Πόσο αντιφατικοί είναι αλήθεια οι γονείς! Από τη μια λένε «παιδί είναι – δεν καταλαβαίνει» και από την άλλη «τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα». Τι ισχύει τελικά;
Στην ερώτηση τι καταλαβαίνει ένα παιδί, η απάντηση είναι «εξαρτάται». Εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, τον χαρακτήρα του και το θέμα. ‘Αλλα πράγματα μπορεί να κατανοήσει ένα παιδάκι 4 ετών και άλλα ένας έφηβος 11 χρονών.
Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί σε σχετικές έρευνες ότι οι γονείς σπάνια μπορούν να προβλέψουν σωστά τι θα καταλάβει το παιδί τους σε μια συγκεκριμένη περίσταση. Φαίνεται πως συχνά οι γονείς είναι τόσο κοντά, τόσο «ταυτισμένοι» με το παιδί τους που δεν καταφέρνουν να το δουν σαν ξεχωριστό άτομο. ‘Ετσι, δεν αξιολογούν πάντα σωστά τις αντιληπτικές του δυνατότητες και δυσκολεύονται να προβλέψουν τι θα αντιληφθεί το παιδί τους για ένα ζήτημα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το παιδί, ακόμα και το πολύ μικρό ή το χαμηλής νοημοσύνης παιδί, «πιάνει» τον συναισθηματικό τόνο και την ατμόσφαιρα γύρω του. Αν έχουμε ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που μας αγχώνει, το παιδί μπορεί, ακόμα κι αν του το εξηγήσουμε, να μην κατανοήσει όλες τις λεπτομέρειες. Σίγουρα όμως θα νιώσει την έντασή μας ή τη στενοχώρια μας.
Το παιδί, όσο μικρό κι αν είναι διαισθάνεται τα συναισθήματα των γύρω του, βλέπει τις εκφράσεις και τις αντιδράσεις τους, ακούει τον τόνο της φωνής τους. Το δίχρονο παιδάκι που θα δει μια μαμά να φωνάζει, νιώθει στο πετσί του την ένταση της και του προξενεί στρες, παρόλο που μπορεί ακόμα να μην ξέρει καν τη λέξη «θυμός» και επομένως να μην μπορεί να σκεφτεί «η μαμά είναι θυμωμένη».
Ως γονείς, λοιπόν, θα έπρεπε να μας απασχολούν δύο σχετικά ερωτήματα. Κατ΄αρχήν τι καταλαβαίνει το παιδί ως προς τις λεπτομέρειες ενός πραγματικού συμβάντος (είτε πρόκειται για ένα γεγονός, είτε για μια συζήτηση, για σχόλια που κάνουμε, κλπ.) Κατά δεύτερο, τι αισθάνεται το παιδί βιώνοντας το συναισθηματικό φορτίο του συμβάντος αυτού.
‘Ενα παιδί οκτώ ετών μπορεί να μην καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνει απόλυση, καρκίνος ή θάνατος. Διαισθάνεται όμως ότι κάτι άσχημο συμβαίνει και ότι εμείς νιώθουμε άσχημα γι αυτό. Και χρειάζεται τη βοήθεια μας για να επεξεργαστεί αυτό που αισθάνεται. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ως γονείς: το παιδί μας χρειάζεται για να το βοηθήσουμε να ονομάσει κάπως και να εκφράσει τα δυσάρεστα συναισθήματα που βιώνει όταν κάτι άσχημο συμβαίνει. Μόνο του δεν είναι σε θέση να το κάνει και αν δεν το κάνει, τα συναισθήματα αυτά θα παραμείνουν μπερδεμένα μέσα του και θα το μπλοκάρουν.
Από την άλλη μεριά,.συχνά τα παιδιά ακούν κάποιες συζητήσεις ή νιώθουν την ένταση στην ατμόσφαιρα και βγάζουν εσφαλμένα συμπεράσματα για το τι συμβαίνει τα οποία μπορούν να τα αγχώσουν χωρίς λόγο. Ο γονιός μπορεί να γυρίσει εκνευρισμένος από την εφορία και να πει κάτι πολύ βαρύ του τύπου «θα πάθω εγκεφαλικό στο τέλος» χωρίς να εννοεί βέβαια πραγματικά ότι θα το πάθει. Το παιδί που το ακούει όμως είναι πιθανό να νομίζει ότι πραγματικά συμβαίνει κάτι πολύ κακό και ότι ο πατέρας του μπορεί να αρρωστήσει.
Το τρομερό είναι ότι αν ένα παιδί βγάλει λάθος συμπέρασμα για το πρόβλημα που βιώνει ο γονιός, είναι πιθανό να μην μιλήσει ποτέ γι΄αυτό καθαρά προκειμένου να μην στενοχωρήσει τον γονιό. ‘Ετσι η παρεξήγηση δεν θα λυθεί ποτέ και το παιδί θα μείνει μόνο του να διαχειριστεί αυτό που νομίζει ότι συμβαίνει.
Καλό θα ήταν, λοιπόν, να έχουμε πάντα κατα νου ότι το παιδί μας αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα από όσα συμβαίνουν αλλά δεν ξέρουμε ποιά ακριβώς και με τι τρόπο. Για τον λόγο αυτό πρέπει να επιλέγουμε συνειδητά τι θεωρούμε σωστό να μάθει το παιδί και τι όχι.
Αν συμβαίνει κάτι που για κάποιο λόγο επιλέγουμε να το κρύψουμε από το παιδί, τότε καλό θα ήταν πραγματικά να το κρύψουμε. ‘Οχι να αφήνουμε το παιδί να ακούει μισόλογα, να μας βλέπει «κάπως» αλλά να παριστάνουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Η στάση αυτή είναι πολύ επικίνδυνγη και μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο παιδί. Αν το παιδί καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά κι εμείς επιμένουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα, θα βγάλει λάθος συμπεράσματα, δεν θα μας εμπιστεύεται, θα αμφιβάλλει για την αντιληπτική του ικανότητα, και θα έχει μια συναισθηματική φόρτιση που δεν θα ξέρει τι να την κάνει.
Ωστόσο, καλό θα ήταν ως γονείς να μην κρυβόμαστε πίσω από το μικρό μας δαχτυλάκι. ‘Οταν συμβαίνει κάτι άσχημο, το παιδί το νιώθει. Είναι προτιμότερο να μιλήσουμε καθαρά γι΄αυτό, με τρόπο που ταιριάζει στην ηλικία και τη νοημοσύνη του παιδιού. Να παρουσιάσουμε τη δυσάρεστη αλήθεια μέσα σε ένα θετικό πλαίσιο του τύπου «θα τα καταφέρουμε», και να το βοηθήσουμε να εκφράσει τα συναισθήματά και τις απορίες του. Να το καθησυχάσουμε ρεαλιστικά (όχι με ψεύτικες υποσχέσεις) και να το ενθαρρύνουμε. ‘Ετσι μέσα από την άσχημη κατάσταση που όλοι βιώνουμε, θα διδάξουμε στο παιδί μας κάποια πολύτιμα πράγματα όπως ότι είμαστε μαζί στα δύσκολα, ότι αντέχουμε, ότι μπορούν τα πράγματα να γίνουν καλύτερα.
Στην ερώτηση τι καταλαβαίνει ένα παιδί, η απάντηση είναι «εξαρτάται». Εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, τον χαρακτήρα του και το θέμα. ‘Αλλα πράγματα μπορεί να κατανοήσει ένα παιδάκι 4 ετών και άλλα ένας έφηβος 11 χρονών.
Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί σε σχετικές έρευνες ότι οι γονείς σπάνια μπορούν να προβλέψουν σωστά τι θα καταλάβει το παιδί τους σε μια συγκεκριμένη περίσταση. Φαίνεται πως συχνά οι γονείς είναι τόσο κοντά, τόσο «ταυτισμένοι» με το παιδί τους που δεν καταφέρνουν να το δουν σαν ξεχωριστό άτομο. ‘Ετσι, δεν αξιολογούν πάντα σωστά τις αντιληπτικές του δυνατότητες και δυσκολεύονται να προβλέψουν τι θα αντιληφθεί το παιδί τους για ένα ζήτημα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το παιδί, ακόμα και το πολύ μικρό ή το χαμηλής νοημοσύνης παιδί, «πιάνει» τον συναισθηματικό τόνο και την ατμόσφαιρα γύρω του. Αν έχουμε ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που μας αγχώνει, το παιδί μπορεί, ακόμα κι αν του το εξηγήσουμε, να μην κατανοήσει όλες τις λεπτομέρειες. Σίγουρα όμως θα νιώσει την έντασή μας ή τη στενοχώρια μας.
Το παιδί, όσο μικρό κι αν είναι διαισθάνεται τα συναισθήματα των γύρω του, βλέπει τις εκφράσεις και τις αντιδράσεις τους, ακούει τον τόνο της φωνής τους. Το δίχρονο παιδάκι που θα δει μια μαμά να φωνάζει, νιώθει στο πετσί του την ένταση της και του προξενεί στρες, παρόλο που μπορεί ακόμα να μην ξέρει καν τη λέξη «θυμός» και επομένως να μην μπορεί να σκεφτεί «η μαμά είναι θυμωμένη».
Ως γονείς, λοιπόν, θα έπρεπε να μας απασχολούν δύο σχετικά ερωτήματα. Κατ΄αρχήν τι καταλαβαίνει το παιδί ως προς τις λεπτομέρειες ενός πραγματικού συμβάντος (είτε πρόκειται για ένα γεγονός, είτε για μια συζήτηση, για σχόλια που κάνουμε, κλπ.) Κατά δεύτερο, τι αισθάνεται το παιδί βιώνοντας το συναισθηματικό φορτίο του συμβάντος αυτού.
‘Ενα παιδί οκτώ ετών μπορεί να μην καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνει απόλυση, καρκίνος ή θάνατος. Διαισθάνεται όμως ότι κάτι άσχημο συμβαίνει και ότι εμείς νιώθουμε άσχημα γι αυτό. Και χρειάζεται τη βοήθεια μας για να επεξεργαστεί αυτό που αισθάνεται. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ως γονείς: το παιδί μας χρειάζεται για να το βοηθήσουμε να ονομάσει κάπως και να εκφράσει τα δυσάρεστα συναισθήματα που βιώνει όταν κάτι άσχημο συμβαίνει. Μόνο του δεν είναι σε θέση να το κάνει και αν δεν το κάνει, τα συναισθήματα αυτά θα παραμείνουν μπερδεμένα μέσα του και θα το μπλοκάρουν.
Από την άλλη μεριά,.συχνά τα παιδιά ακούν κάποιες συζητήσεις ή νιώθουν την ένταση στην ατμόσφαιρα και βγάζουν εσφαλμένα συμπεράσματα για το τι συμβαίνει τα οποία μπορούν να τα αγχώσουν χωρίς λόγο. Ο γονιός μπορεί να γυρίσει εκνευρισμένος από την εφορία και να πει κάτι πολύ βαρύ του τύπου «θα πάθω εγκεφαλικό στο τέλος» χωρίς να εννοεί βέβαια πραγματικά ότι θα το πάθει. Το παιδί που το ακούει όμως είναι πιθανό να νομίζει ότι πραγματικά συμβαίνει κάτι πολύ κακό και ότι ο πατέρας του μπορεί να αρρωστήσει.
Το τρομερό είναι ότι αν ένα παιδί βγάλει λάθος συμπέρασμα για το πρόβλημα που βιώνει ο γονιός, είναι πιθανό να μην μιλήσει ποτέ γι΄αυτό καθαρά προκειμένου να μην στενοχωρήσει τον γονιό. ‘Ετσι η παρεξήγηση δεν θα λυθεί ποτέ και το παιδί θα μείνει μόνο του να διαχειριστεί αυτό που νομίζει ότι συμβαίνει.
Καλό θα ήταν, λοιπόν, να έχουμε πάντα κατα νου ότι το παιδί μας αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα από όσα συμβαίνουν αλλά δεν ξέρουμε ποιά ακριβώς και με τι τρόπο. Για τον λόγο αυτό πρέπει να επιλέγουμε συνειδητά τι θεωρούμε σωστό να μάθει το παιδί και τι όχι.
Αν συμβαίνει κάτι που για κάποιο λόγο επιλέγουμε να το κρύψουμε από το παιδί, τότε καλό θα ήταν πραγματικά να το κρύψουμε. ‘Οχι να αφήνουμε το παιδί να ακούει μισόλογα, να μας βλέπει «κάπως» αλλά να παριστάνουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Η στάση αυτή είναι πολύ επικίνδυνγη και μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο παιδί. Αν το παιδί καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά κι εμείς επιμένουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα, θα βγάλει λάθος συμπεράσματα, δεν θα μας εμπιστεύεται, θα αμφιβάλλει για την αντιληπτική του ικανότητα, και θα έχει μια συναισθηματική φόρτιση που δεν θα ξέρει τι να την κάνει.
Ωστόσο, καλό θα ήταν ως γονείς να μην κρυβόμαστε πίσω από το μικρό μας δαχτυλάκι. ‘Οταν συμβαίνει κάτι άσχημο, το παιδί το νιώθει. Είναι προτιμότερο να μιλήσουμε καθαρά γι΄αυτό, με τρόπο που ταιριάζει στην ηλικία και τη νοημοσύνη του παιδιού. Να παρουσιάσουμε τη δυσάρεστη αλήθεια μέσα σε ένα θετικό πλαίσιο του τύπου «θα τα καταφέρουμε», και να το βοηθήσουμε να εκφράσει τα συναισθήματά και τις απορίες του. Να το καθησυχάσουμε ρεαλιστικά (όχι με ψεύτικες υποσχέσεις) και να το ενθαρρύνουμε. ‘Ετσι μέσα από την άσχημη κατάσταση που όλοι βιώνουμε, θα διδάξουμε στο παιδί μας κάποια πολύτιμα πράγματα όπως ότι είμαστε μαζί στα δύσκολα, ότι αντέχουμε, ότι μπορούν τα πράγματα να γίνουν καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου