Είμαι συνέχεια σε αναμονή, δεν βλέπω παρά μόνο ό,τι μου αρνούνται…
Υπάρχουν λοιπόν στιγμές που λες «όχι», όταν σκέφτεσαι πως θέλεις να πεις «ναι», ενώ πετάς ένα «ναι», όταν θα ήθελες να προλάβαινες να ξεστομίσεις το «όχι».
Με όρους κίνησης που έχει ένα εκκρεμές, η ζωή σου κινείται μεταξύ των δύο αξόνων που μαθαίνεις από παιδί στην έκφραση της επιθυμίας σου… Και οι λέξεις είναι όλες στη θέση τους… Θα μου πάρεις σοκολάτα; «Όχι, γιατί δεν ήσουν καλό παιδί». Θα μου διαβάσεις παραμύθι για να κοιμηθώ; «Ναι, αν είσαι καλό παιδί».
Κι ενώ έχεις μάθει να τις προφέρεις, υπάρχουν στιγμές που δεν τολμάς να τις ξεστομίσεις. Κι όσο κι αν επαναστατείς εσωτερικά, εκείνες οι συλλαβές παραμένουν μουγκές.
Δεν νομίζεις ότι αυτό από μόνο του δεν αρκεί; Όχι. Πώς δεν αρκεί; Αν με ρωτήσεις, μπορώ να σου πω ότι κάθε φορά που το κάνεις, αρνείσαι ένα κομμάτι της προσωπικής σου αλήθειας, των βαθύτερων επιθυμιών σου. Ο λόγος είναι ότι κάθε επιλογή σου είναι το συγκρουσιακό αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής πάλης μεταξύ των δύο λέξεων που σου προσδίδουν αντίρροπες μεταξύ τους ψυχολογικές τάσεις.
Το ερώτημα που καλείσαι να απαντήσεις είναι: Εμποδίζεις τον εαυτό σου να ζήσει αυτό που επιθυμεί διακαώς να ζήσει ή αναγκάζεσαι να είσαι μονίμως εκεί που δεν θέλεις να είσαι; Κι όμως, μου μυρίζει ψευτοδίλημμα, δεν σου μυρίζει εσένα;
Αυτά τα «όχι», που παραμένουν «όχι» γι’ αυτόν που τα ακούει, πληγώνουν κυρίως όσους μπορεί να έχουν ωστόσο τις καλύτερες προθέσεις. Ενδέχεται να κάνεις προσπάθεια να διακρίνεις το ναι που κρύβεται στο όχι, στα ανείπωτα λόγια. Εκείνα τα «όχι» που κρύβουν μέσα τους ένα δειλό «ναι» που ποτέ δεν θα του το πουν.
Και «Ναι» + «Όχι» = «Ίσως» (;)
Δεν γνωρίζω πώς αντιδράς απέναντι σε κάποιον που δεν αποφασίζει ποτέ να πει ούτε «ναι» ούτε «όχι». Δεν γνωρίζω πως στέκεσαι απέναντι σ’ εκείνους που λένε «ναι» και «όχι» ταυτόχρονα. Πώς θα μπορούσες άλλωστε να συγχρονιστείς με όσους επιλέγουν να ξεγλιστρούν στις συλλαβές τους, ώστε κάποτε να μπορέσετε να πείτε την ίδια συλλαβή ταυτόχρονα;
Και τι γίνεται τελικά με τα «όχι» που υπονοούν το «ναι»; Πώς τα ξεσκεπάζεις;
Αποδίδοντας φόρο τιμής σε όλα τα ναι που έχεις στερηθεί, για λόγους που γνωρίζεις προσωπικά, σου έχει γίνει εξαρτημένο αντανακλαστικό πλέον το όχι. Εδώ και καιρό λοιπόν, πιάνω τον εαυτό μου να λέει σε καθετί καινούριο, «όχι», που όμως θα έπρεπε να είναι «ναι». Ένα καθαρό «ναι» που αχνοφαίνεται πίσω από τα όρια που τίθεντο στα ζητήματα του σημαντικού Άλλου. Ένα δειλό «ναι» που όμως ακούγονταν από όποιον αφουγκραζόταν όσα του μαρτυρούσα. Ένα τρυφερό «ναι» που ξεχνούσε στη στιγμή τα «όχι» που είχαν προηγηθεί. Ήμουν σίγουρη πως ήταν «ναι» αυτό που κρυβόταν πίσω από τα «όχι». Ήμουν πεπεισμένη ότι δεν γελιόμουν. Λέγαμε «όχι» και οι δυο μας στα ίδια πράγματα. Μ’ αυτό τον τρόπο μου έλεγε εκείνος «ναι»…
Υπάρχουν λοιπόν κι εκείνα τα «όχι», τα οποία ακριβώς επειδή λέγονταν συνέχεια, καθώς περνάει ο καιρός, εκλαμβάνονται ως «ναι». Γιατί υπάρχουν πολλοί τρόποι να μένει κανείς ή να δηλώνει την παρουσία του σε μία αγάπη που δεν θέλει ή δεν μπορεί να φανερωθεί. Όπως επίσης υπάρχουν πολλοί τρόποι να φεύγει κανείς ή να είναι απών λόγω της βιαιότητας των συναισθημάτων, στην προοπτική μιας σχέσης διαφορετικής.
Η ασάφεια προσωπικά με τρελαίνει. Στη ζωή μου υποστηρίζω το απόλυτο ναι, το απόλυτο όχι. Ή γίνεται ή δεν γίνεται. Στο μυαλό μου ένα «ίσως» άνοιγε την πόρτα του «ναι» που μόνο εγώ περίμενα. Δεν έμαθα να απαντώ δισύλλαβα. Ένα «ίσως» που έλεγε συγχρόνως τα πάντα και τίποτα, όπως ακριβώς κι εκείνος.
Ένα ειλικρινές «όχι», θα με πείραζε, δεν λέω, αλλά δεν θα μου άφηνε περιθώριο, καμία ελπίδα για αναθεώρηση μιας απόφασης, όπως στο δικό μου όχι, που σε οδηγεί να γυρίσεις σελίδα, είτε το θέλεις είτε όχι. Ένα «όχι» που θα σε υποχρεώνει να δει το τέλος. Κι αυτό αγαπητέ/ή μου είναι το ρίσκο που δεν θέλεις να πάρεις όταν παίζεις με τις συλλαβές.
Οφείλω να παραδεχτώ ότι ένα «ίσως» μ’ ενοχλεί, κι όποτε κατέφυγα στη λογική του, το έκανα για να πικάρω ή να παγώσω τον άλλο. Είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις τι σου γίνεται, όταν τίποτε δεν είναι σίγουρο, όταν δεν έχεις εκ των πραγμάτων την άνεση να τοποθετηθείς απέναντι σ’ έναν συνομιλητή που δεν ξέρει ποτέ αν βρίσκεται εδώ ή αλλού. Το αλλού της αοριστίας μιας αναποφασιστικότητας… το αλλού της παθολογικής ανικανότητας μιας επιλογής… το αλλού μιας αμηχανίας που καταντά να είναι μεταδοτική.
Κι εκεί ακριβώς προσκολλάσαι σ’ ένα «ίσως» που νομίζεις ότι μπορεί και να πεισθεί να γίνει «ναι», να συγχωνευθεί, δύο συλλαβές σε μία και μοναδική, αυτή που περιμένεις να ακούσεις.
Κι ενώ παλεύεις τόσο πολύ να πείσεις τον Άλλο να πει «ναι», δεν ακούς ότι η ηχώ του φωνάζει το απόλυτο «όχι», επειδή εκείνος έμαθε να παίζει με το «ίσως». Οφείλω να σου πω ότι γνωρίζεις καλύτερα τι θέλεις, όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος μ’ έναν Άλλο που δεν ξέρει τι θέλει. Έχοντας επικεντρώσει την προσοχή σου στη μελλοντική απόσπαση του «ναι», που θα σ’ ελευθέρωνε τελικά από την αναμονή, ξεχνάς καμιά φορά να αναρωτηθείς αν ένα «ναι» του Άλλου θα εκπλήρωνε τις προσδοκίες σου. Από ένα ατάλαντο «ναι» που τελικά θα σε προδώσει, όταν ανακαλύψεις ότι όλα εκείνα τα «ίσως», δεν προτίθενται να σε οδηγήσουν ποτέ σ’ ένα αυτόνομο και ξεκάθαρο «ναι».
Εξ’ ου και η ετυμηγορία, κατά τη ρήση του Καβάφη …σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα, που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι, να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το 'χει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του. Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξανάλεγε. Κι όμως, τον καταβάλλει εκείνο το όχι- το σωστό- εις όλη την ζωή του…
Μέχρι λοιπόν τη μέρα που τελικά αυτά τα «όχι», θα εκλαμβάνονται με την αληθινή τους σημασία, ερμηνεύοντάς τα όπως ακριβώς είναι…
… να επαναλαμβάνεις την ιστορία της ιστορίας σου, με λόγια που κάνουν ορατά τα κρυμμένα…
… να διαδίδεις την αλήθεια για να πολεμήσεις το ψέμα σου…
Και για του λόγου το αληθές:
«Μ’ αγαπάτε λοιπόν;»
«Όχι… Αλλά όσο με ρωτάτε, τόσο το χειρότερο για εσάς»
Υπάρχουν λοιπόν στιγμές που λες «όχι», όταν σκέφτεσαι πως θέλεις να πεις «ναι», ενώ πετάς ένα «ναι», όταν θα ήθελες να προλάβαινες να ξεστομίσεις το «όχι».
Με όρους κίνησης που έχει ένα εκκρεμές, η ζωή σου κινείται μεταξύ των δύο αξόνων που μαθαίνεις από παιδί στην έκφραση της επιθυμίας σου… Και οι λέξεις είναι όλες στη θέση τους… Θα μου πάρεις σοκολάτα; «Όχι, γιατί δεν ήσουν καλό παιδί». Θα μου διαβάσεις παραμύθι για να κοιμηθώ; «Ναι, αν είσαι καλό παιδί».
Κι ενώ έχεις μάθει να τις προφέρεις, υπάρχουν στιγμές που δεν τολμάς να τις ξεστομίσεις. Κι όσο κι αν επαναστατείς εσωτερικά, εκείνες οι συλλαβές παραμένουν μουγκές.
Δεν νομίζεις ότι αυτό από μόνο του δεν αρκεί; Όχι. Πώς δεν αρκεί; Αν με ρωτήσεις, μπορώ να σου πω ότι κάθε φορά που το κάνεις, αρνείσαι ένα κομμάτι της προσωπικής σου αλήθειας, των βαθύτερων επιθυμιών σου. Ο λόγος είναι ότι κάθε επιλογή σου είναι το συγκρουσιακό αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής πάλης μεταξύ των δύο λέξεων που σου προσδίδουν αντίρροπες μεταξύ τους ψυχολογικές τάσεις.
Το ερώτημα που καλείσαι να απαντήσεις είναι: Εμποδίζεις τον εαυτό σου να ζήσει αυτό που επιθυμεί διακαώς να ζήσει ή αναγκάζεσαι να είσαι μονίμως εκεί που δεν θέλεις να είσαι; Κι όμως, μου μυρίζει ψευτοδίλημμα, δεν σου μυρίζει εσένα;
Αυτά τα «όχι», που παραμένουν «όχι» γι’ αυτόν που τα ακούει, πληγώνουν κυρίως όσους μπορεί να έχουν ωστόσο τις καλύτερες προθέσεις. Ενδέχεται να κάνεις προσπάθεια να διακρίνεις το ναι που κρύβεται στο όχι, στα ανείπωτα λόγια. Εκείνα τα «όχι» που κρύβουν μέσα τους ένα δειλό «ναι» που ποτέ δεν θα του το πουν.
Και «Ναι» + «Όχι» = «Ίσως» (;)
Δεν γνωρίζω πώς αντιδράς απέναντι σε κάποιον που δεν αποφασίζει ποτέ να πει ούτε «ναι» ούτε «όχι». Δεν γνωρίζω πως στέκεσαι απέναντι σ’ εκείνους που λένε «ναι» και «όχι» ταυτόχρονα. Πώς θα μπορούσες άλλωστε να συγχρονιστείς με όσους επιλέγουν να ξεγλιστρούν στις συλλαβές τους, ώστε κάποτε να μπορέσετε να πείτε την ίδια συλλαβή ταυτόχρονα;
Και τι γίνεται τελικά με τα «όχι» που υπονοούν το «ναι»; Πώς τα ξεσκεπάζεις;
Αποδίδοντας φόρο τιμής σε όλα τα ναι που έχεις στερηθεί, για λόγους που γνωρίζεις προσωπικά, σου έχει γίνει εξαρτημένο αντανακλαστικό πλέον το όχι. Εδώ και καιρό λοιπόν, πιάνω τον εαυτό μου να λέει σε καθετί καινούριο, «όχι», που όμως θα έπρεπε να είναι «ναι». Ένα καθαρό «ναι» που αχνοφαίνεται πίσω από τα όρια που τίθεντο στα ζητήματα του σημαντικού Άλλου. Ένα δειλό «ναι» που όμως ακούγονταν από όποιον αφουγκραζόταν όσα του μαρτυρούσα. Ένα τρυφερό «ναι» που ξεχνούσε στη στιγμή τα «όχι» που είχαν προηγηθεί. Ήμουν σίγουρη πως ήταν «ναι» αυτό που κρυβόταν πίσω από τα «όχι». Ήμουν πεπεισμένη ότι δεν γελιόμουν. Λέγαμε «όχι» και οι δυο μας στα ίδια πράγματα. Μ’ αυτό τον τρόπο μου έλεγε εκείνος «ναι»…
Υπάρχουν λοιπόν κι εκείνα τα «όχι», τα οποία ακριβώς επειδή λέγονταν συνέχεια, καθώς περνάει ο καιρός, εκλαμβάνονται ως «ναι». Γιατί υπάρχουν πολλοί τρόποι να μένει κανείς ή να δηλώνει την παρουσία του σε μία αγάπη που δεν θέλει ή δεν μπορεί να φανερωθεί. Όπως επίσης υπάρχουν πολλοί τρόποι να φεύγει κανείς ή να είναι απών λόγω της βιαιότητας των συναισθημάτων, στην προοπτική μιας σχέσης διαφορετικής.
Η ασάφεια προσωπικά με τρελαίνει. Στη ζωή μου υποστηρίζω το απόλυτο ναι, το απόλυτο όχι. Ή γίνεται ή δεν γίνεται. Στο μυαλό μου ένα «ίσως» άνοιγε την πόρτα του «ναι» που μόνο εγώ περίμενα. Δεν έμαθα να απαντώ δισύλλαβα. Ένα «ίσως» που έλεγε συγχρόνως τα πάντα και τίποτα, όπως ακριβώς κι εκείνος.
Ένα ειλικρινές «όχι», θα με πείραζε, δεν λέω, αλλά δεν θα μου άφηνε περιθώριο, καμία ελπίδα για αναθεώρηση μιας απόφασης, όπως στο δικό μου όχι, που σε οδηγεί να γυρίσεις σελίδα, είτε το θέλεις είτε όχι. Ένα «όχι» που θα σε υποχρεώνει να δει το τέλος. Κι αυτό αγαπητέ/ή μου είναι το ρίσκο που δεν θέλεις να πάρεις όταν παίζεις με τις συλλαβές.
Οφείλω να παραδεχτώ ότι ένα «ίσως» μ’ ενοχλεί, κι όποτε κατέφυγα στη λογική του, το έκανα για να πικάρω ή να παγώσω τον άλλο. Είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις τι σου γίνεται, όταν τίποτε δεν είναι σίγουρο, όταν δεν έχεις εκ των πραγμάτων την άνεση να τοποθετηθείς απέναντι σ’ έναν συνομιλητή που δεν ξέρει ποτέ αν βρίσκεται εδώ ή αλλού. Το αλλού της αοριστίας μιας αναποφασιστικότητας… το αλλού της παθολογικής ανικανότητας μιας επιλογής… το αλλού μιας αμηχανίας που καταντά να είναι μεταδοτική.
Κι εκεί ακριβώς προσκολλάσαι σ’ ένα «ίσως» που νομίζεις ότι μπορεί και να πεισθεί να γίνει «ναι», να συγχωνευθεί, δύο συλλαβές σε μία και μοναδική, αυτή που περιμένεις να ακούσεις.
Κι ενώ παλεύεις τόσο πολύ να πείσεις τον Άλλο να πει «ναι», δεν ακούς ότι η ηχώ του φωνάζει το απόλυτο «όχι», επειδή εκείνος έμαθε να παίζει με το «ίσως». Οφείλω να σου πω ότι γνωρίζεις καλύτερα τι θέλεις, όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος μ’ έναν Άλλο που δεν ξέρει τι θέλει. Έχοντας επικεντρώσει την προσοχή σου στη μελλοντική απόσπαση του «ναι», που θα σ’ ελευθέρωνε τελικά από την αναμονή, ξεχνάς καμιά φορά να αναρωτηθείς αν ένα «ναι» του Άλλου θα εκπλήρωνε τις προσδοκίες σου. Από ένα ατάλαντο «ναι» που τελικά θα σε προδώσει, όταν ανακαλύψεις ότι όλα εκείνα τα «ίσως», δεν προτίθενται να σε οδηγήσουν ποτέ σ’ ένα αυτόνομο και ξεκάθαρο «ναι».
Εξ’ ου και η ετυμηγορία, κατά τη ρήση του Καβάφη …σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα, που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι, να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το 'χει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του. Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξανάλεγε. Κι όμως, τον καταβάλλει εκείνο το όχι- το σωστό- εις όλη την ζωή του…
Μέχρι λοιπόν τη μέρα που τελικά αυτά τα «όχι», θα εκλαμβάνονται με την αληθινή τους σημασία, ερμηνεύοντάς τα όπως ακριβώς είναι…
… να επαναλαμβάνεις την ιστορία της ιστορίας σου, με λόγια που κάνουν ορατά τα κρυμμένα…
… να διαδίδεις την αλήθεια για να πολεμήσεις το ψέμα σου…
Και για του λόγου το αληθές:
«Μ’ αγαπάτε λοιπόν;»
«Όχι… Αλλά όσο με ρωτάτε, τόσο το χειρότερο για εσάς»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου