Εκείνοι που ασκούν κάποιας μορφής εξουσία μπορούν να σας βεβαιώσουν πως τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία της πολιτικής τους εργαλειοθήκης είναι ο φόβος και η ελπίδα. Ένα πλήθος που αποτελείται από φοβισμένους ανθρώπους εύκολα αγοράζει ελπίδα, γι’ αυτό και ο Ναπολέων Βοναπάρτης ονομάζει τους ηγέτες «εμπόρους ελπίδας». Από την άλλη, ένα πλήθος που τρέφεται με ελπίδες μπορεί πολύ εύκολα να τρομοκρατηθεί. Αν και είναι αδύνατον να ζούμε χωρίς φόβο και χωρίς ελπίδα, η ελευθερία μας εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο τα διαχειριζόμαστε με επιτυχία.
Το ύποπτο δώρο των θεών
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η ελπίδα βρίσκεται μέσα στο πιθάρι που έδωσε ο Δίας στην πρώτη γυναίκα της ανθρωπότητας, την Πανδώρα, με την εντολή να μην το ανοίξει. Εκείνη όμως, υπέκυψε στην περιέργειά της και καθώς έβγαλε το καπάκι ξεχύθηκαν όλες οι δυστυχίες και κατέκλυσαν την ανθρωπότητα. Πανικόβλητη η Πανδώρα προσπάθησε να το κλείσει, αλλά το μόνο που πρόλαβε να κρατήσει μέσα στο πιθάρι ήταν η ελπίδα. Εντυπωσιακό, που μέσα σε ένα σκεύος γεμάτο δυστυχίες, ο Δίας είχε τοποθετήσει και την ελπίδα, δεν είναι; Κι ακόμα πιο παράξενο που μόνο εκείνη έμεινε κλεισμένη στο πιθάρι και δεν ξεχύθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους. Την ελπίδα την παρέχουν εκείνοι που έχουν εξουσία στον κατάλληλο χρόνο και σε κατάλληλες δόσεις, ώστε να μην χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσουν απελπισμένους υπηκόους, που δεν αντιμετωπίζονται εύκολα.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ελπίδα είναι το χειρότερο κακό, διότι παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων και ο Αριστοτέλης την είχε ορίσει ως το όνειρο που βλέπουμε ξυπνητοί. Μολονότι η ελπίδα μπορεί να λειτουργήσει θετικά στη ζωή μας, όταν κυριαρχεί στα σχέδιά μας εύκολα μας ρίχνει στην αδράνεια και μας κάνει εύπιστους και άτολμους. Ελπίζοντας, μπορεί να βρεθούμε να κοιτάζουμε απλώς τη ζωή μας να περνά περιμένοντας έναν άνθρωπο ή έναν θεό να μας αλλάξει την τύχη, πείθοντας τον εαυτό μας πως είμαστε αδύναμοι και πλήρως εξαρτώμενοι από εξωτερικούς παράγοντες. «Οι δυνατοί έχουν θέληση, οι αδύναμοι έχουν ελπίδα» , λέει μία γερμανική παροιμία και νομίζω πως αποδίδει με ακρίβεια τη γνώμη που είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες για το «όνειρο που βλέπουμε ξυπνητοί».
Πώς λοιπόν διαχειρίζονταν οι Έλληνες τη θλίψη, τον πόνο, την απογοήτευση και όλα τα κακά που πλήττουν την ανθρωπότητα, αφού η ελπίδα παρέμενε κλεισμένη στο πιθάρι; Μία ολοκληρωμένη απάντηση θα απαιτούσε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο, γιατί κάθε πτυχή της ηθικής και του πολιτισμού τους ήταν έτσι δομημένη, ώστε να μην χρειάζεται να βασίζονται στην ελπίδα για να τα καταφέρουν. Αν όμως υπήρχε μία δραστηριότητα που θεράπευε αποτελεσματικά την ψυχή από την «ασθένεια» της ελπίδας, σίγουρα ήταν το θέατρο.
Έχετε διαβάσει ποτέ κάποια ελληνική τραγωδία; Πρόκειται για έργα στα οποία, σε αντίθεση με ό, τι έχουμε σήμερα συνηθίσει, ο ήρωας οδηγείται στην πλήρη απελπισία και στην καταστροφή, υφιστάμενος τις συνέπειες των επιλογών του και όχι μόνο. Συχνά, οδηγείται στην καταστροφή χωρίς καν να έχει φταίξει σε κάτι, απλώς επειδή έπεσε θύμα μίας κακής συγκυρίας. Σκεφτείτε ότι ο θεατής πήγαινε να παρακολουθήσει μία τέτοια ιστορία, γνωρίζοντας μάλιστα από την αρχή την υπόθεση και, φυσικά, το τέλος της ιστορίας. Τι του προσφέρει κάτι τέτοιο; Μα την κάθαρση! Ο θεατής ταυτίζεται με τον ήρωα, ζει το δράμα του και συντονίζεται με την πραγματικότητα της ζωής. Η ελπίδα δεν έχει ρόλο στην ελληνική τραγωδία ούτε όταν ο επινοητικός Ευριπίδης επινόησε τον «από μηχανής θεό».
Συνηθίζουμε να λέμε την έκφραση «από μηχανής θεός» μέχρι σήμερα, όταν εμφανίζεται ξαφνικά μία απρόσμενη λύση σε ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα. Ο θεός όμως που εμφανιζόταν στο αρχαίο θέατρο και έδινε τη λύση σε μία μπλεγμένη κατάσταση δεν ήταν καθόλου απρόσμενος. Ήταν αυτός που δημιούργησε το πρόβλημα εξ αρχής και ο Ευριπίδης τον «υποχρεώνει» να το λύσει, δίνοντας στον θεατή το μήνυμα πως ακόμα και οι θεοί δεν επιτρέπεται να αγνοούν τις συνέπειες των πράξεών τους. Και μην ξεχνάτε πως οι Έλληνες θεοί είναι εικόνα των ανθρώπων. Κάνουν λάθη, μετανιώνουν, θυμώνουν, αγαπούν και μισούν, σαν άνθρωποι που απλώς ζουν σε άλλη διάσταση. Αυτό λοιπόν που βιώνει ο θεατής, ακόμα και όταν η λύση του δράματος επιτυγχάνεται με την επέμβαση του θεού, είναι η κάθαρση που προσφέρει η αποκατάσταση της κανονικότητας από εκείνον που τη διατάραξε και όχι η ελπίδα πως ό, τι και να κάνει στη ζωή του θα έρθει κάποιος θεός να τακτοποιήσει τον χαμό που προκάλεσε.
Δεν ελπίζει σε μαγικές λύσεις ο αρχαίος θεατής, αλλά πώς νιώθει άραγε αντικρίζοντας το σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας; Πώς στέκεται μπροστά στις βίαιες ανατροπές της ζωής και στις αδικίες; Νιώθει οίκτο και φοβάται και νιώθοντας έτσι φτάνει στην κάθαρση, λέει ο Αριστοτέλης.
Ο γιος του θεού του πολέμου
Φόβος ονομάζεται ο γιος του θεού Άρη και μαζί με τον αδερφό του, τον Δείμο (τρόμος), συνοδεύουν τον πολεμοχαρή θεό στις μάχες. Είναι λογικό να βασιλεύει ο φόβος στον πόλεμο, αλλά στο θέατρο;
Παρακολουθώντας μία τραγωδία, ο θεατής συμπάσχει με τον ήρωα για τα παθήματά του και φοβάται αναλογιζόμενος την πιθανότητα να του συμβούν τα ίδια. Μάλιστα, λέει ο Αριστοτέλης, ο φόβος φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν ο ήρωας με τον οποίο ταυτίζεται ο θεατής, ετοιμάζεται να διαπράξει ένα ανεπανόρθωτο σφάλμα εν αγνοία του. Τότε, ο μόνος τρόπος να υποχωρήσει ο φόβος του θεατή είναι η αποκάλυψη της αλήθειας. Όταν ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε την μητέρα του, δίχως να γνωρίζει πως αυτοί ήταν οι γονείς του, ο θεατής νιώθει τρόμο και οίκτο. Όταν στη συνέχεια αποκαλύπτεται η αλήθεια και ο ήρωας καταλαβαίνει τι έχει κάνει, ο θεατής καλείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως τα λάθη που κάνουμε ακόμα και από άγνοια, πάντα έχουν συνέπειες. Ο Οιδίποδας δεν μπορεί πλέον να διορθώσει την κατάσταση, αλλά τώρα γνωρίζει. Ο οίκτος υποχωρεί γιατί πλέον ο ήρωας δεν είναι έρμαιο της άγνοιάς του, αν και εξακολουθεί να είναι δυστυχής. Ο φόβος υποχωρεί γιατί ο θεατής δεν ανησυχεί πλέον για το τι θα συμβεί. Ό, τι έγινε δεν ξεγίνεται. Η ευχαρίστηση προέρχεται όχι από την απαλλαγή του ήρωα που υποφέρει άδικα, αλλά από την κατανόηση της κατάστασης, την αποδοχή αυτού που στ’ αλήθεια συμβαίνει. Η κάθαρση έρχεται όταν συμβαδίζουμε με το πραγματικό.
«Όπως στο θέατρο ο ηθοποιός είναι πιο δημοφιλής από τον δημιουργό του έργου, έτσι και στην πολιτική επικράτησε η υποκριτική τέχνη λόγω της αχρειότητας των πολιτών», γράφει ο Αριστοτέλης στην Ρητορική του. Την τέχνη του ηθοποιού χρησιμοποιούν και οι πολιτικοί για να επιτύχουν τους στόχους τους, μεταξύ των οποίων είναι και η πρόκληση του φόβου.
Ο πολιτικός, όταν γνωρίζει καλά την ψυχοσύνθεση του κοινού στο οποίο απευθύνεται, μπορεί να το πείσει ότι θα το απαλλάξει από εκείνα που φοβάται. Και να τι φοβόμαστε περισσότερο, όπως ήδη γνώριζε ο Αριστοτέλης:
- Κάτι που μπορεί να μας βλάψει σύντομα και ανεπανόρθωτα ή που μπορεί να διορθωθεί από ανθρώπους που αντιπαθούμε (και άρα, να τους ενδυναμώσει).
- Τους ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν το κακό που φοβόμαστε και τους φιλοχρήματους, επειδή το χρήμα είναι ισχυρό κίνητρο.
- Τους ανθρώπους που έχουν προκαλέσει το ίδιο κακό στο παρελθόν και εκείνους των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται με τα δικά μας ή με τα συμφέροντα ισχυρών ανθρώπων που εμπιστευόμαστε.
- Όσους έχουν αδικηθεί στο παρελθόν και διψούν για εκδίκηση, ειδικά όσους δεν δείχνουν οργισμένοι, οπότε είναι πιθανόν να δράσουν απροσδόκητα.
Και συμπληρώνει ο μεγάλος φιλόσοφος: «δεῖ τινα ἐλπίδα ὑπεῖναι σωτηρίας, περὶ οὖ ἀγωνιῶσιν» Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει μία ελπίδα, κάτι για το οποίο να αγωνιούν, γιατί αυτός που δεν ελπίζει, δεν φοβάται!
Έξω από τον φαύλο κύκλο
Αυτός που ζει στηρίζοντας τα σχέδιά του στην ελπίδα εξαπατά τον εαυτό του, προσπαθώντας έτσι να αντιμετωπίσει τον φόβο που του προκαλεί η πραγματικότητα. Κι όσο φοβάται τόσο συσκοτίζει τη λογική του, παραδίνοντας τον εαυτό του σε εκείνους που εμπορεύονται την ελπίδα. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο των παθημάτων, η ελπίδα εμποδίζει τον φόβο να κάνει τη δουλειά του και να οδηγήσει την ψυχή στην κάθαρση, στην απελευθέρωση που μόνο η βαθειά γνώση της πραγματικότητας μπορεί να προσφέρει. Είναι ένας κύκλος ατέρμονης, ανατροφοδοτούμενης σύγχυσης, έξω από τον οποίο στέκεται περήφανη η ελευθερία. Και θέλει τόλμη να μπορεί να πει κανείς σαν τον Νίκο Καζαντζάκη «δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος».