Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Οι τόποι όπου διακυβεύεται η τύχη των ηρώων είναι συχνά εξίσου σημαντικοί με αυτή την ίδια την τύχη. Ο Οιδίπους γεννήθηκε, έζησε και πέθανε μεταξύ Κορίνθου, Θήβας και Αθήνας.

Ολόκληρη η ζωή του κύλησε ανάμεσα στις δύο πρώτες πόλεις, σε μια εναγώνια αναζήτηση των πραγματικών γονιών του και του ίδιου του εαυτού του.

Το δράμα του, η κατάρα του, το τρομερό του πεπρωμένο ξετυλίχτηκε σε μια μικρή γωνία της γης. Η αληθινή μοίρα του Οιδίποδα ήταν να εξερευνήσει το μυστήριο, όχι τόσο του θανάτου όσο της ύπαρξής του. Ποιοί ήταν οι πραγματικοί του γονείς; Κι εκείνος ποιός ήταν; Γιατί έζησε όλη του τη ζωή αγνοώντας την αληθινή του καταγωγή; Και γιατί οι Θεοί του επεφύλαξαν μια τέτοια φρικτή μοίρα;

Ο Οιδίποδας ήταν απόγονος του Κάδμου, του ίδιου Κάδμου που είχε νικήσει τον Δράκοντα, είχε σπείρει τα δόντια του και είχε ιδρύσει την Θήβα. Σ΄αυτή την πόλη, λοιπόν, έζησαν οι πρόγονοι του Οιδίποδα: ο παππούς του Λάβδακος και ο πατέρας του Λάϊος.

Όπως συνέβη και στον Θησέα, αλλά με ακόμη πιο ξεκάθαρο τρόπο, η γέννηση του Οιδίποδα σφραγίστηκε με το σημάδι της θεϊκής κατάρας. Ένας χρησμός είχε προειδοποιήσει τον Λάϊο να μην τεκνοποιήσει, γιατί ο γιός που θα ερχόταν στον κόσμο θα τον σκότωνε. Ο Λάϊος, όπως και ο Αιγέας, αγνόησε τον χρησμό...

Ωστόσο, αργότερα, μάλλον φοβήθηκε τις συνέπειες της πράξης του και αποφάσισε να εγκαταλείψει το παιδί πάνω στον Κιθαιρώνα, όχι μακριά από τη Θήβα. Τού τρύπησε τους αστραγάλους, πέρασε ένα σκοινί από τις τρύπες που άνοιξε και το έδωσε σ’ έναν υπηρέτη του με εντολή να αφήσει το βρέφος στο βουνό.

Ο υπηρέτης το λυπήθηκε και το παρέδωσε σ’ έναν βοσκό που συνάντησε και ο οποίος φύλαγε τα πρόβατα του βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβου( σύμφωνα με την εκδοχή του Σοφοκλή στην τραγωδία του Οιδίπους Τύραννος, αφού όλες οι υπόλοιπες, άσχετα με τις λεπτομέρειες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα).

Η εγκατάλειψη ενός βρέφους στη φύση για να κατασπαραχθεί από τα άγρια ζώα είναι μια πρακτική που φαίνεται βάρβαρη, αλλά ήταν αρκετά διαδεδομένη καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας- και όχι μόνο. Μ’ αυτόν τον τρόπο απέφευγαν την άμεση παιδοκτονία και άφηναν στο δύστυχο θύμα μια πιθανότητα επιβίωσης, ισχνή βεβαίως. Αποτελούσε παράδοση-στους μύθους των ηρώων- είτε μιλάμε για τον Οιδίποδα είτε για τον Κύρο, τον Ρωμύλο και τον Ρέμο- να αφήνονται στα χέρια της τροφοδότριας Γης και να σώζονται χάρη σε μια θαυματουργή παρέμβαση.

Αν δεν τους μάζευε κάποιος ξένος, αναλάμβανε ένα ζώο να τους θρέψει και να τους προστατέψει. Έχοντας, έτσι, υποβληθεί στη δοκιμασία της γης, το παιδί που γλίτωνε σήμαινε ότι είχε κληθεί για ένα υψηλό πεπρωμένο. Αυτό συνέβη και στον Οιδίποδα. Τον περιμάζεψε ο βοσκός και τον πήγε στον αφέντη του, τον βασιλιά Πόλυβο. Τα τρυφερά ποδαράκια, βάναυσα κακοποιημένα είχαν ήδη πρηστεί και το όνομα που σκέφτηκε ο Πόλυβος ήταν Οιδίπους- αυτός με τα πρησμένα πόδια.

Ο Οιδίπους πέρασε μια ανέφελη παιδική ζωή, με τους ανθρώπους που πίστευε ως φυσικούς γονείς του, με το Πεπρωμένο να τον κοιτά αθέατο, από απόσταση.

Κάποια μέρα, ο Οιδίπους κορόιδεψε κάποιον μεθυσμένο. Εκείνος τον αποκάλεσε «έκθετο», ο Οιδίπους ρώτησε τον Πόλυβο, που αρνήθηκε να απαντήσει ευθέως και χωρίς να χάσει χρόνο πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί το μαντείο και να βγάλει άκρη.

Ή πηγαίνοντας ή επιστρέφοντας (ανάλογα με την εκδοχή), ο Οιδίπους επέλεξε έναν πολύ στενό δρόμο στην διαδρομή Δελφοί- Δαυλίδα (σημερινή Δαύλεια), ένα μονοπάτι στην ουσία που διέσχιζε το βουνό κάνοντας κύκλο. Άξαφνα, είδε να πλησιάζει ένας αριθμός ανδρών, που μετέφεραν κάποιον σε ένα φορείο. Κάποιος από αυτούς τού είπε να κάνει στην άκρη και, θεωρώντας ότι δεν τον άκουσε, τον χτύπησε. Ο Οιδίπους εξεμάνη.

Επιτέθηκε, σκότωσε αυτόν που τον είχε χτυπήσει και στη συνέχεια όρμησε εναντίον των υπολοίπων, σκοτώνοντας άλλους τέσσερις. Μαζί και εκείνον που μετέφεραν. Ύστερα εξακολούθησε το δρόμο του, κάνοντας προσπάθεια να ηρεμήσει. Ο νεκρός του φορείου ήταν ο Λάϊος...

Το μαντείο των Δελφών τού είχε πει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και ο Οιδίπους, δυστυχισμένος, δεν ήθελε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Πήρε το δρόμο που οδηγούσε στη Θήβα. Λίγο έξω από την πόλη συνάντησε τη Σφίγγα.

Η Σφίγγα, με γυναικείο πρόσωπο και μπούστο, είχε πόδια και ουρά λιονταριού και έφερε φτερά. Έλεγαν ότι ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, αλλά σύμφωνα με μια άλλη παράδοση ήταν νόθα κόρη του Λάϊου. Είχε διαλέξει για κατάλυμα ένα βράχο κοντά στη Θήβα, από όπου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην πόλη. Η Σφίγγα σταματούσε όλους τους περαστικούς και απαιτούσε να βρίσκουν λύση σε πολύπλοκους γρίφους. Όποιος δεν έβρισκε τη λύση έβρισκε τον θάνατο: η Σφίγγα τον έτρωγε.

Ο κίνδυνος ήταν τόσο μεγάλος, που η βασίλισσα Ιοκάστη, γυναίκα/χήρα του Λάϊου έφτασε στο σημείο να προσφέρει το θρόνο της Θήβας σε όποιον απαντούσε σωστά και εξολόθρευε το τέρας.

Η Σφίγγα σταμάτησε τον Οιδίποδα και τον ρώτησε:

«Ποιό είναι το πλάσμα που το πρωί περπατά με τέσσερα, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία πόδια;»

Εκείνος απάντησε αμέσως: «Ο άνθρωπος. Περπατά στα τέσσερα όταν είναι μικρός, στα δύο όταν μεγαλώσει και στα τρία όταν γεράσει, αφού χρησιμοποιεί μπαστούνι».

Η Σφίγγα εκνευρισμένη ζήτησε να λυθεί και δεύτερος γρίφος:

«Ποιές είναι οι δύο αδελφές που γεννούν η μία την άλλη και η δεύτερη γεννά με τη σειρά της την πρώτη;»

Και πάλι ο Οιδίπους απάντησε γρήγορα: «Η νύχτα και η ημέρα».

Η Σφίγγα απελπίστηκε, γκρεμίστηκε από τον βράχο και σκοτώθηκε.

Αυτό το πασίγνωστο επεισόδιο έχει ένα ολοφάνερο νόημα: η απάντηση στην ερώτηση της Σφίγγας (και στην αναζήτηση του Οιδίποδα, την οποία, σε μια καίρια στιγμή, συνοψίζει και συμβολίζει) είναι ο άνθρωπος. Για να ανακαλύψει τον εαυτό του ξεκίνησε την περιπλάνησή του ο Οιδίπους. Γύρευε τον πατέρα, τη μητέρα, γύρευε τις ρίζες του, δηλαδή, ο συμβολισμός εδώ είναι η γνώση της αληθινής του φύσης.

Ωστόσο, ο μύθος περικλείει κι άλλο ένα νόημα. Ο Οιδίπους συμβολίζει τον ίδιο τον άνθρωπο. Το μυστικό της ζωής του, της ασύνειδης και τραγικής, είναι το ίδιο με το μυστικό της ανθρώπινης φύσης, το οποίο η συνείδηση αγωνίζεται τις περισσότερες φορές να καταπνίξει, ενώ ο μύθος το φανερώνει με μεταφορικό λόγο. Επειδή ο Οιδίπους ήταν ο μόνος που εξιχνίασε το μυστικό της Σφίγγας και το μυστήριο του ανθρώπου, υπήρξε συγχρόνως ο μόνος που οδήγησε ως τα άκρα την ζήτηση της τρομερής, μα αναπόδραστης αλήθειας. Από τους αρχαίους ακόμη χρόνους θεωρήθηκε ως ένας ήρωας καθ’οδόν προς την επίγνωση.

Ο Οιδίπους μετά τη νίκη του μπήκε θριαμβευτής στη Θήβα, παντρεύτηκε την Ιοκάστη και βασίλεψε στην πόλη. Απέκτησε τρία παιδιά: την Αντιγόνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη( η Ισμήνη είναι επινόηση του Σοφοκλή) και άρχισε γαληνεμένος να απολαμβάνει την ευτυχία. Ήταν ο σωτήρας της πόλης, βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Ο μόνος εφιάλτης, σπρωγμένος όλο και πιο βαθιά στα μύχια της ψυχής του, παρέμενε ο χρησμός των Δελφών και ο Οιδίπους δεν σκόπευε να πάει ποτέ στην Κόρινθο όσο ζούσε ο Πόλυβος.

Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά του μεγάλωσαν. Φαινομενικά όλα ήταν γαλήνια μέχρι που ενέσκηψε λοιμός στην πόλη. Ο λοιμός για τους αρχαίους Έλληνες ήταν σημάδι στίγματος, ηθικού και κοινωνικού, έτσι, η μόνη οδός ήταν το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός ήταν αδυσώπητος:

ένας άνθρωπος, κάτοικος της πόλης, την κηλίδωνε με την παρουσία του. Ο φονιάς του Λάϊου ζούσε ανάμεσά τους, ζωντανός. Όσο θα ζούσε, ο λοιμός και η ακαρπία θα ρήμαζαν την πόλη.

Ο ίδιος ο Οιδίπους ανέλαβε να διεξαγάγει τις έρευνες. Ήθελε να βρει το φονιά, αυτόν που μίαινε ολόκληρη τη Θήβα, τη δική του πόλη- το βασίλειό του, τον κόσμο του.

Από αυτό το σημείο, η τραγωδία του Σοφοκλή εκτυλίσσεται ως ένα αστυνομικό έργο, η πλοκή του οποίου σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από τον Οιδίποδα. Το δράμα ξεκινά όταν μαθαίνει ότι ο φονιάς του Λάϊου είναι ο ίδιος, αντιλαμβανόμενος ότι είναι βασιλοκτόνος, αγνοώντας ότι είναι και πατροκτόνος.

Η αλήθεια και η φρίκη κατοικούν πλέον στο σπίτι του. Η Ιοκάστη προαισθάνεται την αλήθεια. Μέσα στην απελπισία της αυτοκτονεί, αλλά ο Οιδίποδας στρίβει το μαχαίρι της αλήθειας μέχρι το κόκκαλο. Επιθυμεί να φτάσει ως το τέρμα, να μάθει την παραμικρή ανατριχιαστική λεπτομέρεια του μισερού πεπρωμένου του.

Ρωτά, ανακρίνει, δεν αφήνει τίποτε στη σκιά. Όλοι οι μάρτυρες των κρίσιμων στιγμών της ζωής του, ο υπηρέτης του Λάιου που τον είδε να σκοτώνει τον κύριό του, ο βοσκός που τού έσωσε τη ζωή στο βουνό, βρίσκονται μπροστά του- μάρτυρες κατηγορίας, αν και θα ήθελαν να σωπάσουν, να ξεχάσουν, να συνεχίσουν να ζουν.

Ο Οιδίπους βιάζει τις συνειδήσεις, θηρεύει την αλήθεια, ακόμη κι όταν κρύβεται στο σκοτάδι. Μαθαίνει ποιός είναι με τεράστιο κόστος, τόσο μεγάλο και τρομερό, που κανείς άλλος στη θέση του δεν θα ξεσκέπαζε. Αλλά ο Οιδίπους, ο ήρωας, ο συνειδητός άνθρωπος που αναζητά την αλήθεια είναι ένας και μοναδικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου