Δέκα χρόνια μετά το θάνατο τον Αναξαγόρα, γύρω στο 418 π.χ., στη Λάμψακο...
Είναι καμιά δεκαριά, όλα μεταξύ επτά και δέκα ετών, ως επί το πλείστον αγόρια. Τρία κορίτσια παίξουν μεταξύ τους, λίγο πιο πέρα. Από το πρωί είχαν αφηνιάσει. Τα κορίτσια χόρευαν τραγουδώντας, όπως είχαν δει να γίνεται σε μέρες γιορτής. Τα αγόρια πάλευαν δύο δύο, ένα εικονικό παγκράτιο. Μετά από λίγο, τα αγόρια χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και αποφάσισαν να πολεμήσουν, οπλισμένα με φανταστικά κοντάρια και ασπίδες. Τα κορίτσια από κοινού βάλθηκαν να υφαίνουν και να μαντάρουν ρούχα, σαν να βρίσκονταν μαζί στο γυναικωνίτη, στα διαμερίσματα των γυναικών, την ώρα που οι σύζυγοί τους σφάζονταν στο πεδίο της μάχης.
Τώρα έχουν ηρεμήσει. Τα κότσια διαδέχτηκαν τα όπλα. Τα αγόρια κάθονται οκλαδόν, ανά τρία, στη σκιά των λιόδεντρων. Ένα μεγαλύτερο αγόρι διασκεδάζει, πιο πέρα, με μία πήλινη σβούρα, πάνω σ’ έναν επίπεδο βράχο. Τα κοριτσάκια πήγαν να αναζητήσουν τα κουζινικά τους, πιάτα, γαβάθες, αγγεία, όλα μικρού μεγέθους, ειδικά κατασκευασμένα για εκείνα από τον αγγειοπλάστη που κατοικεί στους πρόποδες του λόφου. Πότε πότε, ακούγεται ένα ξέσπασμα γέλιου ή ένα ξεφωνητό.
Όλα αυτά προκαλούν μεγάλη έκπληξη στον ξένο που μόλις έφτασε. Πώς γίνεται στη Λάμψακο τα παιδιά να περνούν τη μέρα τους παίζοντας; Αυτός που έρχεται από μακριά, για να ρυθμίσει μαζί μ’ έναν εξάδελφό του μια υπόθεση κληρονομιάς, δεν καταλαβαίνει. Αφού μάλιστα όλα τα παιδιά της Πόλης, καθώς φαίνεται, περνούν έτσι την ώρα τους διασκεδάζοντας. Από τη στιγμή που έφτασε, ο ξένος τα συνάντησε σε όλες τις πλατείες, μπροστά σε όλες τις πόρτες των σπιτιών της πόλης.
Απευθύνεται σ’ εκείνο το αγόρι που παίζει μόνο του με τη σβούρα. Θα είναι περίπου δώδεκα ετών.
«Ε, πες μου, πώς γίνεται να μην είστε στο σχολείο; Από το πρωί, δεν βλέπω παρά μόνο παιδιά που παίζουν, σ’ αυτή την πόλη!»
«Είναι φανερό ότι δεν είσαι από εδώ, γενναίε ξένε! Εδώ, στη Λάμψακο, τα παιδιά παίζουν κάθε χρόνο προς τιμήν του σοφού».
«Προς τιμήν του σοφού; Τι είναι αυτά που μου λες;»
«Ναι, προς τιμήν του σοφού Αναξαγόρα, περνάμε ένα μήνα παίζοντας, κάθε χρόνο. Αλλά να ο πατέρας μου που επιστρέφει από τ’ αμπέλια, θα σου τα εξηγήσει αυτά καλύτερα από μένα».
«Ιδού ο λόγος αυτών των παιχνιδιών. Πριν από είκοσι χρόνια ακριβώς, το θυμάμαι καλά, ήμουν έτοιμος να παντρευτώ, ο σοφός Αναξαγόρας επέστρεψε σ’ εμάς, στη Λάμψακο, στην πατρίδα του, πολύ άρρωστος. Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη γνώση. Τον ήξερα καλά, η μητέρα μου φρόντιζε το σπίτι του. Μία μέρα, ένας ευγενής τον είχε κατηγορήσει ότι αδιαφορούσε για την πατρίδα του και εκεί νος τον είχε αποστομώσει λέγοντας του: “Εγώ, για την πατρίδα μου, έχω έγνοια, και μεγάλη μάλιστα”, και συγχρόνως, με το δάχτυλο, έδειχνε τον ουρανό. Γιατί αετός ο άνθρωπος δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο για τον ουρανό. Περνούσε τον καιρό του παρατηρώντας το φεγγάρι, τα αστέρια, τον ήλιο, ήξερε τα πάντα γι’ αυτά! Έλεγε μάλιστα ότι είχε γεννηθεί μόνο για να τα παρατηρεί!»
«Είναι μερικοί άνθρωποι έτσι. Αλλά γιατί τα παιδιά δεν βρίσκονται σχολείο, όπως γίνεται παντού;»
«Όταν ο γέρος Αναξαγόρας επέστρεψε εδώ, θα πρέπει να ήταν πάνω από εβδομήντα ετών, και άρρωστος. Εμείς, οι άνθρωποι της Λαμψάκου, θέλαμε να τον τιμήσουμε. Είχε μεγάλες έγνοιες στην Αθήνα, είχε καταδικαστεί σε θάνατο εξαιτίας όσων έλεγε για τον ήλιο. Και αυτός που τον έσωσε ήταν ο Περικλής, ο μεγάλος Περικλής, ο μαθητής του. Εμείς λοιπόν θέλαμε να κάνουμε κάτι για να τον τιμήσουμε, κάτι που θα έμενε μετά το θάνατό του. Αλλά δεν ξέραμε τι να βρούμε. Συγκεντρωθήκαμε όλοι μαζί, ψάξαμε. Τίποτα δεν μας ικανοποιούσε. Έτσι, αποφασίσαμε να τον ρωτήσουμε τι ήθελε, τι θα μπορούσε να εξυμνεί καλύτερα το έργο του και να τιμά τη μνήμη του. Με ποιον τρόπο έβλεπε ο ίδιος πως θα μπορούσαμε να δοξάσουμε τη σοφία του».
«Και λοιπόν;»
«Ορίσαμε αντιπροσώπους, οι οποίοι πήγαν στο σπίτι του. Κι αυτός λοιπόν — η μητέρα μου μου τα διηγήθηκε — ζήτησε μόνο τούτο: κάθε χρόνο, το μήνα του θανάτου του, να αφήνουμε τα παιδιά να παίζουν. Όπως βλέπεις, σεβαστήκαμε την επιθυμία του».
Είναι καμιά δεκαριά, όλα μεταξύ επτά και δέκα ετών, ως επί το πλείστον αγόρια. Τρία κορίτσια παίξουν μεταξύ τους, λίγο πιο πέρα. Από το πρωί είχαν αφηνιάσει. Τα κορίτσια χόρευαν τραγουδώντας, όπως είχαν δει να γίνεται σε μέρες γιορτής. Τα αγόρια πάλευαν δύο δύο, ένα εικονικό παγκράτιο. Μετά από λίγο, τα αγόρια χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και αποφάσισαν να πολεμήσουν, οπλισμένα με φανταστικά κοντάρια και ασπίδες. Τα κορίτσια από κοινού βάλθηκαν να υφαίνουν και να μαντάρουν ρούχα, σαν να βρίσκονταν μαζί στο γυναικωνίτη, στα διαμερίσματα των γυναικών, την ώρα που οι σύζυγοί τους σφάζονταν στο πεδίο της μάχης.
Τώρα έχουν ηρεμήσει. Τα κότσια διαδέχτηκαν τα όπλα. Τα αγόρια κάθονται οκλαδόν, ανά τρία, στη σκιά των λιόδεντρων. Ένα μεγαλύτερο αγόρι διασκεδάζει, πιο πέρα, με μία πήλινη σβούρα, πάνω σ’ έναν επίπεδο βράχο. Τα κοριτσάκια πήγαν να αναζητήσουν τα κουζινικά τους, πιάτα, γαβάθες, αγγεία, όλα μικρού μεγέθους, ειδικά κατασκευασμένα για εκείνα από τον αγγειοπλάστη που κατοικεί στους πρόποδες του λόφου. Πότε πότε, ακούγεται ένα ξέσπασμα γέλιου ή ένα ξεφωνητό.
Όλα αυτά προκαλούν μεγάλη έκπληξη στον ξένο που μόλις έφτασε. Πώς γίνεται στη Λάμψακο τα παιδιά να περνούν τη μέρα τους παίζοντας; Αυτός που έρχεται από μακριά, για να ρυθμίσει μαζί μ’ έναν εξάδελφό του μια υπόθεση κληρονομιάς, δεν καταλαβαίνει. Αφού μάλιστα όλα τα παιδιά της Πόλης, καθώς φαίνεται, περνούν έτσι την ώρα τους διασκεδάζοντας. Από τη στιγμή που έφτασε, ο ξένος τα συνάντησε σε όλες τις πλατείες, μπροστά σε όλες τις πόρτες των σπιτιών της πόλης.
Απευθύνεται σ’ εκείνο το αγόρι που παίζει μόνο του με τη σβούρα. Θα είναι περίπου δώδεκα ετών.
«Ε, πες μου, πώς γίνεται να μην είστε στο σχολείο; Από το πρωί, δεν βλέπω παρά μόνο παιδιά που παίζουν, σ’ αυτή την πόλη!»
«Είναι φανερό ότι δεν είσαι από εδώ, γενναίε ξένε! Εδώ, στη Λάμψακο, τα παιδιά παίζουν κάθε χρόνο προς τιμήν του σοφού».
«Προς τιμήν του σοφού; Τι είναι αυτά που μου λες;»
«Ναι, προς τιμήν του σοφού Αναξαγόρα, περνάμε ένα μήνα παίζοντας, κάθε χρόνο. Αλλά να ο πατέρας μου που επιστρέφει από τ’ αμπέλια, θα σου τα εξηγήσει αυτά καλύτερα από μένα».
«Ιδού ο λόγος αυτών των παιχνιδιών. Πριν από είκοσι χρόνια ακριβώς, το θυμάμαι καλά, ήμουν έτοιμος να παντρευτώ, ο σοφός Αναξαγόρας επέστρεψε σ’ εμάς, στη Λάμψακο, στην πατρίδα του, πολύ άρρωστος. Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη γνώση. Τον ήξερα καλά, η μητέρα μου φρόντιζε το σπίτι του. Μία μέρα, ένας ευγενής τον είχε κατηγορήσει ότι αδιαφορούσε για την πατρίδα του και εκεί νος τον είχε αποστομώσει λέγοντας του: “Εγώ, για την πατρίδα μου, έχω έγνοια, και μεγάλη μάλιστα”, και συγχρόνως, με το δάχτυλο, έδειχνε τον ουρανό. Γιατί αετός ο άνθρωπος δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο για τον ουρανό. Περνούσε τον καιρό του παρατηρώντας το φεγγάρι, τα αστέρια, τον ήλιο, ήξερε τα πάντα γι’ αυτά! Έλεγε μάλιστα ότι είχε γεννηθεί μόνο για να τα παρατηρεί!»
«Είναι μερικοί άνθρωποι έτσι. Αλλά γιατί τα παιδιά δεν βρίσκονται σχολείο, όπως γίνεται παντού;»
«Όταν ο γέρος Αναξαγόρας επέστρεψε εδώ, θα πρέπει να ήταν πάνω από εβδομήντα ετών, και άρρωστος. Εμείς, οι άνθρωποι της Λαμψάκου, θέλαμε να τον τιμήσουμε. Είχε μεγάλες έγνοιες στην Αθήνα, είχε καταδικαστεί σε θάνατο εξαιτίας όσων έλεγε για τον ήλιο. Και αυτός που τον έσωσε ήταν ο Περικλής, ο μεγάλος Περικλής, ο μαθητής του. Εμείς λοιπόν θέλαμε να κάνουμε κάτι για να τον τιμήσουμε, κάτι που θα έμενε μετά το θάνατό του. Αλλά δεν ξέραμε τι να βρούμε. Συγκεντρωθήκαμε όλοι μαζί, ψάξαμε. Τίποτα δεν μας ικανοποιούσε. Έτσι, αποφασίσαμε να τον ρωτήσουμε τι ήθελε, τι θα μπορούσε να εξυμνεί καλύτερα το έργο του και να τιμά τη μνήμη του. Με ποιον τρόπο έβλεπε ο ίδιος πως θα μπορούσαμε να δοξάσουμε τη σοφία του».
«Και λοιπόν;»
«Ορίσαμε αντιπροσώπους, οι οποίοι πήγαν στο σπίτι του. Κι αυτός λοιπόν — η μητέρα μου μου τα διηγήθηκε — ζήτησε μόνο τούτο: κάθε χρόνο, το μήνα του θανάτου του, να αφήνουμε τα παιδιά να παίζουν. Όπως βλέπεις, σεβαστήκαμε την επιθυμία του».