Η ψυχή προγνωρίζει το μέλλον μας, με την έννοια των ακόμη απλήρωτων επιταγών που καλούμαστε από κείνη -επειδή το χρειαζόμαστε για να εκπληρωθούμε ως υπαρξιακά όντα-, να τις εξαργυρώσουμε.
Γι’ αυτό, μας στέλνει κατά καιρούς, συνήθως με ανεπαίσθητους τρόπους, κεκαλυμμένα, κωδικοποιημένα μηνύματα, τα οποία εμείς χρειάζεται να αποκωδικοποιήσουμε και να «διαβάσουμε» σωστά.
Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι της ζωής μας το ξοδεύουμε ως πιστοί θιασώτες ενός εαυτού, μερικώς ή πλήρως, αυτοματοποιημένου, που αρκείται στο να στοχοθετεί τις ρουτίνες ως βασικό επίτευγμα κι ανάγκη του.
Ρουτίνες που, βέβαια, εξυπηρετούν τις ανάγκες τις φυσικής μας επιβίωσης και κοινωνικής προσαρμογής σ’ ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο διαβίωσης.
Που όμως συχνά, όταν τίθενται από το ψυχικό υποκείμενο ως βασική προτεραιότητα, συγκαλύπτουν και υπονομεύουν τις ψυχικές ανάγκες μας και τις πνευματικές μας προοπτικές.
Αυτό συμβαίνει γιατί δημιουργούν πλεόνασμα λιμνάζουσας ψυχικής ενέργειας, ενώ κρατούν την λεπτή ψυχική μας αντίληψη υποτονική, ανενεργή, δίχως εναργείς προσλαμβάνουσες.
Οι περισσότεροι από μας έχουμε οικοδομήσει –και συνεχίζουμε να το κάνουμε- την καθημερινή μας ζωή πάνω σε μια πληθώρα μηχανιστικών συμπεριφορών και συστημάτων λόγου, αντίληψης, και σκέψης έχοντας ως βασικά κριτήρια ορθότητας κι επιλογής την εξοικονόμηση ενέργειας και την υλική – σωματική μας ασφάλεια.
Στην πραγματικότητα, οι πλειοψηφία των επιλογών μας που υπαγορεύονται από τα παραπάνω κριτήρια έχουν ως αναπόφευκτο κι ανεπαίσθητο αποτέλεσμα την δραματική μείωση της διαθέσιμης ψυχοσωματικής μας ενέργειας, η οποία συνήθως λιμνάζει μέσα μας προκαλώντας πλήθος από ψυχικές κι οργανικές δυσφορίες και νόσους.
Επίσης η βούληση μας ατονεί, ή συντονίζεται με τις απαιτήσεις του αυτοματοποιημένου οργανισμού επιτείνοντας την αίσθηση της ψυχοσωματικής κόπωσης και πτώχευσης.
Για να αρχίσουν η βούληση και η ενέργειά μας να κινητοποιούνται χρειάζεται να συμβεί στην ζωή μας κάτι ασυνήθιστο κι ανατρεπτικό.
Η ανατροπή συνήθως φοράει τον μανδύα μιας δυσεπίλυτης δυσκολίας, ενός προβλήματος που δεν μπορεί να «λυθεί» μέσα από τα προϋπάρχοντα συστήματα σκέψης, συναισθηματικής αντίληψης, έκφρασης και συμπεριφοράς.
Η πίεση και η αδυναμία διευθέτησης με τους γνωστούς μας τρόπους μας αναγκάζει να κινηθούμε σε οδούς αντίθετες με τη πεπατημένη.
Σε αυτό το ανερχόμενο πλαίσιο, σταματάμε να ορίζουμε και να επιδιώκουμε ως σκοπό της ζωής μας την ασφάλεια, κι επικεντρωνόμαστε στην ανακάλυψη νέων συνιστωσών που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο.
Το αδιέξοδο γίνεται, έστω και για λίγο, η ευκαιρία για να μεταβούμε από τον μηχανιστικό και προβλέψιμο άνθρωπο στον ενεργά ψυχικό, καρδιακό και, κάποιες φορές, στον οντολογικό άνθρωπο.
Σε αυτόν που στην προσπάθειά του να δώσει απαντήσεις σε νέα ερωτήματα, ανακαλύπτει καινούργιες ερωτήσεις, μέσα από τις οποίες διευρύνει τις υπαρξιακές του προσλαμβάνουσες και ξανά ορίζει το νόημα και τον σκοπό της ζωής του.
Ο νέος άνθρωπος σύντομα έχει την τάση να δημιουργήσει και να ενδώσει πάλι σε ένα οικείο κανονιστικό πλαίσιο σκέψης κα συμπεριφοράς, ώστε να το ελέγχει και να περιορίσει τον «κίνδυνο» του τυχαίου και του μη προβλέψιμου.
Χρειάζεται συνεχή αυτογνωστική δουλειά κι επαγρύπνηση προκειμένου να αποκτά συνεχώς πρόσβαση στις «τρύπες» και τις «λακκούβες» της μηχανικότητας που επισκιάζουν τις κατακτήσεις του και περιορίζουν την ζωοφόρο βίωση του αέναου παρόντος χρόνου.
Γι’ αυτό, μας στέλνει κατά καιρούς, συνήθως με ανεπαίσθητους τρόπους, κεκαλυμμένα, κωδικοποιημένα μηνύματα, τα οποία εμείς χρειάζεται να αποκωδικοποιήσουμε και να «διαβάσουμε» σωστά.
Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι της ζωής μας το ξοδεύουμε ως πιστοί θιασώτες ενός εαυτού, μερικώς ή πλήρως, αυτοματοποιημένου, που αρκείται στο να στοχοθετεί τις ρουτίνες ως βασικό επίτευγμα κι ανάγκη του.
Ρουτίνες που, βέβαια, εξυπηρετούν τις ανάγκες τις φυσικής μας επιβίωσης και κοινωνικής προσαρμογής σ’ ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο διαβίωσης.
Που όμως συχνά, όταν τίθενται από το ψυχικό υποκείμενο ως βασική προτεραιότητα, συγκαλύπτουν και υπονομεύουν τις ψυχικές ανάγκες μας και τις πνευματικές μας προοπτικές.
Αυτό συμβαίνει γιατί δημιουργούν πλεόνασμα λιμνάζουσας ψυχικής ενέργειας, ενώ κρατούν την λεπτή ψυχική μας αντίληψη υποτονική, ανενεργή, δίχως εναργείς προσλαμβάνουσες.
Οι περισσότεροι από μας έχουμε οικοδομήσει –και συνεχίζουμε να το κάνουμε- την καθημερινή μας ζωή πάνω σε μια πληθώρα μηχανιστικών συμπεριφορών και συστημάτων λόγου, αντίληψης, και σκέψης έχοντας ως βασικά κριτήρια ορθότητας κι επιλογής την εξοικονόμηση ενέργειας και την υλική – σωματική μας ασφάλεια.
Στην πραγματικότητα, οι πλειοψηφία των επιλογών μας που υπαγορεύονται από τα παραπάνω κριτήρια έχουν ως αναπόφευκτο κι ανεπαίσθητο αποτέλεσμα την δραματική μείωση της διαθέσιμης ψυχοσωματικής μας ενέργειας, η οποία συνήθως λιμνάζει μέσα μας προκαλώντας πλήθος από ψυχικές κι οργανικές δυσφορίες και νόσους.
Επίσης η βούληση μας ατονεί, ή συντονίζεται με τις απαιτήσεις του αυτοματοποιημένου οργανισμού επιτείνοντας την αίσθηση της ψυχοσωματικής κόπωσης και πτώχευσης.
Για να αρχίσουν η βούληση και η ενέργειά μας να κινητοποιούνται χρειάζεται να συμβεί στην ζωή μας κάτι ασυνήθιστο κι ανατρεπτικό.
Η ανατροπή συνήθως φοράει τον μανδύα μιας δυσεπίλυτης δυσκολίας, ενός προβλήματος που δεν μπορεί να «λυθεί» μέσα από τα προϋπάρχοντα συστήματα σκέψης, συναισθηματικής αντίληψης, έκφρασης και συμπεριφοράς.
Η πίεση και η αδυναμία διευθέτησης με τους γνωστούς μας τρόπους μας αναγκάζει να κινηθούμε σε οδούς αντίθετες με τη πεπατημένη.
Σε αυτό το ανερχόμενο πλαίσιο, σταματάμε να ορίζουμε και να επιδιώκουμε ως σκοπό της ζωής μας την ασφάλεια, κι επικεντρωνόμαστε στην ανακάλυψη νέων συνιστωσών που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο.
Το αδιέξοδο γίνεται, έστω και για λίγο, η ευκαιρία για να μεταβούμε από τον μηχανιστικό και προβλέψιμο άνθρωπο στον ενεργά ψυχικό, καρδιακό και, κάποιες φορές, στον οντολογικό άνθρωπο.
Σε αυτόν που στην προσπάθειά του να δώσει απαντήσεις σε νέα ερωτήματα, ανακαλύπτει καινούργιες ερωτήσεις, μέσα από τις οποίες διευρύνει τις υπαρξιακές του προσλαμβάνουσες και ξανά ορίζει το νόημα και τον σκοπό της ζωής του.
Ο νέος άνθρωπος σύντομα έχει την τάση να δημιουργήσει και να ενδώσει πάλι σε ένα οικείο κανονιστικό πλαίσιο σκέψης κα συμπεριφοράς, ώστε να το ελέγχει και να περιορίσει τον «κίνδυνο» του τυχαίου και του μη προβλέψιμου.
Χρειάζεται συνεχή αυτογνωστική δουλειά κι επαγρύπνηση προκειμένου να αποκτά συνεχώς πρόσβαση στις «τρύπες» και τις «λακκούβες» της μηχανικότητας που επισκιάζουν τις κατακτήσεις του και περιορίζουν την ζωοφόρο βίωση του αέναου παρόντος χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου