Η «Δευτέρα Παρουσία» του Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς μοιάζει να αποτυπώνει τέλεια το σημερινό μας αδιέξοδο. "Οι καλύτεροι δίχως πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι ωθούνται από την ένταση του πάθους".
Αυτό αποτελεί μια άριστη περιγραφή της διαφοράς που διακρίνει σήμερα τους αναιμικούς φιλελεύθερους από τους παθιασμένους φονταμενταλιστές. "Οι καλύτεροι" δεν είναι πλέον ικανοί να στρατευτούν ολόψυχα, ενώ «οι χειρότεροι» αποδύονται σε πράξεις ρατσιστικού, θρησκευτικού, σεξιστικού φονταμενταλισμού.
Είναι όμως οι τρομοκράτες φονταμενταλιστές, είτε πρόκειται για χριστιανούς είτε για μουσουλμάνους, πραγματικά φονταμενταλιστές με την αυθεντική έννοια του όρου; Πιστεύουν πραγματικά; Εκείνο που τους λείπει είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο εύκολα διακρίνει κανείς σε όλους τους γνήσιους φονταμενταλιστές, από τους θιβετιανούς βουδιστές μέχρι τους Άμις των ΗΠΑ: η έλλειψη εμπάθειας και φθόνου, η βαθιά αδιαφορία για τον τρόπο ζωής των μη πιστών. Αν οι σημερινοί δήθεν φονταμενταλιστές πραγματικά πιστεύουν ότι έχουν βρει τον δρόμο τους προς την αλήθεια, γιατί να νιώθουν ότι απειλούνται από τους μη πιστούς, γιατί να τους φθονούν; Όταν ένας βουδιστής συναντά έναν δυτικό ηδονιστή, δεν μπαίνει καν στον κόπο να τον επικρίνει. Απλώς παρατηρεί καλοσυνάτα ότι ο τρόπος με τον οποίο αναζητά την ευτυχία ο ηδονιστής είναι αφεαυτού καταδικασμένος να αποτύχει. Σε αντίθεση με τους αληθινούς φονταμενταλιστές, οι τρομοκράτες ψευδοφονταμενταλιστές ενοχλούνται, προκαλούνται και γοητεύονται βαθιά από την αμαρτωλή ζωή των μη πιστών. Νιώθει κανείς ότι, πολεμώντας τον αμαρτωλό Άλλο, πολεμούν τον ίδιο τους τον πειρασμό. Αυτοί οι δήθεν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές αποτελούν όνειδος για τον αληθινό φονταμενταλισμό.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο η διάγνωση του Γέητς δεν ανταποκρίνεται στην παρούσα κατάσταση: η παράφορη ένταση ενός όχλου μαρτυρεί μια έλλειψη αληθινής πεποίθησης. Βαθιά μέσα τους, και οι τρομοκράτες φονταμενταλιστές στερούνται αληθινής πεποίθησης -τα βίαια ξεσπάσματά τους το αποδεικνύουν. Πόσο επισφαλής πρέπει να είναι η πίστη ενός μουσουλμάνου, για να αισθάνεται ότι απειλείται από μια ανόητη γελοιογραφία η οποία δημοσιεύτηκε σε μια χαμηλής κυκλοφορίας δανική εφημερίδα; Η φονταμενταλιστική ισλαμιστική τρομοκρατία δεν ερείδεται στην πεποίθηση των τρομοκρατών για την ανωτερότητά τους ούτε στην επιθυμία τους να περιφρουρήσουν την πολιτισμικοθρησκευτική τους ταυτότητα από την επέλαση του παγκόσμιου πολιτισμού της κατανάλωσης. Το πρόβλημα με τους φονταμενταλιστές δεν είναι ότι εμείς τους θεωρούμε κατώτερούς μας, αλλά, μάλλον, ότι αυτοί οι ίδιοι ενδόμυχα θεωρούν εαυτόν κατώτερο. Γι’ αυτό και οι συγκαταβατικές, πολιτικώς ορθές διαβεβαιώσεις μας ότι δεν νιώθουμε καμία ανωτερότητα απέναντι τους το μόνο που κατορθώνουν είναι να τους κάνουν να οργίζονται περισσότερο και να τρέφουν την εμπάθειά τους. Το πρόβλημα δεν είναι η πολιτισμική διαφορά (η προσπάθειά τους να διαφυλάξουν την ταυτότητά τους), αλλά το αντίθετο γεγονός ότι οι φονταμενταλιστές είναι ήδη ενστερνιστεί τα κριτήρια μας και μετρούν τον εαυτό τους με αυτά. (Αυτό σαφώς ισχύει και για τον Δαλάι Λάμα, ο οποίος δικαιολογεί τον θιβετιανό βουδισμό με βάση τις δυτικές αξίες τής επιδίωξης της ευτυχίας και της αποφυγής του πόνου.) Παραδόξως, αυτό που πραγματικά λείπει από τους φονταμενταλιστές είναι μια δόση εκείνης ακριβώς της αληθινής «ρατσιστικής» πεποίθησης του υποκειμένου στην ανωτερότητά του.
Εκείνο που προκαλεί σύγχυση, όσον αφορά τις «τρομοκρατικές» επιθέσεις, είναι ότι δεν συμβιβάζονται με την αντιδιαστολή που συνήθως κάνουμε ανάμεσα στο κακό ως εγωτισμό ή αδιαφορία για το κοινό καλό, και στο καλό ως το πνεύμα της θυσίας και την έμπρακτη προθυμία να θυσιαστεί κανείς εν ονόματι κάποιου ανώτερου σκοπού. Οι τρομοκράτες αναπόφευκτα εμφανίζονται ως κάτι ανάλογο με τον Σατανά του Μίλτον [John Milton], που λέει «Κακό, γίνε συ το Καλό μου»: ενώ επιδιώκουν αυτό που σ’εμάς φαίνεται ως φαύλοι σκοποί με φαύλα μέσα, η μορφή τής δραστηριότητάς τους πληροί το ύψιστο κριτήριο του καλού. Η λύση αυτού του αινίγματος δεν είναι δύσκολη και ήταν ήδη γνωστή στον Ρουσσώ. Ο εγωτισμός, ή το ενδιαφέρον του υποκειμένου για τη δική του ευημερία, δεν αντιβαίνει κατ’ ανάγκην στο κοινό καλό, αφού η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί εύκολα να απορρέει από εγωιστικές επιδιώξεις. Η αντιδιαστολή εγωτισμού-κοινοτισμού και ωφελιμισμού-διατράνωσης οικουμενικών κανόνων αποτελούν ψευδείς αντιθέσεις, αφού οι δύο αντίθετες επιλογές καταλήγουν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Οι επικριτές που παραπονούνται ότι, στη σημερινή ηδονιστική-εγωιστική κοινωνία, οι αληθινές αξίες έχουν εκλείψει παντελώς πλανιόνται. Το αληθινό αντίθετο της εγωιστικής φιλαυτίας δεν είναι ο αλτρουισμός, το ενδιαφέρον για το κοινό καλό, αλλά ο φθόνος, ο ressentiment, που με κάνει να ενεργώ ενάντια στα συμφέροντά μου. Ο Φρόιντ το ήξερε καλά: η ορμή προς τον θάνατο αντιτίθεται τόσο στην αρχή της ηδονής όσο και στην αρχή της πραγματικότητας. Το αληθινό κακό, δηλαδή η ορμή προς τον θάνατο, συνεπάγεται το σαμποτάζ κατά του εαυτού μας. Μας κάνει να ενεργούμε ενάντια στα δικά μας συμφέροντα.
Το πρόβλημα με την ανθρώπινη επιθυμία είναι ότι, όπως είπε και ο Λακάν, είναι πάντα «επιθυμία του Άλλου», με όλες τις έννοιες αυτού του όρου- επιθυμία για τον ίδιο τον Άλλο, επιθυμία να είμαι επιθυμητός από τον Άλλο, και, ιδίως, επιθυμία γι’αυτό που επιθυμεί ο Άλλος. Αυτό το τελευταίο κάνει τον φθόνο, ο οποίος περιλαμβάνει την εμπάθεια, συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης επιθυμίας, κάτι που ο Αυγουστίνος γνώριζε καλά. Θυμηθείτε το χωρίο από τις Εξομολογήσεις του, που συχνά αναφέρει ο Λακάν, όπου ένα βρέφος ζηλεύει τον αδελφό του που βυζαίνει το στήθος της μητέρας τους: «Και εγώ ο ίδιος έχω δει και έχω γνωρίσει ένα νήπιο που ζήλευε, κι ας μην μπορούσε να μιλήσει. Χλόμιασε κι έριχνε φαρμακερές ματιές στον ομογάλακτο αδελφό του».
Βασισμένος σε αυτή τη διαίσθηση, ο Ζαν-Πιερ Ντιπουί [Jean-Pierre Dupuy] προτείνει μια πειστική κριτική της θεωρίας περί δικαιοσύνης του Τζον Ρολς [John Rawls]: Στο ρολσιανό μοντέλο μιας δίκαιης κοινωνίας, οι κοινωνικές ανισότητες είναι ανεκτές μόνο κατά το μέτρο που συγχρόνως βοηθούν εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής κλίμακας και που βασίζονται όχι σε κληρονομημένες ιεραρχίες, αλλά σε έμφυτες ανισότητες, οι οποίες θεωρούνται τυχαίες και δεν λογίζονται ως αρετές. Μέχρι και οι Βρετανοί Συντηρητικοί φαίνονται σήμερα έτοιμοι να προσυπογράψουν την έννοια της δικαιοσύνης που προτείνει ο Ρολς: τον Δεκέμβριο του 2005, ο Ντέιβιντ Κάμερον [David Cameron], ο νεοεκλεγείς ηγέτης των Τόρις, εξέφρασε την πρόθεσή του να μετατρέψει το Συντηρητικό Κόμμα σε υπερασπιστή των μη προνομιούχων, δηλώνοντας: «Νομίζω ότι η λυδία λίθος κάθε πολιτικής μας πρέπει να είναι: τι θα κάνει αυτό για τους ανθρώπους που έχουν τα λιγότερα, για εκείνους που βρίσκονται στο τελευταίο σκαλοπάτι της κλίμακας;» Όμως, εκείνο που δεν αντιλαμβάνεται ο Ρολς είναι ότι μια τέτοια κοινωνία θα δημιουργούσε τις συνθήκες για μια ανεξέλεγκτη έκρηξη ressentiment: σε μια τέτοια κοινωνία, θα ήξερα ότι η κατώτερη θέση μου είναι απολύτως «δικαιολογημένη» και, ως εκ τούτου, θα είχα στερηθεί το τέχνασμα να αιτιολογώ την αποτυχία μου ως αποτέλεσμα κοινωνικής αδικίας.
Ο Ρολς προτείνει συνεπώς ένα τρομακτικό μοντέλο κοινωνίας, στην οποία οι ιεραρχικές διακρίσεις νομιμοποιούνται άμεσα με τη μορφή έμφυτων ιδιοτήτων, αφήνοντας έτσι να του διαφύγει η απλή αλήθεια που δείχνει περίτρανα το παρακάτω ανέκδοτο για έναν σλοβένο χωρικό. Μια καλή μάγισσα ζητάει από τον χωρικό να διαλέξει' είτε θα δώσει σε αυτόν μια αγελάδα και στον γείτονά του δύο, είτε θα πάρει από αυτόν μια αγελάδα και από τον γείτονά του δύο. Ο χωρικός διαλέγει αμέσως το δεύτερο. Ο Γκορ Βιντάλ εκφράζει λακωνικά την ίδια αλήθεια: «Δεν μου αρκεί να κερδίσω -πρέπει και ο άλλος να χάσει». Η παγίδα του φθόνου/εμπάθειας δεν είναι μόνο ότι προσυπογράφει την αρχή του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, όπου η νίκη μου ισούται με τη ζημία του άλλου. Συνεπάγεται συγχρόνως ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο, το οποίο δεν είναι το θετικό χάσμα (μπορούμε όλοι να κερδίσουμε χωρίς να υπάρξουν καθόλου χαμένοι), αλλά ένα χάσμα αρνητικό. Αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο δικό μου όφελος και στη ζημία του αντιπάλου μου, προτιμώ να ζημιωθεί ο αντίπαλος, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται και δική μου ζημία. Είναι σαν το επακόλουθο όφελος μου από τη ζημία του αντιπάλου να λειτουργεί σαν ένα παθολογικό στοιχείο που αμαυρώνει την καθαρότητα της νίκης μου.
Ο Φρίντριχ Χάγιεκ [Friedrich Hayek] ήξερε ότι ήταν πολύ πιο εύκολο να αποδεχτεί κανείς τις ανισότητες, αν μπορεί να ισχυριστεί ότι απορρέουν από μια απρόσωπη τυφλή δύναμη: το καλό με την «ανορθολογικότητα» της αγοράς και με την επιτυχία ή την αποτυχία στον καπιταλισμό είναι ακριβώς ότι μου επιτρέπει να εκλάβω την αποτυχία ή την επιτυχία μου ως «άδικη, ως κάτι που δεν μου άξιζε», ως κάτι τυχαίο. Θυμηθείτε το παλιό μοτίβο της αγοράς ως τη σύγχρονη εκδοχή μιας αστάθμητης μοίρας. Το ότι ο καπιταλισμός δεν είναι «δίκαιος» αποτελεί συνεπώς ένα καίριο χαρακτηριστικό του, που εξηγεί την αποδοχή του από την πλειονότητα. Μπορώ να συμβιβαστώ πολύ πιο εύκολα με την αποτυχία μου, αν ξέρω ότι δεν οφείλεται στις υποδεέστερες ικανότητές μου, αλλά στην τύχη.
Εκείνο που μοιράζονται ο Νίτσε και ο Φρόυντ είναι η ιδέα ότι η δικαιοσύνη ως ισότητα θεμελιώνεται στον φθόνο -στον φθόνο για τον Άλλο, που έχει ότι δεν έχουμε εμείς και που το απολαμβάνει. Το αίτημα για δικαιοσύνη ισοδυναμεί συνεπώς σε τελευταία ανάλυση με το αίτημα να περιοριστεί η υπερβολική απόλαυση του Άλλου, ώστε η πρόσβαση όλων στη jouissance να είναι ίση. Η αναπόφευκτη κατάληξη αυτού του αιτήματος είναι, ασφαλώς, ο ασκητισμός. Από τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν να επιβάλουμε ίση jouissance, εκείνο που επιβάλλεται να μοιράζεται εξίσου αντ’αυτής είναι η απαγόρευση. Σήμερα, ωστόσο, στη δήθεν επιτρεπτική κοινωνία μας, αυτός/ό ασκητισμός λαμβάνει τη μορφή του αντιθέτου του, μιας γενικευμένης υπερεγωτικής προσταγής, της εντολής «Απόλαυσε!» Τελούμε όλοι υπό το κράτος αυτής της προσταγής. Το αποτέλεσμα είναι ότι η απόλαυσή μας συναντά περισσότερα προσκόμματα από ποτέ. Πάρτε για παράδειγμα τον γιάπη, ο οποίος συνδυάζει τη ναρκισσιστική «αυτοπραγμάτωση» με εκείνες τις άκρως ασκητικές συνήθειες του τζόγκινγκ, της υγιεινής διατροφής κ.ο.κ. Ίσως αυτό να είχε υπόψη ο Νίτσε όταν έκανε λόγο για τον Τελευταίο Άνθρωπο, παρόλο που μόνο σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε πραγματικά τη μορφή αυτού του Τελευταίου Ανθρώπου στον ηδονιστικό ασκητισμό των γιάπηδων. Ο Νίτσε δεν συνιστούσε απλώς τη διατράνωση της ζωής έναντι του ασκητισμού: αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι ένας κάποιος ασκητισμός είναι το αντίδοτο της παρακμιακής υπέρμετρης ηδυπάθειας. Η κριτική του για τον Πάρσιφαλ του Βάγκνερ, και γενικότερα για την παρακμή του ύστερου ρομαντισμού, ο οποίος ταλαντεύεται μεταξύ της χλιαρής ηδυπάθειας και του σκοτεινού πνευματισμού, είναι εύστοχη.
Τι είναι λοιπόν ο φθόνος;
Ας επιστρέφουμε στη σκηνή που μας περιγράφει ο Αυγουστίνος, με το νήπιο το οποίο φθονεί τον αδελφό του που βυζαίνει το στήθος της μητέρας τους. Το υποκείμενο δεν φθονεί αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ο Άλλος κατέχει το θεωρούμενο ως πολύτιμο αντικείμενο, αλλά μάλλον τον τρόπο που ο Αλλος είναι σε θέση να απολαμβάνει αυτό το αντικείμενο, το οποίο εξηγεί και γιατί δεν του αρκεί απλώς να κλέψει το αντικείμενο και να γίνει κατ’αυτό τον τρόπο αυτός κάτοχός του. Ο αληθινός σκοπός του είναι να καταστρέψει τη δυνατότητα/ικανότητα του Άλλου να απολαμβάνει το αντικείμενο. Βλέπούμε, λοιπόν, ότι ο φθόνος πρέπει να ενταχθεί στο τρίπτυχο φθόνος-φειδώ-μελαγχολία, τις τρεις μορφές αδυναμίας του υποκειμένου να απολαύσει το αντικείμενο, και, φυσικά, νοερής απόλαυσης αυτής ακριβώς της αδυναμίας. Σε αντίθεση με το υποκείμενο του φθόνου, που φθονεί την κατοχή και/ή τη jouissance του αντικειμένου από τον άλλο, ο φιλάργυρος κατέχει το αντικείμενο, αλλά δεν μπορεί να το απολαύσει/καταναλώσει. Η ικανοποιηση του προέρχεται απο την απλή κατοχή του αντικειμενου, από την εξιδανίκευσή του σε ιερή, άθικτη/απαγορευμένη οντότητα, η οποία επ’ ουδενί πρέπει να καταναλωθεί. Η παροιμιώδης μορφή του μονήρους φιλάργυρου είναι ένας άνθρωπος που τον βλέπουμε να επιστρέφει στο σπίτι του, να κλειδαμπαρώνει προσεκτικά τις πόρτες, να ανοίγει το σεντούκι του και κατόπιν να κοιτάζει κλεφτά το αντικείμενο που θεωρεί πολύτιμο, παρατηρώντας το με δέος. Εκείνο ακριβώς που τον εμποδίζει να καταναλώσει το αντικείμενο εγγυάται την υπόστασή του ως αντικειμένου της επιθυμίας. Όσο για το μελαγχολικό υποκείμενο, όπως ο φιλάργυρος, κατέχει το αντικείμενο, αλλά χάνει τον λόγο που τον έκανε να το επιθυμεί. Πιο τραγικός από τους τρεις, ο μελαγχολικός έχει ελεύθερη πρόσβαση σε όλα όσα θέλει, αλλά δεν βρίσκει ικανοποίηση σε αυτά.
Αυτή η υπερβολική διάσταση του φθόνου είναι η βάση της πολύ γνωστής, αλλά παρά ταύτα όχι πλήρως αξιοποιημένης, αντιδιαστολής που κάνει ο Ρουσσώ μεταξύ εγωτισμού, amour-de-soi (εκείνης της αγάπης για τον εαυτό μας που είναι φυσιολογική) και amour-propre, της διεστραμμένης τάσης να προκρίνουμε τον εαυτό μας έναντι των άλλων, κατά την οποία το υποκείμενο δεν εστιάζεται στην επίτευξη ενός στόχου, αλλά στο να καταστρέψει το εμπόδιο που την παρακωλύει:
Τα πρωτόγονα πάθη, που όλα κατατείνουν άμεσα στην ευτυχία μας, που μας κάνουν να ασχολούμαστε μόνο με αντικείμενα τα οποία σχετίζονται με αυτά και που αποκλειστική αφετηρία τους αποτελεί ο amour-de-soi, είναι όλα στην ουσία τους αξιαγαπητα και τρυφερά· όταν, ωστόσο, εκτρέπονται από το αντικείμενό τους λόγω εμποδίων, ασχολούνται περισσότερο με το εμπόδιο από το οποίο προσπαθούν να απαλλαγούν παρά με το αντικείμενο το οποίο προσπαθούν να φτάσουν. Έτσι αλλάζουν φύση και γίνονται αψίθυμα και αποκρουστικά. Με τον τρόπο αυτό, ο amour-de-soi, που είναι ένα ευγενές και απόλυτο συναίσθημα, γίνεται amour-propre, δηλαδή ένα σχετικό συναίσθημα, διά του οποίου το άτομο συγκρίνει τον εαυτό του, ένα αίσθημα που απαιτεί προτιμήσεις, που η απόλαυσή του είναι αμιγώς αρνητική και που δεν πασχίζει να βρει ικανοποίηση στη δική μας ευτυχία, αλλ' αποκλειστικά και μόνο στη δυστυχία των άλλων.
Κατά συνέπεια, ένας κακός άνθρωπος δεν είναι εγωιστής, δεν είναι κάποιος ο οποίος «σκέφτεται μόνο το δικό του συμφέρον». Ένας αληθινός εγωιστής είναι υπερβολικά απασχολημένος να κοιτάζει το δικό του καλό, για να έχει τον χρόνο να προκαλέσει δυστυχία στους άλλους. το κυριότερο ελάττωμά ενός κακού ανθρώπου είναι ακριβώς ότι απασχολεί τη σκέψη του περισσότερο με τους άλλους παρά με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ρουσσώ περιγράφει με ακρίβεια έναν λιμπιντικό μηχανισμό: την αντιστροφή η οποία προκαλεί τη μετατόπιση της λιμπιντικής επένδυσης από το αντικείμενο στο ίδιο το εμπόδιο. Αυτό βρίσκει κάλλιστα εφαρμογή στην περίπτωση της φονταμενταλιστικής βίας -είτε πρόκειται για τη βομβιστική επίθεση στην Οκλαχόμα είτε για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε να κάνουμε με καθαρό μίσος: εκείνο που είχε πραγματικά σημασία ήταν η καταστροφή του εμποδίου, του Ομοσπονδιακού Κτιρίου Άλφρεντ Π. Μάρεϊ στην Πόλη της Οκλαχόμα, των Δίδυμων Πύργων, και όχι η επίτευξη του ευγενούς σκοπού μιας αληθινά χριστιανικής ή μουσουλμανικής κοινωνίας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να δεχόμαστε ποτέ κατά γράμμα τις διακηρύξεις του εξισωτισμού: η έννοια (και η πρακτική) της εξισωτικής δικαιοσύνης, εφόσον απορρέει από φθόνο, βασίζεται στην αντιστροφή τής συνήθους απάρνησης η οποία πραγματοποιείται επ’ωφελεία των άλλων:
«Είμαι πρόθυμος να το απαρνηθώ, ώστε (και) οι άλλοι ΝΑ ΜΗΝ (μπορούν να) το έχουν!» Μακράν τού να είναι το αντίθετο του πνεύματος της θυσίας, το κακό αναδύεται εδώ ως το ίδιο το πνεύμα της θυσίας, καθώς είμαι πρόθυμος να αγνοήσω τη δική μου ευτυχία -αν, μέσα από τη θυσία μου, μπορώ να στερήσω από τον Άλλο την απόλαυσή του...
Αυτό αποτελεί μια άριστη περιγραφή της διαφοράς που διακρίνει σήμερα τους αναιμικούς φιλελεύθερους από τους παθιασμένους φονταμενταλιστές. "Οι καλύτεροι" δεν είναι πλέον ικανοί να στρατευτούν ολόψυχα, ενώ «οι χειρότεροι» αποδύονται σε πράξεις ρατσιστικού, θρησκευτικού, σεξιστικού φονταμενταλισμού.
Είναι όμως οι τρομοκράτες φονταμενταλιστές, είτε πρόκειται για χριστιανούς είτε για μουσουλμάνους, πραγματικά φονταμενταλιστές με την αυθεντική έννοια του όρου; Πιστεύουν πραγματικά; Εκείνο που τους λείπει είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο εύκολα διακρίνει κανείς σε όλους τους γνήσιους φονταμενταλιστές, από τους θιβετιανούς βουδιστές μέχρι τους Άμις των ΗΠΑ: η έλλειψη εμπάθειας και φθόνου, η βαθιά αδιαφορία για τον τρόπο ζωής των μη πιστών. Αν οι σημερινοί δήθεν φονταμενταλιστές πραγματικά πιστεύουν ότι έχουν βρει τον δρόμο τους προς την αλήθεια, γιατί να νιώθουν ότι απειλούνται από τους μη πιστούς, γιατί να τους φθονούν; Όταν ένας βουδιστής συναντά έναν δυτικό ηδονιστή, δεν μπαίνει καν στον κόπο να τον επικρίνει. Απλώς παρατηρεί καλοσυνάτα ότι ο τρόπος με τον οποίο αναζητά την ευτυχία ο ηδονιστής είναι αφεαυτού καταδικασμένος να αποτύχει. Σε αντίθεση με τους αληθινούς φονταμενταλιστές, οι τρομοκράτες ψευδοφονταμενταλιστές ενοχλούνται, προκαλούνται και γοητεύονται βαθιά από την αμαρτωλή ζωή των μη πιστών. Νιώθει κανείς ότι, πολεμώντας τον αμαρτωλό Άλλο, πολεμούν τον ίδιο τους τον πειρασμό. Αυτοί οι δήθεν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές αποτελούν όνειδος για τον αληθινό φονταμενταλισμό.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο η διάγνωση του Γέητς δεν ανταποκρίνεται στην παρούσα κατάσταση: η παράφορη ένταση ενός όχλου μαρτυρεί μια έλλειψη αληθινής πεποίθησης. Βαθιά μέσα τους, και οι τρομοκράτες φονταμενταλιστές στερούνται αληθινής πεποίθησης -τα βίαια ξεσπάσματά τους το αποδεικνύουν. Πόσο επισφαλής πρέπει να είναι η πίστη ενός μουσουλμάνου, για να αισθάνεται ότι απειλείται από μια ανόητη γελοιογραφία η οποία δημοσιεύτηκε σε μια χαμηλής κυκλοφορίας δανική εφημερίδα; Η φονταμενταλιστική ισλαμιστική τρομοκρατία δεν ερείδεται στην πεποίθηση των τρομοκρατών για την ανωτερότητά τους ούτε στην επιθυμία τους να περιφρουρήσουν την πολιτισμικοθρησκευτική τους ταυτότητα από την επέλαση του παγκόσμιου πολιτισμού της κατανάλωσης. Το πρόβλημα με τους φονταμενταλιστές δεν είναι ότι εμείς τους θεωρούμε κατώτερούς μας, αλλά, μάλλον, ότι αυτοί οι ίδιοι ενδόμυχα θεωρούν εαυτόν κατώτερο. Γι’ αυτό και οι συγκαταβατικές, πολιτικώς ορθές διαβεβαιώσεις μας ότι δεν νιώθουμε καμία ανωτερότητα απέναντι τους το μόνο που κατορθώνουν είναι να τους κάνουν να οργίζονται περισσότερο και να τρέφουν την εμπάθειά τους. Το πρόβλημα δεν είναι η πολιτισμική διαφορά (η προσπάθειά τους να διαφυλάξουν την ταυτότητά τους), αλλά το αντίθετο γεγονός ότι οι φονταμενταλιστές είναι ήδη ενστερνιστεί τα κριτήρια μας και μετρούν τον εαυτό τους με αυτά. (Αυτό σαφώς ισχύει και για τον Δαλάι Λάμα, ο οποίος δικαιολογεί τον θιβετιανό βουδισμό με βάση τις δυτικές αξίες τής επιδίωξης της ευτυχίας και της αποφυγής του πόνου.) Παραδόξως, αυτό που πραγματικά λείπει από τους φονταμενταλιστές είναι μια δόση εκείνης ακριβώς της αληθινής «ρατσιστικής» πεποίθησης του υποκειμένου στην ανωτερότητά του.
Εκείνο που προκαλεί σύγχυση, όσον αφορά τις «τρομοκρατικές» επιθέσεις, είναι ότι δεν συμβιβάζονται με την αντιδιαστολή που συνήθως κάνουμε ανάμεσα στο κακό ως εγωτισμό ή αδιαφορία για το κοινό καλό, και στο καλό ως το πνεύμα της θυσίας και την έμπρακτη προθυμία να θυσιαστεί κανείς εν ονόματι κάποιου ανώτερου σκοπού. Οι τρομοκράτες αναπόφευκτα εμφανίζονται ως κάτι ανάλογο με τον Σατανά του Μίλτον [John Milton], που λέει «Κακό, γίνε συ το Καλό μου»: ενώ επιδιώκουν αυτό που σ’εμάς φαίνεται ως φαύλοι σκοποί με φαύλα μέσα, η μορφή τής δραστηριότητάς τους πληροί το ύψιστο κριτήριο του καλού. Η λύση αυτού του αινίγματος δεν είναι δύσκολη και ήταν ήδη γνωστή στον Ρουσσώ. Ο εγωτισμός, ή το ενδιαφέρον του υποκειμένου για τη δική του ευημερία, δεν αντιβαίνει κατ’ ανάγκην στο κοινό καλό, αφού η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί εύκολα να απορρέει από εγωιστικές επιδιώξεις. Η αντιδιαστολή εγωτισμού-κοινοτισμού και ωφελιμισμού-διατράνωσης οικουμενικών κανόνων αποτελούν ψευδείς αντιθέσεις, αφού οι δύο αντίθετες επιλογές καταλήγουν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Οι επικριτές που παραπονούνται ότι, στη σημερινή ηδονιστική-εγωιστική κοινωνία, οι αληθινές αξίες έχουν εκλείψει παντελώς πλανιόνται. Το αληθινό αντίθετο της εγωιστικής φιλαυτίας δεν είναι ο αλτρουισμός, το ενδιαφέρον για το κοινό καλό, αλλά ο φθόνος, ο ressentiment, που με κάνει να ενεργώ ενάντια στα συμφέροντά μου. Ο Φρόιντ το ήξερε καλά: η ορμή προς τον θάνατο αντιτίθεται τόσο στην αρχή της ηδονής όσο και στην αρχή της πραγματικότητας. Το αληθινό κακό, δηλαδή η ορμή προς τον θάνατο, συνεπάγεται το σαμποτάζ κατά του εαυτού μας. Μας κάνει να ενεργούμε ενάντια στα δικά μας συμφέροντα.
Το πρόβλημα με την ανθρώπινη επιθυμία είναι ότι, όπως είπε και ο Λακάν, είναι πάντα «επιθυμία του Άλλου», με όλες τις έννοιες αυτού του όρου- επιθυμία για τον ίδιο τον Άλλο, επιθυμία να είμαι επιθυμητός από τον Άλλο, και, ιδίως, επιθυμία γι’αυτό που επιθυμεί ο Άλλος. Αυτό το τελευταίο κάνει τον φθόνο, ο οποίος περιλαμβάνει την εμπάθεια, συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης επιθυμίας, κάτι που ο Αυγουστίνος γνώριζε καλά. Θυμηθείτε το χωρίο από τις Εξομολογήσεις του, που συχνά αναφέρει ο Λακάν, όπου ένα βρέφος ζηλεύει τον αδελφό του που βυζαίνει το στήθος της μητέρας τους: «Και εγώ ο ίδιος έχω δει και έχω γνωρίσει ένα νήπιο που ζήλευε, κι ας μην μπορούσε να μιλήσει. Χλόμιασε κι έριχνε φαρμακερές ματιές στον ομογάλακτο αδελφό του».
Βασισμένος σε αυτή τη διαίσθηση, ο Ζαν-Πιερ Ντιπουί [Jean-Pierre Dupuy] προτείνει μια πειστική κριτική της θεωρίας περί δικαιοσύνης του Τζον Ρολς [John Rawls]: Στο ρολσιανό μοντέλο μιας δίκαιης κοινωνίας, οι κοινωνικές ανισότητες είναι ανεκτές μόνο κατά το μέτρο που συγχρόνως βοηθούν εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής κλίμακας και που βασίζονται όχι σε κληρονομημένες ιεραρχίες, αλλά σε έμφυτες ανισότητες, οι οποίες θεωρούνται τυχαίες και δεν λογίζονται ως αρετές. Μέχρι και οι Βρετανοί Συντηρητικοί φαίνονται σήμερα έτοιμοι να προσυπογράψουν την έννοια της δικαιοσύνης που προτείνει ο Ρολς: τον Δεκέμβριο του 2005, ο Ντέιβιντ Κάμερον [David Cameron], ο νεοεκλεγείς ηγέτης των Τόρις, εξέφρασε την πρόθεσή του να μετατρέψει το Συντηρητικό Κόμμα σε υπερασπιστή των μη προνομιούχων, δηλώνοντας: «Νομίζω ότι η λυδία λίθος κάθε πολιτικής μας πρέπει να είναι: τι θα κάνει αυτό για τους ανθρώπους που έχουν τα λιγότερα, για εκείνους που βρίσκονται στο τελευταίο σκαλοπάτι της κλίμακας;» Όμως, εκείνο που δεν αντιλαμβάνεται ο Ρολς είναι ότι μια τέτοια κοινωνία θα δημιουργούσε τις συνθήκες για μια ανεξέλεγκτη έκρηξη ressentiment: σε μια τέτοια κοινωνία, θα ήξερα ότι η κατώτερη θέση μου είναι απολύτως «δικαιολογημένη» και, ως εκ τούτου, θα είχα στερηθεί το τέχνασμα να αιτιολογώ την αποτυχία μου ως αποτέλεσμα κοινωνικής αδικίας.
Ο Ρολς προτείνει συνεπώς ένα τρομακτικό μοντέλο κοινωνίας, στην οποία οι ιεραρχικές διακρίσεις νομιμοποιούνται άμεσα με τη μορφή έμφυτων ιδιοτήτων, αφήνοντας έτσι να του διαφύγει η απλή αλήθεια που δείχνει περίτρανα το παρακάτω ανέκδοτο για έναν σλοβένο χωρικό. Μια καλή μάγισσα ζητάει από τον χωρικό να διαλέξει' είτε θα δώσει σε αυτόν μια αγελάδα και στον γείτονά του δύο, είτε θα πάρει από αυτόν μια αγελάδα και από τον γείτονά του δύο. Ο χωρικός διαλέγει αμέσως το δεύτερο. Ο Γκορ Βιντάλ εκφράζει λακωνικά την ίδια αλήθεια: «Δεν μου αρκεί να κερδίσω -πρέπει και ο άλλος να χάσει». Η παγίδα του φθόνου/εμπάθειας δεν είναι μόνο ότι προσυπογράφει την αρχή του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, όπου η νίκη μου ισούται με τη ζημία του άλλου. Συνεπάγεται συγχρόνως ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο, το οποίο δεν είναι το θετικό χάσμα (μπορούμε όλοι να κερδίσουμε χωρίς να υπάρξουν καθόλου χαμένοι), αλλά ένα χάσμα αρνητικό. Αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο δικό μου όφελος και στη ζημία του αντιπάλου μου, προτιμώ να ζημιωθεί ο αντίπαλος, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται και δική μου ζημία. Είναι σαν το επακόλουθο όφελος μου από τη ζημία του αντιπάλου να λειτουργεί σαν ένα παθολογικό στοιχείο που αμαυρώνει την καθαρότητα της νίκης μου.
Ο Φρίντριχ Χάγιεκ [Friedrich Hayek] ήξερε ότι ήταν πολύ πιο εύκολο να αποδεχτεί κανείς τις ανισότητες, αν μπορεί να ισχυριστεί ότι απορρέουν από μια απρόσωπη τυφλή δύναμη: το καλό με την «ανορθολογικότητα» της αγοράς και με την επιτυχία ή την αποτυχία στον καπιταλισμό είναι ακριβώς ότι μου επιτρέπει να εκλάβω την αποτυχία ή την επιτυχία μου ως «άδικη, ως κάτι που δεν μου άξιζε», ως κάτι τυχαίο. Θυμηθείτε το παλιό μοτίβο της αγοράς ως τη σύγχρονη εκδοχή μιας αστάθμητης μοίρας. Το ότι ο καπιταλισμός δεν είναι «δίκαιος» αποτελεί συνεπώς ένα καίριο χαρακτηριστικό του, που εξηγεί την αποδοχή του από την πλειονότητα. Μπορώ να συμβιβαστώ πολύ πιο εύκολα με την αποτυχία μου, αν ξέρω ότι δεν οφείλεται στις υποδεέστερες ικανότητές μου, αλλά στην τύχη.
Εκείνο που μοιράζονται ο Νίτσε και ο Φρόυντ είναι η ιδέα ότι η δικαιοσύνη ως ισότητα θεμελιώνεται στον φθόνο -στον φθόνο για τον Άλλο, που έχει ότι δεν έχουμε εμείς και που το απολαμβάνει. Το αίτημα για δικαιοσύνη ισοδυναμεί συνεπώς σε τελευταία ανάλυση με το αίτημα να περιοριστεί η υπερβολική απόλαυση του Άλλου, ώστε η πρόσβαση όλων στη jouissance να είναι ίση. Η αναπόφευκτη κατάληξη αυτού του αιτήματος είναι, ασφαλώς, ο ασκητισμός. Από τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν να επιβάλουμε ίση jouissance, εκείνο που επιβάλλεται να μοιράζεται εξίσου αντ’αυτής είναι η απαγόρευση. Σήμερα, ωστόσο, στη δήθεν επιτρεπτική κοινωνία μας, αυτός/ό ασκητισμός λαμβάνει τη μορφή του αντιθέτου του, μιας γενικευμένης υπερεγωτικής προσταγής, της εντολής «Απόλαυσε!» Τελούμε όλοι υπό το κράτος αυτής της προσταγής. Το αποτέλεσμα είναι ότι η απόλαυσή μας συναντά περισσότερα προσκόμματα από ποτέ. Πάρτε για παράδειγμα τον γιάπη, ο οποίος συνδυάζει τη ναρκισσιστική «αυτοπραγμάτωση» με εκείνες τις άκρως ασκητικές συνήθειες του τζόγκινγκ, της υγιεινής διατροφής κ.ο.κ. Ίσως αυτό να είχε υπόψη ο Νίτσε όταν έκανε λόγο για τον Τελευταίο Άνθρωπο, παρόλο που μόνο σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε πραγματικά τη μορφή αυτού του Τελευταίου Ανθρώπου στον ηδονιστικό ασκητισμό των γιάπηδων. Ο Νίτσε δεν συνιστούσε απλώς τη διατράνωση της ζωής έναντι του ασκητισμού: αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι ένας κάποιος ασκητισμός είναι το αντίδοτο της παρακμιακής υπέρμετρης ηδυπάθειας. Η κριτική του για τον Πάρσιφαλ του Βάγκνερ, και γενικότερα για την παρακμή του ύστερου ρομαντισμού, ο οποίος ταλαντεύεται μεταξύ της χλιαρής ηδυπάθειας και του σκοτεινού πνευματισμού, είναι εύστοχη.
Τι είναι λοιπόν ο φθόνος;
Ας επιστρέφουμε στη σκηνή που μας περιγράφει ο Αυγουστίνος, με το νήπιο το οποίο φθονεί τον αδελφό του που βυζαίνει το στήθος της μητέρας τους. Το υποκείμενο δεν φθονεί αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ο Άλλος κατέχει το θεωρούμενο ως πολύτιμο αντικείμενο, αλλά μάλλον τον τρόπο που ο Αλλος είναι σε θέση να απολαμβάνει αυτό το αντικείμενο, το οποίο εξηγεί και γιατί δεν του αρκεί απλώς να κλέψει το αντικείμενο και να γίνει κατ’αυτό τον τρόπο αυτός κάτοχός του. Ο αληθινός σκοπός του είναι να καταστρέψει τη δυνατότητα/ικανότητα του Άλλου να απολαμβάνει το αντικείμενο. Βλέπούμε, λοιπόν, ότι ο φθόνος πρέπει να ενταχθεί στο τρίπτυχο φθόνος-φειδώ-μελαγχολία, τις τρεις μορφές αδυναμίας του υποκειμένου να απολαύσει το αντικείμενο, και, φυσικά, νοερής απόλαυσης αυτής ακριβώς της αδυναμίας. Σε αντίθεση με το υποκείμενο του φθόνου, που φθονεί την κατοχή και/ή τη jouissance του αντικειμένου από τον άλλο, ο φιλάργυρος κατέχει το αντικείμενο, αλλά δεν μπορεί να το απολαύσει/καταναλώσει. Η ικανοποιηση του προέρχεται απο την απλή κατοχή του αντικειμενου, από την εξιδανίκευσή του σε ιερή, άθικτη/απαγορευμένη οντότητα, η οποία επ’ ουδενί πρέπει να καταναλωθεί. Η παροιμιώδης μορφή του μονήρους φιλάργυρου είναι ένας άνθρωπος που τον βλέπουμε να επιστρέφει στο σπίτι του, να κλειδαμπαρώνει προσεκτικά τις πόρτες, να ανοίγει το σεντούκι του και κατόπιν να κοιτάζει κλεφτά το αντικείμενο που θεωρεί πολύτιμο, παρατηρώντας το με δέος. Εκείνο ακριβώς που τον εμποδίζει να καταναλώσει το αντικείμενο εγγυάται την υπόστασή του ως αντικειμένου της επιθυμίας. Όσο για το μελαγχολικό υποκείμενο, όπως ο φιλάργυρος, κατέχει το αντικείμενο, αλλά χάνει τον λόγο που τον έκανε να το επιθυμεί. Πιο τραγικός από τους τρεις, ο μελαγχολικός έχει ελεύθερη πρόσβαση σε όλα όσα θέλει, αλλά δεν βρίσκει ικανοποίηση σε αυτά.
Αυτή η υπερβολική διάσταση του φθόνου είναι η βάση της πολύ γνωστής, αλλά παρά ταύτα όχι πλήρως αξιοποιημένης, αντιδιαστολής που κάνει ο Ρουσσώ μεταξύ εγωτισμού, amour-de-soi (εκείνης της αγάπης για τον εαυτό μας που είναι φυσιολογική) και amour-propre, της διεστραμμένης τάσης να προκρίνουμε τον εαυτό μας έναντι των άλλων, κατά την οποία το υποκείμενο δεν εστιάζεται στην επίτευξη ενός στόχου, αλλά στο να καταστρέψει το εμπόδιο που την παρακωλύει:
Τα πρωτόγονα πάθη, που όλα κατατείνουν άμεσα στην ευτυχία μας, που μας κάνουν να ασχολούμαστε μόνο με αντικείμενα τα οποία σχετίζονται με αυτά και που αποκλειστική αφετηρία τους αποτελεί ο amour-de-soi, είναι όλα στην ουσία τους αξιαγαπητα και τρυφερά· όταν, ωστόσο, εκτρέπονται από το αντικείμενό τους λόγω εμποδίων, ασχολούνται περισσότερο με το εμπόδιο από το οποίο προσπαθούν να απαλλαγούν παρά με το αντικείμενο το οποίο προσπαθούν να φτάσουν. Έτσι αλλάζουν φύση και γίνονται αψίθυμα και αποκρουστικά. Με τον τρόπο αυτό, ο amour-de-soi, που είναι ένα ευγενές και απόλυτο συναίσθημα, γίνεται amour-propre, δηλαδή ένα σχετικό συναίσθημα, διά του οποίου το άτομο συγκρίνει τον εαυτό του, ένα αίσθημα που απαιτεί προτιμήσεις, που η απόλαυσή του είναι αμιγώς αρνητική και που δεν πασχίζει να βρει ικανοποίηση στη δική μας ευτυχία, αλλ' αποκλειστικά και μόνο στη δυστυχία των άλλων.
Κατά συνέπεια, ένας κακός άνθρωπος δεν είναι εγωιστής, δεν είναι κάποιος ο οποίος «σκέφτεται μόνο το δικό του συμφέρον». Ένας αληθινός εγωιστής είναι υπερβολικά απασχολημένος να κοιτάζει το δικό του καλό, για να έχει τον χρόνο να προκαλέσει δυστυχία στους άλλους. το κυριότερο ελάττωμά ενός κακού ανθρώπου είναι ακριβώς ότι απασχολεί τη σκέψη του περισσότερο με τους άλλους παρά με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ρουσσώ περιγράφει με ακρίβεια έναν λιμπιντικό μηχανισμό: την αντιστροφή η οποία προκαλεί τη μετατόπιση της λιμπιντικής επένδυσης από το αντικείμενο στο ίδιο το εμπόδιο. Αυτό βρίσκει κάλλιστα εφαρμογή στην περίπτωση της φονταμενταλιστικής βίας -είτε πρόκειται για τη βομβιστική επίθεση στην Οκλαχόμα είτε για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε να κάνουμε με καθαρό μίσος: εκείνο που είχε πραγματικά σημασία ήταν η καταστροφή του εμποδίου, του Ομοσπονδιακού Κτιρίου Άλφρεντ Π. Μάρεϊ στην Πόλη της Οκλαχόμα, των Δίδυμων Πύργων, και όχι η επίτευξη του ευγενούς σκοπού μιας αληθινά χριστιανικής ή μουσουλμανικής κοινωνίας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να δεχόμαστε ποτέ κατά γράμμα τις διακηρύξεις του εξισωτισμού: η έννοια (και η πρακτική) της εξισωτικής δικαιοσύνης, εφόσον απορρέει από φθόνο, βασίζεται στην αντιστροφή τής συνήθους απάρνησης η οποία πραγματοποιείται επ’ωφελεία των άλλων:
«Είμαι πρόθυμος να το απαρνηθώ, ώστε (και) οι άλλοι ΝΑ ΜΗΝ (μπορούν να) το έχουν!» Μακράν τού να είναι το αντίθετο του πνεύματος της θυσίας, το κακό αναδύεται εδώ ως το ίδιο το πνεύμα της θυσίας, καθώς είμαι πρόθυμος να αγνοήσω τη δική μου ευτυχία -αν, μέσα από τη θυσία μου, μπορώ να στερήσω από τον Άλλο την απόλαυσή του...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου