Απορούσε ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, 2.3.56) με τον Θηραμένη. Γιατί, την ώρα που εκτελείτο η θανατική του ποινή, όπως ο Κριτίας επιθυμούσε, εκείνος βρήκε το κουράγιο για μακάβριο σαρκασμό. Έχοντας μόλις πιει το κώνειο, έπαιξε κότταβο ευφυολογώντας: “Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ.” Ο Θηραμένης έριξε ό,τι ελάχιστο απέμενε στην κούπα και το αφιέρωσε στον “όμορφο Κριτία”. Κι έκανε έτσι κάλεσμα ερωτικό στον πλέον στυγερό από τους Τυράννους που είχαν αιματοκυλήσει τον αθηναϊκό δήμο. Τον προσκάλεσε στον τάφο του, προβλέποντας δυσοίωνα ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Υπό κανονικές συνθήκες, ο κότταβος ήταν συνηθισμένος στα συμπόσια. Αφορούσε, λοιπόν, και τις εταίρες. Σε μια γνωστή σκηνή, αποτυπωμένη στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, αναπαρίστανται τέσσερις, γυμνές και ξαπλωμένες σε ανάκλιντρα με μαξιλάρια. Δύο επιδίδονται σε βαριά οινοποσία. Μια άλλη παίζει τον αυλό. Η τέταρτη ετοιμάζεται να παίξει κότταβο, αφιερώνοντας σε κάποιον Λέαγρο. Η συνοδευτική επιγραφή αποτυπώνει τη φωνή της: “τίν τάνδε λατάσσω.”
Υψώνοντας την κούπα, όσοι κι όσες εμπλέκονταν στον κότταβο, έκαναν καταρχάς προπόσεις. Στη συνέχεια, κρατώντας την κούπα από τη μια λαβή, εκσφενδόνιζαν κρασί, έτσι ώστε αυτό να διαγράψει καμπύλη τροχιά και να καταλήξει σε ορισμένο στόχο μέσα στο δωμάτιο. Συχνά, οι βολές κατευθύνονταν προς ένα μικρό δίσκο που είτε ισορροπούσε πάνω σε όρθια ράβδο, είτε επέπλεε μέσα σε λεκάνη γεμάτη με νερό. Κι έτσι, με τον κότταβο συνυφαίνονταν στοιχεία που κινητοποιούσαν το σώμα και την προσοχή: το παιγνιώδες πνεύμα του αριστοκρατικού ανταγωνισμού, η φυσική ικανότητα και, οπωσδήποτε, το στυλ. Πολλά εξαρτώντο από τη γωνία και το λύγισμα του καρπού. Έπρεπε να αφήνεται το χέρι χαλαρό και να “χει μια ορισμένη τέχνη ο τρόπος με τον οποίο συγκρατείτο η κούπα. “Τα δάχτυλα να αγκαλιάζουν κυκλικά τη λαβή, ακριβώς όπως, στη μουσική, τυλίγονται γύρω από έναν αυλό”, εξηγούσε ένα απόσπασμα κωμωδίας του Αντιφάνη (fr. 57 K.-A., 14-20) που σώζει ο Αθήναιος, ο οποίος σπεύδει να διευκρινίσει: “δηλαδή με ευρυθμία, με τον καρπό χαλαρό και χωρίς να “ναι το χέρι σφιγμένο” (Δειπνοσοφισταί 15. 667b). Πολλά έπαιζαν ρόλο, ακόμη κι η ποσότητα του κρασιού που θα διευκόλυνε την “ακριβή ευχέρεια της βολής” (Δειπνοσοφισταί 15. 667e). Από τεχνική άποψη, μια μικρή γουλιά κρατημένη στην κούπα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική έναντι μιας μεγαλύτερης δόσης. Αυτό, εξάλλου, υποδήλωνε και το οπωσδήποτε σημαντικό: τη μέθη και τη συνακόλουθη διάθεση για κραιπάλη.
Οι συμπαραδηλώσεις των χειρονομιών στο παιχνίδι έχουν ήδη γίνει εμφανείς. Ο ερωτικός τους χαρακτήρας εξηγείται και σ” ένα απόσπασμα του έργου Περί Μέθης του Θεοφράστου, που μας είναι γνωστό πάλι από τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 10. 427d): “οι σπονδές είναι αφιερωμένες στους θεούς κι ο κότταβος στους εραστές”. Με λόγια απλά. Ο κότταβος δεν ήταν απλό συμποτικό παιχνίδι ευστοχίας. Παιζότανε για να φλερτάρεις, να κερδίσεις εύνοια και να οδηγήσεις ταίρι στο κρεβάτι σου. Η επιτυχία στο σημάδι περιελάμβανε αναπόφευκτα και το στοιχείο της τυχαιότητας και, έτσι, λειτουργούσε ως οιωνός για την κατάληξη που θα είχε ο πόθος. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με τη γνωστή επιδίωξη καλοτυχίας, που πραγματώνεται με μάδημα της μαργαρίτας και με ψελλίσματα του τύπου “μ” αγαπά, δεν μ” αγαπά” ή του “μη με λησμόνει”. Όμως, στον κότταβο, ο οιωνός δεν ήταν προϊόν ούτε μοναχικής ούτε παθητικής αφαίρεσης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας έκθεσης δημόσιας, του ρίσκου για μια πρόσκληση και πρόκληση ενώπιον κοινού. Ερχότανε ως επιβράβευση μιας στάσης ενεργητικής ή μάλλον επιθετικής απέναντι στα πράγματα. Και οδηγούσε στην επικύρωση μιας ιεραρχίας που είχε νικητές και ηττημένους. Με τέτοιους όρους το έθετε και το απόσπασμα της κωμωδίας του Αντιφάνη που παραθέτει ο Αθήναιος: στον κότταβο κρινόταν ποιος θα είναι ο “κρατῶν” (στ. 9).
Κακά τα ψέμματα. Ο κότταβος αποτελούσε έκφραση μιας κατεξοχήν ανδρικής ή μάλλον ανδροκρατικής πρακτικής. Ήταν η αναγνώριση μιας πολλαπλώς επιδεικνυόμενης ικανότητας, της αριστοκρατικής ικανότητας του κυνηγού, που επιδέξια έπαλλε τη χορδή του τόξου του στοχεύεοντας το θήραμά του. Οι εταίρες όφειλαν να υπακούουν στους κανόνες του, όπως έκαναν και με κάθε άλλη πρακτική που εφαρμοζόταν στα συμπόσια. Ίσως γι” αυτό συχνά τις απεικόνιζαν και τόσο σωματώδεις και μυώδεις οι αγγειογράφοι. Όταν οι εταίρες έπαιζαν κότταβο, όπως εκείνες στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, δεν εξασφάλιζαν απλώς την ένταξη και αποδοχή τους στον ανδρικό κόσμο των συμποσίων. Αποκτούσαν και τους ανδρικούς τρόπους. Οι εταίρες έμοιαζαν, στα μάτια των ζωγράφων και του κοινού που κατανάλωνε τα έργα τους, ανδροπρεπείς.
Υπό κανονικές συνθήκες, ο κότταβος ήταν συνηθισμένος στα συμπόσια. Αφορούσε, λοιπόν, και τις εταίρες. Σε μια γνωστή σκηνή, αποτυπωμένη στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, αναπαρίστανται τέσσερις, γυμνές και ξαπλωμένες σε ανάκλιντρα με μαξιλάρια. Δύο επιδίδονται σε βαριά οινοποσία. Μια άλλη παίζει τον αυλό. Η τέταρτη ετοιμάζεται να παίξει κότταβο, αφιερώνοντας σε κάποιον Λέαγρο. Η συνοδευτική επιγραφή αποτυπώνει τη φωνή της: “τίν τάνδε λατάσσω.”
Υψώνοντας την κούπα, όσοι κι όσες εμπλέκονταν στον κότταβο, έκαναν καταρχάς προπόσεις. Στη συνέχεια, κρατώντας την κούπα από τη μια λαβή, εκσφενδόνιζαν κρασί, έτσι ώστε αυτό να διαγράψει καμπύλη τροχιά και να καταλήξει σε ορισμένο στόχο μέσα στο δωμάτιο. Συχνά, οι βολές κατευθύνονταν προς ένα μικρό δίσκο που είτε ισορροπούσε πάνω σε όρθια ράβδο, είτε επέπλεε μέσα σε λεκάνη γεμάτη με νερό. Κι έτσι, με τον κότταβο συνυφαίνονταν στοιχεία που κινητοποιούσαν το σώμα και την προσοχή: το παιγνιώδες πνεύμα του αριστοκρατικού ανταγωνισμού, η φυσική ικανότητα και, οπωσδήποτε, το στυλ. Πολλά εξαρτώντο από τη γωνία και το λύγισμα του καρπού. Έπρεπε να αφήνεται το χέρι χαλαρό και να “χει μια ορισμένη τέχνη ο τρόπος με τον οποίο συγκρατείτο η κούπα. “Τα δάχτυλα να αγκαλιάζουν κυκλικά τη λαβή, ακριβώς όπως, στη μουσική, τυλίγονται γύρω από έναν αυλό”, εξηγούσε ένα απόσπασμα κωμωδίας του Αντιφάνη (fr. 57 K.-A., 14-20) που σώζει ο Αθήναιος, ο οποίος σπεύδει να διευκρινίσει: “δηλαδή με ευρυθμία, με τον καρπό χαλαρό και χωρίς να “ναι το χέρι σφιγμένο” (Δειπνοσοφισταί 15. 667b). Πολλά έπαιζαν ρόλο, ακόμη κι η ποσότητα του κρασιού που θα διευκόλυνε την “ακριβή ευχέρεια της βολής” (Δειπνοσοφισταί 15. 667e). Από τεχνική άποψη, μια μικρή γουλιά κρατημένη στην κούπα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική έναντι μιας μεγαλύτερης δόσης. Αυτό, εξάλλου, υποδήλωνε και το οπωσδήποτε σημαντικό: τη μέθη και τη συνακόλουθη διάθεση για κραιπάλη.
Οι συμπαραδηλώσεις των χειρονομιών στο παιχνίδι έχουν ήδη γίνει εμφανείς. Ο ερωτικός τους χαρακτήρας εξηγείται και σ” ένα απόσπασμα του έργου Περί Μέθης του Θεοφράστου, που μας είναι γνωστό πάλι από τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 10. 427d): “οι σπονδές είναι αφιερωμένες στους θεούς κι ο κότταβος στους εραστές”. Με λόγια απλά. Ο κότταβος δεν ήταν απλό συμποτικό παιχνίδι ευστοχίας. Παιζότανε για να φλερτάρεις, να κερδίσεις εύνοια και να οδηγήσεις ταίρι στο κρεβάτι σου. Η επιτυχία στο σημάδι περιελάμβανε αναπόφευκτα και το στοιχείο της τυχαιότητας και, έτσι, λειτουργούσε ως οιωνός για την κατάληξη που θα είχε ο πόθος. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με τη γνωστή επιδίωξη καλοτυχίας, που πραγματώνεται με μάδημα της μαργαρίτας και με ψελλίσματα του τύπου “μ” αγαπά, δεν μ” αγαπά” ή του “μη με λησμόνει”. Όμως, στον κότταβο, ο οιωνός δεν ήταν προϊόν ούτε μοναχικής ούτε παθητικής αφαίρεσης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας έκθεσης δημόσιας, του ρίσκου για μια πρόσκληση και πρόκληση ενώπιον κοινού. Ερχότανε ως επιβράβευση μιας στάσης ενεργητικής ή μάλλον επιθετικής απέναντι στα πράγματα. Και οδηγούσε στην επικύρωση μιας ιεραρχίας που είχε νικητές και ηττημένους. Με τέτοιους όρους το έθετε και το απόσπασμα της κωμωδίας του Αντιφάνη που παραθέτει ο Αθήναιος: στον κότταβο κρινόταν ποιος θα είναι ο “κρατῶν” (στ. 9).
Κακά τα ψέμματα. Ο κότταβος αποτελούσε έκφραση μιας κατεξοχήν ανδρικής ή μάλλον ανδροκρατικής πρακτικής. Ήταν η αναγνώριση μιας πολλαπλώς επιδεικνυόμενης ικανότητας, της αριστοκρατικής ικανότητας του κυνηγού, που επιδέξια έπαλλε τη χορδή του τόξου του στοχεύεοντας το θήραμά του. Οι εταίρες όφειλαν να υπακούουν στους κανόνες του, όπως έκαναν και με κάθε άλλη πρακτική που εφαρμοζόταν στα συμπόσια. Ίσως γι” αυτό συχνά τις απεικόνιζαν και τόσο σωματώδεις και μυώδεις οι αγγειογράφοι. Όταν οι εταίρες έπαιζαν κότταβο, όπως εκείνες στον Ψυκτήρα του Ευφρονίου, δεν εξασφάλιζαν απλώς την ένταξη και αποδοχή τους στον ανδρικό κόσμο των συμποσίων. Αποκτούσαν και τους ανδρικούς τρόπους. Οι εταίρες έμοιαζαν, στα μάτια των ζωγράφων και του κοινού που κατανάλωνε τα έργα τους, ανδροπρεπείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου