Η αγάπη είναι μία έννοια που έχει πολλές προεκτάσεις: φιλοσοφικές, ψυχολογικές, θεολογικές, κοινωνικές ή ακόμη και βιολογικές. Το συναίσθημα της αγάπης έχει αποδειχθεί από πολλές έρευνες ότι έχει άμεσο αντίκτυπο τόσο στην νοητική/ψυχολογική μας κατάσταση, όσο και στη σωματική. Για παράδειγμα, το σύνδρομο της «σπασμένης καρδιάς» (broken heart) είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα και περιγράφει την ιδιαίτερη σωματική ευαισθησία που προκαλείται μετά από έναν έντονο, αρνητικό γεγονός που συνήθως σχετίζεται με την απώλεια (θάνατος, χωρισμός κτλ).
Η ανθρώπινη ανάγκη για αγάπη έχει περιγραφεί σε πλήθος θεωρητικών πλαισίων, από το ψυχαναλυτικό μοντέλο του Freud έως και την πυραμίδα των αναγκών του Maslow. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε κυνηγούμε το συναίσθημα της ασφάλειας και αποδοχής που συνοδεύουν την αγάπη που λαμβάνουμε από τους γύρω μας. Η αγάπη είναι ο θεμέλιος λίθος της δημιουργίας νέων οικογενειών, αλλά και σημαντικότατος παράγοντας σύσφιξης των σχέσεων με μέλη της οικογένειάς και του φιλικού μας περιβάλλοντος.
Όπως γίνεται κατανοητό, η αγάπη δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Έχει πλήθος διαφορετικών οπτικών γωνιών υπό τις οποίες μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Επηρεάζεται από πλήθος άλλων παραγόντων (βιολογικούς, κοινωνικούς, γνωστικούς κτλ) και εν συνεχεία μπορεί να επηρεάσει εκ νέου αυτούς τους παράγοντες, καθιστώντας αυτό το συναίσθημα ως ένα από τα σημαντικότερα στη ζωή μας.
Βιολογία της αγάπης
Μέχρι και πρόσφατα οι επιστήμονες ερευνούσαν την αγάπη μέσα στα πλαίσια της έρευνας για την ανάπτυξη και το ρόλο των συναισθημάτων στη ζωή μας και επικεντρωνόντουσαν κυρίως στο γνωστικό κομμάτι (τι πιστεύουμε ότι είναι αγάπη, πότε νοιώθουμε ότι αγαπάμε κάποιον, πως εξηγούμε την αγάπη κτλ) και τις κοινωνικές προεκτάσεις της. Η βιολογία της αγάπης όμως άρχισε σιγά-σιγά να τραβάει τα βλέμματα της επιστημονικής κοινότητας, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δύο δεκαετίες να έχουμε αποκτήσει αρκετές γνώσεις γύρω από τους νευροβιολογικούς και ενδοκρινολογικούς μηχανισμούς της παρατηρήσιμης, κοινωνικής συμπεριφοράς που ερμηνεύεται ως αγάπη.
Η εξέλιξη της κοινωνικής και φροντιστικής συμπεριφοράς
Η αγάπη είναι κατά βάση μια κοινωνική συμπεριφορά και ως τέτοια μπορεί να ερευνηθεί και υπό τη σκοπιά της εξέλιξης. Τι είδους εξελικτική αξία έχει η ανάπτυξη αλληλένδετων σχέσεων ενδιαφέροντος και προστασίας μεταξύ δύο οργανισμών; Η ικανότητα δύο οργανισμών να αλληλεπιδρούν και να υποστηρίζουν τους ομοιοστατικούς μηχανισμούς (την ισορροπία δηλαδή στην λειτουργία ενός οργανισμού), την ατομική ανάπτυξή αλλά και την αναπαραγωγή τους, είναι ένας από τους αρχαιότερους βιολογικούς μηχανισμούς. Τέτοιου είδους «κοινωνικές συμπεριφορές» παρατηρούνται ακόμη και στους πιο πρωτόγονους οργανισμούς: τα βακτήρια. Τα βακτήρια έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να προσεγγίζουν μέλη του είδους τους, ενώ έχει παρατηρηθεί ότι η αναπαραγωγή τους είναι πιο επιτυχής όταν βρίσκονται εντός των ομάδων τους . Η «κοινωνική» συμπεριφορά των βακτηρίων είναι φυσικά μόνο η αρχή. Η αγάπη φαίνεται πως έχει ιδιαίτερη αξία για την επιβίωση και την αναπαραγωγή όλων των ειδών, καθώς παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα γνωστά είδη: ερπετά, θηλαστικά, πουλιά, ψάρια. Όλοι οι οργανισμοί φροντίζουν ο ένας τον άλλο, ιδιαίτερα οι γονείς τα παιδιά τους, τα οποία άλλωστε μεταφέρουν και τα γονίδιά τους στο μέλλον. Όσοι οργανισμοί δεν έδειξαν τέτοιου είδους συμπεριφορές, φαίνεται πως απλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν αρκετά για να μεταδώσουν τα δικά τους γονίδια έως και σήμερα. Η «αγάπη» λοιπόν φαίνεται πως είναι ένας θεμέλιος λίθος στην εξέλιξη των ειδών και ένας δυναμικός μηχανισμός που ευνοεί την ανάπτυξη και την υγεία των οργανισμών.
Ο φυσιολογικός μηχανισμός της αγάπης
Η αγάπη στον άνθρωπο –όπως και όλα τα βασικά συναισθήματα- εδρεύει στα πιο «πρωτόγονα» μέρη του εγκεφάλου, αυτά τα οποία αναπτύχθηκαν κατά τα πρώιμα στάδια της εξέλιξής μας και είναι παρόντα σε όλα τα θηλαστικά. Βασικό ρόλο στο συναίσθημα της αγάπης παίζει η ορμόνη οξυτοκίνη η οποία εκκρίνεται σε αυτές τις «πρωτόγονες περιοχές» και συγκεκριμένα στην νευροϋπόφυση (posterior pituitary gland) και παίζει κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή, αυξάνοντας την ερωτική επιθυμία σε άνδρες, βοηθώντας τις γυναίκες να αντέξουν τον πόνο της γέννας, αλλά και δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ των ενηλίκων και του νεογνού. Έχει βρεθεί πως η ύπαρξη και μόνο ενός μωρού στο χώρο αυξάνει τα επίπεδα οξυτοκίνης σε όλους τους ενήλικους, άνδρες και γυναίκες, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο οργανισμός μας είναι φτιαγμένος να «επιβάλλει» σε κάποιο βαθμό την αγάπη των άλλων όσο είμαστε μωρά. Οι πολυάριθμες έρευνες γύρω από τον ρόλο της οξυτοκίνης τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υποδείξει ότι η συγκεκριμένη ορμόνη παίζει σημαντικό ρόλο σε ένα μεγάλο εύρος κοινωνικών συμπεριφορών που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την αγάπη και την ερωτική διάθεση. Μερικά παραδείγματα πέρα από το δέσιμο μεταξύ γονιών και παιδιών, είναι η διευκόλυνση της οπτική επαφής, η ενσυναίσθηση αλλά και η διάθεση για σεξουαλική συμπεριφορά.
Αν και η οξυτοκίνη φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στην αγάπη, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε λανθασμένα πως είναι η «ορμόνη της αγάπης», καθώς αυτό το συναίσθημα όπως και όλα τα άλλα δημιουργούνται μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και μια σειρά από εκκρίσεις άλλων ορμονών, νευροδιαβιβαστών και επικοινωνίας μεταξύ πολλών διαφορετικών εγκεφαλικών περιοχών. Για παράδειγμα η έκκριση του νευροπεπτιδίου βασοπρεσίνη σχετίζεται επίσης με την ανάπτυξη κοινωνικών συμπεριφορών παρόμοιων με αυτές που ρυθμίζει η οξυτοκίνη. Έρευνες γύρω από αυτές τις ορμόνες έχουν δείξει ότι εάν ο οργανισμός δεν μπορεί να τις απορροφήσει (π.χ. λόγω φαρμακευτικής αγωγής ανταγωνιστών των συγκεκριμένων ορμονών) τότε μειώνεται η εμφάνιση φροντιστικών, κοινωνικών συμπεριφορών τόσο απέναντι σε ενήλικες όσο και σε παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι έρευνες σε άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο φάσμα του αυτισμού έχουν δείξει ότι μεταξύ άλλων παρουσιάζουν δυσλειτουργία στο σύστημα των κοινωνικών συμπεριφορών που σχετίζονται με την οξυτοκίνη και τη βασοπρεσίνη, κάτι που φαίνεται λογικό εάν αναλογιστούμε ότι το φάσμα του αυτισμού περιγράφει ακριβώς συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων.
Το σύστημα μέρος του οποίου είναι και η οξυτοκίνη και η βασοπρεσίνη είναι δυναμικό και παρουσιάζει λειτουργικές διαφορές από άτομο σε άτομο. Η έκκριση της ορμόνης αλλά και ο αντίκτυπός της στη συμπεριφορά δεν είναι ίδια σε όλους και αυτό οφείλεται τόσο σε γεννητικούς όσο και σε επιγεννετικούς παράγοντες. Ερχόμαστε εξοπλισμένοι με ένα σύστημα οξυτοκίνης το οποίο λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αλλά οι εμπειρίες της ζωής μας μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας του, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στην αντίληψη της αγάπης από το ίδιο άτομο. Κάποιος ο οποίος για παράδειγμα μεγάλωσε σε ένα αποστειρωμένο και αυστηρό περιβάλλον μπορεί να μην εκτιμά την αξία της αγάπης ή ακόμη και να μην έχει νιώσει αυτό που οι περισσότεροι περιγράφουν ως αγάπη, έως ότου βρεθεί σε ένα διαφορετικό, πιο ανοιχτό και δεκτικό περιβάλλον που θα τον περιβάλλει με στοργή, οδηγώντας το βιολογικό του σύστημα να αλλάξει τη λειτουργικότητά του και επομένως και την αντίληψη του ίδιου για το συναίσθημα της αγάπης.
Ο πυρήνας της αγάπης είναι το αίσθημα της ασφάλειας και αυτό αντικατοπτρίζεται και στις ιδιότητες των ορμονών που σχετίζονται με αυτή. Τακτικές δόσεις οξυτοκίνης σε ζώα έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν τις φροντιστηκές συμπεριφορές, μειώνουν το στρες και την αμυντική συμπεριφορά, επιτρέποντας στους γονείς να αναπτύξουν καλύτερους δεσμούς με τα νεογνά τους αλλά και τα ίδια να αναπτύξουν μεγαλύτερο ρεπερτόριο συμπεριφορών μέσα σε ένα αίσθημα ασφάλειας.
Συμπερασματικά
Η αγάπη είναι ένα από τα πιο βασικά συναισθήματα όχι μονο στον άνθρωπο αλλά και το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και όπως βλέπουμε υπάρχουν και σαφείς βιολογικοί λόγοι γι’ αυτό. Η βιολογία παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη συμπεριφορών αγάπης και φροντίδας, αλλά και το αντίστροφο: η ένταξη του ατόμου σε ένα σύστημα φροντιστικών συμπεριφορών αλλάζει την βιολογία του, με αποτέλεσμα την ενθάρρυνση και ανάπτυξη συμπεριφορών αγάπης από το ίδιο. Η φύση της αγάπης είναι ριζωμένη καλά μέσα μας και απλά περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να εκδηλωθεί.
Η ανθρώπινη ανάγκη για αγάπη έχει περιγραφεί σε πλήθος θεωρητικών πλαισίων, από το ψυχαναλυτικό μοντέλο του Freud έως και την πυραμίδα των αναγκών του Maslow. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε κυνηγούμε το συναίσθημα της ασφάλειας και αποδοχής που συνοδεύουν την αγάπη που λαμβάνουμε από τους γύρω μας. Η αγάπη είναι ο θεμέλιος λίθος της δημιουργίας νέων οικογενειών, αλλά και σημαντικότατος παράγοντας σύσφιξης των σχέσεων με μέλη της οικογένειάς και του φιλικού μας περιβάλλοντος.
Όπως γίνεται κατανοητό, η αγάπη δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Έχει πλήθος διαφορετικών οπτικών γωνιών υπό τις οποίες μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Επηρεάζεται από πλήθος άλλων παραγόντων (βιολογικούς, κοινωνικούς, γνωστικούς κτλ) και εν συνεχεία μπορεί να επηρεάσει εκ νέου αυτούς τους παράγοντες, καθιστώντας αυτό το συναίσθημα ως ένα από τα σημαντικότερα στη ζωή μας.
Βιολογία της αγάπης
Μέχρι και πρόσφατα οι επιστήμονες ερευνούσαν την αγάπη μέσα στα πλαίσια της έρευνας για την ανάπτυξη και το ρόλο των συναισθημάτων στη ζωή μας και επικεντρωνόντουσαν κυρίως στο γνωστικό κομμάτι (τι πιστεύουμε ότι είναι αγάπη, πότε νοιώθουμε ότι αγαπάμε κάποιον, πως εξηγούμε την αγάπη κτλ) και τις κοινωνικές προεκτάσεις της. Η βιολογία της αγάπης όμως άρχισε σιγά-σιγά να τραβάει τα βλέμματα της επιστημονικής κοινότητας, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δύο δεκαετίες να έχουμε αποκτήσει αρκετές γνώσεις γύρω από τους νευροβιολογικούς και ενδοκρινολογικούς μηχανισμούς της παρατηρήσιμης, κοινωνικής συμπεριφοράς που ερμηνεύεται ως αγάπη.
Η εξέλιξη της κοινωνικής και φροντιστικής συμπεριφοράς
Η αγάπη είναι κατά βάση μια κοινωνική συμπεριφορά και ως τέτοια μπορεί να ερευνηθεί και υπό τη σκοπιά της εξέλιξης. Τι είδους εξελικτική αξία έχει η ανάπτυξη αλληλένδετων σχέσεων ενδιαφέροντος και προστασίας μεταξύ δύο οργανισμών; Η ικανότητα δύο οργανισμών να αλληλεπιδρούν και να υποστηρίζουν τους ομοιοστατικούς μηχανισμούς (την ισορροπία δηλαδή στην λειτουργία ενός οργανισμού), την ατομική ανάπτυξή αλλά και την αναπαραγωγή τους, είναι ένας από τους αρχαιότερους βιολογικούς μηχανισμούς. Τέτοιου είδους «κοινωνικές συμπεριφορές» παρατηρούνται ακόμη και στους πιο πρωτόγονους οργανισμούς: τα βακτήρια. Τα βακτήρια έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να προσεγγίζουν μέλη του είδους τους, ενώ έχει παρατηρηθεί ότι η αναπαραγωγή τους είναι πιο επιτυχής όταν βρίσκονται εντός των ομάδων τους . Η «κοινωνική» συμπεριφορά των βακτηρίων είναι φυσικά μόνο η αρχή. Η αγάπη φαίνεται πως έχει ιδιαίτερη αξία για την επιβίωση και την αναπαραγωγή όλων των ειδών, καθώς παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα γνωστά είδη: ερπετά, θηλαστικά, πουλιά, ψάρια. Όλοι οι οργανισμοί φροντίζουν ο ένας τον άλλο, ιδιαίτερα οι γονείς τα παιδιά τους, τα οποία άλλωστε μεταφέρουν και τα γονίδιά τους στο μέλλον. Όσοι οργανισμοί δεν έδειξαν τέτοιου είδους συμπεριφορές, φαίνεται πως απλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν αρκετά για να μεταδώσουν τα δικά τους γονίδια έως και σήμερα. Η «αγάπη» λοιπόν φαίνεται πως είναι ένας θεμέλιος λίθος στην εξέλιξη των ειδών και ένας δυναμικός μηχανισμός που ευνοεί την ανάπτυξη και την υγεία των οργανισμών.
Ο φυσιολογικός μηχανισμός της αγάπης
Η αγάπη στον άνθρωπο –όπως και όλα τα βασικά συναισθήματα- εδρεύει στα πιο «πρωτόγονα» μέρη του εγκεφάλου, αυτά τα οποία αναπτύχθηκαν κατά τα πρώιμα στάδια της εξέλιξής μας και είναι παρόντα σε όλα τα θηλαστικά. Βασικό ρόλο στο συναίσθημα της αγάπης παίζει η ορμόνη οξυτοκίνη η οποία εκκρίνεται σε αυτές τις «πρωτόγονες περιοχές» και συγκεκριμένα στην νευροϋπόφυση (posterior pituitary gland) και παίζει κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή, αυξάνοντας την ερωτική επιθυμία σε άνδρες, βοηθώντας τις γυναίκες να αντέξουν τον πόνο της γέννας, αλλά και δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ των ενηλίκων και του νεογνού. Έχει βρεθεί πως η ύπαρξη και μόνο ενός μωρού στο χώρο αυξάνει τα επίπεδα οξυτοκίνης σε όλους τους ενήλικους, άνδρες και γυναίκες, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο οργανισμός μας είναι φτιαγμένος να «επιβάλλει» σε κάποιο βαθμό την αγάπη των άλλων όσο είμαστε μωρά. Οι πολυάριθμες έρευνες γύρω από τον ρόλο της οξυτοκίνης τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υποδείξει ότι η συγκεκριμένη ορμόνη παίζει σημαντικό ρόλο σε ένα μεγάλο εύρος κοινωνικών συμπεριφορών που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την αγάπη και την ερωτική διάθεση. Μερικά παραδείγματα πέρα από το δέσιμο μεταξύ γονιών και παιδιών, είναι η διευκόλυνση της οπτική επαφής, η ενσυναίσθηση αλλά και η διάθεση για σεξουαλική συμπεριφορά.
Αν και η οξυτοκίνη φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στην αγάπη, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε λανθασμένα πως είναι η «ορμόνη της αγάπης», καθώς αυτό το συναίσθημα όπως και όλα τα άλλα δημιουργούνται μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και μια σειρά από εκκρίσεις άλλων ορμονών, νευροδιαβιβαστών και επικοινωνίας μεταξύ πολλών διαφορετικών εγκεφαλικών περιοχών. Για παράδειγμα η έκκριση του νευροπεπτιδίου βασοπρεσίνη σχετίζεται επίσης με την ανάπτυξη κοινωνικών συμπεριφορών παρόμοιων με αυτές που ρυθμίζει η οξυτοκίνη. Έρευνες γύρω από αυτές τις ορμόνες έχουν δείξει ότι εάν ο οργανισμός δεν μπορεί να τις απορροφήσει (π.χ. λόγω φαρμακευτικής αγωγής ανταγωνιστών των συγκεκριμένων ορμονών) τότε μειώνεται η εμφάνιση φροντιστικών, κοινωνικών συμπεριφορών τόσο απέναντι σε ενήλικες όσο και σε παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι έρευνες σε άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο φάσμα του αυτισμού έχουν δείξει ότι μεταξύ άλλων παρουσιάζουν δυσλειτουργία στο σύστημα των κοινωνικών συμπεριφορών που σχετίζονται με την οξυτοκίνη και τη βασοπρεσίνη, κάτι που φαίνεται λογικό εάν αναλογιστούμε ότι το φάσμα του αυτισμού περιγράφει ακριβώς συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων.
Το σύστημα μέρος του οποίου είναι και η οξυτοκίνη και η βασοπρεσίνη είναι δυναμικό και παρουσιάζει λειτουργικές διαφορές από άτομο σε άτομο. Η έκκριση της ορμόνης αλλά και ο αντίκτυπός της στη συμπεριφορά δεν είναι ίδια σε όλους και αυτό οφείλεται τόσο σε γεννητικούς όσο και σε επιγεννετικούς παράγοντες. Ερχόμαστε εξοπλισμένοι με ένα σύστημα οξυτοκίνης το οποίο λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αλλά οι εμπειρίες της ζωής μας μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας του, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στην αντίληψη της αγάπης από το ίδιο άτομο. Κάποιος ο οποίος για παράδειγμα μεγάλωσε σε ένα αποστειρωμένο και αυστηρό περιβάλλον μπορεί να μην εκτιμά την αξία της αγάπης ή ακόμη και να μην έχει νιώσει αυτό που οι περισσότεροι περιγράφουν ως αγάπη, έως ότου βρεθεί σε ένα διαφορετικό, πιο ανοιχτό και δεκτικό περιβάλλον που θα τον περιβάλλει με στοργή, οδηγώντας το βιολογικό του σύστημα να αλλάξει τη λειτουργικότητά του και επομένως και την αντίληψη του ίδιου για το συναίσθημα της αγάπης.
Ο πυρήνας της αγάπης είναι το αίσθημα της ασφάλειας και αυτό αντικατοπτρίζεται και στις ιδιότητες των ορμονών που σχετίζονται με αυτή. Τακτικές δόσεις οξυτοκίνης σε ζώα έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν τις φροντιστηκές συμπεριφορές, μειώνουν το στρες και την αμυντική συμπεριφορά, επιτρέποντας στους γονείς να αναπτύξουν καλύτερους δεσμούς με τα νεογνά τους αλλά και τα ίδια να αναπτύξουν μεγαλύτερο ρεπερτόριο συμπεριφορών μέσα σε ένα αίσθημα ασφάλειας.
Συμπερασματικά
Η αγάπη είναι ένα από τα πιο βασικά συναισθήματα όχι μονο στον άνθρωπο αλλά και το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και όπως βλέπουμε υπάρχουν και σαφείς βιολογικοί λόγοι γι’ αυτό. Η βιολογία παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη συμπεριφορών αγάπης και φροντίδας, αλλά και το αντίστροφο: η ένταξη του ατόμου σε ένα σύστημα φροντιστικών συμπεριφορών αλλάζει την βιολογία του, με αποτέλεσμα την ενθάρρυνση και ανάπτυξη συμπεριφορών αγάπης από το ίδιο. Η φύση της αγάπης είναι ριζωμένη καλά μέσα μας και απλά περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να εκδηλωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου