Δε θυμάμαι πόσες φορές στάθηκα με δυσαρέσκεια στον καθρέφτη μονολογώντας «Έλα ρε γαμώτο» για ένα σπυράκι ή πόσες άλλες φορές με ρώτησαν «με πατάτες το σερβίρουμε;» και απαντούσα με κρυμμένη απογοήτευση «όχι, με χόρτα». «Η ομορφιά είναι μια υπόσχεση ευτυχίας» έγραφε ο Honoré de Balzac. Και προφανώς ήταν για τις ρομαντικές αφηγήσεις της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Για τις ζωντανές αφηγήσεις των γυναικών της σύγχρονης εποχής στο δυτικό κόσμο είναι μάλλον ένα ανομολόγητο και συχνά μη εντοπισμένο βασανιστήριο που διατρέχει τη συγκρότηση της καθημερινότητας τους, προσθέτοντας μηδενικά μετά την υποδιαστολή στη βιομηχανία της μόδας και της ομορφιάς.
Κάπως έτσι το αποτύπωσε και η Αυστραλιανή φωτογράφος Jessica Ledwich στο project “Monstrous Feminine” (Τερατώδη θηλυκά). Με καλλιτεχνική αφαίρεση έφτιαξε 12 εικόνες καθημερινών γυναικείων πράξεων που αναδεικνύουν το ψυχολογικό ίχνος του άγχους της ομορφιάς και του φόβου του γήρατος.
Αυτό που διαφεύγει ακόμα και από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή μετά από άπειρες συνεδρίες, πολλά λεφτά και ασκήσεις μνήμης που καταλήγουν σε καβγά με τη μητέρα σου αλλά ποτέ στην ανάκληση εκείνης της παιδικής εμπειρίας, όπου «επέμβαση» σήμαινε «αρρώστια», ενώ τώρα σημαίνει «διόρθωση». Τότε που το μοναδικό ποδήλατο που ήξερες ήταν αυτό που έκανες βόλτες με τους φίλους σου το καλοκαίρι κι όχι αυτό που όσα χιλιόμετρα κι αν γράψει παραμένει ακίνητο στο μονότονο ντεκόρ ανδρών που σηκώνουν βάρη και γυναικών που κάνουν κοιλιακούς υπό την αυστηρή επίβλεψη ενός ύφους που προειδοποιεί ότι «έχεις ένα σετάκι ακόμη».
Είναι η τελετουργία της ύπαρξης μας, έτσι όπως αντανακλάται από το ανδρικό βλέμμα στον καθρέφτη και βγαίνει πάντα λίγο παραπάνω στη ζυγαριά. Τόσο βαθιά ριζωμένη που γίνεται αδιόρατη και αυτονόητη. Είναι αυτό το μπεζ στρώμα που καλύπτει πάντα την επιδερμίδα σου, το ψιλοτάκουνο παπούτσι που σε πιέζει και επιβραδύνει το βάδισμα, το τράβηγμα με το κερί στη γάμπα που πάντα πονάει, το πιστολάκι στο μαλλί κάθε πρωί που αυξάνει αφόρητα τις καλοκαιρινές θερμοκρασίες, το κόκκινο shellac που σ’ εμποδίζει να φας με την ησυχία σου τα νύχια σου, ένα budget για αντιρυτιδικές κρέμες που φτάνει το 1/10 του κατώτερου μισθού, οι τύψεις μετά το παγωτό σοκολάτα, η διαρκής υπόμνηση ότι «οι μπύρες κάνουν κοιλιά» κι ένα ψυγείο γεμάτο light προϊόντα.
Το πρότυπο της όμορφης, αψεγάδιαστης, λεπτής, σεξουαλικής γκόμενας που ξεπηδάει από το εξώφυλλο της Vogue που δεν είσαι και επικαθορίζει ένα ολόκληρο κομμάτι του χρόνου σου και της ενέργειας σου για να γίνεις. Το βίωμα χιλιάδων γυναικών που χρωματίζεται από το μορφωτικό επίπεδο, την επαγγελματική ιδιότητα, την οικονομική δυνατότητα αλλά είναι κοινό. Για τους άνδρες είναι OK η κοιλίτσα, αναμενόμενο το αραίωμα στο κεφάλι, ωριμότητα το γκριζάρισμα και σέξυ ο ιδρώτας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πελατεία στις επεμβάσεις αισθητικής είναι κατά 90% γένους θηλυκού.
«Ελεύθερη επιλογή» είναι η επωδός που αντηχεί στην άρθρωση ενός κριτικού λόγου για τους ρόλους των φύλων και τις αναπαράστασεις για τη «θηλυκότητα» και την «αρρενωπότητα». Πόσο «ελεύθερη» όμως είναι μια επιλογή που σε εγκαλεί σε όλη σου τη ζωή; Από τότε που πήρες πρώτη φορά τη Barbie στα χέρια σου και κατάλαβες ότι έτσι πρέπει να γίνεις όταν μεγαλώσεις και η μαμά σου έκοβε τα γλυκά όταν στρογγύλευε λίγο το πρόσωπο σου, μέχρι τις διαφημίσεις με τα αστραφτερά μοντέλα, τις φίλες σου παρατηρούν τις πρώτες ρυτίδες έκφρασης, τους γκόμενους που βαθμολογούν την κυταρρίτιδα στις παραλίες.
Το διατύπωσε στην σύγχρονη ριζοσπαστική ακαδημαϊκή σκέψη η Τζούντιθ Μπάτλερ στη θεωρία της για την επιτελεστικότητα υποστηρίζοντας ότι η έμφυλη ταυτότητα «επιτελείται και αναπαρίσταται μέσα από τη διαρκή δράση του ίδιου του υποκειμένου με την επανάληψη πολιτισμικών κανόνων». Μια αυστηρή νόρμα αισθητικής που λειτουργεί ως μετοχή στο χρηματιστήριο κοινωνικής αναγνωρισιμότητας και αποδοχής. Η αλήθεια είναι ότι όσες γυναίκες αποτυγχάνουν ή δε θέλουν να πατήσουν σ’ αυτές τις συντεταγμένες εισπράττουν αδιαφορία στην καλύτερη περίπτωση ή απόρριψη.
Είναι η σύγχρονη επιτομή του σεξισμού, όπου πλέον δεν εκδηλώνεται με τη μορφή της νομικής ανισότητας, όπως ήταν παλιά η απαγόρευσης της ψήφου για τις γυναίκες αλλά με την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος. Το σώμα γίνεται πεδίο άσκησης σχέσεων εξουσίας όχι με μια εμφανή κατασταλτική διαδικασία αλλά παραγωγικά, παράγοντας λόγο και επιθυμίες. Έτσι ο ψυχαναγκασμός της ομορφιάς γίνεται εσωτερικευμένη καταπίεση, που ακυρώνει την προσωπική φαντασία και μεταφράζεται σε μια «αυθόρμητη» ανάγκη φροντίδας του εαυτού.
Τόσο «αυθόρμητη» όσο ορίζουν τα μεγάλα γραφεία μόδας και ομορφιάς της Νέα Υορκης. Ίσως ο πιο αυθεντικός «αυθορμητισμός» σ’ αυτή τη διαδικασία είναι οι στιγμές που την ακυρώνουμε, που μπουχτίζουμε σ’ αυτό το απέραντο ομοιόμορφο σύμπαν διεκδίκησης της τελειότητας και φοράμε τα σταράκια και το τζινάκι μας για να ισιώσουμε. Κι αυτή η φοβερή ατάκα του Σταμάτη Κραουνάκη: «Ούτε μια ρυτίδα δεν έκανες χρυσή μου τόσο καιρό που έχω να σε δω, σα να μη γέλασες μια μέρα».
Το πρόβλημα, βλέπεις, δεν είναι τόσο η υστερική έκφανση της κλωνοποίησης της Kate Moss που είχε πάρει μαζικά χαρακτηριστικά διατροφικών διαταραχών πριν μερικά χρόνια, ούτε το συνολικό ρεκτιφιέ στο τραπέζι του χασάπη κυρίως από γυναίκες ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που οδήγησε σε μουμιοποίηση και την παράφραση της περιποίησης σε παραποίηση ή το φόρτωμα της πιστωτικής με όλα τα brands των οίκων του Μιλάνου – φέρετρο με το σήμα της Chanel στην εικονοποίηση της Ledwich.
Αυτά αφορούν σε ένα κάπως πιο περιορισμένο τμήμα του γυναίκειου πληθυσμού αλλά οι καθημερινές επαναλαμβανόμενες πρακτικές φτιαξίματος της εικόνας μας που προκύπτουν από ένα σχεδόν δομικό άγχος γοητείας και όχι από μια πρωτογενή διάθεση φροντίδας του σώματος και διαμόρφωσης ενός προσωπικού εκφραστικού στυλ.
Οι συνθήκες από το 1968, όταν οι Αμερικανίδες φεμινίστριες πετούσαν σε κάδους έξω από το Miss America αυτά που συμβολικά θεωρούσαν σύμβολα καταπιεστικών σεξιστικών μηχανισμών, όπως σουτιέν, καλσόν και καλλυντικά δεν έχουν μεταβληθεί ριζικά. Έχει μεταβληθεί η φυσιογνωμία όμως του φεμινιστικού κινήματος που μετεξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ομάδα πίεσης για την κατοχύρωση θεσμικών μεταρρυθμίσεων ή σε προοδευτικό ρεύμα ακαδημαϊκής σκέψης, χάνοντας τη ριζοσπαστικοποίηση του ακτιβισμού και τη δυνατότητα διαμόρφωσης εναλλακτικών υποδειγμάτων και ταυτόχρονα έγινε πεδίο χλευασμού μέσα από την αναμόχλευση του στερεότυπου της «αξύριστης και αντιερωτικής γυναίκας με ταγάρι».
Σήμερα έχουμε femen αλλά δεν έχουμε φεμινισμό. Έχουμε όμως τα αποτυπώματα των γυναικών που επέλεξαν να ζήσουν κάπως διαφορετικά, να σπάσουν λίγο το καλούπι της κούκλας, να πειραματιστούν με τον εαυτό τους και να αποδείξουν ότι η γητεία δε μετριέται ούτε σε θερμίδες ούτε σε ρυτίδες. Και το δικό μας αντανακλαστικό που φωνάζει καμιά φορά: «Άσε με, βαριέμαι».
Η Φρίντα Κάλο το έλεγε (και το έκανε) πολύ ωραία: «Νόμιζα ότι ήμουν το πιο παράξενο άτομο στον κόσμο. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι στη γη. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος σαν εμένα. Που να αισθάνεται περίεργος και ελαττωματικός όπως εγώ. Την έπλαθα με τη φαντασία μου αυτή τη γυναίκα και φανταζόμουν ότι θα πρέπει να είναι εκεί έξω και να σκέφτεται κι αυτή εμένα. Λοιπόν, εύχομαι ότι αν είσαι εκεί έξω και το διαβάζεις αυτό να ξέρεις ότι ναι, είναι αλήθεια. Είμαι εδώ και είμαι το ίδιο παράξενη όσο εσύ».
Κάπως έτσι το αποτύπωσε και η Αυστραλιανή φωτογράφος Jessica Ledwich στο project “Monstrous Feminine” (Τερατώδη θηλυκά). Με καλλιτεχνική αφαίρεση έφτιαξε 12 εικόνες καθημερινών γυναικείων πράξεων που αναδεικνύουν το ψυχολογικό ίχνος του άγχους της ομορφιάς και του φόβου του γήρατος.
Αυτό που διαφεύγει ακόμα και από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή μετά από άπειρες συνεδρίες, πολλά λεφτά και ασκήσεις μνήμης που καταλήγουν σε καβγά με τη μητέρα σου αλλά ποτέ στην ανάκληση εκείνης της παιδικής εμπειρίας, όπου «επέμβαση» σήμαινε «αρρώστια», ενώ τώρα σημαίνει «διόρθωση». Τότε που το μοναδικό ποδήλατο που ήξερες ήταν αυτό που έκανες βόλτες με τους φίλους σου το καλοκαίρι κι όχι αυτό που όσα χιλιόμετρα κι αν γράψει παραμένει ακίνητο στο μονότονο ντεκόρ ανδρών που σηκώνουν βάρη και γυναικών που κάνουν κοιλιακούς υπό την αυστηρή επίβλεψη ενός ύφους που προειδοποιεί ότι «έχεις ένα σετάκι ακόμη».
Είναι η τελετουργία της ύπαρξης μας, έτσι όπως αντανακλάται από το ανδρικό βλέμμα στον καθρέφτη και βγαίνει πάντα λίγο παραπάνω στη ζυγαριά. Τόσο βαθιά ριζωμένη που γίνεται αδιόρατη και αυτονόητη. Είναι αυτό το μπεζ στρώμα που καλύπτει πάντα την επιδερμίδα σου, το ψιλοτάκουνο παπούτσι που σε πιέζει και επιβραδύνει το βάδισμα, το τράβηγμα με το κερί στη γάμπα που πάντα πονάει, το πιστολάκι στο μαλλί κάθε πρωί που αυξάνει αφόρητα τις καλοκαιρινές θερμοκρασίες, το κόκκινο shellac που σ’ εμποδίζει να φας με την ησυχία σου τα νύχια σου, ένα budget για αντιρυτιδικές κρέμες που φτάνει το 1/10 του κατώτερου μισθού, οι τύψεις μετά το παγωτό σοκολάτα, η διαρκής υπόμνηση ότι «οι μπύρες κάνουν κοιλιά» κι ένα ψυγείο γεμάτο light προϊόντα.
Το πρότυπο της όμορφης, αψεγάδιαστης, λεπτής, σεξουαλικής γκόμενας που ξεπηδάει από το εξώφυλλο της Vogue που δεν είσαι και επικαθορίζει ένα ολόκληρο κομμάτι του χρόνου σου και της ενέργειας σου για να γίνεις. Το βίωμα χιλιάδων γυναικών που χρωματίζεται από το μορφωτικό επίπεδο, την επαγγελματική ιδιότητα, την οικονομική δυνατότητα αλλά είναι κοινό. Για τους άνδρες είναι OK η κοιλίτσα, αναμενόμενο το αραίωμα στο κεφάλι, ωριμότητα το γκριζάρισμα και σέξυ ο ιδρώτας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πελατεία στις επεμβάσεις αισθητικής είναι κατά 90% γένους θηλυκού.
«Ελεύθερη επιλογή» είναι η επωδός που αντηχεί στην άρθρωση ενός κριτικού λόγου για τους ρόλους των φύλων και τις αναπαράστασεις για τη «θηλυκότητα» και την «αρρενωπότητα». Πόσο «ελεύθερη» όμως είναι μια επιλογή που σε εγκαλεί σε όλη σου τη ζωή; Από τότε που πήρες πρώτη φορά τη Barbie στα χέρια σου και κατάλαβες ότι έτσι πρέπει να γίνεις όταν μεγαλώσεις και η μαμά σου έκοβε τα γλυκά όταν στρογγύλευε λίγο το πρόσωπο σου, μέχρι τις διαφημίσεις με τα αστραφτερά μοντέλα, τις φίλες σου παρατηρούν τις πρώτες ρυτίδες έκφρασης, τους γκόμενους που βαθμολογούν την κυταρρίτιδα στις παραλίες.
Το διατύπωσε στην σύγχρονη ριζοσπαστική ακαδημαϊκή σκέψη η Τζούντιθ Μπάτλερ στη θεωρία της για την επιτελεστικότητα υποστηρίζοντας ότι η έμφυλη ταυτότητα «επιτελείται και αναπαρίσταται μέσα από τη διαρκή δράση του ίδιου του υποκειμένου με την επανάληψη πολιτισμικών κανόνων». Μια αυστηρή νόρμα αισθητικής που λειτουργεί ως μετοχή στο χρηματιστήριο κοινωνικής αναγνωρισιμότητας και αποδοχής. Η αλήθεια είναι ότι όσες γυναίκες αποτυγχάνουν ή δε θέλουν να πατήσουν σ’ αυτές τις συντεταγμένες εισπράττουν αδιαφορία στην καλύτερη περίπτωση ή απόρριψη.
Είναι η σύγχρονη επιτομή του σεξισμού, όπου πλέον δεν εκδηλώνεται με τη μορφή της νομικής ανισότητας, όπως ήταν παλιά η απαγόρευσης της ψήφου για τις γυναίκες αλλά με την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος. Το σώμα γίνεται πεδίο άσκησης σχέσεων εξουσίας όχι με μια εμφανή κατασταλτική διαδικασία αλλά παραγωγικά, παράγοντας λόγο και επιθυμίες. Έτσι ο ψυχαναγκασμός της ομορφιάς γίνεται εσωτερικευμένη καταπίεση, που ακυρώνει την προσωπική φαντασία και μεταφράζεται σε μια «αυθόρμητη» ανάγκη φροντίδας του εαυτού.
Τόσο «αυθόρμητη» όσο ορίζουν τα μεγάλα γραφεία μόδας και ομορφιάς της Νέα Υορκης. Ίσως ο πιο αυθεντικός «αυθορμητισμός» σ’ αυτή τη διαδικασία είναι οι στιγμές που την ακυρώνουμε, που μπουχτίζουμε σ’ αυτό το απέραντο ομοιόμορφο σύμπαν διεκδίκησης της τελειότητας και φοράμε τα σταράκια και το τζινάκι μας για να ισιώσουμε. Κι αυτή η φοβερή ατάκα του Σταμάτη Κραουνάκη: «Ούτε μια ρυτίδα δεν έκανες χρυσή μου τόσο καιρό που έχω να σε δω, σα να μη γέλασες μια μέρα».
Το πρόβλημα, βλέπεις, δεν είναι τόσο η υστερική έκφανση της κλωνοποίησης της Kate Moss που είχε πάρει μαζικά χαρακτηριστικά διατροφικών διαταραχών πριν μερικά χρόνια, ούτε το συνολικό ρεκτιφιέ στο τραπέζι του χασάπη κυρίως από γυναίκες ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που οδήγησε σε μουμιοποίηση και την παράφραση της περιποίησης σε παραποίηση ή το φόρτωμα της πιστωτικής με όλα τα brands των οίκων του Μιλάνου – φέρετρο με το σήμα της Chanel στην εικονοποίηση της Ledwich.
Αυτά αφορούν σε ένα κάπως πιο περιορισμένο τμήμα του γυναίκειου πληθυσμού αλλά οι καθημερινές επαναλαμβανόμενες πρακτικές φτιαξίματος της εικόνας μας που προκύπτουν από ένα σχεδόν δομικό άγχος γοητείας και όχι από μια πρωτογενή διάθεση φροντίδας του σώματος και διαμόρφωσης ενός προσωπικού εκφραστικού στυλ.
Οι συνθήκες από το 1968, όταν οι Αμερικανίδες φεμινίστριες πετούσαν σε κάδους έξω από το Miss America αυτά που συμβολικά θεωρούσαν σύμβολα καταπιεστικών σεξιστικών μηχανισμών, όπως σουτιέν, καλσόν και καλλυντικά δεν έχουν μεταβληθεί ριζικά. Έχει μεταβληθεί η φυσιογνωμία όμως του φεμινιστικού κινήματος που μετεξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ομάδα πίεσης για την κατοχύρωση θεσμικών μεταρρυθμίσεων ή σε προοδευτικό ρεύμα ακαδημαϊκής σκέψης, χάνοντας τη ριζοσπαστικοποίηση του ακτιβισμού και τη δυνατότητα διαμόρφωσης εναλλακτικών υποδειγμάτων και ταυτόχρονα έγινε πεδίο χλευασμού μέσα από την αναμόχλευση του στερεότυπου της «αξύριστης και αντιερωτικής γυναίκας με ταγάρι».
Σήμερα έχουμε femen αλλά δεν έχουμε φεμινισμό. Έχουμε όμως τα αποτυπώματα των γυναικών που επέλεξαν να ζήσουν κάπως διαφορετικά, να σπάσουν λίγο το καλούπι της κούκλας, να πειραματιστούν με τον εαυτό τους και να αποδείξουν ότι η γητεία δε μετριέται ούτε σε θερμίδες ούτε σε ρυτίδες. Και το δικό μας αντανακλαστικό που φωνάζει καμιά φορά: «Άσε με, βαριέμαι».
Η Φρίντα Κάλο το έλεγε (και το έκανε) πολύ ωραία: «Νόμιζα ότι ήμουν το πιο παράξενο άτομο στον κόσμο. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι στη γη. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος σαν εμένα. Που να αισθάνεται περίεργος και ελαττωματικός όπως εγώ. Την έπλαθα με τη φαντασία μου αυτή τη γυναίκα και φανταζόμουν ότι θα πρέπει να είναι εκεί έξω και να σκέφτεται κι αυτή εμένα. Λοιπόν, εύχομαι ότι αν είσαι εκεί έξω και το διαβάζεις αυτό να ξέρεις ότι ναι, είναι αλήθεια. Είμαι εδώ και είμαι το ίδιο παράξενη όσο εσύ».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου