεντρικό θέμα του έργου είναι η προσφυγή της Αντιγόνης, αντί στους νόμους του κράτους στους αρχέγονους νόμους της τιμιότητας που βρίσκονται στην καρδιά όλων των ανθρώπων, που δεν επηρεάζονται και δεν περιορίζονται από την πανοπλία των φραγμών που θέτουν οι κυβερνήτες και οι υπήκοοι τους.
Η τέχνη του ποιητή διαχέει αυτή την ακαταμάχητη γοητεία σ’ολόκληρο το έργο, όμως για μια στιγμή συμπυκνώνεται στους ονομαστούς στίχους της Αντιγόνης :
“Γιατί δεν ήταν ο Δίας,
που μου τα ‘χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς του Κάτω Κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν, και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πως έχουν τα δικά σου κηρύγματα,
ώστ’ενώ είσαι θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφους κα ασάλευτους να βιάζεις.
Γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει από πότε φανήκανε”.
Σ’αυτούς τους στίχους κρύβεται το μυστικό των παράξενων και απροσδιόριστων δυνάμεων, που οι κοινοί υπάκουοι στους νόμους, άνθρωποι, όπως η Ισμήνη και ο Κρέων και ο Χορός, βρίσκουν τόσο ενοχλητικές και τρομακτικές. Αυτές οι δυνάμεις είναι οι άγραφοι νόμοι και είναι γελοίο να πούμε ότι δεν θα πορευτούμε σύμφωνα μ’αυτούς, γιατί δεν έχουν περιορισμούς, ούτε όρια. Τα έθιμα, η παράδοση, οι δικαστικές αποφάσεις και οι ποινές δεν μπορούν ούτε καν να εισέλθουν στο έδαφος όπου αυτοί κινούνται και το καθήκον δεν έχει καμιά απολύτως θέση ανάμεσά τους.
Αυτά είνα τα μεγάλα ασυνείδητα ένστικτα του κόσμου, οι αμετάβλητες ορμές που λυτρώνουν την ανθρωπότητα από τους δισταγμούς και από την απρόθυμη υποταγή. Ο έρωτας είναι μία από αυτές, όπως λέει ο ποιητής, το θάρρος μια άλλη και μια τρίτη, είναι η άνομη ιερότητα που οδήγησε την Αντιγόνη στο να αψηφήσει ό,τι χειρότερο θα μπορούσαν να κάνουν εναντίον της το κράτος και ο λιθοβολισμός και η πείνα και η αυτοκτονία. Η Αντιγόνη δεν είναι σκληρή, με ψυχρή καρδιά. Όταν βρίσκει το πτώμα του αδερφού της να κείτεται άταφο στη γη την ακούμε να “βάζει τους θρήνους σαν το πικρό πουλί που βρίσκει άδεια την φωλιά του από τα μικρά του”. Λαχταρά την ζωή και τον έρωτα και τα παιδιά…Η εμπιστοσύνη της όμως στο δίκαιο ταλαντεύεται μόνο μια φορά και μόνο για μια στιγμή και είναι σημαντικό το ότι όχι μόνο κερδίσει στο τέλος τον Χορό κα τον Κρέοντα και ότι οι κοινοί άνθρωποι όπως λέει ο αγαπημένος της την θεωρούν εντέλει άξια για τα ανώτερα βραβεία…”
Είναι αμφισβητήσιμο βέβαια πόσοι από τους θεατές που μέχρι σήμερα την έχουν παρακολουθήσει, κατανόησαν την επαναστατική της διάσταση ή έστω τόλμησαν να κάνουν την παραμικρή αναγωγή με το πώς οι ίδιοι λειτουργούν απέναντι στο καθεστώς και τους νόμους. Η Αντιγόνη εκπροσωπεί τον άνθρωπο που δεν υποτάσσεται, τον άνθρωπο που θεωρεί χρέος του την εξέγερση απέναντι στο άδικο και την τυφλή και βίαιη εξουσία.
Στις μέρες μας και λόγω των εξελίξεων και της προσπάθειας να εδραιωθεί παγκόσμια ένα αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που θα υπηρετεί τους ιθύνοντες και τον καπιταλισμό, το πρόσωπο της Αντιγόνης παίρνει ακόμα μεγαλύτερη αξία. Δυστυχώς όμως ένα μεγάλο κομμάτι θεατών, παρακολουθεί χωρίς εσωτερικό προβληματισμό την τραγωδία αυτή, και μάλιστα συχνά χρησιμοποιείται απλά ως κομπασμός ή δήθεν δείγμα κουλτούρας η παρακολούθησή της.
Η πολιτική διάσταση της “Αντιγόνης” είναι καθοριστική, η τραγωδία του Σοφοκλή καθώς και η ηρωίδα του έχουν αποτελέσει σε παγκόσμιο επίπεδο αντικείμενο ανάλυσης, ακόμα και από ψυχαναλυτές όπως για παράδειγμα ο Patrick Guyomard, την έχουν χαρακτηρίσει ανατρεπτική, διαχρονικό σύμβολο της ελευθερίας, πιστή στους άγραφους νόμους και τα επιθετα και οι χαρακτηρισμοί που της έχουν προσδώσει θα μπορούσαν να συνεχίζονται σελίδες επί σελίδων.
Πριν αρκετά όμως χρόνια ο Ηenry Wood Nevinson τόλμησε να της προσδώσει ένα άλλο χαρακτηρισικό που σε πολλούς στενόμυαλους “πεπαιδευμένους” δεν θα αρέσει πιθανόν, την αποκάλεσε “αναρχική ηρωίδα” και μίλησε για αναρχικό δράμα. Αν συνυπολογίσουμε το πόσο διαστρεβλωμένη είναι η έννοια της αναρχίας και πόσο οι λάτρεις του κράτους και της “νομιμότητας” προσπαθούν να της προσδώσουν τα χειρότερα στοιχεία, η προσέγγιση αυτή του Nevinson υπήρξε ανατρεπτική για την εποχή του αλλά και για τις μέρες μας αλλά ταυτόχρονα απολύτως ταιριαστή με την ηρωίδα της τραγωδίας. Ο Henry Nevinson ήταν ένας διάσημος δημοσιογράφος στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, διάσημος για την έκθεση και την μελέτη του σχετικά με την δουλεία στην Αγκόλα και τα CocoaIslands. Ήταν συνδρομητής στο περιδικό ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και φίλος του Κροπότκιν και του Μαλατέστα. Το άρθρο του για την τραγωδία της Αντιγόνης αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Δοκίμια στην Ελευθερία (1909).
Και έρχονται οι σύγχρονες εξελίξεις και ο τρόπος λειτουργίας του “εξελιγμενου” κόσμου 100 χρόνια μετά να τον επιβεβαιώσουν. Ναι η Αντιγόνη, αποτελεί πράγματι μια αναρχική ηρωίδα, η εξέγερσή της χωρίς να συνυπολογίζει το προσωπικό της όφελος, χωρίς να σκέφτεται την ήσυχη, προστατευμένη οικογενειακή ζωή που την περίμενε εφόσον υπάκουε στον άρχοντα της πόλης αυτή απέναντι στον νομοταγή και απόλυτο τύραννο τον Κρέοντα, απέναντι στον Χορό με τους φιλήσυχους πολίτες που δεν μπορούν να κατανοήσουν το μεγαλείο της, σκύβουν το κεφάλι και το μόνο που κάνουν είναι να την λυπούνται.
Αρκεί μόνο μια ματιά γύρω μας και θα αντικρίσουμε παντού τον Κρέοντα και σαφώς τον “φιλήσυχο” Χορό, την καλόβολη και φοβισμένη Ισμήνη, ευτυχώς θα αντικρίσουμε σε καποια πρόσωπα όμως και την Αντιγόνη.
Ακολουθεί ένα μέρος της προσέγγισης του Nevisnon στην τραγωδία της Αντιγόνης σε μετάφραση του Χρήστου Μόρφου από το βιβλίο “Αρχαία Ελλάδα και Αναρχισμός” εκδόσεις “Ελεύθερος Τύπος”.
“Μια παράξενη αντίθεση κυριαρχούσε εκείνο το Σάββατο στην υπαίθρια παράσταση του Θεάτρου του Κολεγίου Μπραντφορντ….Καθαρά και καλοταϊσμένα αγόρια βρίσκονταν εκεί, έχοντας διδαχθεί, ως πρώτο κανόνα της ζωής, τη χωρίς δισταγμούς υπακοή. Μεταξύ των θεατών βρίσκονταν άνδρες και γυναίκες που δεν είχαν ποτέ παραβεί έναν ανθρώπινο νόμο ούτε είχαν αμφισβητήσει τους κανόνες των κυβερνητών ή της κοινωνίας, αλλά είχαν διδαχθεί να θεωρούν την εξέγερση ως ένα από τα χειρότερα εγκλήματα. Λίγοι απ’αυτούς είχαν ποτέ υποχρεωθεί να διακινδυνεύσουν κάτι παραπάνω από μια τρίχα της κεφαλής τους για τις αρχές τους. Ακόμα λιγότεροι, δεν διανοήθηκαν ποτέ να χάσουν ένα γεύμα για να βρουν το δίκαιο ή την αγάπη.
Μπροστά όμως, στο μακάριο βλέμμα τους παιζόταν η τραχύτερη τραγωδία εξέγερσης και δικαιοσύνης και έρωτα και σε πόσο διαφορετικό σκηνικό. Ο πόλεμος βρίσκεται στην απεχθέστερη στιγμή του – δυο μέρες μετά τη μάχη. Ο κάμπος της Βοιωτίας βράζει από την ζέστη…..Τα πτώματα των νεκρών Αργείων, που είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν την πόλη, κείτονται βιαστικά θαμμένα στην άμμο και στις πέτρες έξω από τις επτά πύλες και εκείνα που μένουν άταφα, έχουν ήδη μαυρίσει από τον θάνατο και τον ήλιο. Η μυρωδιά της σήψης τους βρωμίζει τον αέρα…Ανάμεσά τους κείτεται ο Πολυνείκης, σκοτωμένος από τον αδερφό του, που κι αυτός έχει σκοτωθεί από τον Πολυνείκη – δύσμοιροι γόνοι αποτρόπαιων σχέσεων. Οι υπόλοιποι ας θαφτούν όσο πιο γρήγορα γίνεται, αυτό ήταν το ιερό έθιμο σ’όλους τους Έλληνες, γιατι ο θάνατος φέρνει τη συγχώρεση στους ανθρώπους. Αλλά για τον Πολυνείκη δεν θα επιτραπεί ταφή….Αυτή ήταν η προσταγή του Κρέοντα, που στέφτηκε βασιλιάς των Θηβών μετά τον θάνατο των δύο ανιψιών του. Η προσταγή διαλαλήθηκε σε ολόκληρη την πόλη και όριζε ότι οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων συλλαμβανόταν να επιχειρεί την ταφή του πτώματος, είτε ενταφιάζοντάς το, είτε καλύπτοντάς το με πέτρες ή χώματα, θα αντιμετώπιζε την ποινή του δημόσιου, μέχρι θανάτου, λιθοβολισμού σε χώρο που καθόριζε ο νόμος. Ένας φύλακας τοποθετήθηκε για τη φύλαξη του πτώματος.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό αρχίζει το μεγάλο δράμα της εξέγερσης και εμφανίζεται η Αντιγόνη, αποφασισμένη να προχωρήσει στην ιερή παράβασή της…..Ο ποιητής βάζει στον πλευρό της την αδελφή της, την όμορφη και ευχάριστη Ισμήνη, ως ένα κοινό ανέμελο νου που υποτάσσεται στην εξουσία και παραμένει προσεκτικά στα πλαίσια του νόμου. Η Ισμήνη αναφέρει όλα τα τετριμμένα επιχειρήματα για να μην κάνει τίποτα. Είναι αδύνατον λέει : “Μα κι απαρχής να κυνηγά δεν πρέπει τ’αδύνατα κανείς”. Είναι πάντα μάταιο να προκαλείς ταραχές. Τα έργα υπερβάλλοντος ζήλου είναι περιττά. Εξάλλου οι αδερφές είναι φτωχές, αδύναμες γυναίκες, πολύ αδύναμες οι δυο τους για να εναντιωθούν στους άντρες. Κι επιπλέον σίγουρα αποτελεί καθήκον όλων των πολιτών να υπακούν στο κράτος και κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί γιατί υποτάχθηκε σε μια ανώτερη δύναμη. Αλλά ό,τι κι αν γίνει, εκείνη τουλάχιστον θα κρατήσει το μυστικό της αδερφής της.. και μ’ένα τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς, επιμένει ότι τρέμει για την αγαπημένη της αδελφή, όχι για τον εαυτό της.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χορό. Ευγενικοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, τυφλωμένοι από την ξεμωραμένη σύνεση της ηλικίας τους και των εθίμων. Κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν να την παρηγορήσουν με το επιχείρημα ότι είναι κάτι καλό να πεθαίνεις νέος και υγιής. Και μπορούμε να φαναστούμε την κατάπληξή τους όταν το αχάριστο κορίτσι απορρίπτει τα παρήγορα λόγια τους ως εμπαιγμό και τους ζητάει να έχουν τουλάχιστον την αιδώ να μείνουν σιωπηλοί μέχρι να φύγει. Μα γιατί; Αυτοί ζουν με την αιδώ και το νόμο! Έχουν γαλουχηθεί με το αγαπημένο τους απόφθεγμα “τίποτα που να ξεφεύγει από τα ειωθότα δεν έρχεται στη ζωή του ανθρώπου δίχως να φέρει συμφορές”. Κι έτσι παρ’ οτι θαυμάζουν απεριόριστα την ευφυΐα του ανθρώπου και καταπλήσσονται με την ικανότητα τους και τα επιτεύγματά του, τρομοκρατούνται μέχρι τρέλας όταν σκέφτονται την τόλμη ενός άνδρα ή μιας γυναίκας και προσεύχονται να μην καθίσει ποτέ δίπλα στην εστία τους κάποιος από εκείνους που δεν υπακούν στο νόμο. Το ίδιο και με τον έρωτα. Λένε πολλά ωραία πράγματα γι’αυτόν, αλλά τον φοβούνται μέχρι θανάτου. Υπάρχει κάτι στον έρωτα που αποδίδει μικρή σημασία στους νόμους κάτι αλόγιστο και άμετρο και η καρδιά που εμφορείται από τον έρωτα δεν είναι καλύτερη από την τρέλα.
Ο Κρέων παρουσιάζεται συνήθως ως ο τύπος του αιμοδιψούς τυράννου, η ενσάρκωση του ιδιότροπου δεσποτισμού. Αλλά αυτό είναι άδικο. Είναι απλά ο μέσος αξιωματούχος, ο μέσος σκλάβος του νόμου, της τάξης και της ρουτίνας. Σε κανονικούς καιρούς θα θεωρείτο ως ένας κυβερνήτης υπόδειγμα, που πάντοτε θέτει το δημόσιο συμφέρον πάνω από το δικό του. Μιλάει συνεχώς για το καθήκον και το κράτος. Είναι αφοσιωμένος στο κράτος ψυχή τε και σώματι και δικαιολογεί τα ενδεχόμενα λάθη του επαναλαμβάνοντας το ανιαρό, παλιό απόφθεγμα ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι καλύτερη από την ακυβερνησία. Εάν κάποιος του εναντιώνεται, υποψιάζεται αμέσως “οχλαγωγία” ή “φαυλότητα”. Όταν κάποιος διαφέρει από αυτόν φαντάζεται ότι δεν μπορεί να είναι παρά μόνο προδότης. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η αποστροφή του σε οτιδήποτε απειλεί να ανατρέψει την επίσημη ρουτίνα.
Εν μέσω όλων αυτών των άξιων υποστηρικτών του νόμου στέκεται το εξεγερμένο κορίτσι, η Αντιγόνη, η ηρωικότερη μορφή της ελληνικής τραγωδίας, κατώτερη ίσως μόνο του επαναστάτη Προμηθέα που αψήφησε τις προσταγές του ίδιου του Δία….Το μέγα και κεντρικό θέμα του έργου είναι η προσφυγή της Αντιγόνης, αντί στους νόμους του κράτους στους αρχέγονους νόμους της τιμιότητας που βρίσκονται στην καρδιά όλων των ανθρώπων, που δεν επηρεάζονται και δεν περιορίζονται από την πανοπλία των φραγμών που θέτουν οι κυβερνήτες και οι υπήκοοι τους.
Η τέχνη του ποιητή διαχέει αυτή την ακαταμάχητη γοητεία σ’ολόκληρο το έργο, όμως για μια στιγμή συμπυκνώνεται στους ονομαστούς στίχους της Αντιγόνης :
“Γιατί δεν ήταν ο Δίας,
που μου τα ‘χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς του Κάτω Κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν, και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πως έχουν τα δικά σου κηρύγματα,
ώστ’ενώ είσαι θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφους κα ασάλευτους να βιάζεις.
Γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει από πότε φανήκανε”.
Σ’αυτούς τους στίχους κρύβεται το μυστικό των παράξενων και απροσδιόριστων δυνάμεων, που οι κοινοί υπάκουοι στους νόμους, άνθρωποι, όπως η Ισμήνη και ο Κρέων και ο Χορός, βρίσκουν τόσο ενοχλητικές και τρομακτικές. Αυτές οι δυνάμεις είναι οι άγραφοι νόμοι και είναι γελοίο να πούμε ότι δεν θα πορευτούμε σύμφωνα μ’αυτούς, γιατί δεν έχουν περιορισμούς, ούτε όρια. Τα έθιμα, η παράδοση, οι δικαστικές αποφάσεις και οι ποινές δεν μπορούν ούτε καν να εισέλθουν στο έδαφος όπου αυτοί κινούνται και το καθήκον δεν έχει καμιά απολύτως θέση ανάμεσά τους.
Αυτά είνα τα μεγάλα ασυνείδητα ένστικτα του κόσμου, οι αμετάβλητες ορμές που λυτρώνουν την ανθρωπότητα από τους δισταγμούς και από την απρόθυμη υποταγή. Ο έρωτας είναι μία από αυτές, όπως λέει ο ποιητής, το θάρρος μια άλλη και μια τρίτη, είναι η άνομη ιερότητα που οδήγησε την Αντιγόνη στο να αψηφήσει ό,τι χειρότερο θα μπορούσαν να κάνουν εναντίον της το κράτος και ο λιθοβολισμός και η πείνα και η αυτοκτονία. Η Αντιγόνη δεν είναι σκληρή, με ψυχρή καρδιά. Όταν βρίσκει το πτώμα του αδερφού της να κείτεται άταφο στη γη την ακούμε να “βάζει τους θρήνους σαν το πικρό πουλί που βρίσκει άδεια την φωλιά του από τα μικρά του”. Λαχταρά την ζωή και τον έρωτα και τα παιδιά…Η εμπιστοσύνη της όμως στο δίκαιο ταλαντεύεται μόνο μια φορά και μόνο για μια στιγμή και είναι σημαντικό το ότι όχι μόνο κερδίσει στο τέλος τον Χορό κα τον Κρέοντα και ότι οι κοινοί άνθρωποι όπως λέει ο αγαπημένος της την θεωρούν εντέλει άξια για τα ανώτερα βραβεία…”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου