Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Περιμένοντας ένα επίμονο παιδί

Φωτογραφία: Γέρασε και μυαλό δεν έβαλε: 
Θέλει να συλλαβίσει εκείνες τις λέξεις σαν από αυτές να κρέμεται η σωτηρία του κόσμου
Ο γεράκος κάθεται στην άκρη της γης. Έχει ακουμπήσει το αγκίστρι του στο πλάι. Δεν ψαρεύει πια. Πάει καιρός που έπαψε να νιώθει πείνα. Τελευταία φορά που λαχτάρησε, ήταν τότε που τα ψάρια ξέφευγαν. Τώρα τρέχουν να πιαστούν.
Πού και πού απλώνει το χέρι και αρπάζει έναν άνθρωπο από το βούρκο του κόσμου. Τον παρατηρεί να σπαρταρά, να μην μπορεί να αναπνεύσει έξω από το έλος, να επιμένει να επιστρέψει, τον λυπάται και τον πετά ξανά στα βρωμόνερα του παρόντος. Ο γεράκος παίζει συχνά αυτό το παιχνίδι, γιατί έχει μία αγωνία ακόμη. Αν υπάρχει κάπου ένα παιδί που να γνωρίζει πώς να ξεφεύγει.
Ο ίδιος του δεν επιδιώκει επαφή. Οι άλλοι τον αναζητούν. Δεν τον πετυχαίνεις συχνά, μα είναι από κείνους που μετά την πρώτη γνωριμία τούς συναντάς παντού. Υπάρχουν οι άνθρωποι μέσα στα ίχνη τους. Σέρνει μοναχικά κάθε βράδυ το βήμα του έξω από τις λεωφόρους του μυαλού σου και επιμένει να σιγοτραγουδά εκείνα που θάβεις στο πίσω μέρος του κήπου σου.  Είναι ο ήρεμος κακός του παραμυθιού που δεν διαπράττει άλλο έγκλημα από το να σου θυμίζει όσα ξέχασες κι όσα αρνήθηκες. Είναι από κείνα τα δαιμόνια, που δεν πρέπει να κοιτάξεις στα μάτια, γιατί σε ανακρίνουν με αιώνια σιωπή. Καρτερικά, τόσα χρόνια, περιμένει να βγει ένας εξοργισμένος στο μπαλκόνι, να ζητήσει αιτίες. Φταίνε εκείνες οι απαντήσεις που του γρατζουνάνε το λαιμό και θέλει να τις συλλαβίσει, σαν από αυτές να κρέμεται η σωτηρία του κόσμου. 
Μα τα σπίτια πλέον δεν έχουν μπαλκόνια, οι άνθρωποι δεν εξοργίζονται πια, τα παραμύθια βρίθουν από κακούς και δεν έχουν τέλος.  Ο Γεράκος δεν επιδιώκει επαφή. Μόνο -σαν ακούσει γέλια- υποκρίνεται πως κοιμάται, περιμένοντας ένα επίμονο παιδί να ταράξει τον ύπνο του, κλέβοντάς του όλες τις απαντήσεις..........Γέρασε και μυαλό δεν έβαλε:
Θέλει να συλλαβίσει εκείνες τις λέξεις σαν από αυτές να κρέμεται η σωτηρία του κόσμου
Ο γεράκος κάθεται στην άκρη της γης. Έχει ακουμπήσει το αγκίστρι του στο πλάι. Δεν ψαρεύει πια. Πάει καιρός που έπαψε να νιώθ...ει πείνα. Τελευταία φορά που λαχτάρησε, ήταν τότε που τα ψάρια ξέφευγαν. Τώρα τρέχουν να πιαστούν.

Πού και πού απλώνει το χέρι και αρπάζει έναν άνθρωπο από το βούρκο του κόσμου. Τον παρατηρεί να σπαρταρά, να μην μπορεί να αναπνεύσει έξω από το έλος, να επιμένει να επιστρέψει, τον λυπάται και τον πετά ξανά στα βρωμόνερα του παρόντος. Ο γεράκος παίζει συχνά αυτό το παιχνίδι, γιατί έχει μία αγωνία ακόμη. Αν υπάρχει κάπου ένα παιδί που να γνωρίζει πώς να ξεφεύγει.

Ο ίδιος του δεν επιδιώκει επαφή. Οι άλλοι τον αναζητούν. Δεν τον πετυχαίνεις συχνά, μα είναι από κείνους που μετά την πρώτη γνωριμία τους συναντάς παντού. Υπάρχουν οι άνθρωποι μέσα στα ίχνη τους. Σέρνει μοναχικά κάθε βράδυ το βήμα του έξω από τις λεωφόρους του μυαλού σου και επιμένει να σιγοτραγουδά εκείνα που θάβεις στο πίσω μέρος του κήπου σου. Είναι ο ήρεμος κακός του παραμυθιού που δεν διαπράττει άλλο έγκλημα από το να σου θυμίζει όσα ξέχασες κι όσα αρνήθηκες. Είναι από κείνα τα δαιμόνια, που δεν πρέπει να κοιτάξεις στα μάτια, γιατί σε ανακρίνουν με αιώνια σιωπή. Καρτερικά, τόσα χρόνια, περιμένει να βγει ένας εξοργισμένος στο μπαλκόνι, να ζητήσει αιτίες. Φταίνε εκείνες οι απαντήσεις που του γρατζουνάνε το λαιμό και θέλει να τις συλλαβίσει, σαν από αυτές να κρέμεται η σωτηρία του κόσμου.

Μα τα σπίτια πλέον δεν έχουν μπαλκόνια, οι άνθρωποι δεν εξοργίζονται πια, τα παραμύθια βρίθουν από κακούς και δεν έχουν τέλος. Ο Γεράκος δεν επιδιώκει επαφή. Μόνο -σαν ακούσει γέλια- υποκρίνεται πως κοιμάται, περιμένοντας ένα επίμονο παιδί να ταράξει τον ύπνο του, κλέβοντάς του όλες τις απαντήσεις...

Μαρία Ιωσηφίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου