Έφυγε…
Και πότε θα γυρίσει;
Πέθανε.
Πότε θα τον ξαναδώ; Τι θα πει ποτέ; Τι θα πει σε μια άλλη ζωή; Κι αυτή η ζωή πως θα περάσει;
Απώλεια…
Ανθρώπου οικείου κι αγαπημένου.
Ανθρώπου που σημάδεψε με κάποιο τρόπο τη ζωή σου. Και που πια δεν υπάρχει.
Αέρας που φύσηξε, δρόσισε κι ύστερα χάθηκε αφήνοντας σε να σκας μέσα σε λιοπύρι.
Δύσκολοι οι αποχωρισμοί.
Δύσκολο να συνειδητοποιήσεις πως αυτόν τον άνθρωπο, που μπορεί να μοιράστηκες λίγα, πολλά ή ακόμη και τα πάντα, δε θα τον ξαναδείς παρά μόνο σε μια ξερή φωτογραφία ή ένα βίντεο.
Απομεινάρια καιρών περασμένων. Μνήμες από γέλια, από κλάματα, θυμούς και κ0ινές στιγμές.
Πως μπορεί ένα κομμάτι της ζωής σου να πεθάνει; Πως μπορεί να γίνει ξέθωρες φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ στο ράφι;
Και που πάει η μυρωδιά του ανθρώπου; Που πάει η φωνή;
Απώλεια.
Κι άρνηση να τη δεχτείς.
Άρνηση να πιστέψεις πως ότι είχες χάθηκε πια.
Κι αυτός ο θυμός που σιγοβράζει για το άδικο.
Κι ας είναι νέος, μεσήλικας ή γέρος. Είναι άνθρωπος δικός σου, κομμάτι της καρδιάς, της ιστορίας σου.
Πως να αποχωριστείς έναν άνθρωπο δικό σου; Πως να μη σπαράξει το μέσα σου;
Πως να δεχτείς ότι δεν υπάρχει πια. Πως είναι πλέον μόνο ψυχή, πνεύμα, χώμα, ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις;
Πόνος. Ωμός, ακατέργαστος πόνος.
Σκληρή τη λες τη ζωή κι ας είναι αυτή η φυσική τάξη των πραγμάτων.
Έρχονται και φεύγουν, μάτια μου, οι άνθρωποι. Άλλοι νωρίς, άλλοι όχι.
Ποιος άλλωστε μπορεί να ορίσει το νωρίς από το αργά;
Υπάρχει ποτέ το “αργά” όταν πρέπει να αποχωριστείς κάποιον που αγαπάς;
Όχι, δεν υπάρχει. Πάντα είναι νωρίς. Πάντα σε πιάνει απροετοίμαστο.
Βάρβαρος ο θάνατος. Δε συμβιβάζεσαι μαζί του ποτέ.
Αλλά θα μου πεις, ούτε με τη ζωή πρέπει να συμβιβάζεσαι.
Γενικά, για όσο αντιλαμβάνεσαι την ύπαρξη σου, οφείλεις να είσαι ασυμβίβαστος.
Οφείλεις να είσαι πολεμιστής. Για όσα κι όσους αγαπάς.
Οι άνθρωποι γύρω σου, που αγαπάς και νοιάζεσαι, μπορεί να είναι πολλοί ή και λίγοι. Αλλά υπάρχουν. Για όσο, λοιπόν, αυτοί υπάρχουν, εσύ πρέπει να στέκεις δίπλα τους και να μη φοβάσαι να δείξεις τα συναισθήματα σου. Να μη φοβάσαι να τους χαριστείς.
Για εκείνο το αύριο που δεν ξέρεις αν θα υπάρξει.
Για εκείνη την ανάσα που δεν ξέρεις αν θα ξαναβγει. Για εκείνη τη φωνή που δεν ξέρεις αν θα ξανακούσεις.
Να τους αγαπάς και να το λες. Και να τους φροντίζεις. Και να τους στηρίζεις.
Να τους μιλάς, να τους στέκεσαι. Γιατί δεν ξέρεις πόσο θα υπάρχουν.
Γιατί δεν ξέρεις πόσο θα υπάρχεις εσύ.
Γιατί όσο μακάβριο κι αν σου ακούγεται, τούτη την πόρτα του πένθιμου, του μαύρου, της απώλειας, δεν ξέρεις πότε αναγκαστείς να την περάσεις.
Γι’αυτό μη χάνεις χρόνο. Μην τον σπαταλάς. Μην τον θεωρείς δεδομένο.
Αξιοποίησε τον μέχρι κλάσματος του δευτερολέπτου. Με κάθε σου ευλογημένη ανάσα, με κάθε παίξιμο των ματιών.
Κι όταν θα έρθει η ώρα να δεις το μαύρο θεριστή, είτε για σένα, είτε για άνθρωπο δικό σου, γέλα του στα μούτρα και πες του:
“Μπορεί να νίκησες, αλλά εγώ έζησα…”
Και πότε θα γυρίσει;
Πέθανε.
Πότε θα τον ξαναδώ; Τι θα πει ποτέ; Τι θα πει σε μια άλλη ζωή; Κι αυτή η ζωή πως θα περάσει;
Απώλεια…
Ανθρώπου οικείου κι αγαπημένου.
Ανθρώπου που σημάδεψε με κάποιο τρόπο τη ζωή σου. Και που πια δεν υπάρχει.
Αέρας που φύσηξε, δρόσισε κι ύστερα χάθηκε αφήνοντας σε να σκας μέσα σε λιοπύρι.
Δύσκολοι οι αποχωρισμοί.
Δύσκολο να συνειδητοποιήσεις πως αυτόν τον άνθρωπο, που μπορεί να μοιράστηκες λίγα, πολλά ή ακόμη και τα πάντα, δε θα τον ξαναδείς παρά μόνο σε μια ξερή φωτογραφία ή ένα βίντεο.
Απομεινάρια καιρών περασμένων. Μνήμες από γέλια, από κλάματα, θυμούς και κ0ινές στιγμές.
Πως μπορεί ένα κομμάτι της ζωής σου να πεθάνει; Πως μπορεί να γίνει ξέθωρες φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ στο ράφι;
Και που πάει η μυρωδιά του ανθρώπου; Που πάει η φωνή;
Απώλεια.
Κι άρνηση να τη δεχτείς.
Άρνηση να πιστέψεις πως ότι είχες χάθηκε πια.
Κι αυτός ο θυμός που σιγοβράζει για το άδικο.
Κι ας είναι νέος, μεσήλικας ή γέρος. Είναι άνθρωπος δικός σου, κομμάτι της καρδιάς, της ιστορίας σου.
Πως να αποχωριστείς έναν άνθρωπο δικό σου; Πως να μη σπαράξει το μέσα σου;
Πως να δεχτείς ότι δεν υπάρχει πια. Πως είναι πλέον μόνο ψυχή, πνεύμα, χώμα, ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις;
Πόνος. Ωμός, ακατέργαστος πόνος.
Σκληρή τη λες τη ζωή κι ας είναι αυτή η φυσική τάξη των πραγμάτων.
Έρχονται και φεύγουν, μάτια μου, οι άνθρωποι. Άλλοι νωρίς, άλλοι όχι.
Ποιος άλλωστε μπορεί να ορίσει το νωρίς από το αργά;
Υπάρχει ποτέ το “αργά” όταν πρέπει να αποχωριστείς κάποιον που αγαπάς;
Όχι, δεν υπάρχει. Πάντα είναι νωρίς. Πάντα σε πιάνει απροετοίμαστο.
Βάρβαρος ο θάνατος. Δε συμβιβάζεσαι μαζί του ποτέ.
Αλλά θα μου πεις, ούτε με τη ζωή πρέπει να συμβιβάζεσαι.
Γενικά, για όσο αντιλαμβάνεσαι την ύπαρξη σου, οφείλεις να είσαι ασυμβίβαστος.
Οφείλεις να είσαι πολεμιστής. Για όσα κι όσους αγαπάς.
Οι άνθρωποι γύρω σου, που αγαπάς και νοιάζεσαι, μπορεί να είναι πολλοί ή και λίγοι. Αλλά υπάρχουν. Για όσο, λοιπόν, αυτοί υπάρχουν, εσύ πρέπει να στέκεις δίπλα τους και να μη φοβάσαι να δείξεις τα συναισθήματα σου. Να μη φοβάσαι να τους χαριστείς.
Για εκείνο το αύριο που δεν ξέρεις αν θα υπάρξει.
Για εκείνη την ανάσα που δεν ξέρεις αν θα ξαναβγει. Για εκείνη τη φωνή που δεν ξέρεις αν θα ξανακούσεις.
Να τους αγαπάς και να το λες. Και να τους φροντίζεις. Και να τους στηρίζεις.
Να τους μιλάς, να τους στέκεσαι. Γιατί δεν ξέρεις πόσο θα υπάρχουν.
Γιατί δεν ξέρεις πόσο θα υπάρχεις εσύ.
Γιατί όσο μακάβριο κι αν σου ακούγεται, τούτη την πόρτα του πένθιμου, του μαύρου, της απώλειας, δεν ξέρεις πότε αναγκαστείς να την περάσεις.
Γι’αυτό μη χάνεις χρόνο. Μην τον σπαταλάς. Μην τον θεωρείς δεδομένο.
Αξιοποίησε τον μέχρι κλάσματος του δευτερολέπτου. Με κάθε σου ευλογημένη ανάσα, με κάθε παίξιμο των ματιών.
Κι όταν θα έρθει η ώρα να δεις το μαύρο θεριστή, είτε για σένα, είτε για άνθρωπο δικό σου, γέλα του στα μούτρα και πες του:
“Μπορεί να νίκησες, αλλά εγώ έζησα…”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου