Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Σαμοθράκη και Καβείρια μυστήρια

Μιας που αγαπάμε το όμορφο νησί μας τη Σαμοθράκη ας ξεκινήσουμε με μία αναφορά στα περίφημα κατά την αρχαιότητα Καβείρια μυστήρια . Ακόμα και σήμερα παραμένουν πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου καθώς ελάχιστα πράγματα μας είναι γνωστά .Απο εδώ εμπνευστήκαμε και το όνομα του ιστολογίου , Αξίερος = Άξιος και Ιερός για τους προγόνους μας. Αμύητον μή εισιέναι λοιπόν , γι ‘ αυτό και εμείς θα προσπαθήσουμε όσο γίνεται να μυηθούμε!

“Στης Σαμοθράκης της πολύδεντρης την πιο ακρινή εκαθόταν
κορφή, κι εθάμαζε τον πόλεμο θωρώντας και τη μάχη.”
Ο Όμηρος αναφέρεται στην Σαμοθράκη με το επίθετο «Ζαθέη» δηλαδή Σεπτή και Αγιότατη και επίσης την ονομάζει Ιερά χώρα: Σαμοθράκη όπου τελετές προκαλούν ρίγος φόβου γίνονται για χάρη των θεών , οι οποίες είναι απόρρητες στους κοινούς θνητούς.

Μια γνωριμία με τον αρχαιολογικό χώρο…

Όταν ήρθαν οι Έλληνες τον 7ο αι.π.Χ., υπήρχε εδώ μόνο ο ιερός βράχος, γύρω από τον οποίο γίνονταν οι θυσίες. Από τον 6ο αι.π.Χ. και μετά στο ιερό τέμενος άρχισαν να οικοδομούν κτίρια που εξυπηρετούσαν τις λατρευτικές ανάγκες. Η μεγαλύτερη οικοδομική δραστηριότητα στο χώρο παρατηρείται τον 3ο αι. π.Χ., που το ιερό στολίζεται με σειρά από λαμπρά κτίρια και άλλα αναθήματα των Ελληνιστικών ηγεμόνων. Οι ανασκαφές στη Σαμοθράκη άρχισαν στα 1863-1866 από τους Γαλλους που ανακάλυψαν το θαυμάσιο άγαλμα της Νίκης, το οποίο βρίσκεται στο Λούβρο (Παρίσι). Στα 1873-1875 συνέχισαν οι Αυστριακοί με τον περίφημο αρχαιολόγο A.Conze και μετά πάλι οι Γάλλοι το 1891 και από το 1923 ως το 1927, ενώ από το 1938 τη συνέχεια της έρευνας ανέλαβαν οι Αμερικανοί με τον καθηγητή K. Lehmann.

Στο ιερό μπαίνει κανείς από τα ανατολικά, όπου υπάρχει μαρμάρινο μνημειακό πρόπυλο ιωνικού ρυθμού με ζωοφόρο διακοσμημένη με γιρλάντες και βουκράνια και αγάλματα στά αετώματα. Το πρόπυλο ήταν ανάθημα του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου και χτίστηκε ανάμεσα στα 285-280 π.X. Αμέσως μετά βρίσκεται ένα κυκλικό οικοδόμημα του 5ου αι. π.Χ. με βαθμίδες, που χρησίμευε σαν χώρος συγκέντρωσης και ένα τετράγωνο κτίσμα ανάθημα του Φιλίππου του Αριδαίου και του Αλεξάνδρου του Δ’ (323-316 π.X). Στα βόρεια του ιερού βρισκόταν το ανάκτορο, ο χώρος που γινόταν η μύηση. Στα βόρεια της αίθουσας του ιερού υπάρχει ένας κλειστός χώρος, το άδυτο, η είσοδος του οποίου φυλαγόταν από το ιθυφαλλικό μπρούντζινο άγαλμα του Καδμίλου. Όπως μας πληροφορεί επιγραφή που βρέθηκε εδώ στο άδυτο δεν επιτρεπόταν να μπουν μη μυημένοι (“αμύητον μη εισιέναι”).

Στην ίδια ομάδα ανήκει και το Αρσινόειο,η θόλος,που αφιέρωσε ανάμεσα στο 289-285 π.X. η Βασίλισσα της Αιγύπτου Αρσινόη και χρησίμευε για θρησκευτικές συναθροίσεις και θυσίες. Νότια από το Αρσινόειο βρίσκεται το τέμενος, περιτειχισμένη ορθογώνια πλακόστρωτη αυλή που χρησίμευε για ιεροτελεστίες και θρησκευτικούς χορούς. Εδώ βρισκόταν ίσως το περίφημο άγαλμα της Αφροδίτης και του Πόθου που φιλοτέχνησε o Σκόπας. Το τέμενος κατασκευάστηκε το 340 π.X. και ήταν πιθανότατα ανάθημα του Φιλίππου του Β’. Για την απόκρυφη και εξαιρετικά ιερή τελετουργία της εποπτείας ήταν προορισμένο το ιερό ένα επιβλητικό κτίριο στα νότια του τεμένους που άρχισε να χτίζεται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και ολοκληρώθηκε 175 χρόνια αργότερα.

Η είσοδός του βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και αποκτά μνημειακότητα με την προσθήκη μιας διπλής μαρμάρινης δωρικής πρόστασης, που σήμερα έχει εν μέρει αναστηλωθεί και δεσπόζει στο χώρο του ιερού.Στα ανατολικά του ναού βρίσκονται ο μεγαλοπρεπής μαρμάρινος βωμός του 340-330 π.Χ., το ελληνιστικό θέατρο και μια στοά του 6ου αιώνα π.Χ. όπου φυλάγονταν τα αναθήματα. Στα νότια του θεάτρου βρισκόταν η κρήνη όπου πάνω σε ένα βάθρο που μιμούνταν την πλώρη πλοίου ήταν στημένη η περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης, ανάθημα που σχετίζεται με κάποια ναυτική νίκη των χρόνων γύρω στο 190 π.Χ.

Τοποθεσία- ιστορία….

Στο Βορειοανατολικό Αιγαίο, απέναντι από τις Θρακικές ακτές και τις εκβολές του ποταμού Έβρου, στο δρόμο ακριβώς προς τα στενά του Ελλησπόντου και τη μαύρη θάλασσα, πάνω σε ένα κατάφυτο ύψωμα του «Ιερού Νησιού» της Σαμοθράκης, του πανελλήνιου αυτού θρησκευτικού κέντρου, στη «Δήλο του Βόρειου Αιγαίου», όπως ονομάστηκε, ήκμασαν στην αρχαιότητα, αλλά και κατά την Ρωμαϊκή εποχή και μέχρι ακόμα το τέλος του 4ου μ.Χ. τα διάσημα σε όλον το τότε γνωστό κόσμο, εφάμιλλα των Ελευσινίων, Καβείρια Μυστήρια των Μεγάλων σεπτών Θεών, τα μυστικά και άρρητα ονόματα των οποίων παρέμεναν άγνωστα στο ευρύ κοινό, το οποίο τους γνώριζε μόνο με το συλλογικό τους όνομα Κάβειροι.

Ορεινό και ηφαιστειογενές νησί η Σαμοθράκη, αρχικά πολύ μεγαλύτερη της σημερινής, έχασε, σύμφωνα με τις παραδόσεις (Διόδωρος Σικελιώτης), ένα σημαντικό μέρος της από τις γεωλογικές αναστατώσεις και κατακλυσμούς που συνέβησαν στο Αιγαίο την προϊστορική εποχή, καταλήγοντας σε ένα πολύ μικρότερο μέγεθος με δυσανάλογα ψηλά βουνά – τα ψηλότερα της περιοχής, εκτός του Άθω, και τα ψηλότερα του αρχιπελάγους μετά την Κρήτη και την Εύβοια.

Σε αυτά τα ψηλά βουνά της οφείλει κατά μια εκδοχή το όνομά της, από την προελληνική λέξη «σάμος» = ύψος και τη Θράκη, δηλαδή η «Υψηλή Θράκη». Από το ψηλότερό της όρος Σάος, με κορυφή το «Φεγγάρι».(1700 μ) λέγεται από τον Όμηρο ότι παρακολούθησε ο Ποσειδώνας τον Τρωικό πόλεμο.. Πάνω σε αυτά τα ψηλά βουνά της, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, σώθηκαν οι Κάβειροι, μετά τον τοπικό κατακλυσμό, μια παραλλαγή του μυθικού κατακλυσμού του Δευκαλίωνα.. Μια άλλη εκδοχή παρουσιάζει τη Σαμοθράκη σαν μια παλιά αποικία της Ιωνικής Σάμου και την εξηγεί έτσι σαν «Θρακιώτικη Σάμο». Σαν προϊστορικά ονόματα της νήσου αναφέρονται τα Σαόνησος, Σάος, Ηλεκτρίς, Δαρδανία, Αιθονία, Λευκωσία, Λευκωνία και Μελίτη. Προϊστορικής, προελληνικής ή Πελασγικής αρχής, θεωρείται και η σε αυτήν λατρεία των «Μεγάλων Θεών».

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης θεωρεί τους πρώτους κατοίκους της αυτόχθονες και τους ονομάζει Κάβειρους, οι οποίοι λάτρευαν, λέει, κάποιες μυστηριώδεις θεότητες. Ο Ηρόδοτος τους θεωρεί σαν Πελασγούς και αναφέρει ότι αυτοί ίδρυσαν πρώτοι εκεί τα μυστήρια.Λέει μάλιστα ότι τον Ιθυφαλλικό (με όρθιο δηλαδή το γεννητικό του μόριο) Ερμή τον έμαθαν στους Αθηναίους οι Σαμοθράκες Πελασγοί που πήγαν και συγκατοίκησαν μαζί τους στην Αττική και ότι αυτή η παράσταση του θεού Ερμή είχε «κάποια ιερή εξήγηση που παρασταίνεται στα Μυστήρια της Σαμοθράκης». Αντίθετα, ο Στησίμβροτος και άλλοι υποστηρίζουν ότι τα Καβείρια Μυστήρια εισήχθησαν στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία και ότι είναι μάλλον Φρυγικής ή Φοινικικής προέλευσης .

Σύμφωνα με τη μυθολογία, το Ναό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη ίδρυσαν ο Δάρδανος και ο Ιασίων, γιοι του Δία και της κόρης του βασιλιά της Αρκαδίας (ή κατ’ άλλους του Άτλαντα) Ηλέκτρας, οι οποίοι αναγκάστηκαν, μετά από ένα τρομερό κατακλυσμό στην Αρκαδία, να φύγουν από τη χώρα τους μαζί με άλλους Αρκάδες και να καταφύγουν στη Σαμοθράκη. Γι αυτό και η Σαμοθράκη ονομαζόταν αρχικά Δαρδανία ή Ηλεκτρίς. Ειδικότερα λέγεται ότι ο Ιασίων, ο οποίος υπήρξε και εραστής της θεάς Δήμητρας, ήταν αυτός που με συμβουλή της ίδρυσε τα Καβείρια Μυστήρια στην Σαμοθράκη και έγινε μάλιστα ο πρώτος ιερέας τους. Αυτός όμως κεραυνοβολήθηκε αργότερα από το Δία, όταν τον έπιασε σε ερωτική σμίξη με την αδελφή του. Ο Δάρδανος τότε περίλυπος για το χαμό του αδελφού του πέρασε απέναντι στην Μικρασιατική ακτή, όπου έγινε ο μυθολογικός πρόγονος των Τρωών. Λέγεται μάλιστα ότι αυτός μετέφερε εκεί και τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών κι επομένως ότι αυτά δεν εισήχθησαν από την Φρυγία στην Ελλάδα όπως υποστηρίζουν μερικοί, αλλά αντιστρόφως. Ο Αθηνίωνας (συγγραφέας του 1ου αιώνα μ.Χ.) αναφέρει τον Δάρδανο και τον Ιασίωνα σαν Καβείρους .

ΟΙ ΚΑΒΕΙΡΟΙ

“Και οι Κάβειροι μεγάλωσαν κρυφά με τα καμίνια του Ηφαίστου, μαθαίνοντας την τέχνη του σφυριού…..των ασπίδων σιδήρου….. που οι ίδιοι σφυρηλάτησαν στα αμόνια του Ηφαίστου.” Καλλίιμαχος (Αετία Αποσπ. 115)

“Για τους θεούς που τιμώνται στη Σαμοθράκη πολλοί έχουν πει ότι είναι οι ίδιοι οι Κάβειροι αλλά ούτε αυτοί που το είπαν αυτό μπορούν να μας πουν ποιοι είναι οι Κάβειροι”. Στράβων (Γεωγρ., 7, a, 1, 51, 1)

Μερικοί μιλούν για Βαβυλωνιακή, άλλοι για Αιγυπτιακή και άλλοι για Σημιτική προέλευση της λέξης «Κάβειροι», όπως και της λατρείας τους. Μια και οι αυτοί ονομάζονταν από τους αρχαίους Έλληνες γενικά σα «Μεγάλοι Θεοί», υποστηρίζεται η προέλευση της λέξης «Κάβειροι», με αυτό τον εννοιολογικό προσδιορισμό, από την σημιτική λέξη «Καμπιρείμ» (ενικός Καμπίρ και στα Αραβικά Κεμπίρ),. «Μεγάλοι» ή «Ισχυροί». Γκέμπερ επίσης στα Εβραϊκά σημαίνει «δυνατός» και ο γνωστός πληθυντικός Γκιμπορείμ ταυτίζεται με τους δυνατούς και ονομαστούς γίγαντες ή τιτάνες της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, ΣΤ΄, 6), τους αρχαίους ανθρώπους ή «πεσμένους» Υιούς του Θεού που πήραν σα γυναίκες τους τις θυγατέρες των ανθρώπων και έκαναν μαζί τους παιδιά. Σημειώνεται ακόμα ότι με το ίδιο όνομα καλούνται συχνά οι πλανήτες, εξ’ αιτίας των «ισχυρών» Πλανητικών Πνευμάτων που τους κυβερνούν.

 Οι Γκιμπορείμ, σύμφωνα με την Μπλαβάτσκυ, αναφέρονται γενικά στους πρωτοκατακλυσμιαίους Άτλαντες, στις πρώτες υποφυλές της τετάρτης ριζικής φυλής της ανθρωπότητας, όταν «η Λεμουρία δεν είχε ακόμα εξαφανιστεί πλήρως», οι οποίοι έγιναν στην πέμπτη ριζική φυλή «οι δάσκαλοι που οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες αποκάλεσαν Καβείρους, οι Έλληνες Τιτάνες και οι Ινδουιστές Ρακσάσας», δηλαδή οι αρχικοί «ισχυροί άνθρωποι της σοφίας».

Μια ελληνοκεντρική ετυμολογική ερμηνεία είναι από το ρήμα καίω (καίειν – ΚαFειροι), αφού είχαν σχέση με τη φωτιά και ήταν έτσι οι «καίοντες» ή οι «ισχυροί μέσω της φωτιάς». Μια άλλη ερμηνεία που δίνεται είναι από το μόριο “καβ” (κάβος, καβούρι, καβούκι) που υποδηλώνει κάτι σκληρό και τη λέξη “ιερός”. Σε σχέση με την τελευταία ερμηνεία, σημειώνουμε ότι στη Λήμνο, το νησί του Ηφαίστου, που θεωρείται από μερικούς σαν ο πατέρας των Καβείρων, τους ονόμαζαν και «καρκίνους», δηλαδή «καβούρια», μια παρομοίωση, όπως υποστηρίζεται, από τις δαγκάνες του καβουριού που μοιάζουν με τις «δαγκάνες» τις λαβίδας που αυτοί χρησιμοποιούσαν σαν σιδηρουργοί Οι Λήμνιοι επίσης πίστευαν ότι ο Κάβειρος ήταν ο πρώτος άνθρωπος της γης, τον οποίο γέννησε η θεά Λήμνος με «οργιασμούς».

Ο Στράβωνας αναφέρει την άποψη Δημήτριου του Σκήψιου ότι το όνομά τους προέρχεται από το όρος Κάβειρος της Βερεκυντίας, μιας περιοχής της Φρυγίας, όπου υπάρχει και πόλη Καβειρία.. Οι Κάβειροι σαν μεταλλουργοί συνδέονται με τα βουνά και τα ορυχεία κι επομένως με τη Μεγάλη Μητέρα Θεά, Ρέα ή Κυβέλη, την Θεά των Ορέων και των Σπηλαίων που λατρευόταν στους ιερούς βράχους και στην οποία ήσαν αφιερωμένες οι σημαντικότερες βουνοκορφές, από τα σπλάχνα της οποίας αυτοί αφαιρούσαν τα μέταλλα. Παρουσιάζονται έτσι σαν «υπηρέτες και όργανα της Μεγάλης Μητέρας» και υπάρχουν όχι μόνον στην ακολουθία της, αλλά και μέσα στο σώμα της.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Κυβέλη στη Μικρά Ασία δεν είχε το χαρακτήρα που είχε η Γαία και η Δήμητρα στην Ελλάδα. Δεν ήταν δηλαδή η θεά των καλλιεργημένων αγρών και των γονίμων κοιλάδων, αλλά η βασίλισσα της άγριας φύσης, η «ορεστέρα θεά», όπως την αποκαλούσαν.

Στην ακολουθία της Μεγάλης Μητέρας ανήκαν και Κουρήτες και οι Κορύβαντες, τους οποίους ταυτίζει μεταξύ τους, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Δημήτριος ο Σκήψιος. Οι Κουρήτες ήσαν νεαροί άντρες ιερείς στα μυστήρια της Ρέας Κυβέλης στην Κρήτη, και στην κλασσική μυθολογία δαίμονες ή ημίθεοι στους οποίους η Κυβέλη εμπιστεύτηκε το νήπιο Δία. Αυτοί αναφέρονται να χορεύουν και να κτυπούν με θόρυβο τις ασπίδες τους με τα σπαθιά ή τα δόρατά τους για να αποκρύψουν από την Ήρα τα κλάματα του νεογέννητου Δία. Η μύηση στους ναούς τους στην Κρήτη ήταν εξαιρετικά σκληρή και διαρκούσε ένα σεληνιακό μήνα, στη διάρκεια του οποίου ο μυούμενος αφηνόταν μόνος του σε μια κρύπτη και υφίστατο τις πιο αυστηρές δοκιμασίες Λέγεται ότι ο Πυθαγόρας υποβλήθηκε επιτυχώς σε αυτή τη μύηση.

Οι Κορύβαντες από τη μεριά τους ήταν ιερείς του Άττυ, του νέου που αγάπησε η θεά Κυβέλη, και στις οργιαστικές τελετές τους περπατούσαν πηδηχτά ή χορευτικά, κτυπώντας τα κεφάλια τους, οδηγούμενοι σε θρησκευτική μανία. Οι ιεροί αυτοί χοροί (τελετές συνοδευόμενους «με οχλαγωγία και θόρυβο και κύμβαλα και ταμπούρλα και όπλα και επίσης με αυλό και καταβοή»); σχετίζονταν πάντα με τις τελετές της Μεγάλης Μητέρας. Κουρήτες και Κορύβαντες ταυτίζονται επίσης από πολλούς με τους Κρητικούς σιδηρουργούς Ιδαίους Δακτύλους, που λέγεται ότι ήσαν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και επεξεργάστηκαν τον χαλκό και τον σίδηρο και εισήγαγαν το ρυθμό και τη μουσική στην Ελλάδα, και τους Τελχνίνες, τους περίφημους μεταλλουργούς και σιδηρουργούς της Ρόδου – ένα άλλο επίσης ηφαιστειακό νησί, που σύμφωνα με την παράδοση πρόβαλε ξαφνικά από τη θάλασσα, μετά από μια προηγούμενη βύθισή του σε αυτήν.

 Τελικά όλοι αυτοί ταυτίζονται με τους Κάβειρους (Δες Στράβων, ,«Γεωγραφικά» 7.50, 10.3.15 , 10.3.19, 10.3.7.1 και 10.3.9).. Έτσι η Σαμοθράκη και η Ρόδος ή οι Κάβειροι και οι Τελχίνες συνδέονται επίσης με τους μύθους του Κατακλυσμού. Η Μπλαβάτσκυ μάλιστα παρουσιάζει τον Νώε του Βιβλικού Κατακλυσμού σαν ένα Κάβειρο και αυτόν.

Σε σχέση τώρα με τη γενεαλογία και τον αριθμό των Καβείρων, οι αρχαίες αναφορές διίστανται (ένας, δύο, τρεις, τέσσερες ή επτά). Είδαμε ότι ο Αθηνίωνας αναφέρει δύο μόνον Καβείρους, τον Ιασίωνα και τον Δάρδανο, γιους του Δία και της κόρης του Άτλαντα Ηλέκτρας. Τα «Διονυσιακά» του Νόννου αναφέρουν αντ’ αυτών τον Άλκηνα (Δυνατό») και τον Ευρυμέδοντα.(«Μεγάλο Εφευρέτη»), παιδιά της Θρακιώτισας Καβειρούς.. Όπου τώρα οι Κάβειροι αναφέρονται σα μια δυάδα, αυτοί ταυτίζονται πάντα με τους Διόσκουρους, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη εσωτερικά (όπως επίσης δείχνουν και τα ονόματά τους που έχουν μεγάλη σχέση με τη φωτιά και το φως) κι εξωτερικά με τον Δία και το Βάκχο. Άλλοι πάλι αναφέρουν τρεις Καβείρους, τον (την) Αξίερο, την Αξιόκερσα και τον Αξιόκερσο.

Ο πρώτος, βασικά χωρίς γένος, μπορεί να ετυμολογηθεί από το «Άξιος» + «Ιερός», ενώ τα ονόματα των άλλων δυο είναι προελληνικής προέλευσης.. Ο Αξίερος ταυτίζεται με τη Δήμητρα και πριν απ’ αυτήν με τη Μεγάλη Μητέρα (Γαία, Ρέα ή Κυβέλη), διότι όπως λέει ένας Ορφικός ύμνος “η θεά που ήταν Ρέα, όταν γέννησε τον Δία έγινε Δήμητρα”. Αντίστοιχα η Αξιόκερσα ταυτίζεται με την Κόρη-Περσεφόνη (ή Εκάτη) και ο Αξιόκερσος με τον Πλούτωνα ή το Διόνυσο.

Οι Κάβειροι, σε στενή πάντα σύνδεση με τη Δήμητρα, εφεύραν επίσης τα σφυρηλατημένα γεωργικά εργαλεία (άροτρο δρεπάνι κ.λ.π.)., πράγμα που όπως λέγεται χαροποίησε ιδιαίτερα τη Δήμητρα η οποία έβαλε τότε τον σύζυγό της Ιασίωνα να καθιερώσει προς τιμή τους τα Καβείρια Μυστήρια στη Σαμοθράκη και τον έχρισε μάλιστα σαν πρώτο ιερέα της νέας αυτής λατρείας.

Στους τρεις προηγούμενους Καβείρους προστέθηκε αργότερα (σύμφωνα με τον Διονυσόδωρο) και ένας τέταρτος, ο Κάδμιλος (ή Καδμίλος ή Κασμίλος ή Κάσμιλος), ο οποίος ταυτίζεται με τον Ερμή (ή ακόμα με τον Διόνυσο και τον Έρωτα). Λέγεται ότι τη λατρεία του καθιέρωσε ο Κάδμος, απ’ όπου και η ετυμολογική σχέση των ονομάτων τους. Ο Κάδμος ήταν ο σύζυγος της αδελφής του Δαρδάνου και του Ιασίωνα Αρμονίας, της οποία κόρη ήταν η Σεμέλη, η μητέρα του Ιάκχου των Ελευσινίων Μυστηρίων. Μερικοί υποστηρίζουν ότι τους Καβείρους τους έφερε γενικά ο Κάδμος από την Φοινίκη ή από την Αίγυπτο, όπου αυτός έζησε στην Μέμφιδα και μετά στην Τύρο της Φοινίκης.

Με αυτό τον τρόπο έχουμε μια ισορροπημένη τετράδα («σταυρός» ή «τετράγωνο») από δύο θηλυκές και δύο αρσενικές θεότητες.

Οι αρσενικές (Ερμής και Άδης-Πλούτωνας ή ακόμα Διόνυσος) μπορούν να θεωρηθούν σαν οι σύζυγοι ή τα πολικά αντίθετα των θηλυκών (Δήμητρας και Περσεφόνης-Κόρης).. Η Μεγάλη Μητέρα»(Αξίερος), που ονομαζόταν επίσης «Ηλέκτρα» (Φωτεινή, Λαμπρή), «Στρατηγίτιδα» και «Ηγέτιδα» και απεικονιζόταν στα νομίσματα της Σαμοθράκης ανάμεσα σε δυο λιοντάρια, και ο σύζυγός της (Κάδμιλος), με την μορφή ενός ιθυφαλλικού θεού (Ερμής ή Ουρανός) είχαν τα ίδια ιερά σύμβολα – συνήθως τον κριό, σαν γονιμοποιό δύναμη και μπροστάρη, και το κηρύκειο, τα οποία βρέθηκαν χαραγμένα σε νομίσματα και σε επιγραφές του Ναού.

Η ταύτιση αυτή των απρόσωπων γενικά Μεγάλων Θεών με τους περισσότερους θεούς του Ελληνικού Πανθέου, δείχνει το πολυποίκιλο εύρος των δυνάμεων που αυτοί εκπροσωπούν (π.χ. Κοσμικό, Αιθερικό, Γήινο πυρ και Ζωτική Θερμότητα και Γονιμότητα), έχοντας συγχρόνως μια ανώτερη και μια κατώτερη όψη (νάνοι-στοιχειά ή γίγαντες και κοσμικές αρχές) ή όπως επισημαίνει ο Γιουνγκ «αυτοί αγωνίζονται αιωνίως από τα βάθη προς τα ύψη και συνεπώς βρίσκονται πάντα να είναι αμφότερα από κάτω και από πάνω…”

Στην κατώτερη όψη τους αντιπροσωπεύουν το «υλικό» ή γήινο πυρ και παριστάνονται σα νάνοι με ένα σφυρί, κοντές ποδιές και ακτινοβόλο κεφάλι και γελοιογραφικά, σαν κοντόχοντρες αστείες φιγούρες Τους βλέπουμε σαν δεινούς μεταλλουργούς, σιδηρουργούς και τεχνίτες και από αυτή την άποψη σα παιδιά του θεού του Πυρός Ηφαίστου (της πύρινης φλόγας της δημιουργικής Κοσμικής Διάνοιας αλλά και του Υλικού Πυρός) και παρουσιάζονται να εργάζονται μαζί του στο αμόνι κατασκευάζοντας όλα τα είδη των μεταλλικών αντικειμένων. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, ταυτίζονται, όπως ήδη είπαμε, με τους Τελχίνες της Ρόδου και τους Ιδαίους Δακτύλους της Κρήτης, καθώς επίσης με όλους τους αρχαίους σιδηρουργούς και μεταλλουργούς των άλλων παραδόσεων. Ο Ήφαιστος, ένας Κάβειρος και αυτός, σιδηρουργός των θεών και εκπαιδευτής των ανθρώπων στις μεταλλουργικές τέχνες, λέγεται ότι έφτιαξε τους κεραυνούς του Δία, πανοπλίες, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα για τους θεούς, καθώς επίσης την πρώτη γυναίκα Πανδώρα, την οποία οι θεοί έστειλαν, αφού στόλισαν περίτεχνα, στον Επιμηθέα.

Η παλαιότερη απεικόνιση των Καβείρων ήταν στη μορφή φαλλικών φλογών, και αρκετά μεταγενέστερα, σαν επτά Φωτεινοί Νάνοι. Υπό αυτήν τη μορφή ονομάζονται επίσης Φαναοί Θεοί.

Στην Καβείρια τριάδα του Αξίερου–Αξιόκερσας–Αξιόκερσου, μπορούμε να αντιστοιχίσουμε πλήρως τη μεγάλη τριάδα των Ελευσινίων Μυστηρίων Δήμητρα–Κόρη–Ίακχος. Η Δήμητρα, εκτός από τις γνωστές αντιστοιχίες της, είναι επίσης η Καβείρια εκείνη οντότητα που έφερε στο γη, από «άλλες σφαίρες» λέγεται, το σιτάρι και γενικότερα τα δημητριακά. Υποστηρίζεται ότι το σιτάρι, σε αντίθεση με τα άλλα φυτά, δεν υπάρχει σε άγρια κατάσταση, ούτε και έχει αναπτυχθεί από οποιοδήποτε άλλο φυτό. Το έφερε σα δώρο η Δήμητρα στους ανθρώπους, όπως ακριβώς η Ίσιδα στην Αίγυπτο, οι οποίες τους δίδαξαν επίσης τη γεωργία.

Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με μια παράδοση που αναφέρει ο Παυσανίας, ο Προμηθέας, μαζί με τον υιό του Αιτναίο, λατρεύονταν σαν Κάβειροι στην Βοιωτία, σε μία περιοχή όπου είναι γνωστό ότι εγκαταστάθηκαν Θρακοπελασγοί. Το όνομα του Αιτναίου παραπέμπει άμεσα στο ηφαίστειο της Σικελίας Αίτνα και στο «ηφαιστειώδες πυρ».

Οι ίδιες αυτές οντότητες, «Τιτάνες» ή «Γίγαντες» έγιναν στη συνέχεια οι αρχαίοι Βασιλιάδες των ανθρώπων, οι «θεοί κάτω στη γη», ιδρύοντας Θείες Δυναστείες και διδάσκοντας τους ανθρώπους τα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτισμό. Ο Πλάτωνας μιλάει για θεούς και ημίθεους εφευρέτες, ενσαρκωμένους σε ανθρώπους, που εμφανίστηκαν διαδοχικά στις φυλές των ανθρώπων, μετά την αναχώρηση των θείων κυβερνητών, και ανακάλυψαν την φωτιά (Προμηθέας), το σιτάρι (Δήμητρα) και το κρασί (Διόνυσος). Όλη αυτή η τάξη των Θείων Κυβερνητών, Ευεργετών και Εφευρετών αντιπροσωπεύουν συνολικά τους «Μεγάλους Θεούς» ή Καβείρους.

Βέβαια μέχρι τώρα έχουμε δει να απαριθμούνται μόνο δύο, τρεις ή τέσσερες Κάβειροι, ενώ αυτοί, σύμφωνα με την εσωτερική διδασκαλία και τις παραπάνω αντιστοιχίες τους, θα πρέπει να είναι κανονικά επτά.. Πού είναι λοιπόν οι υπόλοιποι;.

Ο Φερεκύδης αναφέρει σαν μητέρα των Καβείρων (με πατέρα τον Ήφαιστο) την Καβείρη ή Καβειρώ, κόρη τώρα του θαλάσσιου θεού Πρωτέα και της Αγχινόης. Ο Ήφαιστος απέκτησε με την Καβειρώ τρία αγόρια, τους Κάβειρους, και τρία κορίτσια, τις Καβειρίδες, για κάθε μια τριάδα των οποίων υπήρχαν ξεχωριστά ιερά. Έτσι η γενεαλογία αυτή του Ηφαίστου, μαζί με τον ίδιο, περιλαμβάνει συνολικά 7 Καβείρους. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή αυτός απέκτησε με την Καβειρώ μόνον ένα παιδί, τον Κάδμιλο, ο οποίος γέννησε στη συνέχεια τους άλλους τρεις Κάβειρους και τις τρεις Καβειρίδες. Και από αυτή την άποψη οι Κάβειροι είναι πάλι (μαζί με τον Ήφαιστο) επτά. Αν και τα ονόματά τους θεωρούνται συνήθως μυστικά και απόρρητα και αυτοί αναφέρονται μόνον συλλογικά σαν «Μεγάλοι Θεοί», «Θίακες;» ή «Άνακτες», την Ελληνιστική περίοδο εμφανίστηκαν γι’ αυτούς κάποια ονόματα όπως Κασμίλος, Κοίος, Κρείος, Υπερίων, Ιαπετός, Δάρδανος και Ιασίων. Μερικοί θέτουν σαν Κάβειρο και τον Ασκληπιό.

Η εσωτερική παράδοση μιλάει επίσης για τη δημιουργία επτά αρχέγονων ανθρώπων από τη Μητέρα Γη και από το Θείο Πυρ (πνευματικό ή αστρικό) των Πατέρων ή Προγόνων (Ινδουιστικά Πίτρις). Αναφέρεται επίσης η δημιουργία επτά «”Ιερών Πυρών” σε επτά τοποθεσίες της Ηλεκτρίας (Σαμοθράκης).

Όσο τώρα για την αντιστοιχία τους με τους Διόσκουρους, επισημαίνουμε ότι και οι Διόσκουροι ήταν αρχικά (στις μέρες της Λεμουρίας) επτά και αρκετά αργότερα περιορίστηκαν σε τρεις και τέσσερες, σαν αρσενικοί και θηλυκοί, και τελικά σε δύο σαν τους Καβείρους.. .Σε σχέση με αυτούς, αναφέρεται ότι όταν οι Αργοναύτες βρήκαν στο δρόμο τους μεγάλη θαλασσοταραχή, ο Ορφέας, ο μόνος από αυτούς μυημένος στα Καβείρια μυστήρια, προσευχήθηκε στους Μεγάλους Θεούς και αμέσως ο άνεμος σταμάτησε και δυο αστέρια φάνηκαν πάνω από το κεφάλι των Διόσκουρων. Από τότε λέγεται οι Κάβειροι θεωρήθηκαν προστάτες των ναυτικών και όσοι κινδύνευαν τους επικαλούνταν για τη σωτηρία τους.

Τόποι Λατρείας

Παρ’ όλο που η μύηση γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά στη Σαμοθράκη, όπου η λατρεία των Καβείρων άρχισε πριν από τον 7ο αιώνα, η λατρεία τους ξαπλώθηκε γρήγορα, πρώτα στα γειτονικά νησιά, Λήμνο (όπου λατρεύονταν τρεις Κέβειροι, οι οποίοι ήσαν επίσης προστάτες της αμπελουργίας), Ίμβρο, και Τένεδο και μετά στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Μικρά Ασία και τελικά σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ιερά τους υπήρχαν επίσης στα νησιά Σύρο, Πάρο, Χίο, Δήλο και Κέρκυρα και στην ηπειρωτική Ελλάδα στη Θήβα (όπου υπήρχε «άγιο» και «θαυματουργό».κατά τον Παυσανία Καβείριο, όπου λατρεύονταν οι «Άνακτες»: ο Πατέρας Κάβειρος, που μοιάζει με το Διόνυσο, και ο Υιός ή Παις. Κοντά υπήρχε και άλσος της Καβειραίας Δήμητρας και της Κόρης όπως επίσης και ιερό των Καβειρίδων Νυμφών), στην Ανθηδώνα της Βοιωτίας, στη Πέργαμο, στη Θεσσαλονίκη (όπου ισχυρίζονται μάλιστα ότι η Ροτόντα ήταν ναός του Καβείρου), στην Όλυνθο της Χαλκιδικής, στις Σέρρες και στη Σικελία Επίσης στην Άμφισσα της Λοκρίδας τελούνταν μυστήρια προς τιμή των Ανάκτων Παίδων, οι οποίοι, όπως επισημαίνει ο Παυσανίας, άλλοι λένε ότι είναι οι Διόσκουροι και άλλοι οι Κάβειροι». Και έχουν βέβαια και οι δυο δίκιο, αφού όπως είπαμε οι Διόσκουροι ταυτίζονται με τους Καβείρους. Εκτός της Ελλάδας, λατρεία τους αναφέρεται στην Φρυγία, την Τρωάδα, τη Φοινίκη και την Μέμφιδα της Αιγύπτου.

ΜΥΗΣΗ

Τα Καβείρια Μυστήρια σχετίζονταν με τη λατρεία των Ιερών Πυρών (Καβείρων), των πιο απόκρυφων δηλαδή δυνάμεων της φύσης, τα οποία, όπως λέει ο μύθος, σχηματίστηκαν σε επτά μέρη του νησιού της Σαμοθράκης. Εδώ θεσπίστηκαν τα Μυστήρια που γίνονταν κάθε επτά χρόνια και το Ιερό Πυρ διατηρημένο στο νησί, μεταδιδόταν στους μύστες, οι οποίο, μετά τη βάπτισή τους εν πυρί και πνεύματι, άρχιζαν μια νέα ζωή.

Η εντύπωση που δημιουργείται στον ερευνητή από την συστηματική μελέτη της έγκυρης βιβλιογραφίας και των ευρημάτων, είναι ότι στα Καβείρια Μυστήρια γινόταν κατανοητή στον μυούμενο, η ΘΕΣΗ του κάθε ανθρώπου στον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου στην φύση. Η μύηση απελευθέρωνε τον μυούμενο από τις, παρά φύσιν, αντιλήψεις του πρωτόγονου ανθρώπου περί αναστάσεως, αθανασίας της ψυχής και μετεμψύχωσης και τον βοηθούσαν να ζήσει και να πεθάνει με αξιοπρέπεια.

Τα Καβείρια και τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν τα πιο διάσημα στην αρχαία Ελλάδα και είναι δύσκολο να πούμε ποιο τύχανε του μεγαλύτερου σεβασμού. Τα Καβείρια Μυστήρια της Σαμοθράκης, επισημαίνει η Μπλαβάτσκυ, ήταν «επιστημονικότερα και φιλοσοφικότερα», ενώ τα Ελευσίνια ήταν περισσότερο ενός «μυστικιστικού και θρησκευτικού χαρακτήρα».

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι οι μυούμενοι στα Μυστήρια «γίνονται ευσεβέστεροι και δικαιότεροι και στα πάντα καλύτεροι», δείχνοντας έτι τη μεγάλη εκπαιδευτική σημασία τους και την ηθική τελείωση των μυστών στην οποία αυτά οδηγούσαν. Σε αυτά αναφέρεται ότι μυήθηκαν διάφοροι επιφανείς ήρωες της αρχαιότητας όπως ο Ορφέας, ο Ηρακλής, ο Οδυσσέας και οι Διόσκουροι ή ακόμα άτομα όπως ο Πυθαγόρας, ο Ηρόδοτος και ο Μέγας Αλέξανδρος. Το τι ακριβώς γινόταν σε αυτά, κανείς δεν το γνωρίζει, διότι η αποκάλυψη των τεκταινομένων σε αυτά ισοδυναμούσε με την ποινή του θανάτου. .

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης πάντως επισημαίνει ότι οι Κάβειροι εκπροσωπούσαν την αθανασίας της ψυχής κι επομένως θα πρέπει να διδασκόταν και να βιωνόταν σε αυτά κάτι ανάλογο με τα Ελευσίνια Μυστήρια, με ένα ανάλογο δηλαδή μυστηριακό και εσχατολογικό περιεχόμενο. Σε κοσμολογικό επίπεδο, η κύρια διδασκαλία τους πρέπει να ήταν η Διδασκαλία του Κοσμικού Πυρός και η Δημιουργία του Κόσμου εκ του Πυρός. Αναφέρεται ακόμα ότι γινόταν σε αυτά επίκληση του Ουρανού και της Γαίας σα θεούς της Δημιουργίας.

Τα Καβείρια Μυστήρια, όπως και όλα τα αρχαία Ελληνικά Μυστήρια, περιελάμβαναν βέβαια τα τρία βασικά στάδια της Κάθαρσης, Μύησης και Εποπτείας ή ειδικότερα τα επτά στάδια του Καθαρμού, Χρίσματος, Περιβολής, Ιερού Λόγου, Ενθρονισμού, Ιερογαμίας και Εποπτείας.

 Σε αντίθεση με τα Ελευσίνια μυστήρια, επιτρεπόταν σε αυτά η συμμετοχή οποιουδήποτε ατόμου, ανεξάρτητα από εθνικότητα, ηλικία, φύλο ή κοινωνικό αξίωμα. Ακόμα και οι δούλοι μπορούσαν να μυηθούν σε αυτά, με μόνον περιορισμό τη μη διάπραξη ανόσιων πράξεων.

Οι Ανακτοτελεστές αποφάσιζαν ποιοι από τους προσερχόμενους ήταν άξιοι να μυηθούν και η Λουτροφόρος φρόντιζε για την κάθαρση των υποψηφίων. Τα Μυστήρια ξεκινούσαν με την εξομολόγηση του νεόφυτου από τον Κόη, τον εξομολογητή ιερέα, ο οποίος τον δοκίμαζε ως προς την προηγούμενη διαγωγή του και είχε το αξίωμα να μπορεί να εξιλεώσει ακόμα και το φονιά που μετάνιωνε για την πράξη του («φονέα καθαίροντα»),. Ο Πλούταρχος διασώζει ένα διάλογο μεταξύ του εξομολογητή ιερέα και του νεόφυτου Σπαρτιάτη βασιλιά Λυσάνδρου. Όταν ο Κόης του ζήτησε να του πει το μεγαλύτερό του αμάρτημα, ο Λύσανδρος τον ρώτησε πονηρά αν ο ίδιος ήθελε να το μάθει αυτό ή οι θεοί. Όταν ο ιερέας του απάντησε «οι θεοί», ο Λύσανδρος του είπε: «φύγε τότε εσύ από δω και αν με ρωτήσουν οι θεοί, θα τους το πω»…

Μετά την εξομολόγηση και την έγκριση του Κόη, γινόταν τη νύχτα η μύηση, υπό το φως δαυλών που κρατούσαν προχωρώντας οι νεόφυτοι. Ο δαυλός αυτός, εκτός από σύμβολο των Καβείρων, συμβόλιζε επίσης το εσωτερικό φως του μύστη που διώχνει το σκοτάδι της άγνοιας. Στις ανασκαφές βρέθηκαν πολλές θέσεις για την τοποθέτηση των δαυλών καθώς επίσης λυχνάρια με χαραγμένο πάνω τους το γράμμα Θ, ένα σύμβολο της Εκάτης και του Αστρικού Πυρός.

Σύμφωνα με τον Χριστιανό συγγραφέα Ιππόλυτο (2ος αιώνας μ.Χ.) οι Σαμοθράκες «ονομάζουν τον τιμώμενο από αυτούς στα μυστήρια Αδάμα, τον πρώτο άνθρωπο (από το Αδάμ) και υπάρχουν στο ιερόν της Σαμοθράκης δυο ιθυφαλλικά αγάλματα γυμνών ανθρώπων με τα χέρια τεταμένα προς τον ουρανό, όπως είναι και το άγαλμα του Ερμή στη Κυλλήνη. Τα αγάλματα αυτά είναι εικόνες του αρχανθρώπου και του αναγεννόμενου πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος είναι κατά πάντα ομοούσιος προς εκείνον τον άνθρωπο”.

Όπως γενικά ξέρουμε στο στάδιο της Μύησης ο νεόφυτος ταυτίζεται με τον προστάτη θεό και βιώνει ενεργητικά τα πάθη του, περνώντας μέσα από μια ιδιαίτερα σκληρή δοκιμασία, τη Διάβαση, η οποία καταλήγει στο συμβολικό και ψυχολογικό του θάνατο και στην μετέπειτα ανάστασή του, η οποία είχε σαν βασικό σκοπό το ξεπέρασμα του φόβου του θανάτου. Το στάδιο αυτό υπήρχε τόσο στα Ελευσίνια όσο και στα Ορφικά Μυστήρια, τα οποία διέθεταν αντίστοιχες διδασκαλίες για τον πάσχοντα θεό με τον οποίο ταυτιζόταν ο μυούμενος. Υπήρχε άραγε κάτι ανάλογο και στα Καβείρια Μυστήρια;

Η απάντηση είναι ναι και ο πάσχων θεός εδώ είναι ο Κάδμιλος, ο νεότερος των Καβείρων, με τον οποίο και ταυτίζεται ο νεόφυτος. Η πλήρης ιστορία του Κάδμιλου έχει πολλές ομοιότητες με αυτή του Διονύσου στα Ορφικά Μυστήρια και του Όσιρι στα αντίστοιχα Αιγυπτιακά Μυστήρια, καθώς επίσης με την ιστορία του Μασονικού Διδασκάλου Χιράμ Αμπίφ, υπεύθυνου για το κτίσιμο του Ναού του Σολομώντα, ο οποίος σκοτώθηκε από τρεις κατώτερους τέκτονες. Σύμφωνα με το μύθο οι τρεις πρώτοι Κάβειροι (Αξίερος, Αξιόκερσα και Αξιόκερσος) επιτέθηκαν στον μικρότερο αδελφό τους Κάδμιλο (που κατά μια άλλη εκδοχή όπως είπαμε είναι ο πατέρας τους) και τον σκότωσαν και διαμέλισαν το σώμα του, το οποίο βρέθηκε αργότερα και ετάφη στους πρόποδες του Ολύμπου της Μικράς Ασίας. Ο Κάδμιλος νίκησε όμως τελικά το θάνατο και αναστήθηκε με τη βοήθεια του θεού Ερμή (μερικοί λένε και με τη βοήθεια των αδελφών του) που τον άγγιξε με το κηρύκειό του.

Έχει έτσι προταθεί ότι τα Καβείρια Μυστήρια περιελάμβαναν τη συμβολική θυσία και ανάσταση του Κάδμιλου και διακρίνονται μάλιστα τρεις βαθμοί ως προς αυτό. Στον πρώτο γινόταν ο φόνος του Κάδμιλου από τα αδέλφια του. Στον δεύτερο ανακαλυπτόταν και θαβόταν το διαμελισμένο σώμα του και στον τρίτο γινόταν η ανάστασή του και η επακόλουθη σωτηρία του κόσμου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς χαρακτηρίζει τα Καβείρια Μυστήρια σαν το μυστήριο του αδελφού που σκοτώνεται από τον αδελφό, αποτελώντας έτσι μια μεταφορά για το Φιλοσοφικό Θάνατο και Ανάσταση. Ο αναστημένος Κάδμιλος νυμφεύεται στη συνέχεια την χαμένη Κόρη (Αξιόκερσα) και αυτός ο Ιερός Γάμος (ή Ιερογαμία) αποτελεί το Μεγάλο Μυστήριο. Ακολουθούσε το στάδιο της Εποπτείας και η εμβάθυνση της διδασκαλίας από το μύστη και μετά ο στολισμός και η Ενθρόνισή του.

Του φορούσαν στο κεφάλι ένα στεφάνι από κλαδιά ελιάς και μια πορφυρή ζώνη στη μέση, την οποία θα έφερε μαζί του στην υπόλοιπη ζωή του, ενδεικτική της μυήσεώς του, και η οποία θα τον προφύλαγε από τους κινδύνους, ιδίως τους θαλασσινούς. . Χάρις σε αυτήν λέγεται σώθηκε Οδυσσέας από την μανία των κυμάτων και μπόρεσε ο Αγαμέμνονας να ελέγξει όλες τις στάσεις των στρατευμάτων του κατά τον Τρωικό πόλεμο. Του περνούσαν επίσης στο χέρι ένα δακτυλίδι από τοπικό μαγνητίτη που συμβόλιζε τον δεσμό του πιστού με τη Μεγάλη Θεά. Μετά ακολουθούσε ο Ιερός Χορός των ιερέων γύρω από την ιερή πυρά και τους καθισμένους μυούμενους, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος:
“Καθάπερ ειώθασιν εν τω καλουμένω θρονισμώ καθίσαντες τους μυουμένους οι τελούντες κύκλω περιχορεύειν.”

Ο Πλούταρχος γνώριζε και άλλα πολλά για τα Καβείρια μυστήρια, στα οποία είχε μυηθεί, αλλά αρνήθηκε να τα αποκαλύψει «Ποιοι είναι οι Κάβειροι και ποια τα μυστήρια που τελούν στην Μητέρα Ρέα, θα ζητήσω συγγνώμη από τους φιλομαθείς για τη σιωπή μου. Ποια είναι η παρακαταθήκη και τα τελούμενα σε αυτήν δεν μου επιτρέπεται να γράψω”. Διασώζει σε δύο παραλλαγές έναν διάλογο μεταξύ του εξομολόγου ιερέα των μυστηρίων και του Λάκωνα Ανταλκίδα. Όταν ρωτήθηκε από τον ιερέα για το μεγαλύτερό του αμάρτημα απάντησε «οι Θεοί το γνωρίζουν»: « ΑΝΤΑΛΚΙΔΑΣ ΕΝ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗι ΜΥΟΥΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΗΘΕΙΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΤΙ ΔΕΙΝΟΤΕΡΟΝ ΔΕΔΡΑΚΕΝ ΕΝ ΤΩι ΒΙΩι. ΕΙ ΤΙ ΜΟΙ ΠΕΠΡΑΚΤΑΙ ΤΟΙΟΥΤΟΝ, ΕΙΣΟΝΤΑΙ ΕΙΠΕΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΘΕΟΙ »

Μετά τον ενθρονισμό του, ο μύστης οδηγόταν από τον ιερέα στο Άβατο του Ιερού μπροστά από το οποίο η λιτή επιγραφή «”Αμύητον μη εισιέναι” απαγόρευαν ρητά και απόλυτα την είσοδο στους αμύητους.Εκεί ο μύστης παρακολουθούσε (είχε την εποπτεία) κάποια ιερή κοσμογονική αναπαράσταση και γινόταν έτσι επόπτης.Ίσως οι νεόφυτοι να νήστευαν στη διάρκεια των τελετών και κατά τον τέλος των ιερουργιών, στο στάδιο της «ευδαιμονίας», να δειπνούσαν πλουσιοπάροχα μαζί, τιμώντας δεόντως και το θεό του κρασιού.

Σήμερα στην περιοχή της Παλαιόπολης, σώζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης με τα ισχυρά κυκλώπεια τείχη της που σύμφωνα με την παράδοση κατασκεύασαν οι Κορύβαντες. Δυτικά αυτής, πάνω σε ένα βραχώδες ύψωμα και έξω από τα τείχη, βρίσκονται τα ερείπια του Ιερού των Μεγάλων Θεών όπου γίνονταν τα Καβείρια Μυστήρια. Εκεί, στα ερείπια του Ιερού, ανακαλύφθηκε και το περίφημο άγαλμα της Νίκη της Σαμοθράκης που κοσμεί σήμερα το Μουσείο του Λούβρου.

Τα Καβείρια Μυστήρια, αλλά και τα Μυστήρια γενικώς, στον αρχαίο Ελληνικό Κόσμο αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι του Ελληνικού τρόπου ζωής. Όπως προκύπτει δεν ήταν ασύμβατα με την προσπάθεια του σκεπτόμενου Έλληνα να ερμηνεύσει τον κόσμο λογικά.