Σήμερα, απλώς θα αντιγράψω τον Θουκυδίδη.
Γιατί όλα όσα σκέφτηκα αυτές τις μέρες, καθώς το ελληνικό τσίρκο έχει ξεπεράσει τον εαυτό του σε επινοητικότητα και οι θεατές του ξεχειλίζουν μίσος και οργή, όλα τα έχει γράψει ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο σε ελληνική πόλη. Τον εμφύλιο της Κέρκυρας, που οδήγησε σε εμφύλιες συρράξεις σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Αυτό που σήμερα ευγενικά ονομάζουμε πόλωση, και καθρεφτίζεται στις χυδαιότητες και τα μοχθηρά σχόλια, όχι μόνο των πολιτικών (παλαιών και νέων), αλλά και των οπαδών τους, θα μπορούσε να είναι ο πρόλογος αυτής της ιστορίας. Και όπως είπε κάποτε ο Winston Churchill, «όσο πιο μακριά κοιτάς στο παρελθόν τόσο πιο μακριά μπορείς να δεις το μέλλον».
«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες συμφορές στις πολιτείες, τέτοιες που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι ελαφρύτερες ή βαρύτερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.» - Θουκυδίδης
Πώς ξεκίνησε
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Έτσι...
Η παράτολμη συμπεριφορά θεωρήθηκε γενναιότητα και αφοσίωση στο κόμμα, η διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία ευπρεπισμένη με εύλογες προφάσεις, και η σωφροσύνη πρόσχημα της ανανδρίας.
Άξιος εμπιστοσύνης εθεωρείτο αυτός που επέκρινε τα πάντα και κακολογούσε τους πάντες, ενώ όποιος διαφωνούσε μαζί του, εθεωρείτο ύποπτος.
Όποιος παγίδευε με επιτυχή τεχνάσματα περνιόταν για έξυπνος και όποιος αντιλαμβανόταν εγκαίρως την παγίδα, ακόμα πιο ικανός. Ενώ εκείνος που φρόντιζε να μην χρειαστεί να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, εθεωρείτο εχθρός του κόμματος κι έχει τρομοκρατηθεί από την αντίπαλη παράταξη.
Με μία λέξη, άξιος επαίνων ήταν εκείνος που πρώτος έπραττε το κακό, καθώς και όποιος παρακινούσε κάποιον σε κακό που μόνος του δεν είχε καν διανοηθεί να πράξει.
Τα κόμματα δεν σχηματίζονταν με σκοπό την κοινή ωφέλεια σύμφωνα με τους νόμους, αλλά για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών ενάντια στους νόμους. Και η αλληλεγγύη μεταξύ τους βασιζόταν στη συνενοχή περισσότερο παρά στους όρκους.
Προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό που έπαθαν παρά να φροντίσουν να μην το πάθουν.
Γιατί συνέβη
Αιτία για όλα αυτά ήταν η δίψα για εξουσία που πηγάζει απ’ την πλεονεξία και τη φιλοδοξία, που ωθούσαν τα κόμματα να αλληλοσπαράζονται. Διότι οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πόλεις, προβάλλοντας εύηχα συνθήματα –οι μεν δημοκρατικοί την ισότητα, οι δε ολιγαρχικοί την σώφρονα αριστοκρατία – μόνο με τα λόγια υπηρετούσαν το κοινό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα τα καθιστούσαν βραβεία στον αγώνα εναντίον των αντιπάλων τους. Και αυτός ο ανταγωνισμός τους οδήγησε στις αθλιότερες πράξεις, που υπερέβαιναν το δίκαιο και το κοινό συμφέρον, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση της παράταξής τους.
Οι περισσότεροι προτιμούν να διαπράττουν αθλιότητες και να τους λένε έξυπνους παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς. Για το δεύτερο ντρέπονται, ενώ για το πρώτο υπερηφανεύονται.
Πώς κατέληξε
Έτσι, εξαιτίας των εμφυλίων σπαραγμών, κάθε μορφή μοχθηρίας εξαπλώθηκε στον ελληνικό κόσμο. Το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε καταγέλαστο και αφανίστηκε.
Επικράτησε ένας ανταγωνισμός πλήρης δυσπιστίας, καθώς τίποτα πια δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμβιβασμό.
Και κατά κανόνα επικρατούσαν οι πιο ανόητοι. Διότι, γνωρίζοντας την ανεπάρκειά τους και την ευφυία των αντιπάλων τους και φοβούμενοι, όχι μόνο μήπως ηττηθούν από αυτούς στη συζήτηση, αλλά και μήπως, ως πιο ανόητοι, πέσουν πρώτοι θύματα μηχανορραφίας, προέβαιναν με ευκολία σε εγκληματικές πράξεις. Αντίθετα οι πιο ευφυείς, υποτιμώντας την ικανότητα των αντιπάλων τους, νόμιζαν ότι μπορούν εγκαίρως να αντιληφθούν τα σχέδιά τους, και ότι δεν υπάρχει λόγος να επιδιώξουν με τη δύναμη αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με την ευφυία, κι έτσι πιάνονταν απροετοίμαστοι κι αυτοί ήταν που φονεύονταν ως επί το πλείστον.
Και ήταν έτοιμοι να χορτάσουν τον πόθο της άμεσης εκδίκησης, είτε με άδικες καταδίκες είτε με την επιβολή δια της βίας.
Όσοι πολίτες δεν ανήκαν σε καμία παράταξη θανατώνονταν και από τις δύο, είτε επειδή δεν δέχονταν να αγωνιστούν στο πλευρό τους είτε επειδή τους φθονούσαν για την ήσυχη ζωή που ζούσαν.
Κάποιοι, επιδιώκοντας να απαλλαγούν από τη φτώχια, εποφθαλμιούσαν παθιασμένα τις περιουσίες των διπλανών τους.
Άλλοι προέβαιναν σε ωμότητες εναντίον ανθρώπων της ίδιας τάξης, όχι από πλεονεξία, αλλά από το τυφλό πάθος του αμόρφωτου ανθρώπου.
Ολόκληρη η ζωή αναστατώθηκε στην πόλη και η ανθρώπινη φύση, η οποία –ακόμα και σε κατάσταση ευνομίας – ρέπει προς την αδικία, ανατρέποντας τους νόμους, έδειξε με ασυγκράτητη ορμή πως τα πάθη της ήσαν ισχυρότερα του νόμου και εναντίον της εξουσίας.
Επίλογος ή «Τι με νοιάζει εμένα, βρε αδερφέ»
Αν προτίμησαν την άνομη εκδίκηση από την ευσέβεια, αν προτίμησαν την πλεονεξία από τη δικαιοσύνη, αυτό συνέβη επειδή ο φθόνος διέβρωσε την ψυχή τους. Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους οι άνθρωποι, κάνουν το λάθος να καταργούν τους νόμους που διέπουν την κοινωνική ζωή σ’ αυτές τις περιστάσεις. Νόμους πάνω στους οποίους μπορούν να στηριχθούν και να σωθούν, όταν βρεθούν σε ανάγκη. Με τον τρόπο, όμως, αυτό, στερούνται και οι ίδιοι την προστασία τους, όταν θα έρθει η στιγμή που θα τους χρειαστούν.
Με αγάπη, Θουκυδίδης
Γιατί όλα όσα σκέφτηκα αυτές τις μέρες, καθώς το ελληνικό τσίρκο έχει ξεπεράσει τον εαυτό του σε επινοητικότητα και οι θεατές του ξεχειλίζουν μίσος και οργή, όλα τα έχει γράψει ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο σε ελληνική πόλη. Τον εμφύλιο της Κέρκυρας, που οδήγησε σε εμφύλιες συρράξεις σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Αυτό που σήμερα ευγενικά ονομάζουμε πόλωση, και καθρεφτίζεται στις χυδαιότητες και τα μοχθηρά σχόλια, όχι μόνο των πολιτικών (παλαιών και νέων), αλλά και των οπαδών τους, θα μπορούσε να είναι ο πρόλογος αυτής της ιστορίας. Και όπως είπε κάποτε ο Winston Churchill, «όσο πιο μακριά κοιτάς στο παρελθόν τόσο πιο μακριά μπορείς να δεις το μέλλον».
«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες συμφορές στις πολιτείες, τέτοιες που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι ελαφρύτερες ή βαρύτερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.» - Θουκυδίδης
Πώς ξεκίνησε
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Έτσι...
Η παράτολμη συμπεριφορά θεωρήθηκε γενναιότητα και αφοσίωση στο κόμμα, η διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία ευπρεπισμένη με εύλογες προφάσεις, και η σωφροσύνη πρόσχημα της ανανδρίας.
Άξιος εμπιστοσύνης εθεωρείτο αυτός που επέκρινε τα πάντα και κακολογούσε τους πάντες, ενώ όποιος διαφωνούσε μαζί του, εθεωρείτο ύποπτος.
Όποιος παγίδευε με επιτυχή τεχνάσματα περνιόταν για έξυπνος και όποιος αντιλαμβανόταν εγκαίρως την παγίδα, ακόμα πιο ικανός. Ενώ εκείνος που φρόντιζε να μην χρειαστεί να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, εθεωρείτο εχθρός του κόμματος κι έχει τρομοκρατηθεί από την αντίπαλη παράταξη.
Με μία λέξη, άξιος επαίνων ήταν εκείνος που πρώτος έπραττε το κακό, καθώς και όποιος παρακινούσε κάποιον σε κακό που μόνος του δεν είχε καν διανοηθεί να πράξει.
Τα κόμματα δεν σχηματίζονταν με σκοπό την κοινή ωφέλεια σύμφωνα με τους νόμους, αλλά για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών ενάντια στους νόμους. Και η αλληλεγγύη μεταξύ τους βασιζόταν στη συνενοχή περισσότερο παρά στους όρκους.
Προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό που έπαθαν παρά να φροντίσουν να μην το πάθουν.
Γιατί συνέβη
Αιτία για όλα αυτά ήταν η δίψα για εξουσία που πηγάζει απ’ την πλεονεξία και τη φιλοδοξία, που ωθούσαν τα κόμματα να αλληλοσπαράζονται. Διότι οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πόλεις, προβάλλοντας εύηχα συνθήματα –οι μεν δημοκρατικοί την ισότητα, οι δε ολιγαρχικοί την σώφρονα αριστοκρατία – μόνο με τα λόγια υπηρετούσαν το κοινό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα τα καθιστούσαν βραβεία στον αγώνα εναντίον των αντιπάλων τους. Και αυτός ο ανταγωνισμός τους οδήγησε στις αθλιότερες πράξεις, που υπερέβαιναν το δίκαιο και το κοινό συμφέρον, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση της παράταξής τους.
Οι περισσότεροι προτιμούν να διαπράττουν αθλιότητες και να τους λένε έξυπνους παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς. Για το δεύτερο ντρέπονται, ενώ για το πρώτο υπερηφανεύονται.
Πώς κατέληξε
Έτσι, εξαιτίας των εμφυλίων σπαραγμών, κάθε μορφή μοχθηρίας εξαπλώθηκε στον ελληνικό κόσμο. Το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε καταγέλαστο και αφανίστηκε.
Επικράτησε ένας ανταγωνισμός πλήρης δυσπιστίας, καθώς τίποτα πια δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμβιβασμό.
Και κατά κανόνα επικρατούσαν οι πιο ανόητοι. Διότι, γνωρίζοντας την ανεπάρκειά τους και την ευφυία των αντιπάλων τους και φοβούμενοι, όχι μόνο μήπως ηττηθούν από αυτούς στη συζήτηση, αλλά και μήπως, ως πιο ανόητοι, πέσουν πρώτοι θύματα μηχανορραφίας, προέβαιναν με ευκολία σε εγκληματικές πράξεις. Αντίθετα οι πιο ευφυείς, υποτιμώντας την ικανότητα των αντιπάλων τους, νόμιζαν ότι μπορούν εγκαίρως να αντιληφθούν τα σχέδιά τους, και ότι δεν υπάρχει λόγος να επιδιώξουν με τη δύναμη αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με την ευφυία, κι έτσι πιάνονταν απροετοίμαστοι κι αυτοί ήταν που φονεύονταν ως επί το πλείστον.
Και ήταν έτοιμοι να χορτάσουν τον πόθο της άμεσης εκδίκησης, είτε με άδικες καταδίκες είτε με την επιβολή δια της βίας.
Όσοι πολίτες δεν ανήκαν σε καμία παράταξη θανατώνονταν και από τις δύο, είτε επειδή δεν δέχονταν να αγωνιστούν στο πλευρό τους είτε επειδή τους φθονούσαν για την ήσυχη ζωή που ζούσαν.
Κάποιοι, επιδιώκοντας να απαλλαγούν από τη φτώχια, εποφθαλμιούσαν παθιασμένα τις περιουσίες των διπλανών τους.
Άλλοι προέβαιναν σε ωμότητες εναντίον ανθρώπων της ίδιας τάξης, όχι από πλεονεξία, αλλά από το τυφλό πάθος του αμόρφωτου ανθρώπου.
Ολόκληρη η ζωή αναστατώθηκε στην πόλη και η ανθρώπινη φύση, η οποία –ακόμα και σε κατάσταση ευνομίας – ρέπει προς την αδικία, ανατρέποντας τους νόμους, έδειξε με ασυγκράτητη ορμή πως τα πάθη της ήσαν ισχυρότερα του νόμου και εναντίον της εξουσίας.
Επίλογος ή «Τι με νοιάζει εμένα, βρε αδερφέ»
Αν προτίμησαν την άνομη εκδίκηση από την ευσέβεια, αν προτίμησαν την πλεονεξία από τη δικαιοσύνη, αυτό συνέβη επειδή ο φθόνος διέβρωσε την ψυχή τους. Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους οι άνθρωποι, κάνουν το λάθος να καταργούν τους νόμους που διέπουν την κοινωνική ζωή σ’ αυτές τις περιστάσεις. Νόμους πάνω στους οποίους μπορούν να στηριχθούν και να σωθούν, όταν βρεθούν σε ανάγκη. Με τον τρόπο, όμως, αυτό, στερούνται και οι ίδιοι την προστασία τους, όταν θα έρθει η στιγμή που θα τους χρειαστούν.
Με αγάπη, Θουκυδίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου