Στὰ λεξικὰ σὰν «ἐπάγγελμα» ὁρίζεται «ἡ «βιοποριστικὴ ἐργασία τινός» καὶ σὰν «ἐπαγγελματίας» ὁ ἀσκῶν βιοποριστικὴν ἐργασίαν». Ἑπομένως, ὅταν ἀσκῶ ἐπάγγελμα, σκοπός μου εἷναι νὰ ἐξασφαλίζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν, καὶ κατὰ λογικὴν ἀναγκαιότητα ἡ ψυχολογικὴ ἀφετηρία καὶ τὸ λογικὸ κίνητρό μου ὡς ἐπαγγελματία εἶναι τὸ ἀτομικὸ καὶ οἰκογενειακό μου συμφέρον. Δὲν νοεῖται ἐπαγγελματίας ποὺ σκοπεύει στὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἀτομικοῦ ἢ οἰκογενειακοῦ συμφέροντος ἄλλου ἀτόμου. Τὸ συμφέρον τοῦ δευτέρου ἀτόμου ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἐπαγγέλματος ἐκ μέρους αὐτοῦ τοῦ ἰδίου καὶ ὄχι ἐκ μέρους τὸν πρώτου.
Ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀφετηρία, τὰ κίνητρα καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ τοῦ ἐπαγγελματία εἶναι ἡ ἀφετηρία, τὰ κίνητρα καὶ οἱ σκοποὶ τοῦ λειτουργήματος καὶ τοῦ λειτουργοῦ. Ἐνῷ τὸ ἐπάγγελμα ἀφορᾷ στὸ ἄτομο καὶ στὴν ἰκανοποίηση τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, τὸ λειτούργημα εἶναι ἔννοια ἀπαραίτητα συναρτημένη πρὸς τὶς ἔννοιες τοῦ συνόλου καὶ τοῦ γενικοῦ συμφέροντος. Καὶ ἂν o ἐπαγγελματίας ξεκινὰ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τοῦ λαμβάνειν, ὁ λειτουργὸς ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τοῦ προ-σφέρειν. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα λειτούργημα (ἄρχ. «λειτουργία») σημαίνει «ἐν τῇ εὐρεῖᾳ ἔννοιᾳ πᾶσαν παροχήν, ὑπηρεσίαν, δαπάνην, προσφερομένην ἀπὸ τὸ ἄτομον πρὸς τὴν Πό-λιτείαν» καὶ λειτουργὸς σημαίνει ὁ παρέχων, προσφέρων, ὑπηρετῶν, δαπανῶν διὰ τὴν Πολιτείαν» αὐτὰ ποὺ σὰν ἄτομο κατέχει ὁ ἴδιος (ἀγαθά, χρήματα, ὑπηρεσία, γνώσεις κ.λπ.). Ὅταν ἀσκῶ λειτούργημα, σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ ἐξασφαλίσω τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐμοῦ καὶ τῆς οἰκογενείας μου (ὅπως συμβαίνει ὅταν ἀσκῶ ἐπάγγελμα), ἀλλά νὰ παραχωρήσω πρὸς τὸ σύνολο, τὴν Πολιτεία ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴ δική της ἐπιβίωση («διδόναι τοῖς πολλοῖς τὰ ἐμά»). Τὸ ἀτομικὸ συμφέρον ὄχι μόνο δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ λειτούργημα, ἀλλά καὶ συγκρούεται πρὸς αὐτό, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ ἀτόμου ἡ προσφορά, παροχή, δαπάνη κ.λπ. πρὸς τὴν Πολιτεία ἀποτελεῖ μείωση, ζημία τῶν προσωπικῶν καὶ οἰκογενειακῶν ἀγαθῶν, δυναμικοῦ κ.λπ.
Τo ἀσυμβίβαστο μεταξὺ τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ τοῦ λειτουργήματος ἐφαρμόσθηκε ἀπ’ ὅλες τὶς Πολιτεῖες ποὺ ἀποτέλεσαν καταστάσεις Ἀρχῆς καὶ ὄχι ἐξουσίας. Δὲν ἔχουμε λόγους νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ περιπτώσεις ἄλλων ἐθνῶν, ἀφοῦϋ στὰ πολιτικοκοινωνικὰ πρότυπα ποὺ συνέλαβε καὶ ὑλοποίησε τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος στὶς ἐλεύθερες φάσεις τῆς ἱστορίας του -μὲ ἐξαίρεση τὶς περιόδους καταπτώσεως ἢ τὶς περιόδους ἔντονης παρουσίας ξένων ἐπιδράσεων, ὅπως ἦταν οἱ ἐποχὲς τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ σημερινοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους-, ἡ ταύτιση τῆς ἰδιότητας τοῦ ἐπαγγελματία μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ δημόσιου λειτουργοῦ ἦταν ἀδιανόητη σὰν σύλληψη καὶ ἀπαράδεκτη σὰν πολιτικὴ πρακτική. Στὴν περίοδο ἀκμῆς ὅλων τῶν πόλεων-κρατῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες, οἱ δικαστές, οἱ διπλωματικοὶ ἀπεσταλμένοι καὶ οἱ «πρέσβεις», οἱ στρατιωτικοὶ ἡγήτορες καὶ γενικὰ ὅλα τὰ ἄτομα ποὺ εἶναι τεταγμένα στὴν ὑπηρεσία τοῦ συνόλου καὶ τῆς Πολιτείας δὲν ἀποζοῦν ἀπὸ τὸ λειτούργημα ποὺ ἀσκοῦν, εἶναι ἄμισθοι.
Ὁ θεσμὸς τοῦ ἄμισθου μή-ἐπαγγελματία ὑπηρέτη τοῦ συνόλου δὲν ἀφωροῦσε μόνο στοὺς ἀναλαμβάνοντες δημόσια ἀξιώματα, ἀλλά σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐπεκτεινόταν καὶ σὲ οἱοδήποτε ἁπλὸ πολίτη ποὺ προσέφερε οἱαδήποτε ὑπηρεσία στὴν Πολιτεία: οἱ στρατιῶτες, οἱ πολῖτες-δικαστές, οἱ ἀστυνομικοί, οἱ «ὑπάλληλοι» δημοσίων λειτουργιῶν, οἱ κατασκευαστὲς δημοσίων, κοινοτικῶν καὶ κοινωφελῶν ἔργων δὲν ἔπαιρναν κανενὸς εἴδους ἀμοιβή. Τὸ πολύ-πολὺ νὰ καταβάλλονταν σ’ αὐτοὺς ἔξοδα ποὺ εἶχαν κάνει (π.χ. ταξιδιοῦ). Στὴν Ἀθηναϊκή Πολιτεία μάλιστα λειτουργοὶ κατ’ ἐξοχὴν ἦσαν οἱ ἰδιῶτες πολῖτες, ποὺ ἀνελάμβαναν μὲ δικά τους χρήματα τὴν κάλυψη δημοσίων δαπανῶν, ὅπως ἡ συντήρηση πολεμικῶν πλοίων, τὸ ἀνέβασμα θεατρικῶν ἔργων, ἡ ὀργάνωση ἀγώνων («τριηραρχία», «χορηγία» κ.λπ.). Ἀπὸ τὸ πρῶτο μέχρι τὸ τελευταῖο μέλος τῆς Πολιτείας κανεὶς δὲν ἀποζοῦσε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Πολιτεία. Τὸ Δημόσιο Ταμεῖο ὑπῆρχε γιὰ νὰ καλύπτῃ δαπάνες ἄσχετες πρὸς τὴ μισθοδοσία: ἀγορὰ ὑλικοῦ, ἐξοπλισμός, κατασκευὴ στόλου, παιδεία, κονδύλια καὶ δαπάνες (ὄχι μισθοί) γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτική. Δημόσιο ταμεῖο ποὺ μεταβάλλεται σὲ «κορβανά» (ἀπὸ τὴν ἐβραίικη λέξη korvan), δηλαδὴ σὲ χρηματοφυλάκιο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τὸ ὅποιο ἀπομυζοῦν μηνιάτικα, μεροκάματα καὶ ἀποζημιώσεις οἱ πάσης κατηγορίας μισθοφόροι, ὑπῆρξεν ἔννοια ποὺ συνέλαβε τὸ ἑβραϊκὸ πνεῦμα, εἶναι θεσμὸς ἐντελῶς ξένος πρὸς τὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ ἀντίληψη.
Γιὰ ν’ ἀποφύγη τὸν ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὰ δημόσια λειτουργήματα τῶν ἀξίων καὶ ἱκανῶν πολιτῶν ποὺ δὲν εἶχαν περιουσία ἢ εἰσοδήματα -καὶ ἑπομένως οἱ ὑποχρεώσεις τους ἐκ τῆς ἀναλήψεως δημοσίων καθηκόντων καὶ ἀποστολῶν θὰ τοὺς ἀφαιροῦσαν τὴ δυνατότητα νὰ ἀσκοῦν τὸ ἐπάγγελμά τους γιὰ νὰ ζήσουν-, ἡ ἑλληνικὴ πολιτικὴ σκέψη συνέλαβε τὴν ἰδέα τῆς ἄμεσης καλύψεως ἀπὸ τὴν Πολιτεία τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχῶν λειτουργῶν της. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ὑλοποιήθηκε μὲ λαμπροὺς θεσμούς, ὅπως ἡ «ἐν πρυτανείῳ αἴτησις» τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας-ἐπὶ πρόσκαιρου ἢ μονίμου βάσεως (ἀείσιτοι)- δημοσίων ἄνδρων ποὺ προσφέρουν πολλὰ στὴν Πολιτεία, τὰ «συσσίτια» τῶν στρατιωτικῶν στὴ Σπάρτη, τὸ «Λήιον» τῆς Αἰτωλικῆς Συμπολιτείας κ.λπ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μία διπλὴ ἱστορικὴ παρατήρηση πολὺ μεγάλης πρακτικῆς καὶ πολιτικῆς σημασίας.
Οἱ θεσμοὶ τῶν ἀμίσθων λειτουργῶν, ἐν ὅσῳ ἴσχυαν, ὡδηγοῦσαν, ὅπως εἴπαμε, στὴν ραγδαία ἄνοδο τῶν πολιτικῶν ὀργανισμῶν ποὺ τοὺς ἐφάρμοζαν. Ἔτσι π.χ. τῆς περιόδου μεγίστης ἀκμῆς καὶ ἰσχῦος τῆς Ἀθηναϊκής Πολιτείας (χρυσοῦς «αἰών» τοῦ Περικλέους) προηγήθηκε ἡ περίοδος τῆς ἀνοδικῆς πορείας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀμισθία ὅλων τῶν λειτουργῶν ἦταν κανόνας χωρὶς ἐξαίρεση.
Ἡ «ἐκμίσθωση» τῶν λειτουργῶν ὕπηρξεν ἀπαρχὴ παρακμῆς καὶ καταπτώσεως. Ἔτσι, ἂφ’ ὅτου ὁ Περικλῆς καθιέρωσε τὴ χρηματικὴ ἀποζημίωση ἑνὸς ἡμερομισθίου, ἔστω μὲ τὸ ἀσήμαντο ποσὸ τοῦ ἑνὸς ὀβολοῦ (= ἑνὸς ἕκτου της δραχμῆς), γιὰ τοὺς δικαστὲς καὶ ὡρισμένους ἄλλους λειτουργούς, ἀρχίζει ἡ διαφθορά, ἡ ἀποσύνθεση καὶ ἡ κατιοῦσα πορεία τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ἧττα καὶ ἡ ὑποταγή.1
Ὁ Ἑλληνισμός, μεταξὺ τῶν ἄλλων, εἶχε καθιερώσει καὶ σὰν ἀρχὴ τῆς ἀμυντικῆς πρακτικῆ ς του τὴ συνολικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ἄμυνα. Ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνόλου συμμετέχουν στὴν προετοιμασία καὶ τὴ διεξαγωγὴ τῆς ἄμυνας, ὑπεύθυνα καὶ ἐπὶ ἴσοις ὅροις (μὲ ἐξαίρεση τῶν ἀκαταλλήλων λόγω ἀντικειμενικῆς ἀδυναμίας, δηλαδὴ τῶν παιδιῶν, γερόντων, ἀσθενῶν καὶ γυναικῶν). Σ’ ὅλες τὶς πόλεις-κράτη τῆς προκλασικῆς, κλασικῆς καὶ μετακλασικῆς Ἑλλάδας ἡ ἰδιότητα τοῦ ἐλεύθερου πολίτη ταυτίζεται μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη (ἡγήτορος ἢ ὁπλίτη). Οἱ ἱκανοὶ πολῖτες τῆς Σπάρτης συναποτελοϋσαν αὐτὸ τοῦτο τὸ σπαρτιατικὸ στράτευμα, ὅπως καὶ οἱ πολῖτες τῆς Ἀθηναϊκής Δημοκρατίας, τῶν Θηβῶν κ.λπ.
Δὲν ὑπῆρχε διάκριση μεταξὺ στρατιωτικοῦ καὶ ἰδιώτη, δὲν ὑπῆρχε λέξη ἰδιώτης μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια, ὅπως δὲν ὑπῆρχε καὶ λέξη στρατιωτικὸς μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια (τοῦ ἐπαγγελματία). Ὅλοι οἱ πολῖτες ἦσαν ὁπλῖτες καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅλοι οἱ ὁπλῖτες ἦσαν πολίτες, δεδομένου ὅτι κανεὶς δὲν ἀποζοῦσεν ἀπὸ πόρους ποὺ ἐξασφάλιζε ἀπὸ τὸ «στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα». Τὸ τελευταῖο τοῦτο εἰσήχθη στὸν ἑλληνικὸ χῶρο γιὰ πρώτη φορά ἀπό τη Ρώμη καὶ ἴσχυσε στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ποὺ καθιέρωσε τὸν θεσμὸ τοῦ ἐμμίσθου ἐπαγγελματικοῦ στρατοῦ, ἐφ' ὅσον o θεσμὸς τοῦ πολίτη-στρατιωτικοῦ ἦταν ἀδύνατο, λόγω τῆς ἐθνικῆς ἀνομοιογένειας τῶν ὑπηκόων της, νὰ ἐφαρμοσθῇ.2
Ὅπως ἐπισημαίνεται, ἡ καθιέρωση ἀποζημιώσεων σὲ λειτουργούς της Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας -στὶς ἄλλες πόλεις-κράτη τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας ποτὲ δὲν καθιερώθηκε τέτοιος θεσμός- κατακρίθηκε μὲ μεγάλη δριμύτητα ἀπό τους ἱστορικούς, «μὲ τὸ ἐπιχείρημα πὼς ἦταν διαφθορὰ τοῦ λαοῦ».
«Στὴν Ἀθήνα δὲν ὑπῆρχαν δικαστὲς ἐξ ἐπαγγέλματος· κάθε πολίτης ἡλικίας ἄνω τῶν τριάντα ἐτῶν, ποὺ νὰ μὴ χρεώστη στὸ δημόσιο καὶ νὰ μὴν ἔχῃ στερηθῆ τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων, μποροῦσε νὰ γίνῃ δικαστής, φθάνει νὰ εἶχε ἐγγραφῇ στὸν κατάλογο.4 Στὴν ἀρχὴν ἑκάστου ἔτους δηλαδή, ἀπὸ τοὺς εἴκοσι περίπου χιλιάδες Ἀθηναίους πολῖτες καταρτιζόταν διὰ κλήρου ἕνας πίνακας ἕξη χιλιάδων δικαστῶν, χωρὶς διάκριση τάξεως ἢ περιουσίας. Οἱ δικαστὲς αὐτοὶ κατανέμονταν σὲ δέκα δικαστήρια, τὸ κυριώτερο τῶν ὁποίων ἦταν ἡ Ἠλιαία. Πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίαση κληρώνονταν τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ θὰ συνεδρίαζαν σὲ κάθε δικαστήριο· ὁ ἀριθμὸς τους ἐποίκιλλε ἀναλόγως τῆς σοβαρότητος τῆς ὑποθέσεως: διακόσιοι ἕνας, πεντακόσιοι ἕνας, χίλιοι ἕνας, κάποτε μάλιστα καὶ περισσότεροι.
«Οἱ δικαστὲς συνεδρίαζαν ἀμισθί. Ὁ Περικλῆς ἀργότερα ἔθεσπισε νὰ τοὺς δίδεται ὡς ἀμοιβή, ὑπὸ τύπον ἀποζημιώσεως, ἕνας ὀβολός κατὰ συνεδρίαν, ὁ δικαστικὸς, ἠλιαστικός μισθός. Ἡ καθιέρωση αὐτῆς τῆς πληρωμῆς τῶν δικαστῶν εἶχε δυὸ συνέπειες: »Πρῶτον, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ εὐκατάστατοι πολῖτες περιφρονοῦσαν ἢ παραμελοῦσαν λειτουργήματα μὲ τόσο γλίσχρες ἀμοιβές, ἐνῷ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ὀκνηροὶ εὕρισκαν σ’ αὐτὰ ἕνα μέσον βιοπορισμοῦ. Πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίαση συνωθοῦντο μπρὸς στὶς θύρες τῶν δικαστηρίων, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ κληρωθοῦν καὶ θ’ ἀποκτήσουν τὸ πολύτιμο διάσημό του δικαστικοῦ ἀξιώματος.»
«Δεύτερον, τὰ δικαστήρια περιέπεσαν ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν δημαγωγῶν, ἰδίως ἂφ’ ὅτου o Κλέων (τὸ 425 ἢ 424), γιὰ νὰ καταστῇ δημοφιλής, ὕψωσε τὸν δικαστικὸ μισθὸ σὲ τρεῖς ὀβολούς. Τὸ τριώβολο ἔθεσε στὰ χέρια τῶν φτωχῶν μία σημαντικὴ καὶ ἐπικίνδυνη ἐξουσία. Καθοδηγούμενοι ὄχι ἀπό τὴ φροντίδα τῆς ἀποδόσεως τῆς δικαιοσύνης, ἄλλα μόνον ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τους συμφέρον, καὶ προσπαθώντας νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ ζωὴ τοὺς ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἀπὸ τὴν ἐνάσκηση τοῦ λειτουργήματος αὐτοῦ, τίποτα ἄλλο δὲν εἶχαν στὸν νοῦ τοὺς παρὰ πὼς θὰ εἶχαν συχνότερα τὴν εὐκαιρία νὰ δικάσουν. Τὶς διαθέσεις αὐτὲς ἐφρόντιζαν νὰ ὑποθάλπουν οἱ δημαγωγοί, πολλαπλασιάζοντας τὶς κατηγορίες καὶ τὶς δίκες ἐναντίον τῶν πολιτικῶν τοὺς ἀντιπάλων καὶ ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπωφθαλμιοῦσαν τὰ πλούτη. Ἔτσι ἐβασίλευσαν οἱ καταδότες κι οἱ συκοφάντες. »Ὁ πρωταίτιος τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἦταν o Κλέων. Φιλοχρήματος καὶ συκοφάντης ὅπως ἦταν, εἶχε σκορπίσει τὴ διχόνοια στὴν πόλη. Κολακεύοντας τὸν λαὸ γιὰ νὰ τὸν ἔχῃ εὐκολώτερα ὑποχείριόν του, εἶχε δημιουργήσει, μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ τριωβόλου, μία ἀξιοθρήνητη νοοτροπία, καθιστώντας τοὺς δικαστὲς κακοὺς καὶ συμφεροντολόγους».5
Ἡ μετατροπὴ τῶν λειτουργῶν σὲ ἔμμισθους ὑπαλλήλους, ἀποζῶντες ἀπὸ τὸ λειτούργημα ποὺ ἀσκοῦν, προκαλεῖ μέσῳ μίας αὐτόματα λειτουργούσης ἐξελίξεως τὶς ἀκόλουθες συνέπειες:
Πρῶτον
Διαφθορὰ τῆς Πολιτείας. Ἡ πρακτική της χρησιμοποιήσεως τῆς δημόσιας θέσεως ὡς μέσου βιοπορισμοῦ ὁδηγεῖ τὸν κάτοχό της θέσεως στὴν ἀπόκτηση τῆς κοινῆς καὶ χαρακτηριστικῆς γιὰ ὅλους τοὺς ἐπαγγελματίες νοοτροπίας τοῦ ἐπαγγελματικοῦ συμφέροντος. Ἔτσι ὁ λειτουργὸς ὄχι μόνο ἐπιδιώκει μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο τρόπο τὴν ἐξασφάλιση καὶ αὔξηση τῶν νομιμοποιημένων ἀπολαυῶν του (μισθός, ἐπιδόματα, «ἔξοδα παραστάσεως» κ.λπ.), ἀλλά, δέσμιος τῶν κινήτρων του ὡς ἐπαγγελματία, προσπαθεῖ νὰ ἐξεύρῃ, μέσῳ τῆς δημόσιας θέσεως ποὺ κατέχει, καὶ ἄλλους πόρους, ποὺ δὲν ἀντλοῦνται ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο ἀλλά ἀπὸ ἄλλες πηγές. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἐμφάνιση τῶν φαινομένων τῆς δωροληψίας, τῆς συναλλαγῆς, τῆς «προμήθειας» καὶ τῆς διαφθορᾶς τῶν ὑπαλλήλων. Ἡ διαφθορὰ κατὰ μοιραίαν προέκτασιν ἐξαπλώνεται καὶ στοὺς μὴ ὑπαλλήλους πολῖτες, οἱ ὁποῖοι μεταβάλλονται σὲ δωροδοκοῦντες, «πριμοδότες» κ.λπ.
Δεύτερον
Ὑποδούλωση τοῦ λειτουργοῦ. Ὁ ἔμμισθος ὑπάλληλος, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιβίωση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο, ὑποτάσσεται καὶ ἐξανδραποδίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κρατοῦν τὰ κλειδιά του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἑκάστοτε ἢ τὸ μόνιμο πολιτικὸ κατεστημένο. Ὁ «ἐπαγγελματίας λειτουργός» δὲν ὑπόκειται πιὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν ἀρχὴ τῆς ἀπρόσωπης Πολιτείας, τῆς ὁποίας ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ὑπηρέτης, ἀλλά ὑποκύπτει στὴν τυραννία διαφόρων ἀτόμων, κλίκων καὶ φατριῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ μισθολογικὴ καὶ βαθμολογική του πορεία.
Τρίτον
Ποιοτικὴ κατάπτωση, φθορὰ καὶ ἀποδυνάμωση τῶν λειτουργημάτων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τῶν θεσμῶν τῆς Πολιτείας. Τὸ ἐπαγγελματοποιημένο λειτούργημα, καθὼς μεταλλάσσεται ὁ ἀρχικός του χαρακτῆρας καὶ μετατρέπεται ἀπὸ δραστηριότητα γιὰ τὴν ὑπηρεσία τοῦ συνόλου σὲ δραστηριότητα γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀσκούντων αὐτό, χάνει τό κῦρος του, ὑποβιβάζεται στὴ συνείδηση τοῦ συνόλου. Οἱ ἱκανοί, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ δημόσιο χρῆμα, διότι μποροῦν νὰ ζήσουν ἀπὸ οἱοδήποτε ἄλλο ἰδιωτικὸ ἐπάγγελμα, δὲν προσφέρονται γιὰ ὑπάλληλοι οὔτε γιὰ ἡγήτορες τῆς Πολιτείας. Ἔτσι ὑποβιβάζεται τὸ ἐπίπεδο τῶν προσφερομένων δημοσίων ὑπηρεσιῶν, δυσχεραίνεται ἡ ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο θεσπίστηκε τὸ λειτούργημα καὶ τελικὰ γίνεται προβληματικὴ ἡ καλή λειτουργία τῶν θεσμῶν ἀλλά καὶ τῶν διαφόρων τομέων τοῦ μηχανισμοῦ τῆς Πολιτείας.
Τέταρτον
Ἀνάπτυξη τῆς κλίκας καὶ τῆς κάστας. Καθὼς ὁ ἔμμισθος λειτουργὸς ὑπηρετεῖ τὸ ἐπαγγελματικό του συμφέρον, «συμμαχεῖ» μὲ ἄλλους ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια μ’ αὐτὸν συμφέροντα, γιὰ νὰ μπόρεσῃ ἔτσι νὰ τὰ ἐξασφάλισῃ καὶ προωθήσῃ εὐχερέστερα. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ὁμαδοποίηση τῶν λειτουργῶν, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ συγκρότηση μικρῶν καὶ εὐρύτερων κλικῶν. Σταδιακὰ ἡ κλίκα ποὺ δημιουργεῖται μεταξὺ τῶν ὑπαλλήλων μίας ὑπηρεσίας, ἐπεκτείνεται στὴν κάστα τῆς κατηγορίας τους ἢ τοῦ τομέως ποὺ ἐπανδρώνουν. Τελικὴ κατάληξη τῆς ὁμαδοποιήσεως τῶν λειτουργῶν εἶναι ἡ ἀνάπτυξη κοινοῦ καστικοῦ πνεύματος μεταξὺ ὅλων ὅσοι ἀποζοῦν ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο, δηλαδὴ ὅλων τῶν ἐμμίσθων ὑπαλλήλων τοῦ Κράτους. Ἔτσι ἡ Πολιτεία ἀπὸ σχῆμα ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ δημιουργεῖται γιὰ νὰ ὑπηρετῇ, γίνεται σχῆμα ποὺ ὑπάρχει γιὰ νὰ ὑπηρετῆται ἀπὸ τὰ ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκόμενα μέλη τοῦ συνόλου, καταντᾷ δηλαδὴ αὐτὸ τὸ βδέλυγμα τῆς ἐποχῆς μας ποὺ ὀνομάζουμε «λῃστρικὸ Κράτος», δηλαδὴ ἐξουσιαστικὸ ὑποσύνολο, ποὺ ἀπομυζᾷ τοὺς πολῖτες γιὰ νὰ τρέφῃ ἐκείνους ποὺ τὸ ἀποτελοῦν (πολιτικοὺς ἡγέτες, βουλευτές, στρατιωτικούς, διπλωμάτες, δικαστές, ὑπηρεσιακοὺς παράγοντες, ὑπαλλήλους πάσης κατηγορίας).
Πέμπτον
Οἰκονομικὴ ἀφαίμαξη τῆς Πολιτείας. Ἡ δαπάνη τοῦ δημοσίου χρήματος πολλαπλασιάζεται μὲ τὴν παροχὴ μισθῶν, ἐπιδομάτων καὶ συντάξεων, ποὺ σὰν κονδύλια συχνὰ καλύπτουν ποσὰ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ ὅσα χρειάζεται ἕνα Ἔθνος γιὰ νὰ «λειτουργήσῃ» σὰν σύνολο. Ἔτσι ἡ οἰκονομικά ἀπομυζουμενη Πολιτεία καθίσταται ἀνίκανη νὰ ἀντιμετωπίζῃ μὲ ἄνεση ἄλλες δαπάνες, ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἐπιβίωση καὶ προκοπὴ τοῦ συνόλου.
Μὲ τὴν ἀνάθεση τῶν δημοσίων θέσεων καὶ συνεπῶς τῶν τυχῶν τῆς ὁμάδας στοὺς ἐπαγγελματίες καὶ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν ὑπολοίπων μελῶν ἀπό τη διαδικασία τῶν ἀποφάσεων ἡ Πολιτεία μεταβάλλεται σὲ καστικὸ κράτος, δηλαδὴ σ’ ἕνα ὑποσύνολο ποὺ ἀναπτύσσεται σὰν ἐξόγκωμα πάνω στὸν κορμὸ τοῦ συνόλου καὶ ἐξελίσσεται σὲ κλειστὸ «κονφόρμ» ἐξουσίας, ποὺ λειτουργεῖ μόνο γιὰ τὴν ὑλικὴ συντήρηση τοῦ ἰδίου τοῦ ἐαυτοῦ τῆς, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ Ἔθνος.
Τὸ καστικὸ Κράτος, ἐκτός τοῦ ὅτι ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ἀποτελεῖ σχῆμα ὑποβιβασμένο σὲ σχέση μὲ τὸ ἐθνικὸ σύνολο, εἶναι ταυτόχρονα σχῆμα ἀνίσχυρο, χαλαρό, συνεπτυγμένο καὶ ἀνενεργὸ σὲ σύγκριση μὲ τὴν Πολιτεία, ποὺ στηρίζεται στὴ συνεχή δημόσια ἐνεργοποίηση ὁλόκληρου τοῦ δυναμικοῦ τῆς ὁμάδας καὶ ἀντλεῖ τὶς δυνάμεις της ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἀτόμων, τῶν ὅποιων τὸ συμφέρον συμπίπτει μὲ τὸ συμφέρον τῆς δικῆς τους, μὴ καστικὴς Πολιτείας, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν πολιτῶν.
Τὰ καστικὰ Κράτη, καθὼς εἶναι ἀποδυναμωμένα, χωρὶς ἐσωτερικὴ συνοχὴ καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποχωρισμένα ἀπὸ τὸ κύριο σῶμα τοῦ συνόλου, μοιραία ἐξελίσσονται σὲ διεθνιστικᾶ καὶ τελικὰ ὑποτάσσονται στὴ Διεθνῆ Ἐξουσία - πρᾶγμα ποὺ ἐξ ἀντικειμένου δὲν μπορεῖ νὰ συμβῇ μὲ τὴν Πολιτεία, δεδομένου ὅτι Πολιτεία καὶ Διεθνὴς Ἐξουσία εἶναι δυνάμεις ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετες, ἀντίπαλες καὶ ἀσυμβίβαστες. Ἡ κατάργηση τοῦ ἐπαγγελματισμοῦ τῶν λειτουργῶν ἀποτελεῖ κεφαλαιώδη προϋπόθεση τῆς ἔναρχης κοινωνίας καὶ τῆς Πολιτείας καὶ ἀποκατάσταση τοῦ φυσικοῦ κοινωνικοῦ ρόλου τῶν μελῶν τους, ρόλου ποὺ ἀνετράπη στὴν ἐξουσιαστικὴ κοινωνία τῆς παρακμῆς, τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀνελευθερίας.
------------------------
1. Κάτι ἀνάλογο συνέβη στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα: Ἀφ’ ὅτου ἐπεκτάθηκε καὶ ἐπισημοποιήθηκε ὁ θεσμὸς τῆς μισθοδοσίας τῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν, ἡ Ἐπανάσταση κλονίσθηκε καὶ κινδύνευσε νὰ σβήσῃ. Ὁ συγκροτηθείς ἀπὸ τὸ κράτος ἐπαγγελματικὸς στρατὸς του ἀπεδείχθη ἀνίκανος νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν ἴδιο ἐκεῖνο σουλτανικὸ στρατό, τὸν ὁποῖο κατανικοῦσε ἐπὶ πέντε χρόνια ὁ μὴ ἐπαγγελματικὸς στρατὸς τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ τοῦτο, δηλαδὴ ἡ ἐπαίσχυντη ἧττα τοῦ Ἐνενήντα Ἑπτά, συνέβη ὕστερα ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια ἰσχύος τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐπαγγελματιῶν στρατιωτικῶν ἡγητόρων καὶ μάλιστα σὲ στιγμὴ ποὺ ὁ σουλτανικὸς στρατὸς βρισκόταν πιὰ σὲ πλήρη ἀποδυνάμωση, λόγω τῆς μεγάλης παρακμῆς τοϋ σουλτανικοϋ καθεστῶτος.
2. Στὴν Ἀθηναϊκή Πολιτεία δλοὶ οἱ πολῖτες οἱ δυνάμενοι νὰ φέρουν ὅπλα (εἴκοσι ἕως ἑξήντα ἔτων) ἦσαν στρατιωτικοὶ καὶ διατηροῦσαν τὸν ὁπλισμό τους στὰ σπίτια τους. Τὰ ὁμαδικὰ δπλὰ (ὅπως οἱ πολεμικὲς τριήρεις, οἱ πολιορκητικὲς μηχανὲς κ.λπ.) συντηροῦνταν καὶ ἐπανδρώνονταν μὲ εὐθύνη καὶ ἔξοδα τῶν εὔὐκατάτατων πολιτῶν («λειτουργῶν», «τριηράρχων»), ποὺ ἀνῆκαν στὴν τάξη τῶν πεντακοσιομεδίμνων. Τὸ ἱππικὸ συνετήηρεῖϊτο καὶ ἐκπαιδευόταν μὲ τὴν εὐθύνη καὶ τὴ δαπάνη τῆς δεύτερης τάξεως πολιτῶν, τῶν «ἱππέων». Οἱ στρατηγοὶ (δέκα τὸν ἀριθμό) ἐξελεγοντο τὸν Φεβρουάριο κάθε χρόνου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοϋ Δήμου γιὰ θητεία ἑνὸς ἔτους μεταξὺ ὅλων ἐκείνων τῶν πολιτῶν ποὺ ἁπλῶς διέθεταν ἡγετικὲς ἱκανότητες. Τὸν ἴδιο μήνα ἐξελέγοντο ἐπίσης οἱ ὑπόλοιποι ἀξιωματικοὶ (οἱ «ταξίαρχοι» γιὰ τὸ πεζικὸ καὶ οἱ «φύλαρχοι» γιὰ τὸ ἱππικό), ὁμοίως γιὰ θητεία ἑνὸς ἔτους μεταξὺ πολιτῶν μὲ ἀνάλογες ἱκανότητες. Ὅλοι ἦσαν ἄμισθοι, ἀλλὰ στὶς μάκρυνες ἐκστρατεῖες μποροῦσαν νὰ διαχειρισθοῦν ὡρισμένα ποσά, δίνοντας μετὰ τὴ λήξη τῆς ἐκστρατείας λογαριασμὸ στὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἀξιωματικοὶ στὶς ἐκστρατεῖες εἶχαν πλήρεις πολιτικὲς καὶ διπλωματικὲς ἁρμοδιότητες. (Βλέπετε συνοπτικὰ «Ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐθνους», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμος Γ1, σσ. 95-96).
3. «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμ. Γ1, σ. 61.
4. Σύγχρονη περίπτωση μὴ ἐπαγγελματικῆς Δικαιοσύνης συναντοῦμε στὴ Μεγάλη Βρετανία. Τὸ Δίκαιο στὴ χώρα αὐτὴ βασίζεται στὴν παράδοση καὶ τὸ ἔθιμο. Ὑπάρχει ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἐπαγγελματιῶν δικαστῶν (γύρω στοὺς ἑκατό) ποὺ ἑδρεύουν στὸ Λονδίνο καὶ περιοδεύουν, ἔχοντας ὁ ἕνας τὴν εὐθύνη γιὰ μιὰ ὡρισμένη περιοχὴ τοϋ Κράτους. Οἱ ὑπόλοιποι δικαστὲς εἶναι πρόκριτοι πολῖτες, ποὺ προσφέρουν τὶς δικαστικὲς ὑπηρεσίες τοὺς ἀμισθί.
5. Γιάννη ΟΙκονομίδη, «Ἅπαντα Ἀριστοφάνους», ἔκδ. Δ. Δαρεμα, σσ. 207-209.