Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΜΑΓΚΕΣ, ΟΙ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΜΠΑϊΡΑΚΤΑΡΗΣ


Ο «Μάγκας» ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος, κοινωνικός, οξυδερκής αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο, «είχε μπέσα». Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στη γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους πήγαιναν στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολό του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές του ασυζητητί. Διαφορετικά ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για «να καθαρίσουν».

Αυτοί ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Κατά μία θεωρεία το «κουτσαβάκης» προέρχεται από το όνομα ενός πειραιώτη βαρκάρη του,19ου αι, που λεγόταν Δημήτριος Κουτσαβάκης. Αυτός κατατάχθηκε στο στρατό, υπηρέτησε ως δεκανέας του ιππικού της οθωνικής περιόδου και έγινε περιβόητος για τους ψευτοπαλικαρισμούς του. Το εξεζητημένο ντύσιμό του και τη βίαιη συμπεριφορά του μιμήθηκαν οι σύγχρονοί του νέοι του αθηναϊκού υποκόσμου κι έτσι «γεννήθηκε» η λέξη «κουτσαβάκης».

Κατ’ άλλη θεωρεία ονομάστηκαν έτσι επειδή περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν «και τούτο ένεκα πληγής δήθεν, την οποίαν έλαβον κατά τινα συμπλοκήν» ( για να δείξουν έτσι το νταηλίκι τους).

Ακόμα τους έλεγαν και «μόρτηδες» εκ της γαλλικής λέξεως «mort» που σημαίνει θάνατος, διότι κατά την επιδημία χολέρας στην Αθήνα, είχαν αναλάβει εργολαβικά το έργο του νεκροθάφτη ! Αλλά και «τραμπούκους», από τη φίρμα των κουβανέζικων πούρων «trabucos», τα οποία τους κερνούσαν οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής, για να τους υποστηρίξουν προεκλογικά με δυναμικό τρόπο, ασκώντας και τρομοκρατία στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Επίσης οι υποψήφιοι δήμαρχοι τους επέλεγαν και με βάση την δύναμη της φωνής τους, ώστε να μπορούν να φωνάζουν δυνατά προεκλογικά συνθήματα και να δημιουργούν άερα νίκης. Κάποιοι όμως απο αυτούς δεν είχαν την δυνατότητα να φωνάζουν δυνατά και έτσι δεν επελέγοντο, αφού «δεν έκαναν ούτε για ζήτω», εξ ου και η γνωστή μας φράση.

Συνηθισμένη εμφάνιση τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα -μαχαίρια και πιστόλια- που κουβαλούσαν. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους και ορμούσαν εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».

Φορούσαν μόνο το ένα μανίκι απ' το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού.

Αυτός ήταν ο τύπος του Κουτσαβάκη, που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επιβληθεί σε διάφορες πόλεις και σε μερικές αθηναϊκές συνοικίες. Το βασίλειό τους όμως για ολόκληρες δεκαετίες, ήταν η συνοικία του Ψυρρή. Η «Πλατεία των Ηρώων» στου Ψυρρή, όπως και τα γύρω της στενά, αποτελούσαν μόνιμο στέκι και βασίλειο των Κουτσαβάκηδων….

Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ
 
Ο άνθρωπος που κατάφερε να τους εξουδετερώσει.
Η αντιμετώπιση των κουτσαβάκηδων από την αστυνομία ήταν δύσκολη, διότι είχαν ισχυρές πατρωνίες με το κομματικό και πολιτικό σύστημα της εποχής, με τις παρεμβάσεις του οποίου αφήνονταν ελεύθεροι. Η κακοοργανωμένη, αμαθής και εξοπλισμένη με φτωχά μέσα, Δημοτική και Διοικητική αστυνομία της εποχής ήταν ανίσχυρη στη μάχη εναντίον τους. Έτσι οι Κουτσαβάκηδες γίνονταν όλο και πιο θρασείς και προκλητικοί.

Όλα αυτά λάμβαναν χώρα ως το 1893. Τότε συστάθηκε η Στρατιωτική Αστυνομία και διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών ο θρυλικός Μπαϊρακτάρης. Αγρινιώτης, αλλά Σουλιώτικης καταγωγής, έμεινε γνωστός από την πλούσια δράση του κατά των λήσταρχων αλλά κυρίως των μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας.

Μόνο αυτός κατάφερε να τους οδηγήσει στην ηθική ταπείνωση, με επακόλουθο την αναγκαία πλέον απόσυρσή τους. Μάλιστα χαστούκισε (ν’ αγιάσει το χεράκι του) έναν κομματάρχη του Tρικούπη όταν του ζήτησε να βγάλει από το κρατητήριο κάποιον εγκληματία που ήταν του κόμματος. Όταν τους συλλάμβαναν οι αστυνομικοί του, είχαν την εντολή να τους κουρεύουν με την ψιλή και να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβαν επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν.


Ακόμα, εξανάγκαζε το κάθε κουτσαβάκι, με ένα σφυρί να αχρηστέψει μόνο του τα ίδια του τα «τιμημένα» όπλα! Τα κατεστραμμένα όπλα κατόπιν τα πωλούσαν για παλιοσίδερα στην Πλατεία Δημοπρατηρίου. Και για όσους αρνούνταν να συμμορφωθούν, υπήρχε μια ακόμα πιο εξευτελιστική τιμωρία. O Mπαϊρακτάρης με τον βούρδουλα στο χέρι και μερικούς αστυφύλακες τους τσάκιζε στις βουρδουλιές μέσα στο άντρο τους. Στοιχείο που αποτελούσε τότε το άκρο άωτο της ταπείνωσης και της ηθικής συντριβής, σε αντιδιαστολή με τα «σίδερα της φυλακής, που ήταν για τους λεβέντες». Έτσι αφότου ελάμβαναν χώρα όλες αυτές οι ηθικές ταπεινώσεις, τα κουτσαβάκια επέλεγαν την φυλακή για να αποφύγουν και την ηθική απαξία του κόσμου.


Πάντως το 1896, κατά τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες για να μην ρεζιλευτεί η Ελλάδα. Και πράγματι, καμιά κλοπή δεν έγινε κατά τη διάρκεια των αγώνων!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου