«Κατά την άποψή μου, αν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να καθίσει σε ένα δάσος
κοιτάζοντας ανάμεσα από τα δέντρα ένα ηλιοφώτιστο λιβάδι και να πει, ‘αυτό είναι
ό,τι πραγματικά χρειάζομαι’ κάτι είναι λάθος με αυτόν. Οι Αγροί των Λουλουδιών
δεν Λένε Ψέματα» P. Lutus
«Οι νιφάδες του χιονιού είναι από τα πιο εύθραυστα πράγματα στη Φύση, κι όμως δείτε τι μπορούν να κάνουν όταν είναι ενωμένες» Βέρνι Μ. Κέλι, Αμερικανός συγγραφέας
Αντικαταναλωτισμός, Αυτονομία και Αντίσταση στον Φόβο: Ζούμε μέσα στην ήρεμη φρίκη της καταναλωτικής δημοκρατίας. Σε μια εποχή αχαλίνωτου καταναλωτισμού, ανυπόφορου κοινωνικού μιμητισμού και εκκωφαντικής έλλειψης κριτικής σκέψης. Σε μια δημοκρατία του Δεξιο-Αριστερού «μεσαίου χώρου», του «μέσου όρου», της κατατονικής μετριοπάθειας και του παγώματος των συλλογικών παθών. Προπαντός όμως ζούμε κάτω από τη δικτατορία των αγορών. Η αγορά είναι ο νέος δικτάτορας μας. Τα πάντα γύρω μας καταρρέουν και μόνον η σημαία της ανταγωνιστικότητας παραμένει όρθια. Ανταγωνιστικότητα, αυτή η υπέρτατη αξία της νέας εποχής μας!
Μήπως όμως πρέπει να αντισταθούμε στο «πνεύμα της εποχής» μας; Να αντισταθούμε στο αμερικανικό αξίωμα ό,τι η επιτυχία και το χρήμα είναι το παν στη ζωή; Συνήθως τα χρήματα είναι μια καλή δικαιολογία για την έλλειψη τέχνης και προσωπικής ολοκλήρωσης στη ζωή μας. Από ένα σημείο και μετά όμως τα χρήματα καταδυναστεύουν τον άνθρωπο μεταμορφώνοντας τον σε Homo Economicus Cretinus.
Γι’ αυτό το νέο είδος ανθρώπου, που συνηθίζει να κάνει ανθρωποθυσίες για τα κέρδη, οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι απλώς καταναλωτικά τρόπαια που εξαγοράζονται εύκολα. Η ίδια η οικονομία είναι μια φούσκα που συστέλλεται και διαστέλλεται σύμφωνα με τις ματαιοδοξίες και τα όνειρα των άπληστων καπιταλιστών αυτής της συνομοταξίας! Αυτό όμως είναι απαράδεκτο. Η οικονομία πρέπει να υπηρετεί τον λαό και όχι ο λαός την οικονομία.
Κάτι τέτοιο, δηλαδή να θέσουμε την οικονομία στην υπηρεσία των πολλών, είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί εφόσον δεν έχουμε καταναλωτική συνείδηση, αντίθετα έχουμε καταντήσει «target group», ιδανικοί στόχοι των πολυεθνικών εταιρειών. Πρέπει λοιπόν επειγόντως να αποκτήσουμε καταναλωτική συνείδηση, να «ψηφίζουμε» δηλαδή με τα λεφτά μας.
Ναι, πρέπει να γνωρίζουμε πως σε μια αγορά που υποτίθεται πως λειτουργεί σωστά «ψηφίζεις» όντως με τα λεφτά σου. Κάθε αγορά που κάνεις είναι ταυτόχρονα και μια πολιτική επιλογή, με τη διαφορά πως αντί για κόμματα «ψηφίζεις» προϊόντα και εταιρίες που τα παράγουν. Όπως πολύ σωστά λέει και ο ροκ σταρ Bono των U2 «το shopping είναι η νέα πολιτική πράξη».
Για την ώρα πάντως αφεθήκαμε να υποβιβαστούμε από πελάτες σε καταναλωτές. Έχουμε υποκύψει στον περίτεχνο διαφημιστικό μηχανισμό και στον «Δούρειο Ίππο» του μάρκετινγκ και αντιδρούμε σαν αφηνιασμένα consuming zombies, που τρέχουν στα εμπορικά κέντρα καταναλώνοντας σχεδόν ό,τι βρουν μπροστά τους. Ξεχνάμε βέβαια πως όλα όσα καταναλώνουμε χωρίς να τα έχουμε πραγματική ανάγκη είναι συνήθως «κλεμμένα» από τα στομάχια των φτωχών.
Εκτός των άλλων αυτή η υπερκατανάλωση μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην υπερχρέωση και στην πλαστική εξάρτηση από πιστωτικές κάρτες και δάνεια, καθιστώντας μας σκλάβους του τραπεζικού συστήματος. Οι τράπεζες κερδοσκοπούν ανελέητα εκμεταλλευόμενες τη ματαιοδοξία μας να αναρριχηθούμε στο Έβερεστ της ευημερίας, να γευτούμε τους «απαγορευμένους καρπούς» του καταναλωτικού μας παραδείσου.
Αυτό έχει ως τίμημα την υποθήκευση του μέλλοντος μας και, σε τελική ανάλυση, την περιστολή των ελευθεριών μας. Όπως είχε πει κάποτε ο και Αμερικανός πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον: «Τα τραπεζικά ιδρύματα είναι πιο επικίνδυνα για τις ελευθερίες μας από τους τακτικούς στρατούς»…
Καλημέρα Τεμπελιά!
Τι μπορούμε να κάνουμε όμως απέναντι σ’ αυτή την επιδημία υπερκατανάλωσης στην οποία έχουμε υποκύψει σχετικά πρόσφατα; Καταρχάς μπορούμε να επιλέξουμε την εθελοντική λιτότητα: να εργαζόμαστε λιγότερο –άρα να έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο– και να αγοράζουμε λιγότερα περιττά υλικά αγαθά. Να λέμε «No Thanks» σε ό,τι προσπαθούν να μας πουλήσουν οι κάθε λογής επιτήδειοι.
Να λέμε στον εαυτό μας «αυτό το προϊόν δεν το χρειάζομαι. Γιατί να το αγοράσω;» Δεν πρέπει στις αγορές μας να λειτουργούμε παρορμητικά και συναισθηματικά. Αν αγοράζουμε με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική –δηλαδή με βάση τις πραγματικές μας ανάγκες– τότε υπάρχει κίνδυνος, μετά από την αγορά, να αισθανθούμε ένα ακόμη ισχυρότερο συναίσθημα, εκείνο της απογοήτευσης.
Γι’ αυτό και η κατάθλιψη μετά από αγορές είναι συνηθισμένο φαινόμενο της εποχής μας που πλήττει ειδικά τις γυναίκες Καταφεύγοντας παρορμητικά σε μια άχρηστη «αντικαταθλιπτική» αγορά το αποτέλεσμα είναι η επίταση της θλίψης και η έντονη αίσθηση ότι ο καταναλωτής έπεσε θύμα κάποιας παραπλανητικής διαφήμισης ή κάποιου επιτήδειου πωλητή. Παγιδευμένοι σε μια κοινωνία κερδισμένων και χαμένων, όπου επικρατεί η πεποίθηση πως πετυχημένος είναι εκείνος που έχει περισσότερη οικονομική και υλική ευημερία, αισθανόμαστε, παρά τις πρόσκαιρες «καταναλωτικές θεραπείες» μας, ολοένα και πιο δυστυχισμένοι…
Πολλοί από εμάς πιστεύουμε πως η καριέρα και η δουλειά γενικότερα είναι η μόνη διέξοδος. Μας έχουν πουλήσει μάλιστα το παραμύθι πως η δουλειά είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Όχι δεν είναι! Η δυναμική διεκδίκηση της καριέρας και της κοινωνικής ανόδου, μέσω σκληρής εργασίας, δεν έχει πλέον νόημα. Δεν μπορούμε να πάμε όλοι «μπροστά», να «πετύχουμε», όσο κι αν τρέχουμε καταϊδρωμένοι.
Κάποιος πρέπει να μείνει και πίσω για να παρακολουθεί τους «ήρωες» του υπερκαταναλωτισμού να προχωρούν «μπροστά» κάνοντας ανθρωποθυσίες για τα κέρδη και την καριέρα τους. Γι’ αυτό και στην εποχή μας, όπου τα κοινωνικά ασανσέρ είναι κολλημένα, η ενεργός αποστασιοποίηση από την εργασία, με άλλα λόγια η τεμπελιά αποτελεί ανατρεπτική πράξη!
Αντίσταση στην Εποχή του
Φόβου
Στην ονειροκτόνα εποχή μας οι οραματικές ενατενίσεις τελούν υπό διωγμό, η αισιοδοξία σπανίζει και ο φόβος κυριαρχεί παντού. Αποτελεί κοινό μυστικό πως διακατεχόμαστε από μια κλαψιάρικη απαισιοδοξία, που χαρακτηρίζεται από το φόβο της ζωής, το φόβο της τεχνολογίας και το φόβο του μέλλοντος. Μια απαισιοδοξία που μεταμορφώνει τις προκλήσεις σε παγίδες, αντί σε ευκαιρίες.
Η κοινωνία που ζούμε μας έχει γεμίσει με ανασφάλεια. Το υπερόπλο που λέγεται τηλεόραση διαμορφώνει συνειδήσεις, καταναλωτικές συμπεριφορές και προπαντός διαχειρίζεται τους φόβους μας. Έτσι, εκτός από καταναλωτές περιττών προϊόντων, έχουμε καταντήσει και καταναλωτές φοβικών ειδήσεων. Ο φόβος έγινε το δικό μας ναρκωτικό.
Παίρνουμε καθημερινά πολλές δόσεις του κυρίως μέσα από τα μήντια. Αλλά και οι πολιτικοί μας γνωρίζουν πολύ καλά πως η πολιτική επένδυση στο φόβο, αποδίδει. Σε τελική ανάλυση φαίνεται πως μας αρέσει να φοβόμαστε, επειδή έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ασφαλείς: «Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που αρέσει στους ανθρώπους να το νιώθουν, όταν αισθάνονται ασφαλείς» (Ε. Α. Πόε).
Ο φόβος, που μας έχουν ενσταλάξει τεχνητά, μας έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου παθητικότητα, που μας κατάντησε «πολίτες του καναπέ». Δεν υπάρχει πλέον διάθεση για ελευθερία, δημιουργία, επανάσταση. Αφήσαμε προ καιρού τα οδοφράγματα και τις διαδηλώσεις και πιάσαμε τις παντόφλες και τα τηλεκοντρόλ. Το τηλεκοντρόλ μας πάντρεψε με τον καναπέ και το ζάπινγκ έγινε αντανακλαστικό της παραίτησης μας από την πρωτοτυπία του ζειν.
Καθόλου παράξενο λοιπόν που λατρεύουμε τις τρομακτικές ταινίες, το ρίγος του κινηματογραφικού φόβου, ενώ οι ίδιοι βρισκόμαστε ασφαλείς στη θαλπωρή του σαλονιού μας. «Υποκύπτουμε στην άνεση του τρόμου κι αυτός ο ελεγχόμενος τρόμος μας βοηθά να κατανικούμε τους συνηθισμένους φόβους μας», λέει ο Γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ. Μόνον μια επαρκή δόση κινηματογραφικής φρίκης ή ενός καλογραμμένου βιβλίου τρόμου μπορεί να εξορκίσει τους «δαίμονες» που ξεπηδούν μέσα από την καθημερινότητα μας κι εδράζονται στην απάθεια και στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας μας.
Οι ανεξέλεγκτοι φόβοι των μαζών –ναι, έχουμε υποβιβαστεί σε μάζα, εφόσον έχουμε χάσει προ καιρού την πνευματική αυτονομία και την πολιτική ενεργητικότητά μας– κάνουν καλό στο Σύστημα, ενώ η ψυχραιμία το βλάπτει. Αποτελεί κοινό μυστικό πως η Εξουσία, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες, οφείλει να κρατά τους πολίτες αρκετά φοβισμένους, γιατί αν δεν φοβούνται και δεν τρέμουν για όλων των ειδών τα κακά που μπορούν να πέσουν πάνω στα κεφάλια τους –κακά που προέρχονται από έξω ή από μέσα ή ακόμη κι από το διάστημα– τότε ίσως αρχίσουν να Σκέφτονται.
Αυτό θεωρείται από την ελίτ εξαιρετικά επικίνδυνο, διότι θεωρεί πως το «ζαλισμένο κοπάδι» δεν έχει την ικανότητα να Σκέφτεται. Γι’ αυτό και πρέπει να φοβάται εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς. Ο φόβος είναι άγνοια και η άγνοια ευτυχία. Το «ζαλισμένο κοπάδι» επιτρέπεται να είναι ευτυχισμένο, όχι όμως ελεύθερο.
Αντίσταση στο φόβο σημαίνει πρώτα απ’ όλα ψυχραιμία και σε δεύτερη φάση κριτική σκέψη. Πρέπει να γνωρίζουμε πως ο φόβος, ακόμη και για υπαρκτές απειλές –πόσο μάλιστα για φανταστικές–, αποτελεί μια απίστευτη σπατάλη ενέργειας, κατατρώγει τις σκέψεις μας, θολώνει τα συναισθήματα μας και μας παραλύει. Οι Κινέζοι έχουν μια σοφή στάση απέναντι στο φόβο: ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται και ν’ ανησυχεί γενικώς, ούτε γι’ αυτά που διορθώνονται, ούτε και για εκείνα που δεν διορθώνονται.
Εκείνα που διορθώνονται κάποια στιγμή θα διορθωθούν. Εκείνα που δεν διορθώνονται, δεν πρόκειται να διορθωθούν, οπότε γιατί να ανησυχούμε άσκοπα; Έχοντας αυτά κατά νου πρέπει να εστιαστούμε στα πραγματικά μας προβλήματα –και όχι στα φανταστικά– και να επιδιώξουμε ασφάλεια με δικαιώματα για περισσότερη ελευθερία και ποιοτικότερη δημοκρατία.
Οι αδύναμοι πρέπει να μάθουν να φοβίζουν τους δυνατούς. Πρέπει να αντιληφθούν πως, αν θέλουν να απελευθερωθούν από τους φόβους τους, μπορούν να είναι κι αυτοί δυνατοί και να ανταποδώσουν τα κτυπήματα. Η αντίσταση στο φόβο αποτελεί το σίγουρο εισιτήριο για μια πιο ελεύθερη και ολοκληρωμένη ζωή.
Αυθεντικότητα Πάνω απ’ Όλα
Πριν συνεχίσω θέλω να επισημάνω πως αυτά που γράφω εδώ δεν ισχυρίζομαι ότι αποτελούν δικές μου πρωτότυπες ιδέες, αλλά ένα σταχυολόγημα απόψεων και ιδεών που διάβασα και μελέτησα τελευταία ή, αν θέλετε, αποτελούν ανεξιχνίαστες λογοκλοπές. Όπως είπε χαρακτηριστικά και ο γνωστός Ισπανός σκηνοθέτης Πέντρο Αλμοδοβάρ: «Ό,τι δεν είναι αυτοβιογραφικό είναι υποκλοπή».
Αλλά ας έλθουμε τώρα στο ζήτημα της αυθεντικότητας. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ζουν αυθεντικές ζωές, αλλά θλιβερά απομεινάρια ξένων ζωών που πιστεύουν πως δικές τους. Πάει καιρός που οι Έλληνες έπαψαν να είναι απρόβλεπτοι και αλλοπρόσαλλοι, σαν ανεμοδείκτες. Αντίθετα είναι απόλυτα προβλέψιμοι. Όλοι τείνουν να μοιάζουν με όλους.
Οι στατιστικές εφαρμόζονται πετυχημένα πάνω τους. Όπως και σε κάθε Δυτική κοινωνία, έτσι και στην Ελλάδα τα «ιδανικά» των νέων είναι ο πλούτος, τα υλικά αγαθά, η δόξα και η καλοπέραση. Τίποτε το πρωτότυπο δηλαδή. Σχεδόν όλοι οι νεαροί Έλληνες θέλουν να καλοπερνούν στα ιν κλαμπ, να τρώνε στα σικ εστιατόρια, να πίνουν «ντριγκς» νωχελικά, να οδηγούν καινούργια απαστράπτοντα αυτοκίνητα, να ντύνονται με πανάκριβα ρούχα φίρμας, να μένουν σε μοντέρνα σπίτια ή σε μονοκατοικίες με γκαζόν, να κάνουν διακοπές σε χάι μέρη, να έχουν φουσκωμένους τραπεζικούς λογαριασμούς, μια «βεντάλια» από πιστωτικές κάρτες όλων των ειδών, διάσημους γνωστούς, λαμπερές «μπάρμπι» ερωμένες και όνειρα για το τι θα κάνουν τα λεφτά που θα κερδίσουν στο τζάκποτ του τζόκερ.
Και όταν δεν κάνουν τίποτε από τα παραπάνω λουφάζουν τεμπέλικα στο αναπαυτικό σαλόνι του πατρικού τους –ποιος είναι τόσο χαζός για να δουλεύει και να πληρώνει το μισό μισθό του για το ενοίκιο μιας «τρύπας»;– χαζεύοντας reality show και άλλα τηλεοπτικά κατακάθια. Πουθενά, επαναλαμβάνω, διάθεση για ελευθερία, δημιουργία, επανάσταση. Αυτό που έχει πλέον σημασία είναι το ανελέητο κυνήγι της ηδονής και η ικανοποίηση της ακόρεστης καταναλωτικής τους δίψας.
Στους δρόμους των ελληνικών πόλεων σέρνονται υπερτροφικές και καταθλιπτικές εγωπαθείς υπάρξεις, που μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους. Οι περισσότεροι Έλληνες είναι άλλοι, δεν είναι ο εαυτός τους. Οι σκέψεις τους ανήκουν σε κάποιον άλλο, οι ζωές τους είναι μίμηση άλλων ζωών, τα πάθη τους σκέτη αντιγραφή από τηλεοπτικά σίριαλ, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε πει κάποτε ο Έμερσον: «Τίποτε δεν είναι πιο σπάνιο στον άνθρωπο από μια πράξη που να είναι δική του».
Σπάνια συναντά κανείς σήμερα κάποιον «αυτόφωτο αστέρα». Οι περισσότεροι είναι ετερόφωτοι, μιμούνται τους άλλους, «η ζωή τους δεν είναι παρά η κρύα φεγγαρίσια αντανάκλαση του ήλιου» (Χένρι Μίλερ). Πως όμως μπορούμε να γίνουμε αυθεντικοί; Όπως έγραψα και στο editorial αυτού του τεύχους «η αυθεντική ζωή αρχίζει μόλις καταρρέουν οι ψευδαισθήσεις».
Με άλλα λόγια πρέπει καταρχάς να σταματήσουμε να παραμυθιάζουμε τον εαυτό μας ότι ζούμε αυθεντικές ζωές, ενώ δεν είμαστε παρά μια αντανάκλαση, ένα κούφιο ολόγραμμα, μια σκιά του αληθινού μας εαυτού. Σε δεύτερη φάση πρέπει να επιδιώξουμε την αυτονομία. Η αυτονομία είναι το αντίθετο της ετερονομίας. Δεν πρέπει να υπακούμε εύκολα σε νόμους και συμβάσεις, που έχουν κατασκευαστεί χωρίς τη συμμετοχή μας. Πρέπει πάνω απ’ όλα να υπακούσουμε στον εαυτό μας και στις ιδέες μας. Δεν πρέπει να ετεροπροσδιοριζόμαστε. Δεν χρειαζόμαστε τους άλλους για να μας πουν ποιοι πραγματικά είμαστε. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι το επιθυμητό και αυτό προϋποθέτει την αυτογνωσία.
Η ζωή του καθενός μας πρέπει να είναι δρόμος προς τον Εαυτό του, προς την αυτοπραγμάτωση. Αν το καταφέρουμε τότε θα ζήσουμε μια ζωή που θα έχουμε χρησιμοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες μας, θα έχουμε κυνηγήσει τα ατομικά και συλλογικά όνειρα μας, θα έχουμε συνειδητότητα και βαθύ σεβασμό για τη Φύση και την ύπαρξη. Με άλλα λόγια μια ζωή που αξίζει να τη ζήσει κανείς: «Μην αφήνεις στο θάνατο, παρά μόνον στάχτες» (Νίκος Καζαντζάκης).
«Οι νιφάδες του χιονιού είναι από τα πιο εύθραυστα πράγματα στη Φύση, κι όμως δείτε τι μπορούν να κάνουν όταν είναι ενωμένες» Βέρνι Μ. Κέλι, Αμερικανός συγγραφέας
Αντικαταναλωτισμός, Αυτονομία και Αντίσταση στον Φόβο: Ζούμε μέσα στην ήρεμη φρίκη της καταναλωτικής δημοκρατίας. Σε μια εποχή αχαλίνωτου καταναλωτισμού, ανυπόφορου κοινωνικού μιμητισμού και εκκωφαντικής έλλειψης κριτικής σκέψης. Σε μια δημοκρατία του Δεξιο-Αριστερού «μεσαίου χώρου», του «μέσου όρου», της κατατονικής μετριοπάθειας και του παγώματος των συλλογικών παθών. Προπαντός όμως ζούμε κάτω από τη δικτατορία των αγορών. Η αγορά είναι ο νέος δικτάτορας μας. Τα πάντα γύρω μας καταρρέουν και μόνον η σημαία της ανταγωνιστικότητας παραμένει όρθια. Ανταγωνιστικότητα, αυτή η υπέρτατη αξία της νέας εποχής μας!
Μήπως όμως πρέπει να αντισταθούμε στο «πνεύμα της εποχής» μας; Να αντισταθούμε στο αμερικανικό αξίωμα ό,τι η επιτυχία και το χρήμα είναι το παν στη ζωή; Συνήθως τα χρήματα είναι μια καλή δικαιολογία για την έλλειψη τέχνης και προσωπικής ολοκλήρωσης στη ζωή μας. Από ένα σημείο και μετά όμως τα χρήματα καταδυναστεύουν τον άνθρωπο μεταμορφώνοντας τον σε Homo Economicus Cretinus.
Γι’ αυτό το νέο είδος ανθρώπου, που συνηθίζει να κάνει ανθρωποθυσίες για τα κέρδη, οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι απλώς καταναλωτικά τρόπαια που εξαγοράζονται εύκολα. Η ίδια η οικονομία είναι μια φούσκα που συστέλλεται και διαστέλλεται σύμφωνα με τις ματαιοδοξίες και τα όνειρα των άπληστων καπιταλιστών αυτής της συνομοταξίας! Αυτό όμως είναι απαράδεκτο. Η οικονομία πρέπει να υπηρετεί τον λαό και όχι ο λαός την οικονομία.
Κάτι τέτοιο, δηλαδή να θέσουμε την οικονομία στην υπηρεσία των πολλών, είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί εφόσον δεν έχουμε καταναλωτική συνείδηση, αντίθετα έχουμε καταντήσει «target group», ιδανικοί στόχοι των πολυεθνικών εταιρειών. Πρέπει λοιπόν επειγόντως να αποκτήσουμε καταναλωτική συνείδηση, να «ψηφίζουμε» δηλαδή με τα λεφτά μας.
Ναι, πρέπει να γνωρίζουμε πως σε μια αγορά που υποτίθεται πως λειτουργεί σωστά «ψηφίζεις» όντως με τα λεφτά σου. Κάθε αγορά που κάνεις είναι ταυτόχρονα και μια πολιτική επιλογή, με τη διαφορά πως αντί για κόμματα «ψηφίζεις» προϊόντα και εταιρίες που τα παράγουν. Όπως πολύ σωστά λέει και ο ροκ σταρ Bono των U2 «το shopping είναι η νέα πολιτική πράξη».
Για την ώρα πάντως αφεθήκαμε να υποβιβαστούμε από πελάτες σε καταναλωτές. Έχουμε υποκύψει στον περίτεχνο διαφημιστικό μηχανισμό και στον «Δούρειο Ίππο» του μάρκετινγκ και αντιδρούμε σαν αφηνιασμένα consuming zombies, που τρέχουν στα εμπορικά κέντρα καταναλώνοντας σχεδόν ό,τι βρουν μπροστά τους. Ξεχνάμε βέβαια πως όλα όσα καταναλώνουμε χωρίς να τα έχουμε πραγματική ανάγκη είναι συνήθως «κλεμμένα» από τα στομάχια των φτωχών.
Εκτός των άλλων αυτή η υπερκατανάλωση μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην υπερχρέωση και στην πλαστική εξάρτηση από πιστωτικές κάρτες και δάνεια, καθιστώντας μας σκλάβους του τραπεζικού συστήματος. Οι τράπεζες κερδοσκοπούν ανελέητα εκμεταλλευόμενες τη ματαιοδοξία μας να αναρριχηθούμε στο Έβερεστ της ευημερίας, να γευτούμε τους «απαγορευμένους καρπούς» του καταναλωτικού μας παραδείσου.
Αυτό έχει ως τίμημα την υποθήκευση του μέλλοντος μας και, σε τελική ανάλυση, την περιστολή των ελευθεριών μας. Όπως είχε πει κάποτε ο και Αμερικανός πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον: «Τα τραπεζικά ιδρύματα είναι πιο επικίνδυνα για τις ελευθερίες μας από τους τακτικούς στρατούς»…
Καλημέρα Τεμπελιά!
Τι μπορούμε να κάνουμε όμως απέναντι σ’ αυτή την επιδημία υπερκατανάλωσης στην οποία έχουμε υποκύψει σχετικά πρόσφατα; Καταρχάς μπορούμε να επιλέξουμε την εθελοντική λιτότητα: να εργαζόμαστε λιγότερο –άρα να έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο– και να αγοράζουμε λιγότερα περιττά υλικά αγαθά. Να λέμε «No Thanks» σε ό,τι προσπαθούν να μας πουλήσουν οι κάθε λογής επιτήδειοι.
Να λέμε στον εαυτό μας «αυτό το προϊόν δεν το χρειάζομαι. Γιατί να το αγοράσω;» Δεν πρέπει στις αγορές μας να λειτουργούμε παρορμητικά και συναισθηματικά. Αν αγοράζουμε με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική –δηλαδή με βάση τις πραγματικές μας ανάγκες– τότε υπάρχει κίνδυνος, μετά από την αγορά, να αισθανθούμε ένα ακόμη ισχυρότερο συναίσθημα, εκείνο της απογοήτευσης.
Γι’ αυτό και η κατάθλιψη μετά από αγορές είναι συνηθισμένο φαινόμενο της εποχής μας που πλήττει ειδικά τις γυναίκες Καταφεύγοντας παρορμητικά σε μια άχρηστη «αντικαταθλιπτική» αγορά το αποτέλεσμα είναι η επίταση της θλίψης και η έντονη αίσθηση ότι ο καταναλωτής έπεσε θύμα κάποιας παραπλανητικής διαφήμισης ή κάποιου επιτήδειου πωλητή. Παγιδευμένοι σε μια κοινωνία κερδισμένων και χαμένων, όπου επικρατεί η πεποίθηση πως πετυχημένος είναι εκείνος που έχει περισσότερη οικονομική και υλική ευημερία, αισθανόμαστε, παρά τις πρόσκαιρες «καταναλωτικές θεραπείες» μας, ολοένα και πιο δυστυχισμένοι…
Πολλοί από εμάς πιστεύουμε πως η καριέρα και η δουλειά γενικότερα είναι η μόνη διέξοδος. Μας έχουν πουλήσει μάλιστα το παραμύθι πως η δουλειά είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Όχι δεν είναι! Η δυναμική διεκδίκηση της καριέρας και της κοινωνικής ανόδου, μέσω σκληρής εργασίας, δεν έχει πλέον νόημα. Δεν μπορούμε να πάμε όλοι «μπροστά», να «πετύχουμε», όσο κι αν τρέχουμε καταϊδρωμένοι.
Κάποιος πρέπει να μείνει και πίσω για να παρακολουθεί τους «ήρωες» του υπερκαταναλωτισμού να προχωρούν «μπροστά» κάνοντας ανθρωποθυσίες για τα κέρδη και την καριέρα τους. Γι’ αυτό και στην εποχή μας, όπου τα κοινωνικά ασανσέρ είναι κολλημένα, η ενεργός αποστασιοποίηση από την εργασία, με άλλα λόγια η τεμπελιά αποτελεί ανατρεπτική πράξη!
Στην ονειροκτόνα εποχή μας οι οραματικές ενατενίσεις τελούν υπό διωγμό, η αισιοδοξία σπανίζει και ο φόβος κυριαρχεί παντού. Αποτελεί κοινό μυστικό πως διακατεχόμαστε από μια κλαψιάρικη απαισιοδοξία, που χαρακτηρίζεται από το φόβο της ζωής, το φόβο της τεχνολογίας και το φόβο του μέλλοντος. Μια απαισιοδοξία που μεταμορφώνει τις προκλήσεις σε παγίδες, αντί σε ευκαιρίες.
Η κοινωνία που ζούμε μας έχει γεμίσει με ανασφάλεια. Το υπερόπλο που λέγεται τηλεόραση διαμορφώνει συνειδήσεις, καταναλωτικές συμπεριφορές και προπαντός διαχειρίζεται τους φόβους μας. Έτσι, εκτός από καταναλωτές περιττών προϊόντων, έχουμε καταντήσει και καταναλωτές φοβικών ειδήσεων. Ο φόβος έγινε το δικό μας ναρκωτικό.
Παίρνουμε καθημερινά πολλές δόσεις του κυρίως μέσα από τα μήντια. Αλλά και οι πολιτικοί μας γνωρίζουν πολύ καλά πως η πολιτική επένδυση στο φόβο, αποδίδει. Σε τελική ανάλυση φαίνεται πως μας αρέσει να φοβόμαστε, επειδή έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ασφαλείς: «Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που αρέσει στους ανθρώπους να το νιώθουν, όταν αισθάνονται ασφαλείς» (Ε. Α. Πόε).
Ο φόβος, που μας έχουν ενσταλάξει τεχνητά, μας έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου παθητικότητα, που μας κατάντησε «πολίτες του καναπέ». Δεν υπάρχει πλέον διάθεση για ελευθερία, δημιουργία, επανάσταση. Αφήσαμε προ καιρού τα οδοφράγματα και τις διαδηλώσεις και πιάσαμε τις παντόφλες και τα τηλεκοντρόλ. Το τηλεκοντρόλ μας πάντρεψε με τον καναπέ και το ζάπινγκ έγινε αντανακλαστικό της παραίτησης μας από την πρωτοτυπία του ζειν.
Καθόλου παράξενο λοιπόν που λατρεύουμε τις τρομακτικές ταινίες, το ρίγος του κινηματογραφικού φόβου, ενώ οι ίδιοι βρισκόμαστε ασφαλείς στη θαλπωρή του σαλονιού μας. «Υποκύπτουμε στην άνεση του τρόμου κι αυτός ο ελεγχόμενος τρόμος μας βοηθά να κατανικούμε τους συνηθισμένους φόβους μας», λέει ο Γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ. Μόνον μια επαρκή δόση κινηματογραφικής φρίκης ή ενός καλογραμμένου βιβλίου τρόμου μπορεί να εξορκίσει τους «δαίμονες» που ξεπηδούν μέσα από την καθημερινότητα μας κι εδράζονται στην απάθεια και στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας μας.
Οι ανεξέλεγκτοι φόβοι των μαζών –ναι, έχουμε υποβιβαστεί σε μάζα, εφόσον έχουμε χάσει προ καιρού την πνευματική αυτονομία και την πολιτική ενεργητικότητά μας– κάνουν καλό στο Σύστημα, ενώ η ψυχραιμία το βλάπτει. Αποτελεί κοινό μυστικό πως η Εξουσία, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες, οφείλει να κρατά τους πολίτες αρκετά φοβισμένους, γιατί αν δεν φοβούνται και δεν τρέμουν για όλων των ειδών τα κακά που μπορούν να πέσουν πάνω στα κεφάλια τους –κακά που προέρχονται από έξω ή από μέσα ή ακόμη κι από το διάστημα– τότε ίσως αρχίσουν να Σκέφτονται.
Αυτό θεωρείται από την ελίτ εξαιρετικά επικίνδυνο, διότι θεωρεί πως το «ζαλισμένο κοπάδι» δεν έχει την ικανότητα να Σκέφτεται. Γι’ αυτό και πρέπει να φοβάται εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς. Ο φόβος είναι άγνοια και η άγνοια ευτυχία. Το «ζαλισμένο κοπάδι» επιτρέπεται να είναι ευτυχισμένο, όχι όμως ελεύθερο.
Αντίσταση στο φόβο σημαίνει πρώτα απ’ όλα ψυχραιμία και σε δεύτερη φάση κριτική σκέψη. Πρέπει να γνωρίζουμε πως ο φόβος, ακόμη και για υπαρκτές απειλές –πόσο μάλιστα για φανταστικές–, αποτελεί μια απίστευτη σπατάλη ενέργειας, κατατρώγει τις σκέψεις μας, θολώνει τα συναισθήματα μας και μας παραλύει. Οι Κινέζοι έχουν μια σοφή στάση απέναντι στο φόβο: ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται και ν’ ανησυχεί γενικώς, ούτε γι’ αυτά που διορθώνονται, ούτε και για εκείνα που δεν διορθώνονται.
Εκείνα που διορθώνονται κάποια στιγμή θα διορθωθούν. Εκείνα που δεν διορθώνονται, δεν πρόκειται να διορθωθούν, οπότε γιατί να ανησυχούμε άσκοπα; Έχοντας αυτά κατά νου πρέπει να εστιαστούμε στα πραγματικά μας προβλήματα –και όχι στα φανταστικά– και να επιδιώξουμε ασφάλεια με δικαιώματα για περισσότερη ελευθερία και ποιοτικότερη δημοκρατία.
Οι αδύναμοι πρέπει να μάθουν να φοβίζουν τους δυνατούς. Πρέπει να αντιληφθούν πως, αν θέλουν να απελευθερωθούν από τους φόβους τους, μπορούν να είναι κι αυτοί δυνατοί και να ανταποδώσουν τα κτυπήματα. Η αντίσταση στο φόβο αποτελεί το σίγουρο εισιτήριο για μια πιο ελεύθερη και ολοκληρωμένη ζωή.
Αυθεντικότητα Πάνω απ’ Όλα
Πριν συνεχίσω θέλω να επισημάνω πως αυτά που γράφω εδώ δεν ισχυρίζομαι ότι αποτελούν δικές μου πρωτότυπες ιδέες, αλλά ένα σταχυολόγημα απόψεων και ιδεών που διάβασα και μελέτησα τελευταία ή, αν θέλετε, αποτελούν ανεξιχνίαστες λογοκλοπές. Όπως είπε χαρακτηριστικά και ο γνωστός Ισπανός σκηνοθέτης Πέντρο Αλμοδοβάρ: «Ό,τι δεν είναι αυτοβιογραφικό είναι υποκλοπή».
Αλλά ας έλθουμε τώρα στο ζήτημα της αυθεντικότητας. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ζουν αυθεντικές ζωές, αλλά θλιβερά απομεινάρια ξένων ζωών που πιστεύουν πως δικές τους. Πάει καιρός που οι Έλληνες έπαψαν να είναι απρόβλεπτοι και αλλοπρόσαλλοι, σαν ανεμοδείκτες. Αντίθετα είναι απόλυτα προβλέψιμοι. Όλοι τείνουν να μοιάζουν με όλους.
Οι στατιστικές εφαρμόζονται πετυχημένα πάνω τους. Όπως και σε κάθε Δυτική κοινωνία, έτσι και στην Ελλάδα τα «ιδανικά» των νέων είναι ο πλούτος, τα υλικά αγαθά, η δόξα και η καλοπέραση. Τίποτε το πρωτότυπο δηλαδή. Σχεδόν όλοι οι νεαροί Έλληνες θέλουν να καλοπερνούν στα ιν κλαμπ, να τρώνε στα σικ εστιατόρια, να πίνουν «ντριγκς» νωχελικά, να οδηγούν καινούργια απαστράπτοντα αυτοκίνητα, να ντύνονται με πανάκριβα ρούχα φίρμας, να μένουν σε μοντέρνα σπίτια ή σε μονοκατοικίες με γκαζόν, να κάνουν διακοπές σε χάι μέρη, να έχουν φουσκωμένους τραπεζικούς λογαριασμούς, μια «βεντάλια» από πιστωτικές κάρτες όλων των ειδών, διάσημους γνωστούς, λαμπερές «μπάρμπι» ερωμένες και όνειρα για το τι θα κάνουν τα λεφτά που θα κερδίσουν στο τζάκποτ του τζόκερ.
Και όταν δεν κάνουν τίποτε από τα παραπάνω λουφάζουν τεμπέλικα στο αναπαυτικό σαλόνι του πατρικού τους –ποιος είναι τόσο χαζός για να δουλεύει και να πληρώνει το μισό μισθό του για το ενοίκιο μιας «τρύπας»;– χαζεύοντας reality show και άλλα τηλεοπτικά κατακάθια. Πουθενά, επαναλαμβάνω, διάθεση για ελευθερία, δημιουργία, επανάσταση. Αυτό που έχει πλέον σημασία είναι το ανελέητο κυνήγι της ηδονής και η ικανοποίηση της ακόρεστης καταναλωτικής τους δίψας.
Στους δρόμους των ελληνικών πόλεων σέρνονται υπερτροφικές και καταθλιπτικές εγωπαθείς υπάρξεις, που μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους. Οι περισσότεροι Έλληνες είναι άλλοι, δεν είναι ο εαυτός τους. Οι σκέψεις τους ανήκουν σε κάποιον άλλο, οι ζωές τους είναι μίμηση άλλων ζωών, τα πάθη τους σκέτη αντιγραφή από τηλεοπτικά σίριαλ, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε πει κάποτε ο Έμερσον: «Τίποτε δεν είναι πιο σπάνιο στον άνθρωπο από μια πράξη που να είναι δική του».
Σπάνια συναντά κανείς σήμερα κάποιον «αυτόφωτο αστέρα». Οι περισσότεροι είναι ετερόφωτοι, μιμούνται τους άλλους, «η ζωή τους δεν είναι παρά η κρύα φεγγαρίσια αντανάκλαση του ήλιου» (Χένρι Μίλερ). Πως όμως μπορούμε να γίνουμε αυθεντικοί; Όπως έγραψα και στο editorial αυτού του τεύχους «η αυθεντική ζωή αρχίζει μόλις καταρρέουν οι ψευδαισθήσεις».
Με άλλα λόγια πρέπει καταρχάς να σταματήσουμε να παραμυθιάζουμε τον εαυτό μας ότι ζούμε αυθεντικές ζωές, ενώ δεν είμαστε παρά μια αντανάκλαση, ένα κούφιο ολόγραμμα, μια σκιά του αληθινού μας εαυτού. Σε δεύτερη φάση πρέπει να επιδιώξουμε την αυτονομία. Η αυτονομία είναι το αντίθετο της ετερονομίας. Δεν πρέπει να υπακούμε εύκολα σε νόμους και συμβάσεις, που έχουν κατασκευαστεί χωρίς τη συμμετοχή μας. Πρέπει πάνω απ’ όλα να υπακούσουμε στον εαυτό μας και στις ιδέες μας. Δεν πρέπει να ετεροπροσδιοριζόμαστε. Δεν χρειαζόμαστε τους άλλους για να μας πουν ποιοι πραγματικά είμαστε. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι το επιθυμητό και αυτό προϋποθέτει την αυτογνωσία.
Η ζωή του καθενός μας πρέπει να είναι δρόμος προς τον Εαυτό του, προς την αυτοπραγμάτωση. Αν το καταφέρουμε τότε θα ζήσουμε μια ζωή που θα έχουμε χρησιμοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες μας, θα έχουμε κυνηγήσει τα ατομικά και συλλογικά όνειρα μας, θα έχουμε συνειδητότητα και βαθύ σεβασμό για τη Φύση και την ύπαρξη. Με άλλα λόγια μια ζωή που αξίζει να τη ζήσει κανείς: «Μην αφήνεις στο θάνατο, παρά μόνον στάχτες» (Νίκος Καζαντζάκης).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου