Ύμνος στη γενιά του τίποτα
Έχω βαρεθεί να διαβάζω σε διάφορα mails που μου προωθούνται και στα social media κείμενα-ύμνους στις “γενιές του τότε”. Του ’60, του ’70, του ’80, του ’90.
“Τότε” που δεν ήμασταν “βουτυρομπεμπέδες”, όπως τώρα, που παίζαμε στις αλάνες, που γεμίζαμε χώματα και πληγές σε χέρια και πόδια και για τις οποίες ήμασταν περήφανοι.
”Τότε” που δεν ήταν όλα έτοιμα ή αυτονόητα. Λες και δεν έχει κάθε περίοδος και κάθε ηλικία την ιδιαιτερότητά της, λες και μόνο εμείς ήμασταν αρκετά “τυχεροί” (ή, ακόμα χειρότερα, ικανοί εντελώς) να ζήσουμε “τότε”
“Είμαστε η γενιά που έζησε δικτατορία / που πήγαινε στο καφενείο της γειτονιάς για να πάρει ένα τηλέφωνο / που έτρωγε κουκουρούκου και παγωτό Piguino / που δεν είχε κινητό τηλέφωνο και tablet / που έκανε συλλογή από τηλεκάρτες / που έπαιζε ατάρι με άθλια γραφικά….”.
Πολύ όμορφα όλα. Ατμοσφαιρικά, γλυκά, νοσταλγικά… Κι έπειτα βλέπω τα γεγονότα γύρω μας. Γεγονότα που δεν συνέβησαν τώρα, που μπορεί να τα γνωρίζαμε, να είχαμε ακούσει “κάτι” γι’ αυτά ή απλώς να τα αγνοούσαμε παντελώς.
Γιατί δεν μας ενδιαφέρουν, γιατί δεν μας τα “προωθούν” ηλεκτρονικά, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, γιατί είναι πολύ “μακριά” από εμάς… Και έτσι δεν κάναμε απλώς τίποτα. Και μου γεννιέται η απορία: Τι ουσιαστικό κάνουμε σήμερα, εμείς οι γενιές του “τότε”; Που όλοι μαζί γίναμε πια ένα και το αυτό;
Είμαστε η γενιά που πάτησε στους -πολιτικούς- νεκρούς του Πολυτεχνείου για να εξελιχθεί στην πιο σιχαμένη μορφή πολιτικής διαφθοράς.
Είμαστε η γενιά του βολέματος, του “ωχ, αδελφέ”, του “ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν” του: “να πάρω τον ξάδερφό μου τον Κώστα που η γυναίκα του είναι μακρινή ανιψιά του αξιότιμου βουλευτή, κυρίου τάδε, μήπως τακτοποιήσει σε καμιά θεσούλα στο δημόσιο το παλικάρι μου “.
Είμαστε η γενιά της καχυποψίας, του “σκυφτού κεφαλιού”, η γενιά που δεν λέει καλημέρα στον άγνωστο και δεν εμπιστεύεται ακόμα και τον πιο γνωστό.
Είμαστε η γενιά που πιστεύει ότι το χρώμα του δέρματος μπορεί να σε κάνει καλύτερο ή χειρότερο από κάποιον άλλον, αυτή που φωνάζει ότι χάνει λόγω της μετανάστευσης τις δουλειές που ποτέ δεν θα έκανε γιατί παραείναι καλομαθημένη για να τις κάνει, η γενιά των ξυρισμένων κεφαλιών.
Είμαστε η γενιά που, ενώ “δίχως κατοχή και πείνα” θα έπρεπε να ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ και να προχωράμε μπροστά, βαλτώνουμε, μιζεριάζουμε, οικτίρουμε την μοίρα μας γι’ αυτούς που μας “φτάσαν ως εδώ”. Εμείς φτάσαμε ως εδώ.
Είμαστε η γενιά της πιστωτικής κάρτας και των “διακοποδανείων”, της εύκολης λύσης, της ήσσονος προσπάθειας, της αρπαχτής και της αρπαγής.
Είμαστε η γενιά του καφέ “στο πλαστικό” που δεν έχει χρόνο για βιβλία, για εκδρομές, για το περιβάλλον, που δεν έχει χρόνο να αφιερώσει στα παιδιά της, που δεν έχει χρόνο για φίλους, αλλά έχει 2500 φίλους στο facebook. Είμαστε η γενιά που έχει χρόνο για να βλέπει σκουπίδια στην τηλεόραση και να μουντζώνει αυτούς που πριν λίγο ή περισσότερο καιρό είχε ψηφίσει.. Η γενιά που υποκαθιστά την μαμά με τον υπολογιστή και τον μπαμπά με το PlayStation.
Είμαστε η γενιά που πληρώνει για την παιδεία των παιδιών της, αλλά δεν επενδύει στην παιδεία.
Είμαστε η γενιά που δεν ζει τη ζωή, αλλά απλώς την παρακολουθεί να περνά.
Είμαστε η γενιά που δεν γράφει ιστορία, αλλά απλώς τρέχει να την προλάβει.
Είμαστε η γενιά του τίποτα… Και γι’ αυτό δεν δικαιούμαστε να λέμε και τίποτα.
Έχω βαρεθεί να διαβάζω σε διάφορα mails που μου προωθούνται και στα social media κείμενα-ύμνους στις “γενιές του τότε”. Του ’60, του ’70, του ’80, του ’90.
“Τότε” που δεν ήμασταν “βουτυρομπεμπέδες”, όπως τώρα, που παίζαμε στις αλάνες, που γεμίζαμε χώματα και πληγές σε χέρια και πόδια και για τις οποίες ήμασταν περήφανοι.
”Τότε” που δεν ήταν όλα έτοιμα ή αυτονόητα. Λες και δεν έχει κάθε περίοδος και κάθε ηλικία την ιδιαιτερότητά της, λες και μόνο εμείς ήμασταν αρκετά “τυχεροί” (ή, ακόμα χειρότερα, ικανοί εντελώς) να ζήσουμε “τότε”
“Είμαστε η γενιά που έζησε δικτατορία / που πήγαινε στο καφενείο της γειτονιάς για να πάρει ένα τηλέφωνο / που έτρωγε κουκουρούκου και παγωτό Piguino / που δεν είχε κινητό τηλέφωνο και tablet / που έκανε συλλογή από τηλεκάρτες / που έπαιζε ατάρι με άθλια γραφικά….”.
Πολύ όμορφα όλα. Ατμοσφαιρικά, γλυκά, νοσταλγικά… Κι έπειτα βλέπω τα γεγονότα γύρω μας. Γεγονότα που δεν συνέβησαν τώρα, που μπορεί να τα γνωρίζαμε, να είχαμε ακούσει “κάτι” γι’ αυτά ή απλώς να τα αγνοούσαμε παντελώς.
Γιατί δεν μας ενδιαφέρουν, γιατί δεν μας τα “προωθούν” ηλεκτρονικά, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, γιατί είναι πολύ “μακριά” από εμάς… Και έτσι δεν κάναμε απλώς τίποτα. Και μου γεννιέται η απορία: Τι ουσιαστικό κάνουμε σήμερα, εμείς οι γενιές του “τότε”; Που όλοι μαζί γίναμε πια ένα και το αυτό;
Είμαστε η γενιά που πάτησε στους -πολιτικούς- νεκρούς του Πολυτεχνείου για να εξελιχθεί στην πιο σιχαμένη μορφή πολιτικής διαφθοράς.
Είμαστε η γενιά του βολέματος, του “ωχ, αδελφέ”, του “ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν” του: “να πάρω τον ξάδερφό μου τον Κώστα που η γυναίκα του είναι μακρινή ανιψιά του αξιότιμου βουλευτή, κυρίου τάδε, μήπως τακτοποιήσει σε καμιά θεσούλα στο δημόσιο το παλικάρι μου “.
Είμαστε η γενιά της καχυποψίας, του “σκυφτού κεφαλιού”, η γενιά που δεν λέει καλημέρα στον άγνωστο και δεν εμπιστεύεται ακόμα και τον πιο γνωστό.
Είμαστε η γενιά που πιστεύει ότι το χρώμα του δέρματος μπορεί να σε κάνει καλύτερο ή χειρότερο από κάποιον άλλον, αυτή που φωνάζει ότι χάνει λόγω της μετανάστευσης τις δουλειές που ποτέ δεν θα έκανε γιατί παραείναι καλομαθημένη για να τις κάνει, η γενιά των ξυρισμένων κεφαλιών.
Είμαστε η γενιά που, ενώ “δίχως κατοχή και πείνα” θα έπρεπε να ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ και να προχωράμε μπροστά, βαλτώνουμε, μιζεριάζουμε, οικτίρουμε την μοίρα μας γι’ αυτούς που μας “φτάσαν ως εδώ”. Εμείς φτάσαμε ως εδώ.
Είμαστε η γενιά της πιστωτικής κάρτας και των “διακοποδανείων”, της εύκολης λύσης, της ήσσονος προσπάθειας, της αρπαχτής και της αρπαγής.
Είμαστε η γενιά του καφέ “στο πλαστικό” που δεν έχει χρόνο για βιβλία, για εκδρομές, για το περιβάλλον, που δεν έχει χρόνο να αφιερώσει στα παιδιά της, που δεν έχει χρόνο για φίλους, αλλά έχει 2500 φίλους στο facebook. Είμαστε η γενιά που έχει χρόνο για να βλέπει σκουπίδια στην τηλεόραση και να μουντζώνει αυτούς που πριν λίγο ή περισσότερο καιρό είχε ψηφίσει.. Η γενιά που υποκαθιστά την μαμά με τον υπολογιστή και τον μπαμπά με το PlayStation.
Είμαστε η γενιά που πληρώνει για την παιδεία των παιδιών της, αλλά δεν επενδύει στην παιδεία.
Είμαστε η γενιά που δεν ζει τη ζωή, αλλά απλώς την παρακολουθεί να περνά.
Είμαστε η γενιά που δεν γράφει ιστορία, αλλά απλώς τρέχει να την προλάβει.
Είμαστε η γενιά του τίποτα… Και γι’ αυτό δεν δικαιούμαστε να λέμε και τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου