Πόσο οικείες ακούγονται φράσεις όπως: «Η φωνή μου θα αρχίσει να τρέμει και θα γίνω ρεζίλι» ή «Δε θα έχω τίποτα να πω, θα φανώ βαρετός/ή». Πόσο γνώριμο είναι το συναίσθημα του έντονου άγχους όταν μιλάμε μπροστά σε κοινό, όταν γνωρίζουμε καινούργιους ανθρώπους ή όταν είμαστε το κέντρο της προσοχής μιας παρέας.
Όλοι μας έχουμε νιώσει το αίσθημα της ντροπής σε καταστάσεις όπως οι παραπάνω, όπου είμαστε εκτεθειμένοι σε βλέμματα και, ίσως, την κριτική τρίτων. Όταν η αγωνία της έκθεσης παίρνει μεγάλες διαστάσεις, ξεπερνά τα όρια της ντροπαλότητας, δημιουργεί ανησυχία για αρνητική κριτική και οδηγεί στην αποφυγή των κοινωνικών συνευρέσεων, προμηνύεται η ύπαρξη της κοινωνικής φοβίας.
Ο τρομερός φόβος και η απειλή που νιώθει το άτομο, όταν εκτίθεται στην κριτική των τρίτων, δε συνάδει με τις αντικειμενικές συνθήκες που προκαλούν τέτοια συναισθήματα. Σύμφωνα με την τελευταία (5η ) έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ο όρος που είναι προτιμότερος είναι «διαταραχή κοινωνικού άγχους», αν και είναι ευρέως πιο γνωστός ο όρος «κοινωνική φοβία».
Για να διαγνωσθεί κάποιος με τη διαταραχή αυτή θα πρέπει να βιώνει επίμονο άγχος και δυσφορία σε κοινωνικές περιστάσεις για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών και να είναι κοινωνικά δυσλειτουργικός για το ίδιο διάστημα. Οι άνθρωποι που εμφανίζουν τη συγκεκριμένη φοβία επιδεικνύουν ανησυχία και για την εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων. Ένα άτομο που φοβάται ότι θα ιδρώσει μέσα στο πλήθος είναι πιθανό να αποφύγει να χαιρετήσει δια χειραψίας κάποιον ή κάποιος που σκέφτεται ότι θα τρέμουν τα χέρια του θα αποφύγει να φάει, να πιει ή να γράψει μπροστά σε τρίτους.
Οι πάσχοντες, αν και έχουν επίγνωση του υπερβολικού τους άγχους, εντούτοις δυσκολεύονται πολύ να το ελέγξουν. Εξαιτίας αυτής της δυσκολίας, ο φόβος της αποτυχίας ή της γελοιοποίησης μπροστά σε αγνώστους, η έντονη ανησυχία για την παρουσία σε μια επικείμενη κοινωνική εκδήλωση, καθώς και συμπτώματα όπως κοκκίνισμα, δύσπνοια, ναυτία, τρέμουλο, ταχυκαρδία, και εφίδρωση, αποτελούν αγωνιώδεις σκέψεις και επηρεάζουν τις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου. Σε περιπτώσεις που το κοινωνικό άγχος αυξάνεται, είναι σύνηθες κάποιος να αποφεύγει δραστηριότητες με πολύ κόσμο, να παραμένει σιωπηλός ανάμεσα στο πλήθος ή να επιζητεί επίμονα τη συντροφιά κάποιου οικείου προσώπου.
Ποια είναι η πιθανή αιτιολογία;
Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν συσχέτιση ανάμεσα στην εμφάνιση του κοινωνικού άγχους και του κληρονομικού παράγοντα, αφού η εκδήλωση της φοβίας αυτής είναι συνηθέστερη ανάμεσα σε συγγενείς πρώτου βαθμού. Παρ’ όλα αυτά, η επιρροή του περιβάλλοντος και των συνθηκών αποτελεί, βάσει βιβλιογραφίας, το καθοριστικό στοιχείο εμφάνισης της διαταραχής. Παρατηρείται, συχνά, ότι ο φόβος της κριτικής δημιουργείται στο άτομο μέσα από τη διαδικασία μίμησης αντίστοιχων συμπεριφορών των οικείων προσώπων.
Ακόμη, τα παιδιά ακολουθούν τις αντιλήψεις των γονιών τους και εσωτερικεύουν τις πεποιθήσεις τους (π.χ. «αν πεις κάτι λάθος, θα ρεζιλευτείς» ή «ο κόσμος είναι κακός και θα σε κοροϊδέψει»), με αποτέλεσμα όσο πιο φοβικές είναι αυτές οι διδαχές, τόσο πιο πιθανό είναι να εντείνονται οι προκαταλήψεις τους απέναντι στη γνώμη των ξένων. Τα μηνύματα που λαμβάνουν τα παιδιά δεν είναι πάντα λεκτικά. Κατ’ επέκταση, η συμπεριφορά του γονιού, η επιμονή στη «σωστή» δημόσια εικόνα, καθώς και οι δικές του αποφυγές σε κοινωνικό επίπεδο, επηρεάζουν αισθητά τα πιστεύω και τα συναισθήματα των παιδιών.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η εμφάνιση της κοινωνικής φοβίας συσχετίζεται σε πολλές περιπτώσεις με ένα προϋπάρχον τραυματικό γεγονός. Για παράδειγμα, ένα παιδί που στο σχολείο, κατά τη διάρκεια μιας απαγγελίας, έκανε ένα λάθος και δέχτηκε κοροϊδευτικά σχόλια από τους συμμαθητές του, κατέληξε να βιώσει έντονη δυσαρέσκεια και άγχος. Σε γεγονότα σαν αυτό είναι καθοριστική η ερμηνεία του βιώματος και όχι η εμπειρία από μόνη της, για την εκδήλωση της διαταραχής.
Δημιουργείται, έτσι, ένας φαύλος κύκλος όπου όσο το άτομο ερμηνεύει αρνητικά μια εμπειρία έκθεσης, τόσο τα δυσάρεστα συναισθήματα (φόβος, ντροπή, άγχος, απογοήτευση) αυξάνονται και κατ’ επέκταση τόσο το άτομο αποφεύγει να παραστεί σε κοινωνικού τύπου εκδηλώσεις, όπως ομιλία μπροστά σε κοινό, συγκεντρώσεις, ακόμη και φιλικές συναθροίσεις. Η αποφυγή επιφέρει πρόσκαιρη ανακούφιση από τη στρεσογόνο σκέψη ότι θα γίνει ρεζίλι ή ότι θα τον κριτικάρουν, αλλά ουσιαστικά συντηρεί το πρόβλημα, αφού το άτομο αποφεύγοντας την έκθεση, φοβάται όλο και περισσότερο και εν τέλει απομονώνεται.
Επιπτώσεις στην καθημερινότητα
Αυτό το αρνητικό μοτίβο σκέψης και συμπεριφοράς επηρεάζει καθοριστικά τα άτομα με κοινωνική φοβία. Η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους επιφέρει στρες, γι’ αυτό και προτιμάται η μοναξιά από τη συντροφικότητα.
Επομένως, οι προσωπικές σχέσεις δυσκολεύουν και σε κάποιες περιπτώσεις εξαφανίζονται. Σε επαγγελματικό επίπεδο, λόγω του έντονου φόβου κριτικής, οι άνθρωποι που πάσχουν από κοινωνικό άγχος δεν εκφράζουν εύκολα τη γνώμη τους, έχουν μειωμένη πίστη στις δυνατότητες και την αξία τους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να ανελιχθούν και να διεκδικήσουν όσα θέλουν. Η έλλειψη διάθεσης και η θλίψη είναι επακόλουθα αυτού του καταστροφικού τρόπου αντιμετώπισης της καθημερινότητας.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Το έντονο κοινωνικό άγχος μπορεί να καταπολεμηθεί επαρκώς, μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Η γνωσιακή- συμπεριφοριστική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση (CBT) αποτελεί τη συνηθέστερη επιλογή στις μέρες μας για την αντιμετώπιση της κοινωνικής φοβίας. Με τη βοήθεια του ειδικού στοχεύουμε στο να:
-Αναγνωρίσουμε τους λανθασμένους τρόπους σκέψης μας, π.χ. «Ξέρω ότι με κοιτάζει και από μέσα του με κοροϊδεύει» ή «Θα τα κάνω θάλασσα, δε θα μπορέσω να αρθρώσω λέξη μπροστά στο κοινό» ή «Θα είναι καταστροφή, αν καταλάβουν ότι είμαι αγχωμένος/η»
-Κατανοήσουμε τις μη ρεαλιστικές σκέψεις που μας κατακλύζουν και, μέσα από σταδιακή αμφισβήτηση, να τις αντικαταστήσουμε με πιο ρεαλιστικές. Για παράδειγμα, από το «Θα καταλάβουν ότι είμαι πολύ αγχωμένος/η, επειδή κοκκίνισα, και θα γελοιοποιηθώ», να φτάσουμε στο «Το κοκκίνισμα δε συνεπάγεται αυτόματα άγχος- Μπορεί απλώς να φαίνεται ότι ζεστάθηκα πολύ»
-Εκτεθούμε σταδιακά σε καταστάσεις που μας δημιουργούν φόβο, ξεκινώντας από αυτές που είναι διαχειρίσιμες. Έτσι, κατακτώντας τα πιο «εύκολα» στάδια, αποκτούμε αυτοπεποίθηση, για να αντιμετωπίσουμε και τα πιο αγχογόνα
-Εκπαιδευτούμε σε μεθόδους χαλάρωσης και τεχνικές σωστής αναπνοής, για να είμαστε πιο λειτουργικοί, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του φόβου
-Μειώσουμε με αργά και σταθερά βήματα τις συμπεριφορές αποφυγής, για να αποτρέψουμε τη συντήρηση του προβλήματος
-Ακολουθήσουμε μια διαδικασία εκμάθησης κοινωνικών δεξιοτήτων, όπως το πώς κατακτάται η βλεμματική επαφή ή πώς μπορεί να ξεκινήσει κανείς τη συζήτηση με κάποιον άνθρωπο που δεν γνωρίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου