Πράγματι, πολλοί άνθρωποι βλέπουν την ευτυχία σαν κάτι που πέφτει απ΄ τον ουρανό και γι’ αυτό ο ένας την έχει κι ο άλλος δεν την έχει. Εκτός αυτού τα συστατικά της ευτυχίας είναι στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων πολλά, απρόσιτα ή πολύ δύσκολα να αποκτηθούν, δυσεύρετα, σπάνια. Αυτό το γεγονός είναι λίγο παράδοξο. Ενώ από τη μια πιστεύουμε ότι ξέρουμε, είμαστε σχεδόν βέβαιοι για το ποια πράγματα θα μπορούσαν να μας κάνουν ευτυχισμένους, ταυτόχρονα τοποθετούμε τα πράγματα αυτά είτε στο απώτερο μέλλον είτε στη σφαίρα του (σχεδόν) αδυνάτου. Λέμε «εγώ θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος αν... αλλά πού...».
Από μία άποψη αυτή είναι μια πολύ βολική στάση που μας καθηλώνει όμως σε μια κατάσταση παθητικότητας και αυτοδικαίωσης. Αφού η ζωή, η μοίρα, η τύχη, ο θεός, οι συνθήκες δεν μας βοηθούν να έχουμε αυτά που θα μπορούσαν να μας κάνουν ευτυχισμένους, τότε έχουμε κάθε δικαίωμα να παραμένουμε δυστυχισμένοι ή έστω ανικανοποίητοι.
Άλλωστε οι ειδικοί στην μελέτη των συναισθημάτων ισχυρίζονται ότι φυλογενετικά τα αρνητικά συναισθήματα μας είναι πιο «οικεία».
Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να ξέρουμε πώς αναπτύχθηκαν οι συναισθηματικές λειτουργίες στον άνθρωπο.
Ο φόβος ή η επιθυμία είναι συναισθήματα πιο παλιά από εμάς τους ανθρώπους. Είναι συνυφασμένα με την ύπαρξη μας και υπάρχουν για να καθοδηγούν τα ζωντανά πλάσματα. Όταν κάποιος μας απειλεί τρομάζουμε πριν καν προλάβουμε να σκεφτούμε κάτι. Πολλές φορές χαμογελάμε πριν καν συνειδητοποιήσουμε ότι χαιρόμαστε. Επειδή όμως τα «αρνητικά» συναισθήματα (φόβος, ανησυχία, πόνος) ήταν πιο σημαντικά για την επιβίωση (και μόνο) από τα θετικά, είναι και πιο προσιτά. Ίσως γι’ αυτό είναι πολύ συχνά πιο εύκολο να διατηρήσουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα μια κατάσταση δυσαρέσκειας, φόβου, λύπης, άγχους από μια ευτυχισμένη.
Υπάρχει όμως και η άλλη εκδοχή, των πιο δυναμικών κι αισιόδοξων που κυνηγάνε τους στόχους τους και ξέρουν ότι «όταν θα έχω... θα είμαι ευτυχισμένος». Εδώ η δυσκολία δεν βρίσκεται τόσο στην επίτευξη των στόχων όσο στο ότι συναρτάται με αυτούς η απόκτηση της ευτυχίας. Πράγματι, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς ότι ορισμένες καταστάσεις, όταν καταφέρουμε να τις δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας, μπορούν να μας δώσουν χαρά και ικανοποίηση, να συνεισφέρουν στην ευτυχία μας. Αυτό που παραμένει όμως αβέβαιο και προς διερεύνηση είναι το πραγματικό μέγεθος αυτής της συνεισφοράς στην ευτυχία.
Προσπαθείστε λοιπόν να φανταστείτε ποια θα είναι τα συναισθήματα σας αν το μεγαλύτερο όνειρο, η μεγαλύτερη επιθυμία που έχετε αυτή τη στιγμή πραγματοποιηθεί. Αν πάρετε την προαγωγή που περιμένετε, αν αγοράσετε το σπίτι των ονείρων σας, αν βρείτε το σύντροφο της ζωής σας, αν κερδίσετε το λαχείο. Θα πετάτε στα σύννεφα, θα είστε χαρούμενοι, περήφανοι, ευγνώμονες; Πόσο πιο ευτυχισμένοι θα είστε από τώρα; Πόσο πιστεύετε ότι θα κρατήσει αυτή η ευτυχία;
Οι περισσότεροι από μας πιστεύουμε ότι ξέρουμε ακριβώς ποιες θα είναι οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις σε κάθε γεγονός της ζωής μας. Οι έρευνες όμως αποδεικνύουν καταφανώς ότι απτόμαστε.
Δηλαδή: ενώ μπορούμε να προγνώσουμε την συναισθηματική χροιά μιας μελλοντικής κατάστασης (χαρά, λύπη, φόβος, άγχος, οργή, απογοήτευση), δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε σωστά τις «λεπτομέρειες», π.χ. ένταση και διάρκεια των συναισθημάτων μας στο μέλλον.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προαγωγή στη δουλειά. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την πεποίθηση ότι το πολυπόθητο «ανέβασμα» στην καριέρα τους δεν θα τους χαρίσει απλώς μία παροδική ευφορία αλλά θα φέρει μόνιμη αύξηση της ικανοποίησης και της ευημερίας τους.
Μια μεγάλη έρευνα που διεξάγη με την συνεργασία τεσσάρων από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, απέδειξε πόσο λάθος είναι τέτοιου είδους προγνώσεις.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι όλοι έχουμε την τάση να υπερεκτιμάμε το μέγεθος και την διάρκεια των θετικών συναισθηματικών συνεπειών από γεγονότα και καταστάσεις που προσδοκούμε και επιδιώκουμε, είτε είναι η προαγωγή, η επιτυχία της ομάδας μας, το σπίτι των ονείρων μας είτε οι επιδόσεις μας στις σχέσεις με το άλλο φύλο.
Χαρακτηριστικά αποδείχτηκε, για να μείνουμε στο παράδειγμα μας, ότι 2-3 χρόνια μετά την προαγωγή δεν υπήρχε καμιά διαφορά στην συναισθηματική κατάσταση αυτών που προάγησαν από άλλους, σε παρόμοια επαγγελματική κατάσταση των οποίων οι προσπάθειες για προαγωγή δεν είχαν τελεσφορήσει.
Φαίνεται λοιπόν, σύμφωνα με όλα αυτά, πως έχουμε ένα έλλειμμα στην ικανότητα πρόγνωσης των συναισθημάτων μας. Υπάρχουν μερικές αρκετά κατανοητές εξηγήσεις για αυτό.
Από μία άποψη αυτή είναι μια πολύ βολική στάση που μας καθηλώνει όμως σε μια κατάσταση παθητικότητας και αυτοδικαίωσης. Αφού η ζωή, η μοίρα, η τύχη, ο θεός, οι συνθήκες δεν μας βοηθούν να έχουμε αυτά που θα μπορούσαν να μας κάνουν ευτυχισμένους, τότε έχουμε κάθε δικαίωμα να παραμένουμε δυστυχισμένοι ή έστω ανικανοποίητοι.
Άλλωστε οι ειδικοί στην μελέτη των συναισθημάτων ισχυρίζονται ότι φυλογενετικά τα αρνητικά συναισθήματα μας είναι πιο «οικεία».
Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να ξέρουμε πώς αναπτύχθηκαν οι συναισθηματικές λειτουργίες στον άνθρωπο.
Ο φόβος ή η επιθυμία είναι συναισθήματα πιο παλιά από εμάς τους ανθρώπους. Είναι συνυφασμένα με την ύπαρξη μας και υπάρχουν για να καθοδηγούν τα ζωντανά πλάσματα. Όταν κάποιος μας απειλεί τρομάζουμε πριν καν προλάβουμε να σκεφτούμε κάτι. Πολλές φορές χαμογελάμε πριν καν συνειδητοποιήσουμε ότι χαιρόμαστε. Επειδή όμως τα «αρνητικά» συναισθήματα (φόβος, ανησυχία, πόνος) ήταν πιο σημαντικά για την επιβίωση (και μόνο) από τα θετικά, είναι και πιο προσιτά. Ίσως γι’ αυτό είναι πολύ συχνά πιο εύκολο να διατηρήσουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα μια κατάσταση δυσαρέσκειας, φόβου, λύπης, άγχους από μια ευτυχισμένη.
Υπάρχει όμως και η άλλη εκδοχή, των πιο δυναμικών κι αισιόδοξων που κυνηγάνε τους στόχους τους και ξέρουν ότι «όταν θα έχω... θα είμαι ευτυχισμένος». Εδώ η δυσκολία δεν βρίσκεται τόσο στην επίτευξη των στόχων όσο στο ότι συναρτάται με αυτούς η απόκτηση της ευτυχίας. Πράγματι, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς ότι ορισμένες καταστάσεις, όταν καταφέρουμε να τις δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας, μπορούν να μας δώσουν χαρά και ικανοποίηση, να συνεισφέρουν στην ευτυχία μας. Αυτό που παραμένει όμως αβέβαιο και προς διερεύνηση είναι το πραγματικό μέγεθος αυτής της συνεισφοράς στην ευτυχία.
Προσπαθείστε λοιπόν να φανταστείτε ποια θα είναι τα συναισθήματα σας αν το μεγαλύτερο όνειρο, η μεγαλύτερη επιθυμία που έχετε αυτή τη στιγμή πραγματοποιηθεί. Αν πάρετε την προαγωγή που περιμένετε, αν αγοράσετε το σπίτι των ονείρων σας, αν βρείτε το σύντροφο της ζωής σας, αν κερδίσετε το λαχείο. Θα πετάτε στα σύννεφα, θα είστε χαρούμενοι, περήφανοι, ευγνώμονες; Πόσο πιο ευτυχισμένοι θα είστε από τώρα; Πόσο πιστεύετε ότι θα κρατήσει αυτή η ευτυχία;
Οι περισσότεροι από μας πιστεύουμε ότι ξέρουμε ακριβώς ποιες θα είναι οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις σε κάθε γεγονός της ζωής μας. Οι έρευνες όμως αποδεικνύουν καταφανώς ότι απτόμαστε.
Δηλαδή: ενώ μπορούμε να προγνώσουμε την συναισθηματική χροιά μιας μελλοντικής κατάστασης (χαρά, λύπη, φόβος, άγχος, οργή, απογοήτευση), δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε σωστά τις «λεπτομέρειες», π.χ. ένταση και διάρκεια των συναισθημάτων μας στο μέλλον.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προαγωγή στη δουλειά. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την πεποίθηση ότι το πολυπόθητο «ανέβασμα» στην καριέρα τους δεν θα τους χαρίσει απλώς μία παροδική ευφορία αλλά θα φέρει μόνιμη αύξηση της ικανοποίησης και της ευημερίας τους.
Μια μεγάλη έρευνα που διεξάγη με την συνεργασία τεσσάρων από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, απέδειξε πόσο λάθος είναι τέτοιου είδους προγνώσεις.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι όλοι έχουμε την τάση να υπερεκτιμάμε το μέγεθος και την διάρκεια των θετικών συναισθηματικών συνεπειών από γεγονότα και καταστάσεις που προσδοκούμε και επιδιώκουμε, είτε είναι η προαγωγή, η επιτυχία της ομάδας μας, το σπίτι των ονείρων μας είτε οι επιδόσεις μας στις σχέσεις με το άλλο φύλο.
Χαρακτηριστικά αποδείχτηκε, για να μείνουμε στο παράδειγμα μας, ότι 2-3 χρόνια μετά την προαγωγή δεν υπήρχε καμιά διαφορά στην συναισθηματική κατάσταση αυτών που προάγησαν από άλλους, σε παρόμοια επαγγελματική κατάσταση των οποίων οι προσπάθειες για προαγωγή δεν είχαν τελεσφορήσει.
Φαίνεται λοιπόν, σύμφωνα με όλα αυτά, πως έχουμε ένα έλλειμμα στην ικανότητα πρόγνωσης των συναισθημάτων μας. Υπάρχουν μερικές αρκετά κατανοητές εξηγήσεις για αυτό.
Φανταζόμαστε μελλοντικές καταστάσεις απλά λάθος. Κάποιος που ονειρεύεται ότι ο πρώτος αριθμός του λαχείου θα τον έβγαζε απ’ τη μιζέρια και θα του χάριζε την ονειρεμένη ζωή με ταξίδια, ανέσεις, ψώνια ή φιλανθρωπίες παραλείπει να υπολογίσει τα ψυχοφθόρο πάρε-δώσε με την εφορία, αυτούς που απαιτούν δάνεια ή δωρεές, τις συγκρούσεις και τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τις οικογενειακές σχέσεις και α αρνητικά συναισθήματα που συνεπάγονται όλα αυτά.
Η πρόγνωση μελλοντικών συναισθημάτων βασίζεται σε προηγούμενες εμπειρίες. Μόνο που αυτές συνήθως τις ανακαλούμε στη μνήμη μας στρεβλωμένες. Συγκρατούμε δηλαδή το σημείο κορύφωσης της ευχαρίστησης καθώς και την διάθεση μας στο τέλος μιας κατάστασης. Για παράδειγμα, από τις διακοπές στο Μπαλί μας μένουν στη μνήμη κυρίως το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα στην παραλία και το καμάρι όταν δείχναμε το βίντεο στους φίλους μας. Η ταλαιπωρία του ταξιδιού και της προσαρμογής, το κακό φαγητό και οι στιγμές βαρεμάρας φιλτράρονται απ’ τις αναμνήσεις μας και δεν τις χρησιμοποιούμε πια.
Η πρόβλεψη μελλοντικών συναισθημάτων εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε την κάθε στιγμή. Έτσι, ένας πεινασμένος αγοραστής γεμίζει το καλάθι του πιο πολύ από ένα χορτάτο γιατί προβάλλει την ανάγκη του της στιγμής στο μέλλον, χωρίς να είναι σε θέση να συνυπολογίσει ότι όταν θα είναι χορτάτος όλα αυτά τα φαγητά δεν θα του προσφέρουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Όταν είμαστε άρρωστοι, η πρόσκληση στο πάρτι την άλλη βδομάδα μας φαίνεται σαν τιμωρία.
Δεν γνωρίζουμε πάντα καλά τον εαυτό μας και τα συναισθήματα μας. Κάποιος ονειρεύεται την συνταξιοδότηση του για να έχει χρόνο, να πηγαίνει βόλτες, να κοιμάται κι ανακαλύπτει εκ των υστέρων πόσο ανάγκη έχει από σταθερό ωράριο, συμμετοχή και αναγνώριση από άλλους γύρω του για να νιώθει ευχαριστημένος.
Η απλοϊκή λοιπόν θεώρηση της ευτυχίας «επιθυμία-εκπλήρωση-ευτυχία» φαίνεται πως κάπου χάνει πολύ. Το γεγονός ότι επιθυμούμε κάτι πολύ δεν σημαίνει ότι θα είμαστε ευτυχισμένοι όταν θα το αποκτήσουμε όπως και αντιστρόφως η μη απόκτηση του δεν θα μας κάνει οπωσδήποτε πιο δυστυχισμένους. Μια τέτοιου είδους θεώρηση αγνοεί ένα σημαντικό παράγοντα που είναι η ρευστότητα και η διακύμανση των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα μας, ιδιαίτερα τα πιο έντονα υπόκεινται σε ένα σύστημα παρόμοιο με το ανοσοποιητικό που τους αφαιρεί την οξύτητα και τα εξομαλύνει ούτως ώστε να μην επιβαρύνεται ούτε το σώμα ούτε το μυαλό. Έτσι προσαρμοζόμαστε σχετικά γρήγορα στα νέα δεδομένα και επανερχόμαστε λίγο ως πολύ στην προηγούμενη συναισθηματική μας κατάσταση.
Σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά ότι είναι μάταιο, άχρηστο να έχουμε στόχους, επιθυμίες, όνειρα; Σημαίνουν ότι δεν χρειάζεται να προσπαθούμε για τίποτα αφού δεν πρόκειται έτσι κι αλλιώς να καταφέρουμε να πάρουμε την ευτυχία που περιμένουμε; Ή ακόμα χειρότερα ότι αν δεν είμαστε ευτυχισμένοι τώρα κι ελπίζουμε να αλλάξει κάτι για να γίνουμε, δεν έχουμε ελπίδες να συμβεί αυτό;
Όχι, δεν είναι τα πράγματα ακριβώς έτσι. Οι στόχοι, οι επιθυμίες και τα όνειρα είναι απολύτως απαραίτητα στη ζωή μας. Το γεγονός ότι προσβλέπουμε σε κάτι που θα μας κάνει ευτυχισμένους μας κινητοποιεί και μας δίνει ενέργεια και δύναμη να συνεχίζουμε, ακόμα κι αν οι προβλέψεις μας για το πόση ευτυχία τελικά θα αποκτήσουμε είναι εντελώς ή αρκετά αβάσιμες.
Το βουδιστικό «ο δρόμος είναι το ταξίδι» μπορεί να μεταφραστεί κάπως έτσι. Η ύπαρξη στόχων κι επιθυμιών από μόνη της είναι συστατικό της ευτυχίας, που χωρίς αυτό η ζωή θα ήταν ανούσια, βαρετή, χωρίς νόημα.
Όπως επίσης η ανησυχία μας για το τι μπορεί να μας στερήσει την ευτυχία και η προσπάθεια αποφυγής αρνητικών συναισθημάτων μας κάνει να είμαστε προσεκτικοί, να επιλέγουμε με περισσότερη σύνεση και να αναγνωρίζουμε τα όρια μας.
Από την άλλη μεριά όμως οι πολλοί και μεγάλοι στόχοι μπορεί να κρύβουν την παγίδα της συνεχούς αναβολής της ευτυχίας για το μέλλον.
Κάποιος που φαντασιώνεται συνέχεια τον παραδεισένιο κόσμο ενός που κέρδισε εκατομμύρια στο καζίνο κινδυνεύει να προσπερνάει και να χάνει ρεαλιστικές και χειροπιαστές ευκαιρίες να καλυτερέψει τη ζωή του. Κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει και με μικρότερους στόχους ευτυχίας.
Όποιος «κωπηλατεί» με πείσμα προσπαθώντας να φτάσει κάθε φορά έναν καινούργιο στόχο ελπίζοντας ότι «όταν θα γίνει και αυτό, τότε θα μπορέσω να ευχαριστηθώ» το πιθανότερο είναι ότι θα διαπιστώνει ξανά και ξανά ότι πάντα κάτι ακόμα είναι απαραίτητο κι ότι ποτέ δεν φτάνει σ’ αυτή την ευχαρίστηση που προσβλέπει ή ότι αυτή η ευχαρίστηση είναι πολύ φευγαλέα.
Τι προκύπτει απ’ όλα αυτά;
Καταρχήν ότι δεν είναι τόσο χρήσιμο και βοηθητικό ούτε για αυτή τη στιγμή που ζούμε αλλά ούτε για το μέλλον το να ανησυχούμε πολύ και να προσπαθούμε να το προγραμματίσουμε με λεπτομέρειες γιατί καθώς φαίνεται –για να εκφράσουμε τα παραπάνω και με θετικό τρόπο- οι άνθρωποι μπορούν να είναι σε πολύ περισσότερες καταστάσεις ευτυχισμένοι από ό,τι περιμένουν κι οι ίδιοι απ’ τον εαυτό τους.
Επειδή όμως συμβαίνει το παράδοξο, όσο λιγότερο ευχαριστημένοι είμαστε με το παρόν τόσο πιο έντονα να προσβλέπουμε στο μέλλον, χωρίς ταυτόχρονα να μπορούμε να το προβλέψουμε σωστά, αξίζει ίσως τον κόπο να αμφισβητήσουμε τις ίδιες μας τις προσδοκίες της ευτυχίας. Αυτό που βοηθάει πολύ –όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ειδικοί στην έρευνα των συναισθημάτων ευτυχίας- είναι ο προσανατολισμός (όχι η σύγκριση « αυτός έχει... ενώ εγώ...») προς άλλους ανθρώπους.
Το νιόπαντρο ζευγάρι στο φιλικό μας κύκλο, η θεία που έχασε πέρσι τον άντρα της, η συνάδελφος που πήγε σε καλύτερη θέση, ο γνωστός που αρρώστησε σοβαρά, η φίλη που αγορασε πρόσφατα μονοκατοικία με κήπο, όλοι αυτοί έχουν συναισθήματα είτε άμεσα μετά από αυτό που τους συνέβη είτε αργότερα κι απ’ αυτά μπορούμε κι εμείς να μάθουμε, αρκεί βέβαια να έχουμε την εμπιστοσύνη ότι είναι μαζί μας ειλικρινείς. Όποιος παρατηρεί σε διάρκεια αλλά και συζητάει με άλλους πώς αντιμετωπίζουν διάφορα ευχάριστα ή δυσάρεστα συμβάντα της ζωής μπορεί να αποκτήσει μία καλή εικόνα για το πώς θα ένιωθε ενδεχομένως κι ο ίδιος σε μια παρόμοια κατάσταση.
Τέτοιες μικρές προσωπικές «έρευνες» είναι πιθανό να μπορούν να μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε μια πιο πραγματική εικόνα για το πώς είναι φτιαγμένη η ευτυχία. Κι αν συνειδητοποιήσουμε πόσο διαφορετικά είναι πολλές φορές τα πράγματα από αυτό που φαντασιωνόμαστε τότε μπορεί να καταφέρουμε να σπαταλάμε λιγότερο την ενέργεια μας παλεύοντας για αυτά που θα μας κάνουν ευτυχισμένους στο μέλλον και να επενδύσουμε περισσότερο σε αυτά που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη στο παρόν.
…Ποια είναι αυτά που αποδεδειγμένα μας κάνουν να νιώθουμε ευτυχισμένοι...
Άνθρωποι: Οι καλές κοινωνικές σχέσεις ανήκουν στους πιο σημαντικούς παράγοντες ευτυχίας. Η δοσολογία είναι διαφορετική για τον καθένα καθώς και ο τρόπος. Πάντως είτε είναι οικογένεια, φίλοι, συνάδελφοι, παρέες, ομάδες ενδιαφερόντων, γείτονες, οι άνθρωποι που περιβάλλονται και σχετίζονται με ανθρώπους μοιάζουν να είναι από τους πιο ευτυχισμένους.
Έρωτας-γάμος: Γενικά όσοι ζουν σε σχετικά σταθερές ερωτικές σχέσεις δηλώνουν πιο ευτυχισμένοι από όσους ζουν μόνοι. Με ένα περιορισμό: όσοι ζουν σε «αποτυχημένους» γάμους είναι πιο δυσαρεστημένοι απ’ τη ζωή τους από ανύπαντρους ή χωρισμένους.
Δραστηριότητες: Το να είναι κανείς δραστήριος –με μέτρο- προστατεύει από το να νιώθει δυστυχισμένος, σε όλες τις ηλικίες. Οι άνθρωποι αντλούν ικανοποίηση από το να κάνουν πράγματα που μπορούν να κάνουν σχετικά καλά και να απορροφηθούν απ’ αυτή τους τη δραστηριότητα.
Εσωτερική τοποθέτηση: Αισιοδοξία και ευγνωμοσύνη συντελούν στο να αισθανόμαστε ευτυχισμένοι. Όποιος έχει κάθε μέρα έστω ένα πράγμα για το οποίο μπορεί να νιώσει ευγνωμοσύνη και το κάνει, είναι συναισθηματικά πιο ισορροπημένος και ικανοποιημένος απ’ τη ζωή από κάποιον που στον απολογισμό της ημέρας του βρίσκει μόνο αδιάφορα ή αρνητικά πράγματα. Επίσης η ικανότητα να συγχωρεί κανείς τους άλλους για τα μικρά και μεγάλα «λάθη» τους είναι μια ιδιότητα που συνδέεται άμεσα με την ικανότητα να νιώθει ευτυχισμένος.
…και ποιά όχι
Πλούτος και υλικά αγαθά: Το ότι «τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία» το ήξεραν κι οι παππούδες μας. Φυσικά δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι άνθρωποι που ζουν σε δραματικές συνθήκες φτώχειας είναι ή μπορούν να είναι εξίσου ευτυχισμένοι με πιο εύπορους. Σε χώρες όμως με σχετικά σταθερό κοινωνικό δίκτυο πρόνοιας, μακροπρόθεσμα ο περισσότερος πλούτος δεν φέρνει μεγαλύτερη ικανοποίηση. Αντίθετα η επιθυμία για περισσότερα λεφτά και αγαθά μοιάζει να είναι εμπόδιο στην ευτυχία. Έχει διαπιστωθεί ότι άνθρωποι που θεωρούν σημαντικό στόχο την υλική ευημερία είναι κατά μέσο όρο λιγότερο ευχαριστημένοι απ’ τη ζωή τους, όσο πλούτο κι αν διαθέτουν ήδη.
Υγεία(!): Ξανά και ξανά επιβεβαιώνουν έρευνες ότι άνθρωποι με διάφορες ασθένειες κατά μέσο όρο δεν είναι πιο δυστυχισμένοι από τους υγιείς. Είτε πρόκειται για καρκίνο, διαβήτη, aids, αναπηρία, αποφασιστικό ρόλο παίζει η εσωτερική τοποθέτηση. Οι ασθένειες μοιάζουν μάλιστα πολλές φορές να αυξάνουν την ικανότητα ευτυχίας, κάτι που εκφράζεται σαν «έπρεπε να αρρωστήσω έτσι για να μάθω να ζω καλύτερα;». Φυσικά όταν οι ασθένειες έχουν επώδυνα συμπτώματα που διαρκούν πολύ τότε επηρεάζεται αρνητικά και η συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου.
Μόρφωση: Ίσως εκπλήσσει αλλά φαίνεται πως το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο δεν φέρνει περισσότερη ευτυχία. Αμόρφωτοι άνθρωποι είναι κατά μέσο όρο εξίσου ευχαριστημένοι με τους μορφωμένους. Με μία εξαίρεση κι εδώ: Όταν το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο λόγω φτώχειας είναι εμπόδιο στην βελτίωση και των υπόλοιπων άσχημων συνθηκών ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου