Ο Σπινόζα, ένα από τα μεγάλα πνεύματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, λέει στο μεγάλο του έργο «Ηθική» ότι ο οίκτος και το μίσος είναι συναισθήματα λύπης συνδυασμένα με την ιδέα της εξωτερικής αιτίας.
Η διαφορά ανάμεσά τους έγκειται μόνο στη φύση της εξωτερικής αιτίας: στην περίπτωση του οίκτου, είναι η θέα της άθλιας κατάστασης του άλλου· στην περίπτωση του μίσους, είναι η ίδια η ύπαρξη του άλλου. Το γεγονός ότι και τα δύο συναισθήματα ανήκουν στο ίδιο γένος σημαίνει πως η μετάλλαξη του οίκτου σε μίσος δεν είναι δύσκολη, αλλά —όπως μας δείχνει η εμπειρία της ζωής— ούτε και σπάνια όταν συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Το γεγονός ότι οίκτος και μίσος, όπως και όλα τα υπόλοιπα αρνητικά συναισθήματα, είναι μόνο αποχρώσεις ενός βασικού συναισθήματος λύπης που προέρχεται από την αίσθηση της ίδιας μας της ατέλειας οδηγεί τον Σπινόζα στο συμπέρασμα ότι οι πράξεις μας δεν πρέπει να καθοδηγούνται από τα συναισθήματα αλλά από τη λογική και ότι πρέπει να πράττουμε το καλό, όχι γιατί σκοπεύουμε να αποφύγουμε αρνητικά συναισθήματα, αλλά γιατί το επιτάσσει η λογική. Και, επειδή κάθε πράξη συνοδεύεται πάντα από ένα συναίσθημα, η καλή πράξη, δηλαδή η πράξη που την επιτάσσει η λογική βασιζόμενη στη γνώση, συνοδεύεται και από ένα θετικό συναίσθημα που όμως δεν συνδέεται με μια εξωτερική αιτία, επειδή πηγάζει μόνο από εμάς — ο Σπινόζα ονομάζει αυτό το συναίσθημα «αγάπη».
Ποιο είναι το κριτήριο που καθορίζει τις επιταγές του λογικού; Η γνώση της φύσης των πραγμάτων και των καταστάσεων που μας περιβάλλουν, λέει ο Σπινόζα, προτρέποντάς μας να πράξουμε το καθήκον μας. Για να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να γνωρίσουμε τη φύση των πραγμάτων και των καταστάσεων στις οποίες ζούμε, γιατί ο λογικός άνθρωπος αντιμετωπίζει κάθε πράγμα σύμφωνα με τη φύση του. Έτσι λοιπόν, όπως είναι υπό κανονικές συνθήκες ανόητο το να χρησιμοποιήσει κανείς ένα γυάλινο ποτήρι σαν σφυρί, ή να ζέψει ένα λιοντάρι σε ένα κάρο, είναι και ανόητο να αντιμετωπίσει κανείς έναν άνθρωπο είτε ως πηγή οίκτου που προκαλεί μια ορισμένη συμπεριφορά, είτε ως μέσο για την επίτευξη ενός ιδιοτελούς σκοπού, ακόμη και αν αυτός έχει έναν ωφελιμιστικό κοινωνικό μανδύα του τύπου, «Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα μας βοηθήσουν να λύσουμε το δημογραφικό μας πρόβλημα».
Τι δίδαγμα μπορούμε να εξαγάγουμε από αυτές τις σκέψεις του Σπινόζα για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας που καθορίζεται από το —για τη σημερινή γενιά— πρωτόγνωρο φαινόμενο των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκουν καταφύγιο στην Ελλάδα;
Προς το παρόν, η αντιμετώπιση των ανθρώπων αυτών χαρακτηρίζεται από τον οίκτο, σε ατομικό, σε συλλογικό αλλά και στο επίπεδο της πολιτείας. Όμως ο οίκτος μπορεί ανά πάσα στιγμή και για εντελώς συμπτωματικούς λόγους να μετατραπεί σε μίσος. Το μόνο που μπορεί να αποτρέψει κάτι τέτοιο είναι η αντιμετώπιση της κατάστασης με βάση την αρχή ότι, επειδή έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε: πρέπει να τους βοηθήσουμε να ξαναπάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, πρέπει να τους δώσουμε τη δυνατότητα να ξαναχτίσουν τη ζωή τους και, αν μπορούμε, να τους βοηθήσουμε να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους.
Κι αυτό θα το κάνουμε, όχι επειδή μάς κινεί ο οίκτος, ούτε και από ωφελιμιστικό συμφέρον. Θα το κάνουμε επειδή αυτό αρμόζει στην κοινή μας ανθρώπινη φύση, επειδή αυτό επιτάσσει η λογική.
Επειδή είναι πράξη αγάπης.
Η διαφορά ανάμεσά τους έγκειται μόνο στη φύση της εξωτερικής αιτίας: στην περίπτωση του οίκτου, είναι η θέα της άθλιας κατάστασης του άλλου· στην περίπτωση του μίσους, είναι η ίδια η ύπαρξη του άλλου. Το γεγονός ότι και τα δύο συναισθήματα ανήκουν στο ίδιο γένος σημαίνει πως η μετάλλαξη του οίκτου σε μίσος δεν είναι δύσκολη, αλλά —όπως μας δείχνει η εμπειρία της ζωής— ούτε και σπάνια όταν συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Το γεγονός ότι οίκτος και μίσος, όπως και όλα τα υπόλοιπα αρνητικά συναισθήματα, είναι μόνο αποχρώσεις ενός βασικού συναισθήματος λύπης που προέρχεται από την αίσθηση της ίδιας μας της ατέλειας οδηγεί τον Σπινόζα στο συμπέρασμα ότι οι πράξεις μας δεν πρέπει να καθοδηγούνται από τα συναισθήματα αλλά από τη λογική και ότι πρέπει να πράττουμε το καλό, όχι γιατί σκοπεύουμε να αποφύγουμε αρνητικά συναισθήματα, αλλά γιατί το επιτάσσει η λογική. Και, επειδή κάθε πράξη συνοδεύεται πάντα από ένα συναίσθημα, η καλή πράξη, δηλαδή η πράξη που την επιτάσσει η λογική βασιζόμενη στη γνώση, συνοδεύεται και από ένα θετικό συναίσθημα που όμως δεν συνδέεται με μια εξωτερική αιτία, επειδή πηγάζει μόνο από εμάς — ο Σπινόζα ονομάζει αυτό το συναίσθημα «αγάπη».
Ποιο είναι το κριτήριο που καθορίζει τις επιταγές του λογικού; Η γνώση της φύσης των πραγμάτων και των καταστάσεων που μας περιβάλλουν, λέει ο Σπινόζα, προτρέποντάς μας να πράξουμε το καθήκον μας. Για να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να γνωρίσουμε τη φύση των πραγμάτων και των καταστάσεων στις οποίες ζούμε, γιατί ο λογικός άνθρωπος αντιμετωπίζει κάθε πράγμα σύμφωνα με τη φύση του. Έτσι λοιπόν, όπως είναι υπό κανονικές συνθήκες ανόητο το να χρησιμοποιήσει κανείς ένα γυάλινο ποτήρι σαν σφυρί, ή να ζέψει ένα λιοντάρι σε ένα κάρο, είναι και ανόητο να αντιμετωπίσει κανείς έναν άνθρωπο είτε ως πηγή οίκτου που προκαλεί μια ορισμένη συμπεριφορά, είτε ως μέσο για την επίτευξη ενός ιδιοτελούς σκοπού, ακόμη και αν αυτός έχει έναν ωφελιμιστικό κοινωνικό μανδύα του τύπου, «Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα μας βοηθήσουν να λύσουμε το δημογραφικό μας πρόβλημα».
Τι δίδαγμα μπορούμε να εξαγάγουμε από αυτές τις σκέψεις του Σπινόζα για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας που καθορίζεται από το —για τη σημερινή γενιά— πρωτόγνωρο φαινόμενο των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκουν καταφύγιο στην Ελλάδα;
Προς το παρόν, η αντιμετώπιση των ανθρώπων αυτών χαρακτηρίζεται από τον οίκτο, σε ατομικό, σε συλλογικό αλλά και στο επίπεδο της πολιτείας. Όμως ο οίκτος μπορεί ανά πάσα στιγμή και για εντελώς συμπτωματικούς λόγους να μετατραπεί σε μίσος. Το μόνο που μπορεί να αποτρέψει κάτι τέτοιο είναι η αντιμετώπιση της κατάστασης με βάση την αρχή ότι, επειδή έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε: πρέπει να τους βοηθήσουμε να ξαναπάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, πρέπει να τους δώσουμε τη δυνατότητα να ξαναχτίσουν τη ζωή τους και, αν μπορούμε, να τους βοηθήσουμε να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους.
Κι αυτό θα το κάνουμε, όχι επειδή μάς κινεί ο οίκτος, ούτε και από ωφελιμιστικό συμφέρον. Θα το κάνουμε επειδή αυτό αρμόζει στην κοινή μας ανθρώπινη φύση, επειδή αυτό επιτάσσει η λογική.
Επειδή είναι πράξη αγάπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου