Κάποτε υπήρχε ένα σουρεαλιστικό σύμπαν όπου όλα κυλούσαν ρολόι. Ένας άνθρωπος κάθε μέρα αφιέρωνε λίγο χρόνο για να το κουρδίσει προκειμένου αυτό να εξυπηρετεί την ανάγκη του να παρακολουθεί την ώρα και να οργανώνει έτσι το χρονοδιάγραμμα της ημέρας του. Με την βοήθεια του ρολογιού στάθμιζε τις προτεραιότητές του και προσπαθούσε να χωρέσει όσο περισσότερα πράγματα μπορούσε στο πρόγραμμά του.
Επίσης αυτός ο άνθρωπος γνώριζε ότι για το κάθε τι, υπήρχε και η καλύτερη στιγμή για να το κάνεις. Κάτι σαν τους αγρότες και τους έφηβους δηλαδή… Η σπορά και οι επαναστάσεις γίνονται μια συγκεκριμένη στιγμή στον κύκλο του χρόνου ή της ζωής μας. Ίσως τη στιγμή που δεν γίνεται κι αλλιώς.
Μέσα σε αυτό το ρολόι που το τροφοδοτούσε με ενέργεια ο αντίχειρας και ο δείκτης του κατόχου του που το κούρδιζε, ζούσαν κάποια πλάσματα που τα έλεγαν γρανάζια. Τα γρανάζια ξεκινούσαν τη ζωή τους μαθαίνοντας να έχουν έναν συγκεκριμένο ρόλο στο μηχανισμό του ρολογιού και να λειτουργούν παράλληλα με τους άλλους. Αν κάποιο γρανάζι έκανε του κεφαλιού του το επέπλητταν τα άλλα γρανάζια. Μάλιστα υπήρχαν γρανάζια που είχαν επιφορτιστεί με αυτό το ρόλο.
Γρανάζια γονείς, γρανάζια δάσκαλοι, και ούτω κάθε εξής. Αν κάποιο γρανάζι αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της κοινωνίας των γραναζιών, το έκαναν να αισθάνεται συνεχώς άσχημα με τον εαυτό του, καθώς του έλεγαν ότι είναι και θα είναι πάντα βάρος για την κοινωνία, και το εκφόβιζαν ότι ο ρόλος του θα το οδηγήσει εκτός του ρολογιού, στον θάνατο.
Εκεί που καταλήγουν τα αναλώσιμα και τα ανταλλακτικά ενός ρολογιού. Όλα τα γρανάζια που είχαν λίγη προνοητικότητα και ωριμότητα, μάθαιναν το ρόλο τους και κυλούσαν προς μια κατεύθυνση που διάλεγαν και θεωρούσαν σωστή. Σε κάθε περίπτωση τα γρανάζια έπρεπε να περιστρέφονται είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά, και όχι να αμφιταλαντεύονται μπρος-πίσω.
Τα πιο υπάκουα γρανάζια επιβραβεύονταν ως γρανάζια πρότυπα, ώστε όλοι να τα θαυμάζουν και να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Έτσι η κοινωνία ένιωθε ασφάλεια και καμάρωνε ότι όλα κυλάνε ρολόι. Αν υπήρχε και κάτι που δεν πήγαινε πάντα προς την προβλεπόμενη κατεύθυνση, ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Κάποια στιγμή όμως, ο κάτοχος του ρολογιού πέρασε μπροστά από μια βιτρίνα και είδε κάποια άλλα ρολόγια, που δεν χρειαζόταν να τα κουρδίσει κανείς για να δουλεύουν. Τα ρολόγια αυτά είχαν μια μπαταρία που η ενέργειά της κρατούσε για χρόνια κι ένα ορυκτό που λεγόταν χαλαζίας, το οποίο παλλόταν και έδινε το ρυθμό με μεγάλη ακρίβεια.
Έτσι πολυάσχολος που ήταν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκε: Γιατί να μην εξοικονομήσω λίγο παραπάνω χρόνο στη ζωή μου ώστε να χωρέσουν περισσότερα πράγματα μέσα στη μέρα μου; Κι έτσι αποφάσισε να μην αφιερώσει άλλο χρόνο κουρδίζοντας το παλιό ρολόι και όταν αυτό θα σταματούσε, να το αντικαταστήσει με ένα καινούριο ρολόι χαλαζία, που δεν χρειάζεται κούρδισμα.
Όταν ο κάτοχος δεν κούρδισε το ρολόι την προγραμματισμένη ώρα, η κοινωνία των γραναζιών που είχε συνηθίσει όλα να κυλάνε σύμφωνα με κάποιο πρόγραμμα, άρχισε να αγωνιά. Όταν δε, η αποθηκευμένη στα ελάσματα ενέργεια άρχισε να τελειώνει, πανικοβλήθηκαν! Δεν ήξεραν τι να κάνουν!
Όλα όσα είχαν μάθει να κάνουν, τους ήταν άχρηστα πια. Οι έριδες και οι αψιμαχίες στην κοινωνία των γραναζιών κορυφώθηκαν και δημιουργήθηκε ένα φθονερό χάσμα ανάμεσα στα δεξιόστροφα και τα αριστερόστροφα γρανάζια, καθώς τα μεν έριχναν την ευθύνη στα δε.
Απευθύνθηκαν στα γρανάζια πρότυπα για μια λύση, όμως κι αυτά είχαν μάθει να λειτουργούν παράλληλα με την υπόλοιπη κοινωνία των γραναζιών. Όσο αυτή επιβραδυνόταν ακολουθούσαν κι αυτά σε μια οδυνηρή πορεία προς το τέλμα, μη γνωρίζοντας με ποιον τρόπο να αντιδράσουν.
Όταν όλοι πια είχαν χάσει την ελπίδα τους και ένιωθαν την τραγική μοίρα της χωματερής και της οξείδωσης να πλησιάζει, παρατήρησαν ένα μικρό μεταλλικό βαρίδι που το είχαν αποσυνδέσει από τον υπόλοιπο μηχανισμό για να μην τους μπερδεύει. Αυτό εξακολουθούσε να κινείται με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα! Αυτό το βαρίδι ήταν ο τρελός του χωριού, που είχε μάθει να κινείται μόνος του χωρίς να έχει ανάγκη από εξωτερική βοήθεια.
Η κίνησή του είχε μια πρωτοτυπία, καθώς άλλοτε συμφωνούσε με τα δεξιόστροφα γρανάζια και άλλοτε με τα αριστερόστροφα. Είχε δηλαδή την ικανότητα να συντονίζει την κίνησή του με εξωτερικούς παράγοντες όπως η κίνηση του καρπού του κατόχου και να αξιοποιεί το περίσσευμα της ενέργειας που ερχόταν από εκεί.
Τα υπόλοιπα γρανάζια δεν κατάλαβαν πολύ καλά πως τα κατάφερνε να διατηρεί την κίνησή του όταν όλα πια ήταν στάσιμα, αλλά κατάλαβαν ότι αυτό το μικρό μεταλλικό βαρίδι, είχε μια δική του αυτόνομη νόηση που το είχε βοηθήσει να συνεχίσει και ότι ήταν πια η μοναδική ελπίδα που τους είχε απομείνει. Τότε του απένειμαν τον τίτλο του ρότορα και συμφώνησαν ότι ήταν προς όφελός τους να προσδεθούν μαζί του.
Έτσι ο τρελός του χωριού έγινε ξαφνικά ο ήρωας του χωριού και το ρολόι που τελικά ήταν αυτόματο έμαθε να λειτουργεί ξανά με τη βοήθεια του ρότορα, αυτή τη φορά χωρίς την ανάγκη κουρδίσματος. Ο κάτοχος είδε ότι είχε ένα ρολόι αξιόπιστο και ακριβές κι έτσι αποφάσισε να το κρατήσει και ξέχασε τα φτηνά ρολόγια του χαλαζία που είχε δει στη βιτρίνα…”
Επίσης αυτός ο άνθρωπος γνώριζε ότι για το κάθε τι, υπήρχε και η καλύτερη στιγμή για να το κάνεις. Κάτι σαν τους αγρότες και τους έφηβους δηλαδή… Η σπορά και οι επαναστάσεις γίνονται μια συγκεκριμένη στιγμή στον κύκλο του χρόνου ή της ζωής μας. Ίσως τη στιγμή που δεν γίνεται κι αλλιώς.
Μέσα σε αυτό το ρολόι που το τροφοδοτούσε με ενέργεια ο αντίχειρας και ο δείκτης του κατόχου του που το κούρδιζε, ζούσαν κάποια πλάσματα που τα έλεγαν γρανάζια. Τα γρανάζια ξεκινούσαν τη ζωή τους μαθαίνοντας να έχουν έναν συγκεκριμένο ρόλο στο μηχανισμό του ρολογιού και να λειτουργούν παράλληλα με τους άλλους. Αν κάποιο γρανάζι έκανε του κεφαλιού του το επέπλητταν τα άλλα γρανάζια. Μάλιστα υπήρχαν γρανάζια που είχαν επιφορτιστεί με αυτό το ρόλο.
Γρανάζια γονείς, γρανάζια δάσκαλοι, και ούτω κάθε εξής. Αν κάποιο γρανάζι αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της κοινωνίας των γραναζιών, το έκαναν να αισθάνεται συνεχώς άσχημα με τον εαυτό του, καθώς του έλεγαν ότι είναι και θα είναι πάντα βάρος για την κοινωνία, και το εκφόβιζαν ότι ο ρόλος του θα το οδηγήσει εκτός του ρολογιού, στον θάνατο.
Εκεί που καταλήγουν τα αναλώσιμα και τα ανταλλακτικά ενός ρολογιού. Όλα τα γρανάζια που είχαν λίγη προνοητικότητα και ωριμότητα, μάθαιναν το ρόλο τους και κυλούσαν προς μια κατεύθυνση που διάλεγαν και θεωρούσαν σωστή. Σε κάθε περίπτωση τα γρανάζια έπρεπε να περιστρέφονται είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά, και όχι να αμφιταλαντεύονται μπρος-πίσω.
Τα πιο υπάκουα γρανάζια επιβραβεύονταν ως γρανάζια πρότυπα, ώστε όλοι να τα θαυμάζουν και να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Έτσι η κοινωνία ένιωθε ασφάλεια και καμάρωνε ότι όλα κυλάνε ρολόι. Αν υπήρχε και κάτι που δεν πήγαινε πάντα προς την προβλεπόμενη κατεύθυνση, ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Κάποια στιγμή όμως, ο κάτοχος του ρολογιού πέρασε μπροστά από μια βιτρίνα και είδε κάποια άλλα ρολόγια, που δεν χρειαζόταν να τα κουρδίσει κανείς για να δουλεύουν. Τα ρολόγια αυτά είχαν μια μπαταρία που η ενέργειά της κρατούσε για χρόνια κι ένα ορυκτό που λεγόταν χαλαζίας, το οποίο παλλόταν και έδινε το ρυθμό με μεγάλη ακρίβεια.
Έτσι πολυάσχολος που ήταν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκε: Γιατί να μην εξοικονομήσω λίγο παραπάνω χρόνο στη ζωή μου ώστε να χωρέσουν περισσότερα πράγματα μέσα στη μέρα μου; Κι έτσι αποφάσισε να μην αφιερώσει άλλο χρόνο κουρδίζοντας το παλιό ρολόι και όταν αυτό θα σταματούσε, να το αντικαταστήσει με ένα καινούριο ρολόι χαλαζία, που δεν χρειάζεται κούρδισμα.
Όταν ο κάτοχος δεν κούρδισε το ρολόι την προγραμματισμένη ώρα, η κοινωνία των γραναζιών που είχε συνηθίσει όλα να κυλάνε σύμφωνα με κάποιο πρόγραμμα, άρχισε να αγωνιά. Όταν δε, η αποθηκευμένη στα ελάσματα ενέργεια άρχισε να τελειώνει, πανικοβλήθηκαν! Δεν ήξεραν τι να κάνουν!
Όλα όσα είχαν μάθει να κάνουν, τους ήταν άχρηστα πια. Οι έριδες και οι αψιμαχίες στην κοινωνία των γραναζιών κορυφώθηκαν και δημιουργήθηκε ένα φθονερό χάσμα ανάμεσα στα δεξιόστροφα και τα αριστερόστροφα γρανάζια, καθώς τα μεν έριχναν την ευθύνη στα δε.
Απευθύνθηκαν στα γρανάζια πρότυπα για μια λύση, όμως κι αυτά είχαν μάθει να λειτουργούν παράλληλα με την υπόλοιπη κοινωνία των γραναζιών. Όσο αυτή επιβραδυνόταν ακολουθούσαν κι αυτά σε μια οδυνηρή πορεία προς το τέλμα, μη γνωρίζοντας με ποιον τρόπο να αντιδράσουν.
Όταν όλοι πια είχαν χάσει την ελπίδα τους και ένιωθαν την τραγική μοίρα της χωματερής και της οξείδωσης να πλησιάζει, παρατήρησαν ένα μικρό μεταλλικό βαρίδι που το είχαν αποσυνδέσει από τον υπόλοιπο μηχανισμό για να μην τους μπερδεύει. Αυτό εξακολουθούσε να κινείται με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα! Αυτό το βαρίδι ήταν ο τρελός του χωριού, που είχε μάθει να κινείται μόνος του χωρίς να έχει ανάγκη από εξωτερική βοήθεια.
Η κίνησή του είχε μια πρωτοτυπία, καθώς άλλοτε συμφωνούσε με τα δεξιόστροφα γρανάζια και άλλοτε με τα αριστερόστροφα. Είχε δηλαδή την ικανότητα να συντονίζει την κίνησή του με εξωτερικούς παράγοντες όπως η κίνηση του καρπού του κατόχου και να αξιοποιεί το περίσσευμα της ενέργειας που ερχόταν από εκεί.
Τα υπόλοιπα γρανάζια δεν κατάλαβαν πολύ καλά πως τα κατάφερνε να διατηρεί την κίνησή του όταν όλα πια ήταν στάσιμα, αλλά κατάλαβαν ότι αυτό το μικρό μεταλλικό βαρίδι, είχε μια δική του αυτόνομη νόηση που το είχε βοηθήσει να συνεχίσει και ότι ήταν πια η μοναδική ελπίδα που τους είχε απομείνει. Τότε του απένειμαν τον τίτλο του ρότορα και συμφώνησαν ότι ήταν προς όφελός τους να προσδεθούν μαζί του.
Έτσι ο τρελός του χωριού έγινε ξαφνικά ο ήρωας του χωριού και το ρολόι που τελικά ήταν αυτόματο έμαθε να λειτουργεί ξανά με τη βοήθεια του ρότορα, αυτή τη φορά χωρίς την ανάγκη κουρδίσματος. Ο κάτοχος είδε ότι είχε ένα ρολόι αξιόπιστο και ακριβές κι έτσι αποφάσισε να το κρατήσει και ξέχασε τα φτηνά ρολόγια του χαλαζία που είχε δει στη βιτρίνα…”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου