Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ποτὲ δὲν προσκύνησε ἄνθρωπο ἢ θεό.
«Οἱ Ἕλληνες εἴχαν καταλάβει ὅτι ἡ ἰδιαιτερότητά τους ἤταν νὰ μὴν ὑποκλίνονται μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, καὶ να μὴν δέχονται τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία».
Στην Ἀνατολὴ ἡ γονυκλισία ἤταν πολὺ σύνηθες φαινόμενο.
Προσκυνοῦσαν τοὺς βασιλεῖς ὡς θεούς, συνήθεια ποὺ υἱοθέτησαν ἀργότερα καὶ οἱ Ῥωμαῖοι.
Οἱ Ἕλληνες ἤσαν ἀπὸ τὴν φύση τους ἄνθρωποι ἐλεύθεροι, κάτι ποὺ πιστοποιεῖ καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ Ἱπποκράτους, σύμφωνα μὲ τὸν Στοβαῖο, νὰ πάει ὡς γιατρὸς στὴν περσικὴ αὐλή, γιατὶ ὅπως εἶπε δὲν τοῦ χρειάζεται καλὸ ἀφεντικό.
Ἀλλὰ καὶ τὰ λόγια τοῦ Ἀθανασίου Σταγειρίτου, στὸ ἔργο του Ὠγυγίαν, λένε ὅτι : «Οἱ Ἓλληνες, ἐλεύθεροι ὂντες, δεν ἒκλιναν ποτὲ τὰ γόνατα οὒτε τὸν αὐχένα εἰς ἂγαλμα, οὒτε εἰς βωμὸν ἀνθρώπου».
Ὅταν ἐπίσης ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς Σπαρτιᾶτες νὰ δώσουν «γῆν και ὓδωρ» ὡς ἔνδειξη ὑποταγῆς, τότε ἐκεῖνοι ἔριξαν τοὺς Πέρσες ἀπεσταλμένους σὲ ἔνα πηγάδι.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πρέσβεις ἐθεωροῦντο πρόσωπα ἱερὰ κι ἀπαραβίαστα, ἀπεφάσισαν νὰ πληρώσουν τὸ ἀντίστοιχο τίμημα στὸν Ξέρξη, στέλνοντάς του δύο ἀπεσταλμένους ἐθέλοντες, γιὰ νὰ τοὺς σκοτώσει.
Ὁ Σπερθιὴς καὶ ὁ Βούλις προσεφέρθησαν, πῆγαν στον Πέρση βασιλιᾶ καὶ τοῦ ἐδήλωσαν ῥητὰ καὶ κατηγορηματικά: «Ἤρθαμε γιὰ νὰ μᾶς σκοτώσετε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσουμε» (Ἡροδότου Ἱστορία Ζ’ 136).
«Οἱ Ἕλληνες εἴχαν καταλάβει ὅτι ἡ ἰδιαιτερότητά τους ἤταν νὰ μὴν ὑποκλίνονται μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, καὶ να μὴν δέχονται τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία».
Στην Ἀνατολὴ ἡ γονυκλισία ἤταν πολὺ σύνηθες φαινόμενο.
Προσκυνοῦσαν τοὺς βασιλεῖς ὡς θεούς, συνήθεια ποὺ υἱοθέτησαν ἀργότερα καὶ οἱ Ῥωμαῖοι.
Οἱ Ἕλληνες ἤσαν ἀπὸ τὴν φύση τους ἄνθρωποι ἐλεύθεροι, κάτι ποὺ πιστοποιεῖ καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ Ἱπποκράτους, σύμφωνα μὲ τὸν Στοβαῖο, νὰ πάει ὡς γιατρὸς στὴν περσικὴ αὐλή, γιατὶ ὅπως εἶπε δὲν τοῦ χρειάζεται καλὸ ἀφεντικό.
Ἀλλὰ καὶ τὰ λόγια τοῦ Ἀθανασίου Σταγειρίτου, στὸ ἔργο του Ὠγυγίαν, λένε ὅτι : «Οἱ Ἓλληνες, ἐλεύθεροι ὂντες, δεν ἒκλιναν ποτὲ τὰ γόνατα οὒτε τὸν αὐχένα εἰς ἂγαλμα, οὒτε εἰς βωμὸν ἀνθρώπου».
Ὅταν ἐπίσης ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς Σπαρτιᾶτες νὰ δώσουν «γῆν και ὓδωρ» ὡς ἔνδειξη ὑποταγῆς, τότε ἐκεῖνοι ἔριξαν τοὺς Πέρσες ἀπεσταλμένους σὲ ἔνα πηγάδι.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πρέσβεις ἐθεωροῦντο πρόσωπα ἱερὰ κι ἀπαραβίαστα, ἀπεφάσισαν νὰ πληρώσουν τὸ ἀντίστοιχο τίμημα στὸν Ξέρξη, στέλνοντάς του δύο ἀπεσταλμένους ἐθέλοντες, γιὰ νὰ τοὺς σκοτώσει.
Ὁ Σπερθιὴς καὶ ὁ Βούλις προσεφέρθησαν, πῆγαν στον Πέρση βασιλιᾶ καὶ τοῦ ἐδήλωσαν ῥητὰ καὶ κατηγορηματικά: «Ἤρθαμε γιὰ νὰ μᾶς σκοτώσετε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσουμε» (Ἡροδότου Ἱστορία Ζ’ 136).