Ζούσε κάποτε στη Βαγδάτη ένας ευγενικός και γενναιόδωρος έμπορος, που είχε πολλούς σκλάβους και υπηρέτες στη δούλεψή του, καθώς και έναν όμορφο παπαγάλο με λαμπερά πολύχρωμα φτερά, φημισμένο για την ευγλωττία και τα τραγούδια του.
Ο έμπορος ήταν καλός άνθρωπος και φερόταν σε όλους με τον καλύτερο τρόπο. Μια μέρα, πριν φύγει για ένα ταξίδι για δουλειές στην Ινδία, ρώτησε τους υποτακτικούς του τι δώρα θα ήθελαν να τους φέρει.
«Ζητήστε μου ότι θέλετε» τους είπε. «Μολονότι έχω όλα όσα θα επιθυμούσε κανείς από τη ζωή, νιώθω στεναχώρια για το πώς λειτουργεί ο κόσμος αλλά κι εγώ ο ίδιος… Θα ήθελα λοιπόν να βρω έναν τρόπο να είμαι πιο ευτυχισμένος.»
Όλοι ζήτησαν κοσμήματα, μετάξια, αρώματα και μπαχαρικά. Στο τέλος, ο έμπορος ρώτησε και τον παπαγάλο: «Και συ ψυχή μου, τι θέλεις να φέρω σε σένα από την Ινδία γλυκό μου πουλί; Έχεις ήδη ένα κλουβί από ταρταρούγα και ελεφαντόδοντο, έναν υπέροχο καθρέπτη διακοσμημένο με διαμάντια, δυο χρυσά δαχτυλίδια με πολύτιμους λίθους στα πόδια σου και απολαμβάνεις τα πιο διαλεχτά φρούτα και λαχανικά όλου του κόσμου στα γεύματα σου. Αλλά ότι κι αν είναι αυτό που θέλεις, θα σου το φέρω».
«Δεν επιθυμώ τίποτα» απάντησε ο παπαγάλος. «Το μόνο που θέλω, σε παρακαλώ, είναι να μεταφέρεις ένα μήνυμα στους παπαγάλους της Ινδίας. Όταν τους συναντήσεις, πες τους ότι “ο παπαγάλος μου, που ήταν θέλημα Θεού να βρεθεί κλεισμένος στο κλουβί μου, σας έχει επιθυμήσει πολύ. Έχει πια κουραστεί με όσα του έδιναν ως τώρα ευχαρίστηση… Όλα αυτά είναι κενά και χωρίς νόημα. Ω, σοφοί παπαγάλοι που ελεύθεροι πετάτε στα δάση και στους κήπους, σκεφτείτε το δικό μου παπαγάλο…
Ακούστε την κραυγή της καρδιάς του και στείλτε του ένα μήνυμα που θα δώσει φτερά στην ψυχή του και θα τον κάνει να πετάξει ξανά ψηλά, στους γαλάζιους ουρανούς της χαράς!»
Ο παπαγάλος είπε αυτά τα λόγια με τόσο καημό, που δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του εμπόρου. Αφού υποσχέθηκε να παραδώσει το μήνυμα του πουλιού στα αδέλφια του στην Ινδία, έφυγε για το ταξίδι του.
Ύστερα από μήνες ο έμπορος τελείωσε τις δουλειές του στην Ινδία. Αγόρασε τα δώρα για τους υπηρέτες του και λίγο πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής για τη Βαγδάτη, αποφάσισε να μείνει για λίγες μέρες στην εξοχή για να ηρεμήσει.
Ένα πρωί, εκεί που ξαπόσταινε στον όμορφο κήπο, άκουσε κάποιους παπαγάλους να φλυαρούν χαρούμενα τσιμπολογώντας φρούτα στα δέντρα. Τότε θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον παπαγάλο του. Κάλεσε λοιπόν κοντά του τα πουλιά και τους μετέφερε το μήνυμά του.
Με το που άκουσε το μήνυμα ένας από τους παπαγάλους που καθόταν σε ένα κλαδί, άρχισε να τρέμει, ανοιγόκλεισε τα φτερά του και μετά έπεσε από το κλαδί και ξεψύχησε.
Ο ευγενικός έμπορος ένοιωσε πολύ άσχημα που χωρίς να το θέλει είχε προκαλέσει το θάνατο ενός τόσο όμορφου πουλιού. Με θλίψη αναρωτήθηκε τι θα έλεγε στον παπαγάλο του, όταν θα επέστρεφε στην Βαγδάτη.
Μετά από λίγες μέρες γύρισε σπίτι του. Μοίρασε τα δώρα στους υπηρέτες του, αλλά δεν είπε λέξη στον παπαγάλο του. Ο παπαγάλος όμως, που περίμενε τον ρώτησε: «Που είναι το δικό μου δώρο; Τι μήνυμα μου φέρνεις;»
«Κανένα», απάντησε ο έμπορος με θλίψη. «Τους μετέφερα το μήνυμά σου, αλλά δεν είπαν λέξη».
«Πες μου σε παρακαλώ τι είδες, τι άκουσες» ρώτησε όλο αγωνία ο παπαγάλος.
Μετά από πολλά παρακάλια, ο έμπορος εντέλει υποχώρησε και είπε: «Έδωσα το μήνυμά σου… Ένας από τους παπαγάλους όμως στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που άρχισε να τρέμει, ανοιγόκλεισε τα φτερά του και μετά έπεσε από το κλαδί και ξεψύχησε».
Όταν ο παπαγάλος άκουσε τι είχε κάνει ο αδελφός του στην Ινδία, άρχισε κι αυτός να τρέμει και μετά από λίγο ξεψύχησε μέσα στο όμορφο κλουβί του.
Ο έμπορος τα έχασε! Μόλις συνήλθε από το σοκ, τρελαμένος από τη θλίψη άρχισε να σκίζει τα ρούχα του και να φωνάζει: «Αγαπημένε μου παπαγάλε, σε σκότωσα, ο άμυαλος! Θεέ μου, βοήθα να αντέξω τούτη τη θλίψη! Τα λεφτά μου, η δουλειά μου δεν έχουν καμία αξία… Χωρίς εσένα, φτερωτέ μου φίλε, ο κόσμος είναι για μένα μια φυλακή… Πως θα αντέξω;»
Και με τα λόγια αυτά άνοιξε το κλουβί , έβγαλε με απαλές κινήσεις έξω το άψυχο σώμα του αγαπημένου του παπαγάλου και το απόθεσε στο περβάζι του παραθύρου. Όμως ω του θαύματος! Ξαφνικά ο παπαγάλος ζωντάνεψε και με ένα γρήγορο χτύπημα των φτερών του πέταξε στο κλαδί του απέναντι δέντρου.
Ο έμπορος έμεινε έκπληκτος! Τόσο από το «θαύμα» όσο και από το μεγαλείο των χρωμάτων και την ομορφιά των φτερών του παπαγάλου που έβλεπε για πρώτη φορά, καθώς δεν τον είχε δει ποτέ του να πετά.
Γεμάτος απορία είπε: «Αγαπημένε μου παπαγάλε, πες μου σε παρακαλώ τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι ήταν αυτό που έμαθες από τους παπαγάλους τις Ινδίας και σε βοήθησε να επινοήσεις τούτο το κόλπο, που μου προξένησε τόση θλίψη;»
«Με την πράξη του ο αδελφός μου από την Ινδία μου έδωσε μια συμβουλή. Μου είπε: Εγκατέλειψε την περηφάνια και την ματαιοδοξία σου, τα έξυπνα λόγια και τα μαγευτικά σου τραγούδια, που το μόνο που έκαναν ήταν να σε οδηγήσουν στη σκλαβιά. Γιατί χίλια κακά βρίσκουν όποιον την ομορφιά του, τα λόγια και τα τραγούδια του τα βγάζει σε δημοπρασία. Στο εξής ζήσε σαν να έχεις πεθάνει... Μόνο έτσι θα κερδίσεις την ελευθερία". Και με τα λόγια αυτά, ο παπαγάλος πέταξε ψηλά στον ουρανό.
«Αντίο σοφέ μου φίλε» είπε ο έμπορος. «Μόλις μου έδειξες ένα νέο μονοπάτι. Θα το ακολουθήσω γιατί είναι το μόνο που λάμπει με φως…»
Ο έμπορος ήταν καλός άνθρωπος και φερόταν σε όλους με τον καλύτερο τρόπο. Μια μέρα, πριν φύγει για ένα ταξίδι για δουλειές στην Ινδία, ρώτησε τους υποτακτικούς του τι δώρα θα ήθελαν να τους φέρει.
«Ζητήστε μου ότι θέλετε» τους είπε. «Μολονότι έχω όλα όσα θα επιθυμούσε κανείς από τη ζωή, νιώθω στεναχώρια για το πώς λειτουργεί ο κόσμος αλλά κι εγώ ο ίδιος… Θα ήθελα λοιπόν να βρω έναν τρόπο να είμαι πιο ευτυχισμένος.»
Όλοι ζήτησαν κοσμήματα, μετάξια, αρώματα και μπαχαρικά. Στο τέλος, ο έμπορος ρώτησε και τον παπαγάλο: «Και συ ψυχή μου, τι θέλεις να φέρω σε σένα από την Ινδία γλυκό μου πουλί; Έχεις ήδη ένα κλουβί από ταρταρούγα και ελεφαντόδοντο, έναν υπέροχο καθρέπτη διακοσμημένο με διαμάντια, δυο χρυσά δαχτυλίδια με πολύτιμους λίθους στα πόδια σου και απολαμβάνεις τα πιο διαλεχτά φρούτα και λαχανικά όλου του κόσμου στα γεύματα σου. Αλλά ότι κι αν είναι αυτό που θέλεις, θα σου το φέρω».
«Δεν επιθυμώ τίποτα» απάντησε ο παπαγάλος. «Το μόνο που θέλω, σε παρακαλώ, είναι να μεταφέρεις ένα μήνυμα στους παπαγάλους της Ινδίας. Όταν τους συναντήσεις, πες τους ότι “ο παπαγάλος μου, που ήταν θέλημα Θεού να βρεθεί κλεισμένος στο κλουβί μου, σας έχει επιθυμήσει πολύ. Έχει πια κουραστεί με όσα του έδιναν ως τώρα ευχαρίστηση… Όλα αυτά είναι κενά και χωρίς νόημα. Ω, σοφοί παπαγάλοι που ελεύθεροι πετάτε στα δάση και στους κήπους, σκεφτείτε το δικό μου παπαγάλο…
Ακούστε την κραυγή της καρδιάς του και στείλτε του ένα μήνυμα που θα δώσει φτερά στην ψυχή του και θα τον κάνει να πετάξει ξανά ψηλά, στους γαλάζιους ουρανούς της χαράς!»
Ο παπαγάλος είπε αυτά τα λόγια με τόσο καημό, που δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του εμπόρου. Αφού υποσχέθηκε να παραδώσει το μήνυμα του πουλιού στα αδέλφια του στην Ινδία, έφυγε για το ταξίδι του.
Ύστερα από μήνες ο έμπορος τελείωσε τις δουλειές του στην Ινδία. Αγόρασε τα δώρα για τους υπηρέτες του και λίγο πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής για τη Βαγδάτη, αποφάσισε να μείνει για λίγες μέρες στην εξοχή για να ηρεμήσει.
Ένα πρωί, εκεί που ξαπόσταινε στον όμορφο κήπο, άκουσε κάποιους παπαγάλους να φλυαρούν χαρούμενα τσιμπολογώντας φρούτα στα δέντρα. Τότε θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον παπαγάλο του. Κάλεσε λοιπόν κοντά του τα πουλιά και τους μετέφερε το μήνυμά του.
Με το που άκουσε το μήνυμα ένας από τους παπαγάλους που καθόταν σε ένα κλαδί, άρχισε να τρέμει, ανοιγόκλεισε τα φτερά του και μετά έπεσε από το κλαδί και ξεψύχησε.
Ο ευγενικός έμπορος ένοιωσε πολύ άσχημα που χωρίς να το θέλει είχε προκαλέσει το θάνατο ενός τόσο όμορφου πουλιού. Με θλίψη αναρωτήθηκε τι θα έλεγε στον παπαγάλο του, όταν θα επέστρεφε στην Βαγδάτη.
Μετά από λίγες μέρες γύρισε σπίτι του. Μοίρασε τα δώρα στους υπηρέτες του, αλλά δεν είπε λέξη στον παπαγάλο του. Ο παπαγάλος όμως, που περίμενε τον ρώτησε: «Που είναι το δικό μου δώρο; Τι μήνυμα μου φέρνεις;»
«Κανένα», απάντησε ο έμπορος με θλίψη. «Τους μετέφερα το μήνυμά σου, αλλά δεν είπαν λέξη».
«Πες μου σε παρακαλώ τι είδες, τι άκουσες» ρώτησε όλο αγωνία ο παπαγάλος.
Μετά από πολλά παρακάλια, ο έμπορος εντέλει υποχώρησε και είπε: «Έδωσα το μήνυμά σου… Ένας από τους παπαγάλους όμως στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που άρχισε να τρέμει, ανοιγόκλεισε τα φτερά του και μετά έπεσε από το κλαδί και ξεψύχησε».
Όταν ο παπαγάλος άκουσε τι είχε κάνει ο αδελφός του στην Ινδία, άρχισε κι αυτός να τρέμει και μετά από λίγο ξεψύχησε μέσα στο όμορφο κλουβί του.
Ο έμπορος τα έχασε! Μόλις συνήλθε από το σοκ, τρελαμένος από τη θλίψη άρχισε να σκίζει τα ρούχα του και να φωνάζει: «Αγαπημένε μου παπαγάλε, σε σκότωσα, ο άμυαλος! Θεέ μου, βοήθα να αντέξω τούτη τη θλίψη! Τα λεφτά μου, η δουλειά μου δεν έχουν καμία αξία… Χωρίς εσένα, φτερωτέ μου φίλε, ο κόσμος είναι για μένα μια φυλακή… Πως θα αντέξω;»
Και με τα λόγια αυτά άνοιξε το κλουβί , έβγαλε με απαλές κινήσεις έξω το άψυχο σώμα του αγαπημένου του παπαγάλου και το απόθεσε στο περβάζι του παραθύρου. Όμως ω του θαύματος! Ξαφνικά ο παπαγάλος ζωντάνεψε και με ένα γρήγορο χτύπημα των φτερών του πέταξε στο κλαδί του απέναντι δέντρου.
Ο έμπορος έμεινε έκπληκτος! Τόσο από το «θαύμα» όσο και από το μεγαλείο των χρωμάτων και την ομορφιά των φτερών του παπαγάλου που έβλεπε για πρώτη φορά, καθώς δεν τον είχε δει ποτέ του να πετά.
Γεμάτος απορία είπε: «Αγαπημένε μου παπαγάλε, πες μου σε παρακαλώ τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι ήταν αυτό που έμαθες από τους παπαγάλους τις Ινδίας και σε βοήθησε να επινοήσεις τούτο το κόλπο, που μου προξένησε τόση θλίψη;»
«Με την πράξη του ο αδελφός μου από την Ινδία μου έδωσε μια συμβουλή. Μου είπε: Εγκατέλειψε την περηφάνια και την ματαιοδοξία σου, τα έξυπνα λόγια και τα μαγευτικά σου τραγούδια, που το μόνο που έκαναν ήταν να σε οδηγήσουν στη σκλαβιά. Γιατί χίλια κακά βρίσκουν όποιον την ομορφιά του, τα λόγια και τα τραγούδια του τα βγάζει σε δημοπρασία. Στο εξής ζήσε σαν να έχεις πεθάνει... Μόνο έτσι θα κερδίσεις την ελευθερία". Και με τα λόγια αυτά, ο παπαγάλος πέταξε ψηλά στον ουρανό.
«Αντίο σοφέ μου φίλε» είπε ο έμπορος. «Μόλις μου έδειξες ένα νέο μονοπάτι. Θα το ακολουθήσω γιατί είναι το μόνο που λάμπει με φως…»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου