Η ευκολία να κρίνουμε και να αναγνωρίζουμε λάθη, ελαττώματα και “χαλασμένες πτυχές” στους άλλους είναι ίσως η πιο τρανταχτή ένδειξη της αδυναμίας μας να τα αποτινάξουμε εμείς οι ίδιοι από μέσα μας.
Το να κριτικάρουμε και να βάζουμε στον τοίχο ανθρώπους, συμπεριφορές και γεγονότα που κατά τα λεγόμενά μας μας ενοχλούν, είναι μια κάθαρση που επιτελείται εκ του ασφαλούς, αφού ουσιαστικά κάνουμε καθρέφτισμα των σφαλμάτων ή των χαρακτηριστικών που έχουμε και εμείς οι ίδιοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Δεν ανεχόμαστε και δε συγχωρούμε προσωπικότητες ίδιας εμβέλειας της δικής μας, γιατί ασυνείδητα εντοπίζουμε τις άσχημες ομοιότητες μεταξύ τους και τις μεταφράζουμε ως διαφορές, για να είμαστε ηθικά καλυμμένοι την ώρα της κρίσης μας προς εκείνους και φυσικά για να μη περάσουμε ποτέ στο άχαρο στάδιο της κρίσης του ίδιου μας του εαυτού, αφού στη πραγματικότητα εκείνον πρέπει να διορθώσουμε.
Επειδή η φράση “μη κάνεις όσα δε θες να σου κάνουν”, τείνει να χάσει τη παιδευτική της ισχύ -εφόσον οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε διαχειριστεί κάποιον ή κάτι με τρόπο του οποίου δε θα θέλαμε να είμαστε αποδέκτες-, πρέπει να δούμε και τη συνέχεια ή μάλλον τη συνέπεια που έχει το δεύτερο σκέλος που θα είχε η φράση αυτή.
Το δεύτερο σκέλος, λοιπόν, αφορά στη περίπτωση που παθαίνεις -ή βρίσκεσαι μπροστά ως έμμεσος αποδέκτης-, μιας κατάστασης που είχες και εσύ στο παρελθόν δημιουργήσει και δεν είχες σκεφτεί και υπολογίσει τα κατάλοιπα που είχε αφήσει.
Μη θέλοντας να παραφράσω το παρακάτω γνωμικό, το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς να είμαι σύμφωνη, βέβαια, με την απόλυτη έννοια που φέρει η λέξη μίσος:
«Όταν μισούμε έναν άνθρωπο, τον μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας. Κάτι που δεν έχουμε εμείς μέσα μας, δεν μπορεί ποτέ να μας συγκινήσει…» – Herman Hesse
Ο λόγος που το παρέθεσα, ήταν για να καταστήσω σαφή τη δύναμη που έχει ο εγκέφαλος μας να αναγνωρίζει και ταυτόχρονα να αμύνεται ψευδώς, έναντι γνώριμων εδαφών που του προκαλούν δυσφορία, όταν αντιληφθεί το μερίδιο ευθύνης που του αντιστοιχεί.
Μπορεί να μη μισούμε, ακριβώς, αλλά εκνευριζόμαστε και ψάχνουμε αιώνια ένα ¨γιατί” εκεί που δεν υπάρχει “επειδή”, χάριν της απέλπιδης προσπάθειάς μας να βάλουμε σε τάξη την αδικία που νιώθουμε πως έχουμε υποστεί.
Για παράδειγμα, αν δεν έχεις πει ποτέ στη ζωή σου ψέμα σε κάποιον, δε θα νιώσεις ριγμένος όταν τύχεις αποδέκτης, ούτε θα τον κατηγορήσεις, απλά θα τον αφαιρέσεις από τη ζωή σου με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν, όμως, η συμπεριφορά αυτή θυμίζει τη δική σου –χωρίς να το καταλαβαίνεις άμεσα-, επιμένεις να κινείσαι γύρω από την τροχιά του και να προσπαθείς να βρεις την αιτία, σε ένα κλίμα απόλυτης σύγχυσης και αναπάντητων ρητορικών ερωτημάτων, αφού στη πραγματικότητα τα ερωτήματα πρέπει να διαβαστούν σε ένα εσωτερικό επίπεδο.
Η ανοσογνωσία που διακατέχει τον κόσμο σε τέτοιες περιπτώσεις, υπερκαλύπτει και θολώνει τοπία στους εγκεφαλικούς του υποθαλάμους και οδηγεί σε αναγνώριση σφαλμάτων, μονάχα όταν τα εντοπίσει σε τρίτους. Οι πάσχοντες αυτού του συνδρόμου, νιώθουν βαθιά αδικία και αισθάνονται έκπληκτοι, που κάποιος μπόρεσε να τους φερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Στην ουσία δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά που μας επηρεάζουν και μας απωθούν ή έλκουν στους άλλους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα αναγνωρίζουμε και τα αντιμετωπίζουμε με ωμή ειλικρίνεια ως οικεία ή ξένα στοιχεία της δικής μας ψυχομετρίας.
Το να κριτικάρουμε και να βάζουμε στον τοίχο ανθρώπους, συμπεριφορές και γεγονότα που κατά τα λεγόμενά μας μας ενοχλούν, είναι μια κάθαρση που επιτελείται εκ του ασφαλούς, αφού ουσιαστικά κάνουμε καθρέφτισμα των σφαλμάτων ή των χαρακτηριστικών που έχουμε και εμείς οι ίδιοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Δεν ανεχόμαστε και δε συγχωρούμε προσωπικότητες ίδιας εμβέλειας της δικής μας, γιατί ασυνείδητα εντοπίζουμε τις άσχημες ομοιότητες μεταξύ τους και τις μεταφράζουμε ως διαφορές, για να είμαστε ηθικά καλυμμένοι την ώρα της κρίσης μας προς εκείνους και φυσικά για να μη περάσουμε ποτέ στο άχαρο στάδιο της κρίσης του ίδιου μας του εαυτού, αφού στη πραγματικότητα εκείνον πρέπει να διορθώσουμε.
Επειδή η φράση “μη κάνεις όσα δε θες να σου κάνουν”, τείνει να χάσει τη παιδευτική της ισχύ -εφόσον οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε διαχειριστεί κάποιον ή κάτι με τρόπο του οποίου δε θα θέλαμε να είμαστε αποδέκτες-, πρέπει να δούμε και τη συνέχεια ή μάλλον τη συνέπεια που έχει το δεύτερο σκέλος που θα είχε η φράση αυτή.
Το δεύτερο σκέλος, λοιπόν, αφορά στη περίπτωση που παθαίνεις -ή βρίσκεσαι μπροστά ως έμμεσος αποδέκτης-, μιας κατάστασης που είχες και εσύ στο παρελθόν δημιουργήσει και δεν είχες σκεφτεί και υπολογίσει τα κατάλοιπα που είχε αφήσει.
Μη θέλοντας να παραφράσω το παρακάτω γνωμικό, το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς να είμαι σύμφωνη, βέβαια, με την απόλυτη έννοια που φέρει η λέξη μίσος:
«Όταν μισούμε έναν άνθρωπο, τον μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας. Κάτι που δεν έχουμε εμείς μέσα μας, δεν μπορεί ποτέ να μας συγκινήσει…» – Herman Hesse
Ο λόγος που το παρέθεσα, ήταν για να καταστήσω σαφή τη δύναμη που έχει ο εγκέφαλος μας να αναγνωρίζει και ταυτόχρονα να αμύνεται ψευδώς, έναντι γνώριμων εδαφών που του προκαλούν δυσφορία, όταν αντιληφθεί το μερίδιο ευθύνης που του αντιστοιχεί.
Μπορεί να μη μισούμε, ακριβώς, αλλά εκνευριζόμαστε και ψάχνουμε αιώνια ένα ¨γιατί” εκεί που δεν υπάρχει “επειδή”, χάριν της απέλπιδης προσπάθειάς μας να βάλουμε σε τάξη την αδικία που νιώθουμε πως έχουμε υποστεί.
Για παράδειγμα, αν δεν έχεις πει ποτέ στη ζωή σου ψέμα σε κάποιον, δε θα νιώσεις ριγμένος όταν τύχεις αποδέκτης, ούτε θα τον κατηγορήσεις, απλά θα τον αφαιρέσεις από τη ζωή σου με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν, όμως, η συμπεριφορά αυτή θυμίζει τη δική σου –χωρίς να το καταλαβαίνεις άμεσα-, επιμένεις να κινείσαι γύρω από την τροχιά του και να προσπαθείς να βρεις την αιτία, σε ένα κλίμα απόλυτης σύγχυσης και αναπάντητων ρητορικών ερωτημάτων, αφού στη πραγματικότητα τα ερωτήματα πρέπει να διαβαστούν σε ένα εσωτερικό επίπεδο.
Η ανοσογνωσία που διακατέχει τον κόσμο σε τέτοιες περιπτώσεις, υπερκαλύπτει και θολώνει τοπία στους εγκεφαλικούς του υποθαλάμους και οδηγεί σε αναγνώριση σφαλμάτων, μονάχα όταν τα εντοπίσει σε τρίτους. Οι πάσχοντες αυτού του συνδρόμου, νιώθουν βαθιά αδικία και αισθάνονται έκπληκτοι, που κάποιος μπόρεσε να τους φερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Στην ουσία δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά που μας επηρεάζουν και μας απωθούν ή έλκουν στους άλλους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα αναγνωρίζουμε και τα αντιμετωπίζουμε με ωμή ειλικρίνεια ως οικεία ή ξένα στοιχεία της δικής μας ψυχομετρίας.