Ο Αθηναίος θα περάσει από τις κιονοστοιχίες που στολίζονται με τα αγάλματα των επιφανών ανδρών της πόλης και θα φτάσει μπροστά στην αγορά τροφίμων. Στις ελληνικές πόλεις η αγορά δεν ήταν ένας τόπος αποκλειστικά για τους εμπόρους.
Στην αγορά της Αθήνας βρίσκονταν τα κύρια δημόσια καταστήματα: η Βουλή, τα δικαστήρια, οι ναοί, το αρχείο, καθώς και δενδροστοιχίες από πλατάνια και λεύκες. Οι αγρότες της Αττικής πάνε στην αγορά πριν ξημερώσει σαλαγώντας γίδια και κατσίκια, ή κουβαλώντας σ' ένα ξύλο στηριγμένο στον ώμο λαγούς και τσίχλες με τις φτερούγες γυρισμένες προς το ράμφος.
Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων που ήταν γύρω από την πόλη, έστελναν τα προϊόντα τους για ανταλλαγή. Από τον Πειραιά και το Φάληρο έφταναν ψαράδες. στα καλάθια τους έφερναν τόνο, από τον Εύξεινο Πόντο χέλια, που τα αγαπούσαν πάρα πολύ οι Αθηναίοι, και μπαρμπούνια από το Αρχιπέλαγος. Από τα μικρομάγαζα και τα μαγειρεία των πραματευτάδων σκορπάει στον καθαρό πρωινό αέρα το άρωμα των ώριμων φρούτων, η οσμή του θυμιάματος, η μυρωδιά από τα δέρματα, το τουρσί, την ώριμη μελιτζάνα, το πηγμένο αίμα, το κρασί, την πρασινάδα, κι απ' τις αρμάθες των ζεστών κουλουριών, που τραβούν τη ματιά των πεινασμένων αγοραστών. Ο θόρυβος σε ξεκουφαίνει. το πλήθος κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο Αριστοφάνης μάς παρουσιάζει μέσα σ' αυτό το πλήθος έναν αλλαντοπώλη που πουλάει ζεστά λουκάνικα με την τάβλα κρεμασμένη από το λαιμό και μερικούς "επόπτες" της αγοράς, τους ονομαζόμενους αγορανόμους, που παρακολουθούν αν τηρούν οι έμποροι τις διατάξεις του νόμου. Αυτοί φροντίζουν τα ψωμιά να είναι όσο χρειάζεται μακριά και να μην καταβρέχουν οι έμποροι τα ψάρια με νερό. Οι φτωχές γυναίκες ήρθαν με φύλλα για πίτες ή με στεφάνια από λουλούδια. Στο μέρος πάλι που πουλούν τα οπωρικά και τα λαχανικά μπορεί να δει κανείς τη μάνα του Ευριπίδη, που, όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοφάνης, ήταν μια απλή λαχανοπώλισσα. Πουλούσε σουσάμι, κρεμμύδια, όσπρια και σύκα.

Η αγορά είναι τακτοποιημένη με ένα ορισμένο σχέδιο. Για κάθε λογής προϊόντα είχαν καθορίσει ειδικούς χώρους. Ο αγοραστής ξέρει πού ακριβώς θα βρει ψωμί και ψάρια, τυρί σε πλεχτά καλαθάκια, λαχανικά και λάδι, ξέρει πού θα βρει να συμφωνήσει μια χορεύτρια ή μάγειρα για ένα συμπόσιο. Αν θέλει να συναντηθεί με τους φίλους του στην αγορά, θα τους πει με βεβαιότητα: "στο ιχθυοπωλείο" "στο τυροπωλείο" "στα σύκα". Οι πωλητές κι οι πραματευτάδες άπλωναν το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο ή σε μερικές παράγκες από κλαδιά ή καλάμια πλεχτά, που το απόγευμα τις χαλούσαν.
Γύρω από την αγορά ήταν πολλά καταστήματα που κατείχαν ειδικά κουρείς, αρωματοπώλες, σαγματοποιοί και οινοπώλες. Πολύ κοντά σ' αυτά βρίσκονταν κάθε λογής εργαστήρια. Οι αργυραμοιβοί, που τους ονόμαζαν τραπεζίτες, στέκονταν στην αγορά μπροστά σε ένα ειδικό τραπέζι. Προς την πλευρά του Κολωνού συγκεντρώνονταν άνθρωποι ελεύθεροι που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ήθελαν να συμφωνήσουν για μερικές ώρες δουλειά, το περισσότερο για μια μέρα ή ως τη δύση του ήλιου.
Αργότερα (αρχίζοντας από τον 5ο αιώνα) στις ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν ειδικά κτίρια για αγορές. Τον καιρό του Περικλή υπήρχε στην Αθήνα μια αίθουσα για αλεύρι στον Πειραιά, ένα κτίριο όπου είχαν εκτεθειμένα δείγματα εμπορευμάτων. Η γυναίκα, αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη, δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της. Όλα τα ψώνια τής τα έκανε ο άντρας. Συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη, πάνοπλο, να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Δεν συναντήθηκε η Λυσιστράτη με μερικούς αξιωματικούς του ιππικού, που είχαν γεμίσει τις περικεφαλαίες τους με βραστά λαχανικά;
![]() |
Αθηναίοι πολίτες στην αρχαία αγορά |
Τα αγαλματάκια από οπτή γη (τερακότα) μας παρουσιάζουν ορισμένους συνηθισμένους τύπους των ελληνικών δρόμων: Ένας μάγειρας δούλος με ξυρισμένο κεφάλι κρατάει με το ένα χέρι ένα πινάκιο και με το άλλο βάζει κάτι στο στόμα. Άλλοι μάγειροι φορτώνουν από την αγορά κουνέλια και καλάθια με σταφύλια. Ένας χωριάτης κατέβηκε στην πόλη. Ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος σκόνη, ο ήλιος καίει αλύπητα κι ο προβλεπτικός οδοιπόρος πήρε μαζί του ένα αγγείο με νερό. Τυλιγμένο με φροντίδα με τη χλαμύδα, ένα παιδάκι κάνει περίπατο κρατώντας το χέρι μιας γριάς και καμπούρας παραμάνας. Ένα κοριτσάκι βαδίζει μαζί με τη μητέρα του. σηκώνει το κεφάλι προς αυτήν και τη ρωτάει για όλα όσα βλέπει γύρω του. Για να μη χαθεί κρατιέται από την άκρη του ιματίου της μητέρας του.

Σε μερικές συνοικίες μπορείς να βρεις ό,τι υπάρχει για πούλημα στην Αθήνα: "Σύκα, συκοφάντες, σταφύλια κι αχλάδια, γογγύλια, τριαντάφυλλα, εφευρέσεις, μούσμουλα και μήλα. Κοιλιά βραστή φρέσκο τυρί και μέλι, γλυκό, μπιζέλια και ψηφοδόχες, μύρτο, υάκινθο και μάρτυρες για δίκη". Όποιος επιθυμεί μπορεί να ντυθεί από το κεφάλι ως τα πόδια και μάλιστα εδώ, στην αγορά. Ο έμπορος των έτοιμων ενδυμάτων πουλάει για δώδεκα δραχμές (το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα στην Αθήνα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί έκαναν μια δραχμή. Μια μνα είχε εκατό δραχμές. Εξήντα μνες κάναν ένα τάλαντο, που δεν ήταν πια νόμισμα αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού) το ιμάτιο και για οκτώ δραχμές ο υποδηματοπώλης προσφέρει κάθε χρώματος σανδάλια.

Μια μέρα ένας Αθηναίος ζαλίστηκε και λιποθύμησε στην αγορά. 'Ένας ιχθυοπώλης ήθελε να τον Βοηθήσει για να συνέλθει κι έχυσε απάνω του ένα αγγείο με νερό. Πράγματι ο διαβατής συνήλθε, αλλά όταν ο έμπορος άδειασε το αγγείο με το νερό, ράντισε όλους τους γειτόνους κι όλους όσοι Βρέθηκαν εκεί τυχαία. Οι αγορανόμοι που ήρθαν τρέχοντας διαπίστωσαν ότι και το δοχείο με τα ψάρια γέμισε ως τη μέση νερό και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Αυτή τη φορά η παράβαση των νόμων είχε ελαφρυντικά και στους αγορανόμους δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά μόνο να τον διατάξουν να αδειάσει αμέσως το νερό από το δοχείο, πράγμα που έκανε. ο έμπορος είχε πετύχει άλλωστε το σκοπό του! Ο περαστικός που είχε λιποθυμήσει τα 'χε συμφωνήσει για δύο οβολούς!

Τις πρώτες ώρες του πρωινού ο Αθηναίος λογάριαζε ότι δεν έπρεπε να λείψει από την αγορά. Αν δεν περίμενε ξένους, περιοριζόταν να αγοράσει τα συνηθισμένα τρόφιμα που ο δούλος τα πήγαινε στο σπίτι. Αν όμως είχε καλεσμένους τα πράγματα μπερδεύονταν. Τα ψάρια, το κρέας, τα λαχανικά έπρεπε να διαλεχτούν με ξεχωριστή φροντίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου