Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα ενός διαλόγου μεταξύ του Λουτσιάνο Κάνφορα και του Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι, που έγινε στην ιστορική έδρα του παλαιότερου Πανεπιστημίου της Μπολόνια. Διεθνώς γνωστός ως ιστορικός των αρχαίων χρόνων, ο Λουτσιάνο Κάν- φορα διδάσκει Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι. Ο Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο.
Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι:
Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου σας «Intervista sul potere» (Laterza, 2013) αναφέρεστε στην επιστροφή στην κυριαρχία των ολιγαρχιών, έπειτα από δύο αιώνες δημοκρατικών αγώνων, ως ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα του κόσμου στον οποίο ζούμε. Και εγώ νομίζω ότι αυτό είναι το κυριότερο πρόβλημα του καιρού μας. Εδώ βρίσκεται ίσως το κλειδί για να κατανοήσουμε αυτό που συνήθως δεν γίνεται κατανοητό, ξεκινώντας από το τέλος της πολιτικής και από τον θρίαμβο της τεχνικής, που κρύβει το πρόσωπο της εξουσίας, τις μορφές της, τους πρωταγωνιστές της. Σε ένα πρόσφατο άρθρο μου έχω ορίσει την ολιγαρχία ως το καθεστώς της ανισότητας, του προνομίου, της κρυφής και ανεύθυνης εξουσίας, δηλαδή της διακυβέρνησης που συγκεντρώνεται σε λίγους, οι οποίοι αντιστέκονται στην αλλαγή. Παραμένουν στην εξουσία πάντοτε οι ίδιοι και αναπαράγονται με αλληλέγγυα συνενοχή και πελατειακές σχέσεις. Οι μορφές της δημοκρατίας κλονίζονται αλλά δεν ανατρέπονται. Η ουσία όμως της δημοκρατίας χάνεται. Ο καιρός μας είναι, νομίζω, ο καιρός της δημοκρατικής υποκρισίας και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα.
Αυτή η εκτίμηση δεν παραγνωρίζει εκείνον που ο Μίχελς είχε ορίσει ως «σιδερένιο νόμο των ολιγαρχιών». Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ηγετικές ομάδες υπήρχαν και υπάρχουν πάντοτε και παίζουν αποφασιστικό ρόλο τόσο στα κόμματα όσο και στα δημοκρατικά κράτη κάθε τύπου. Υπάρχει όμως μια διαφορά μεταξύ των ελίτ που είναι ανοιχτές στην εναλλαγή και την αντικατάσταση και ελέγχονται από ισχυρές αντιεξουσίες, όπως η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και ο ελεύθερος Τύπος, και των κλειστών ολιγαρχιών. Στο βιβλίο σας αναφέρεστε σε μιαν επιστροφή στα «αρχικά» χαρακτηριστικά των παλαιών ολιγαρχιών, που βασίζονταν κυρίως στον πλούτο και την αριστοκρατική καταγωγή. Με ποιον τρόπο εκδηλώνεται κατά τη γνώμη σας αυτή η επιστροφή;
Λουτσιάνο Κάνφορα:
Ο νους μου πάει κυρίως σε μακροσκοπικά και ταυτόχρονα διδακτικά φαινόμενα. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών εκλέγεται (έστω από μια μειοψηφία όσων έχουν δικαίωμα ψήφου, δεδομένης της πελώριας αποχής του αμερικανικού εκλογικού σώματος), αλλά τις θεμελιώδεις αποφάσεις τις παίρνουν άλλοι. Τις παίρνουν δυνάμεις καθοριστικές που κινούνται στο παρασκήνιο και που μπορούν στο βάθος να περιφρονούν τους εκλογικούς τύπους. Προκειμένου να υπηρετηθούν οι σκοποί της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεμονίας είναι αναγκαία μια προκλητική και παράνομη ηλεκτρονική κατασκοπία; Ο πρόεδρος ίσως να αγνοεί ακόμα και την ύπαρξή της, αλλά αυτή πραγματοποιείται χωρίς αναστολές από εκείνους που κατέχουν την εξουσία, ακόμα και με τίμημα σοβαρές κρίσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους καθώς και με τους Ρώσους ή Κινέζους ανταγωνιστές. Ο πρόεδρος διακηρύσσει δημόσια την αντίθεσή του στο ανθηρό και ελεύθερο εμπόριο των όπλων, τα αποτελέσματα του οποίου είναι τρομερά; Το ισχυρότατο λόμπι των παραγωγών όπλων παραλύει όμως κάθε σχετική απόφαση. Αυτή είναι η ουσία της μεγάλης αμερικανικής πραγματικότητας και αυτό είναι το μοντέλο που σταδιακά επικρατεί παντού. Ο Μίχελς είχε συλλάβει ένα «νόμο», αλλά η πραγματικότητα που αυτός μελέτησε ήταν μικρό πράγμα σε σχέση με τη σκληρή και ανησυχητική πραγματικότητα που έχουμε μπροστά στα μάτια μας. Η ανάλυση του Μίχελς και των δασκάλων του, των θεωρητικών των ελίτ, αναφερόταν σε πολιτικούς σχηματισμούς του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως τα πολιτικά κόμματα ή γενικότερα η πολιτική τάξη. Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική τάξη έχει υποκατασταθεί στον ρόλο της, παρ’ όλο που παραμένει στη θέση της, από δυνάμεις με πολύ μεγαλύτερο βάρος και ισχύ, οι οποίες διαφεύγουν ολικά από το εκλογικό «παιχνίδι» ή από τον λαϊκό έλεγχο. Αυτές είναι οι νέες ολιγαρχίες. Πριν προσπαθήσουμε να τις καταπολεμήσουμε, χρειάζεται να κατορθώσουμε να φανερώσουμε τον χαρακτήρα τους και την κυριαρχία τους. Θα θέλαμε έναν νέο Μαρξ, ικανό να μελετήσει τη χρηματοοικονομική εξουσία του παρόντος και του επερχόμενου μέλλοντος.
Για την ώρα, ωστόσο, οφείλουμε να αρκεστούμε στους ταλμουδιστές (είναι όλο και λιγότεροι), που ασχολούνται με την ερμηνεία του «παλαιού» Μαρξ, ενώ η πραγματικότητα που βρίσκεται μπροστά μας και δεσπόζει πάνω μας ζητάει ήδη να «αποκαλυφθεί» από τη ρίζα της. Και χωρίς την ευγενική και εχέμυθη συμβολή των «τεχνικών», οι οποίοι σίγουρα διαθέτουν ειδικές γνώσεις, αλλά είναι συνένοχοι των νέων εξουσιών που κινούν τα νήματα στα κέντρα των αποφάσεων.
Ο Πλάτων, στην «Πολιτεία» του, είχε οραματιστεί ότι στην κορυφή του ιδεώδους κράτους θα βρίσκονταν οι «φιλόσοφοι-κυβερνήτες», οι οποίοι θα έφταναν με ασκητική αφοσίωση στην κατανόηση και τη θεώρηση του ύψιστου αγαθού και του ορθού και γι’ αυτό θα νομιμοποιούνταν να κυβερνούν όλους τους άλλους. Στη θέση των φιλοσόφων-κυβερνητών ο δικός μας παντοδύναμος, πλούσιος και υπερεξοπλισμένος «Πρώτος Κόσμος» έχει τοποθετήσει τους μεγάλους γνώστες, τους πρωταγωνιστές της οικονομίας. Αυτοί γνωρίζουν αυτό που θέλουν, αλλά φοβάμαι ότι δεν θέλουν ούτε το ύψιστο αγαθό ούτε τη δικαιοσύνη. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί (καθώς δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε αδρανείς και παθητικά την έλευση του «μεγάλου αναλυτή» της νεωτερικότητας) είναι το ακόλουθο: Σε μια τέτοια κατάσταση ποια δυνατότητα υπάρχει να αποκτήσουμε ξανά, ως κοινοί πολίτες, τη δύναμη να επηρεάζουμε την πορεία των γεγονότων;
Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι:
Μιλήσατε για δυνάμεις που δρουν στο παρασκήνιο. Τέτοιες δυνάμεις υπήρχαν πάντοτε. Το ότι η πολιτική «στη σκηνή» των θεσμών είναι μια σκηνοθεσία για να αποσπά τα μάτια του κοινού από την πραγματικότητα της εξουσίας (η οποία «βρίσκεται στον βαθύτερο πυρήνα του μυστικού», έγραψε ο Ελίας Κανέτι) είναι μια ρεαλιστική ιδέα. Κάποτε το παρασκήνιο αντιμετωπιζόταν ως ο τόπος του σκοταδιού, της ίντριγκας, των συνωμοσιών, των ανομολόγητων πράξεων. Ολα αυτά ήταν αρνητικά πράγματα, που έπρεπε να καταπολεμούνται δημόσια με θεσμούς που λένε πάντοτε την αλήθεια. Σήμερα;
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι καινούργιο. Οι συνέπειες πάνω στη ζωή των ανθρώπων είναι προφανείς, όπως προφανής είναι και η αιτία: η επικυριαρχία της απορρυθμισμένης οικονομίας που ελέγχεται από το κερδοσκοπικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Είναι όμως μια ασώματη αιτία, η οποία, προς το παρόν, φαίνεται ασύλληπτη, κρυμμένη, σαν να βρίσκεται πίσω από ένα πέπλο. Διαπιστώνουμε την παρακμή της πολιτικής και είμαστε θεατές της παντομίμας των τελετουργικών της: πρόσωπα ανυπόστατα που παρουσιάζονται ως «τεχνοκράτες» και αποκαλύπτονται εκτελεστές της βούλησης άλλων· «θέσεις» ως λάφυρο μιας πάλης που, καταχρώμενη τη λέξη, συνεχίζει να αποκαλείται πολιτική· κανένα σχέδιο που να διαθέτει αυτονομία· συνθήματα τόσο αφηρημένα όσο και επιτακτικά: το ζητούν οι: η «Ευρώπη», η «ανάπτυξη», ο «ανταγωνισμός».
Αυτή η παρακμή είναι η συνέπεια εκείνου που είναι σήμερα ο αληθινός «πυρήνας της εξουσίας». Για να μπορέσουμε να αντιταχθούμε σε αυτόν με τα μέσα της δημοκρατίας, πρέπει πάνω απ’ όλα να τον κατανοήσουμε, χωρίς να αρκούμαστε μόνον να θρηνούμε για τις συνέπειές του μπερδεύοντάς τες με τις αιτίες του.
Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι:
Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου σας «Intervista sul potere» (Laterza, 2013) αναφέρεστε στην επιστροφή στην κυριαρχία των ολιγαρχιών, έπειτα από δύο αιώνες δημοκρατικών αγώνων, ως ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα του κόσμου στον οποίο ζούμε. Και εγώ νομίζω ότι αυτό είναι το κυριότερο πρόβλημα του καιρού μας. Εδώ βρίσκεται ίσως το κλειδί για να κατανοήσουμε αυτό που συνήθως δεν γίνεται κατανοητό, ξεκινώντας από το τέλος της πολιτικής και από τον θρίαμβο της τεχνικής, που κρύβει το πρόσωπο της εξουσίας, τις μορφές της, τους πρωταγωνιστές της. Σε ένα πρόσφατο άρθρο μου έχω ορίσει την ολιγαρχία ως το καθεστώς της ανισότητας, του προνομίου, της κρυφής και ανεύθυνης εξουσίας, δηλαδή της διακυβέρνησης που συγκεντρώνεται σε λίγους, οι οποίοι αντιστέκονται στην αλλαγή. Παραμένουν στην εξουσία πάντοτε οι ίδιοι και αναπαράγονται με αλληλέγγυα συνενοχή και πελατειακές σχέσεις. Οι μορφές της δημοκρατίας κλονίζονται αλλά δεν ανατρέπονται. Η ουσία όμως της δημοκρατίας χάνεται. Ο καιρός μας είναι, νομίζω, ο καιρός της δημοκρατικής υποκρισίας και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα.
Αυτή η εκτίμηση δεν παραγνωρίζει εκείνον που ο Μίχελς είχε ορίσει ως «σιδερένιο νόμο των ολιγαρχιών». Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ηγετικές ομάδες υπήρχαν και υπάρχουν πάντοτε και παίζουν αποφασιστικό ρόλο τόσο στα κόμματα όσο και στα δημοκρατικά κράτη κάθε τύπου. Υπάρχει όμως μια διαφορά μεταξύ των ελίτ που είναι ανοιχτές στην εναλλαγή και την αντικατάσταση και ελέγχονται από ισχυρές αντιεξουσίες, όπως η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και ο ελεύθερος Τύπος, και των κλειστών ολιγαρχιών. Στο βιβλίο σας αναφέρεστε σε μιαν επιστροφή στα «αρχικά» χαρακτηριστικά των παλαιών ολιγαρχιών, που βασίζονταν κυρίως στον πλούτο και την αριστοκρατική καταγωγή. Με ποιον τρόπο εκδηλώνεται κατά τη γνώμη σας αυτή η επιστροφή;
Λουτσιάνο Κάνφορα:
Ο νους μου πάει κυρίως σε μακροσκοπικά και ταυτόχρονα διδακτικά φαινόμενα. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών εκλέγεται (έστω από μια μειοψηφία όσων έχουν δικαίωμα ψήφου, δεδομένης της πελώριας αποχής του αμερικανικού εκλογικού σώματος), αλλά τις θεμελιώδεις αποφάσεις τις παίρνουν άλλοι. Τις παίρνουν δυνάμεις καθοριστικές που κινούνται στο παρασκήνιο και που μπορούν στο βάθος να περιφρονούν τους εκλογικούς τύπους. Προκειμένου να υπηρετηθούν οι σκοποί της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεμονίας είναι αναγκαία μια προκλητική και παράνομη ηλεκτρονική κατασκοπία; Ο πρόεδρος ίσως να αγνοεί ακόμα και την ύπαρξή της, αλλά αυτή πραγματοποιείται χωρίς αναστολές από εκείνους που κατέχουν την εξουσία, ακόμα και με τίμημα σοβαρές κρίσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους καθώς και με τους Ρώσους ή Κινέζους ανταγωνιστές. Ο πρόεδρος διακηρύσσει δημόσια την αντίθεσή του στο ανθηρό και ελεύθερο εμπόριο των όπλων, τα αποτελέσματα του οποίου είναι τρομερά; Το ισχυρότατο λόμπι των παραγωγών όπλων παραλύει όμως κάθε σχετική απόφαση. Αυτή είναι η ουσία της μεγάλης αμερικανικής πραγματικότητας και αυτό είναι το μοντέλο που σταδιακά επικρατεί παντού. Ο Μίχελς είχε συλλάβει ένα «νόμο», αλλά η πραγματικότητα που αυτός μελέτησε ήταν μικρό πράγμα σε σχέση με τη σκληρή και ανησυχητική πραγματικότητα που έχουμε μπροστά στα μάτια μας. Η ανάλυση του Μίχελς και των δασκάλων του, των θεωρητικών των ελίτ, αναφερόταν σε πολιτικούς σχηματισμούς του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως τα πολιτικά κόμματα ή γενικότερα η πολιτική τάξη. Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική τάξη έχει υποκατασταθεί στον ρόλο της, παρ’ όλο που παραμένει στη θέση της, από δυνάμεις με πολύ μεγαλύτερο βάρος και ισχύ, οι οποίες διαφεύγουν ολικά από το εκλογικό «παιχνίδι» ή από τον λαϊκό έλεγχο. Αυτές είναι οι νέες ολιγαρχίες. Πριν προσπαθήσουμε να τις καταπολεμήσουμε, χρειάζεται να κατορθώσουμε να φανερώσουμε τον χαρακτήρα τους και την κυριαρχία τους. Θα θέλαμε έναν νέο Μαρξ, ικανό να μελετήσει τη χρηματοοικονομική εξουσία του παρόντος και του επερχόμενου μέλλοντος.
Για την ώρα, ωστόσο, οφείλουμε να αρκεστούμε στους ταλμουδιστές (είναι όλο και λιγότεροι), που ασχολούνται με την ερμηνεία του «παλαιού» Μαρξ, ενώ η πραγματικότητα που βρίσκεται μπροστά μας και δεσπόζει πάνω μας ζητάει ήδη να «αποκαλυφθεί» από τη ρίζα της. Και χωρίς την ευγενική και εχέμυθη συμβολή των «τεχνικών», οι οποίοι σίγουρα διαθέτουν ειδικές γνώσεις, αλλά είναι συνένοχοι των νέων εξουσιών που κινούν τα νήματα στα κέντρα των αποφάσεων.
Ο Πλάτων, στην «Πολιτεία» του, είχε οραματιστεί ότι στην κορυφή του ιδεώδους κράτους θα βρίσκονταν οι «φιλόσοφοι-κυβερνήτες», οι οποίοι θα έφταναν με ασκητική αφοσίωση στην κατανόηση και τη θεώρηση του ύψιστου αγαθού και του ορθού και γι’ αυτό θα νομιμοποιούνταν να κυβερνούν όλους τους άλλους. Στη θέση των φιλοσόφων-κυβερνητών ο δικός μας παντοδύναμος, πλούσιος και υπερεξοπλισμένος «Πρώτος Κόσμος» έχει τοποθετήσει τους μεγάλους γνώστες, τους πρωταγωνιστές της οικονομίας. Αυτοί γνωρίζουν αυτό που θέλουν, αλλά φοβάμαι ότι δεν θέλουν ούτε το ύψιστο αγαθό ούτε τη δικαιοσύνη. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί (καθώς δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε αδρανείς και παθητικά την έλευση του «μεγάλου αναλυτή» της νεωτερικότητας) είναι το ακόλουθο: Σε μια τέτοια κατάσταση ποια δυνατότητα υπάρχει να αποκτήσουμε ξανά, ως κοινοί πολίτες, τη δύναμη να επηρεάζουμε την πορεία των γεγονότων;
Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι:
Μιλήσατε για δυνάμεις που δρουν στο παρασκήνιο. Τέτοιες δυνάμεις υπήρχαν πάντοτε. Το ότι η πολιτική «στη σκηνή» των θεσμών είναι μια σκηνοθεσία για να αποσπά τα μάτια του κοινού από την πραγματικότητα της εξουσίας (η οποία «βρίσκεται στον βαθύτερο πυρήνα του μυστικού», έγραψε ο Ελίας Κανέτι) είναι μια ρεαλιστική ιδέα. Κάποτε το παρασκήνιο αντιμετωπιζόταν ως ο τόπος του σκοταδιού, της ίντριγκας, των συνωμοσιών, των ανομολόγητων πράξεων. Ολα αυτά ήταν αρνητικά πράγματα, που έπρεπε να καταπολεμούνται δημόσια με θεσμούς που λένε πάντοτε την αλήθεια. Σήμερα;
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι καινούργιο. Οι συνέπειες πάνω στη ζωή των ανθρώπων είναι προφανείς, όπως προφανής είναι και η αιτία: η επικυριαρχία της απορρυθμισμένης οικονομίας που ελέγχεται από το κερδοσκοπικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Είναι όμως μια ασώματη αιτία, η οποία, προς το παρόν, φαίνεται ασύλληπτη, κρυμμένη, σαν να βρίσκεται πίσω από ένα πέπλο. Διαπιστώνουμε την παρακμή της πολιτικής και είμαστε θεατές της παντομίμας των τελετουργικών της: πρόσωπα ανυπόστατα που παρουσιάζονται ως «τεχνοκράτες» και αποκαλύπτονται εκτελεστές της βούλησης άλλων· «θέσεις» ως λάφυρο μιας πάλης που, καταχρώμενη τη λέξη, συνεχίζει να αποκαλείται πολιτική· κανένα σχέδιο που να διαθέτει αυτονομία· συνθήματα τόσο αφηρημένα όσο και επιτακτικά: το ζητούν οι: η «Ευρώπη», η «ανάπτυξη», ο «ανταγωνισμός».
Αυτή η παρακμή είναι η συνέπεια εκείνου που είναι σήμερα ο αληθινός «πυρήνας της εξουσίας». Για να μπορέσουμε να αντιταχθούμε σε αυτόν με τα μέσα της δημοκρατίας, πρέπει πάνω απ’ όλα να τον κατανοήσουμε, χωρίς να αρκούμαστε μόνον να θρηνούμε για τις συνέπειές του μπερδεύοντάς τες με τις αιτίες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου