Οι Έλληνες, αφού πλέον πείσθηκαν, μετά από τις επανειλημμένες επαναστάσεις, ότι οι ξένοι απέβλεπαν μόνο στα συμφέροντά τους και τους μεταχειρίζονταν σαν όργανα για τους σκοπούς τους, αποφάσισαν να επιδιώξουν την απελευθέρωσή τους με τις δικές τους δυνάμεις.
Την ιδέα αυτή στους υπόδουλους Έλληνες ενίσχυσαν και οι αγώνες των Σουλιωτών κατά του τυράννου των Ιωαννίνων, Αλή πασά.
Με την Φιλική Εταιρεία, η οποία μέχρι τις παραμονές του αγώνα είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις, αριθμούσε δε μεταξύ των μελών της ό,τι εκλεκτό είχε να επιδείξει το Έθνος, άρχισε ζωηρότατη δραστηριοποίηση του Ελληνισμού. Επειδή, όμως, αν και είχε εξαπλωθεί παντού, η Εταιρεία ήταν ουσιαστικά ακέφαλη, οι ιδρυτές της αναγκάσθηκαν ν’ αναθέσουν την αρχηγία της σε άνθρωπο, ο οποίος ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Το 1819, στάλθηκε στην Αγία Πετρούπολη ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας από τους τρεις ιδρυτές της, για να προσφέρει την αρχηγία στον υπουργό Εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσίας, Ιωάννη Καποδίστρια,.
Η στιγμή, όμως, δεν ήταν κατάλληλη, επειδή στην Ισπανία είχε, πριν από λίγο, ξεσπάσει επανάσταση και οι διπλωμάτες της Ιερής Συμμαχίας ασχολούνταν με τη λήψη μέτρων για την καταστολή του φιλελεύθερου κινήματος, το οποίο ήταν απόρροια της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Έτσι, ο Καποδίστριας δεν δέχθηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, δηλώνοντας όμως ότι θα στηρίξει το εγχείρημα και ο ίδιος και ο Τσάρος
Τότε, ο Ξάνθος στράφηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος καταγόταν από φαναριώτικη οικογένεια. Ο παππούς του είχε χρηματίσει διερμηνέας της Πύλης και ηγεμόνας στην Βλαχία, ο δε πατέρας του είχε διοριστεί ηγεμόνας στη Μολδαβία, απ’ όπου αναγκάσθηκε να δραπετεύσει μαζί με την οικογένειά του στη Ρωσία, επειδή ο σουλτάνος τον υποπτεύθηκε ότι εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα. Ο ίδιος είχε διαπρέψει στους πολέμους της Ρωσίας κατά του Ναπολέοντα, στη μάχη δε της Λειψίας είχε χάσει το δεξί του χέρι.
Έφερε τον τίτλο του πρίγκιπα, τον βαθμό του στρατηγού και ήταν υπασπιστής του Τσάρου. Οι μεγάλες υποσχέσεις του Ξάνθου και η φήμη της Φιλικής, έπεισαν τον Υψηλάντη ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν μία ισχυρή και ενιαία διεύθυνση, γεγονός στο οποίο συμφώνησε και ο Καποδίστριας, τον οποίο συμβουλεύθηκε, πριν αποδεχθεί την αρχηγία. Δεν είχε αντιληφθεί, δυστυχώς, την πραγματική κατάσταση, ότι, δηλαδή, δεν υπήρχε καμία σοβαρή προετοιμασία για τον αγώνα, εκτός από τον ακράτητο ενθουσιασμό και την ισχυρή πανελλήνια κίνηση.
Η στρατιωτική κατάσταση
Οι Έλληνες διέθεταν ασθενέστατες δυνάμεις. Τον πυρήνα των δυνάμεων της ξηράς αποτελούσαν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Τα όπλα των πολεμιστών της επανάστασης ήταν ποικίλα, με συνηθέστερο αυτό με τον πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα), το οποίο είχε κοντή κάννη.
Η τακτική του στρατού διέφερε από αυτή των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Όταν πλησίαζε ο εχθρός, οι κλέφτες σκόρπιζαν και καθένας αναζητούσε κρυψώνα ή θάμνο ή βράχο ή τόπο κατάλληλο για ενέδρα, απ’ όπου πυροβολούσε κατά των Τούρκων. Όπου έμεναν πολλοί, κατασκεύαζαν οχυρώματα σε σχήμα μισοφέγγαρου, τα ταμπούρια, καλύπτονταν πίσω τους και εκτόξευαν αιφνιδιαστικά πυρά κατά του εχθρού.
Κατά του πανίσχυρου εχθρικού στόλου, οι Έλληνες διέθεταν τα εμπορικά πλοία, τους πάρωνες, της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με τηλεβόλα. Οι Έλληνες ναυτικοί, όμως, αφενός υπερείχαν ασύγκριτα έναντι των Τούρκων, αφετέρου αξιοποιούσαν τα πυρπολικά, τα οποία στα χέρια τους ήταν επικίνδυνα όπλα, αφού προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές και τρομοκρατούσαν τον εχθρικό στόλο.
Ο Υψηλάντης επέλεξε σαν ορμητήριό του για την επαναστατική δράση, τις ελληνικές επαρχίες της Τουρκίας στην Μολδαβία. Εκεί, σκόπευε να ιδρύσει και να οργανώσει τον πρώτο τακτικό στρατό του. Μ’ αυτόν θα κατέβαινε στις ελληνικές επαρχίες και, αφού ενωνόταν με τους κατά τόπους Έλληνες οπλαρχηγούς, θα αύξανε την δύναμή του και θα τις παρότρυνε σε επανάσταση.
Γύρω από τον Υψηλάντη σχηματίστηκε η πρώτη στρατιωτική δύναμη, με επικεφαλής τους Έλληνες Γεωργάκη Ολύμπιο, Ιωάννη Φαρμάκη και Σάββα Καμινάρη. Ο Υψηλάντης, εκτιμώντας τις στρατιωτικές γνώσεις και τη δραστηριότητά των Γ. Ολύμπιου και Χρ. Περραιβού, ονόμασε, τον Ιούλιο του 1820, τον μεν πρώτο «αρχιστράτηγο του Δουναβικού στρατού», τον δε δεύτερο, τον Αύγουστο, «αρχιστράτηγο του Ηπειρωτικού στρατεύματος». Παράλληλα, υποσχέθηκε να συμπράξει και ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Στη δύναμη αυτή θα προσετίθετο και ο στρατός, ο οποίος θα σχηματιζόταν στο Ιάσιο, από τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας. Αυτή η στρατιωτική δύναμη θα αποτελούσε το κύριο σώμα του Υψηλάντη.
Με την προσχώρηση του Βλαδιμηρέσκου, η Φιλική Εταιρεία απέκτησε στέρεες βάσεις, ώστε δεν απέμενε πλέον παρά η λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων για την οργάνωση του στρατού. Γι’ αυτό, κατά τα τέλη Δεκεμβρίου 1820, ο Νικόλαος Υψηλάντης κατάρτισε τον Γενικό Στρατιωτικό Κανονισμό, ο οποίος προέβλεπε οργανωτικά θέματα, την ιεραρχία των αξιωματικών, καθώς και θέματα πειθαρχίας και τον έστειλε σε όλες τις εφορίες.
Στην προσπάθειά του αυτή τάχθηκε, ανεπιφύλακτα, συμπαραστάτης ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, Μιχαήλ Σούτσος, του οποίου η φρουρά απετέλεσε τον πυρήνα του στρατιωτικού σώματος του Υψηλάντη.
Επειδή, όμως, ο Υψηλάντης θεώρησε τη δύναμη αυτή ανεπαρκή, συνέταξε την 24η Φεβρουαρίου 1821 προκήρυξη, την οποία απέστειλε, με τη βοήθεια του Σούτσου, σε όλες τις πόλεις της Μολδοβλαχίας, με την οποία καλούσε όλους τους Έλληνες υπό τα όπλα.
Την 29η Φεβρουαρίου, απέστειλε δεύτερη, σε εντονότερο ύφος. Και οι δύο προκηρύξεις βρήκαν απήχηση στις καρδιές των Ελλήνων της Βλαχίας, της Μολδαβίας, της Βουλγαρίας, Ρωσίας, Τρανσυλβανίας και της Ρωσίας, ώστε άνδρες όλων των ηλικιών και των τάξεων έφταναν, κατά δεκάδες, στο Ιάσιο, για να καταταγούν στον ελληνικό στρατό.
Την 26η Φεβρουαρίου 1821, έγινε ο αγιασμός της επαναστατικής σημαίας και στη συνέχεια ο στρατός ορκίσθηκε, ενώπιον του Γενικού Αρχηγού του, Αλέξανδρου Υψηλάντη, για την ελευθερία της πατρίδας.
Η εξέγερση στις παραδουνάβιες χώρες
Λίγο πριν την έναρξη του αγώνα, η Φιλική Εταιρεία είχε επεκτείνει την οργάνωσή της σε κάθε γωνιά της Ελληνικής Χερσονήσου. Οι μυστικοί πράκτορες δεν έπαυαν να εξάπτουν τον απελευθερωτικό πόθο και να καθοδηγούν τον αγώνα.
Τον Οκτώβριο του 1820, στην πόλη Ισμαήλι της Ρουμανίας έγινε συνέδριο των φιλικών και καταστρώθηκε το σχέδιο δράσης, το οποίο προέβλεπε:
Από εκεί, ο Υψηλάντης δημοσίευσε ενθουσιώδη προκήρυξη, με την οποία παρότρυνε: «κινηθείτε, αδελφοί, και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν, να υπερασπισθεί τα δίκαιά μας!», υπονοώντας την Ρωσία. Δεν άργησε, όμως, ν’ αποδειχθεί ότι η Μολδοβλαχία δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για τον ελληνικό αγώνα, αφού οι μεν κάτοικοι φάνηκαν αδιάφοροι, ο δε στρατός των Αρβανιτών ήταν, στην πλειονότητά του, ανοργάνωτος συρφετός, που δεν είχε εθνικό υπόβαθρο.
Ο Υψηλάντης προχώρησε προς την Βλαχία. Την 28η Μαρτίου, εισήλθε στο Βουκουρέστι, αφού στη Φωξάνη ενισχύθηκε με νέους οπλαρχηγούς. Είχαν ήδη περάσει πέντε εβδομάδες από τη διάβαση του Προύθου και δεν είχε εκδηλωθεί καμμία συμπαράσταση της Ρωσίας. Αντίθετα, ο Τσάρος, για να αποδείξει την πίστη του στις αρχές της «Ιερής Συμμαχίας» και να διαψεύσει την υποψία ότι η Ρωσία υπέθαλπτε το κίνημα του Υψηλάντη αποκήρυξε επίσημα το κίνημα. Διέταξε την διαγραφή του ονόματος του Υψηλάντη από τον κατάλογο των Ρώσων αξιωματικών, δήλωσε στο Διβάνι, με τον πρέσβη της στην Κωνσταντινούπολη, ότι η Ρωσία ήταν ξένη προς το κίνημα και επέτρεψε την είσοδο τουρκικού στρατού στις ηγεμονίες.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, εξάλλου, υπακούοντας στην πίεση του σουλτάνου, αφόρισε τον Υψηλάντη και τον ηγεμόνα της Μολδαβίας, Σούτσο.
Πριν γίνουν αυτά γνωστά στον Υψηλάντη, ενώ ακόμη βρισκόταν στο Ιάσιο, βρέθηκε αντιμέτωπος με δυσάρεστα γεγονότα. Πολλοί πλούσιοι Έλληνες, που διέμεναν εκεί, διατέθηκαν με δυσμένεια.
Ο Έλληνας τραπεζίτης, στον οποίο είχαν κατατεθεί χρήματα για την Φιλική Εταιρεία, αρνήθηκε να τα παραδώσει. Αφού συνελήφθη, αφέθηκε ελεύθερος μόνον όταν κατέβαλε 6.000 γρόσια για τον τουρκικό στρατό. Αποτέλεσμα αυτού του επεισοδίου ήταν να εξαφανιστούν, από φόβο, οι άλλοι πλούσιοι Έλληνες.
Στο μεταξύ, στο Ιάσιο συνελήφθη ο Τούρκος φρούραρχος με 40 στρατιώτες, καθώς και 30 Μωαμεθανοί πολίτες και κατεσφάγησαν. Ταυτόχρονα, στο Γαλάτσι, ο Βασίλης Καραβιάς, αξιωματικός του επαναστατικού στρατού, συνέλαβε τον φρούραρχο με τους στρατιώτες του μαζί με Τούρκους εμπόρους, τους οποίους και κατέσφαξε.
Ο Υψηλάντης άρχισε να λαμβάνει θλιβερές ειδήσεις. Ο Ύπατρος, τον οποίο είχε στείλει στον Αλή πασά, για να συνεννοηθεί τον τρόπο σύμπραξής του, μέχρι να κατέβει ο ίδιος στην Ελλάδα, είχε δολοφονηθεί στην οδό μεταξύ Νάουσας και Ηπείρου.
Ο Αριστείδης Πωπ, τον οποίο είχε στείλει στην Σερβία για συνεννόηση, συνελήφθη και αυτοκτόνησε. Στο Ρώμανο, όπου μεταστάθμευσε ο Υψηλάντης, πληροφορήθηκε ότι οι κάτοικοι του Ριμνίκου, μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξή του, εγκατέλειψαν την πόλη και οι Βλάχοι των αγροτικών περιφερειών, για ν’ αποφύγουν την λεηλασία των Αρναουτών του σώματος του Σάββα, του οποίου οι διαθέσεις απέναντι στον αρχηγό, είχαν πλέον μεταβληθεί.
Ο Υψηλάντης, αφού πήγε πάλι στη Φωξάνη, συγκρότησε τον Ιερό Λόχο, από 500 νέους ευγενών οίκων, οι οποίοι απετέλεσαν ιδιαίτερο σώμα και τον πυρήνα του στρατού του. Ήταν το πρώτο σώμα τακτικού στρατού, που οργανώθηκε σύμφωνα με τους κανονισμούς των σύγχρονων ευρωπαϊκών στρατών.
Οι Βογυάροι του Ιασίου, μη βλέποντας να ενισχύεται ο Υψηλάντης από την Ρωσία, ζήτησαν από τον Ρώσο διοικητή Βιγκενστάιν την αποστολή 10.000 ανδρών για την προστασία της Μολδαβίας από τους Τούρκους. Μετά την αρνητική απάντησή του, οι Βογυάροι υποκίνησαν τον πληθυσμό σε εξέγερση κατά των Ελλήνων, ζήτησαν βοήθεια από τον πασά της Βραΐλας, για να εκδιώξουν τους επαναστάτες και τελικά εξόρισαν και τον ηγεμόνα Σούτσο.
Στη Βλαχία, ο Βλαδιμηρέσκου, αντί να ενισχύσει και βοηθήσει τον Υψηλάντη να κατέβει στην Ελλάδα, ζήτησε από την Πύλη να τον αναγνωρίσει σαν αρχηγό του ρουμανικού έθνους. Ταυτόχρονα, με εθνικοκοινωνικό κίνημα, αύξησε τις δυσκολίες στον Υψηλάντη, ο οποίος τότε διέταξε τους Έλληνες του στρατού του, υπό Ρουμάνο αρχηγό, να φύγουν, ενώ σύστησε το ίδιο στους Σέρβους και τους Βούλγαρους.
Όταν ο Υψηλάντης πληροφορήθηκε τον αφορισμό του από τον Πατριάρχη, την αποδοκιμασία του κινήματός του από το συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας, στο Λεϋμπάχ, την αποκήρυξή του από τον Τσάρο της Ρωσίας και αφού πήρε επιτιμητική επιστολή του Καποδίστρια για το κίνημά του, για την διακήρυξή του σχετικά με την Ρωσία, με την σύσταση να εγκαταλείψει τον αγώνα, έστειλε επιστολή στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας.
Μ’ αυτήν φαινόταν να πιστεύει ότι ο Τσάρος αποδοκίμαζε μεν την επανάσταση, αλλά αναγνώριζε τα δίκαια των Ελλήνων, δήλωνε δε ότι συμφωνούσε με την διακοπή του κινήματος, με τον όρο να διευκολυνθεί στην κάθοδό του στην Ελλάδα και να παραχωρηθούν στους Έλληνες τέσσερα φρούρια, δύο στην Πελοπόννησο και δύο στη Στερεά.
Δήλωνε, ακόμη, την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του και να πεθάνει υπέρ της πατρίδος του και βεβαίωνε ότι, μέχρι να πάρει την απάντηση του Τσάρου, θα υποχωρούσε στην ορεινή Βλαχία, χωρίς να επιχειρήσει κάτι κατά των Τούρκων.
Περιμένοντας απάντηση πήγε στο Βουκουρέστι, όπου τον υποδέχθηκαν με ψυχρότητα, δεν παρέστη δε κανένας επιφανής Έλληνας στην δοξολογία που έγινε, για να μην ενοχοποιηθούν απέναντι στην Πύλη.
Παράλληλα, για να δημιουργηθεί δυσμενής κατάσταση στον Υψηλάντη, εσυνεχίζοντο οι πράξεις βίας των ανδρών του Βλαδιμηρέσκου και του Σάββα, οι οποίοι ενισχύοντο από τους ντόπιους κληρικούς.
Οι Βογυάροι έστειλαν οδηγίες στις επαρχίες, με τις οποίες απαγορευόταν η τροφοδοσία των ανδρών του Υψηλάντη και επιτρεπόταν, χωρίς κυρώσεις, η δολοφονία κάθε μεμονωμένου στρατιώτη του Υψηλάντη. Έστειλαν, επίσης, εγκύκλιο του Μητροπολίτη Λούπου, με την οποία οι κάτοικοι όφειλαν να δείχνουν την αποστροφή τους στους «αφορισμένους του Πατριάρχη» και καλούσαν τους πασάδες της Σιλιστρίας, Γιουργέβου, Βραΐλας, Βιδινίου να εισβάλουν το ταχύτερο στη χώρα, για να τους λυτρώσουν από τους επιδρομείς. Οι Τούρκοι είχαν ήδη κινητοποιηθεί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Υψηλάντης εγκατέλειψε το Βουκουρέστι και στρατοπέδευσε βορειοδυτικά στο Τιργοβίστι, όπου οχυρώθηκε. Ταυτόχρονα, για ν’ αντιμετωπίσει τον Περκόμτσαλη πασά, που ερχόταν από την Βραΐλα, επικεφαλής 5.000 πεζών και ιππέων, έστειλε τον οπλαρχηγό Πεντεδέκα στο Ιάσιο, για να αμυνθεί εκεί και τον Χιλίαρχο Καρπενησιώτη στο Γαλάτσι, με μικρή δύναμη.
Ο Πεντεδέκας προκάλεσε αταξίες με άσκοπες ενέργειες, ο δε Καρπενησιώτης έδωσε σκληρή μάχη έξω από το Γαλάτσι εναντίον του Περκόμτσαλη, ο οποίος είχε συντριπτική υπεροχή, υπέστη μεγάλες απώλειες και κατόρθωσε δύσκολα να διαφύγει.
Οι κάτοικοι του Γαλατσίου είτε βασανίστηκαν είτε θανατώθηκαν από τους Τούρκους. Εν τω μεταξύ, σημαντικό μέρος του στρατού της Σιλιστρίας, υπό τον Κεχαγιάμπεη πασά, προήλαυνε κατά του Βουκουρεστίου.
Ο Βλαδιμηρέσκου και ο Σάββας έφυγαν με τις δυνάμεις τους για το Τιργοβίστι, όπου τάχθηκαν δίπλα στο στρατόπεδο του Υψηλάντη, παριστάνοντας ακόμη τους φίλους του, ενώ στην πραγματικότητα είχαν αναλάβει την υποχρέωση να στραφούν, την κατάλληλη στιγμή, εναντίον του, αφού προηγουμένως εξόντωναν τον Ολύμπιο.
Επειδή, όμως, αποκαλύφθηκαν τα δόλια σχέδιά τους, ο μεν πρώτος, αφού εγκαταλείφθηκε από τους ίδιους τους αξιωματικούς του, συνελήφθη, καταδικάστηκε από στρατοδικείο και εκτελέστηκε, ο δε δεύτερος προσχώρησε στον Κεχαγιάμπεη Καρά Αχμέτ, ο οποίος προήλαυνε.
Η μάχη του Δραγατσανίου
Ο Κεχαγιάμπεης, αφού εισήλθε στο Βουκουρέστι, προέλασε κατά του Υψηλάντη στο Τιργοβίστι, οπότε ο ελληνικός στρατός διέφυγε προς τις Τρανσυλβανικές Άλπεις.
Ο Υψηλάντης, μετά από πληροφορίες ότι τουρκικά σώματα προχώρησαν προς τα αυστριακά σύνορα για ν’ αποκλείσουν τις διαβάσεις των Καρπαθίων, διέταξε τα σώματα των Ολύμπιου, Νικόλαου Υψηλάντη και Καραβία να καταλάβουν θέσεις γύρω από το Δραγατσάνι, χωρίς να αρχίσουν μάχη, μέχρι την άφιξή του.
Κατά την 7η Ιουνίου, ο Καραβίας, αρχηγός του ιππικού, παρά τις διαταγές, επιτέθηκε κατά των Τούρκων, χρησιμοποιώντας τον Ιερό Λόχο. Οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή τις ελληνικές δυνάμεις, ενώ ο Ιερός Λόχος περικυκλώθηκε από υπέρτερες δυνάμεις. Παρά την σθεναρή και ηρωϊκή τους άμυνα, οι ιερολοχίτες θερίστηκαν από τα πυρά των Τούρκων και καταπατήθηκαν.
Ο Ολύμπιος, μόλις πληροφορήθηκε την κατάσταση, έσπευσε και όρμησε με το σώμα του κατά των Τούρκων. Ήταν τέτοια η ορμή του, ώστε τους τρόμαξε και οπισθοχώρησαν με αποτέλεσμα να σώσει μερικούς ιερολοχίτες. Ο Νικόλαος Υψηλάντης διασώθηκε από έφιππο Γάλλο φιλέλληνα.
Σκοτώθηκαν 200 ιερολοχίτες και 37 συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι. Οι λίγοι ιερολοχίτες, που διασώθηκαν, διέφυγαν με τη βοήθεια της νύκτας. Το σώμα του Καραβία, αφού εγκατέλειψε 140 νεκρούς, διασκορπίστηκε. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι άρχισαν να φεύγουν και οι άνδρες των υπόλοιπων σωμάτων.
Ο Υψηλάντης προσπάθησε μάταια να τους συγκρατήσει. Πολλοί έφτασαν στα αυστριακά σύνορα, αλλά ελάχιστοι σώθηκαν, καθόσον ληστές λήστευαν και σκότωναν όσους επιχειρούσαν να τα περάσουν.
Λίγοι, που πέρασαν τα σύνορα, έφτασαν, σαν αλήτες, στη Βιέννη και Βουδαπέστη. Μετά την καταστροφή, επέστρεψε ηττημένος στο Ρίμνικο, όπου οργισμένος εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία παρέδιδε στην κατάρα του έθνους τους προδότες και απέδιδε φόρο τιμής στους πεσόντες ιερολοχίτες.
Ο Υψηλάντης δεν σκεπτόταν παρά πως να διαφύγει στην Ελλάδα. Επειδή δεν του ήταν εύκολο, ευχάριστο και σκόπιμο να περάσει στη Ρωσία, μέσα από την Μολδαβία, και από εκεί να επιχειρήσει την κάθοδο, προτίμησε να ζητήσει άδεια να περάσει, με τους αδελφούς του, από το αυστριακό έδαφος μέχρι την Τεργέστη και από εκεί να φύγει μέσω θαλάσσης.
Με τη βοήθεια του Ολύμπιου, με την λίγη δύναμή του, έφτασε μέχρι τη μονή της Κάζιας, κοντά στα αυστριακά σύνορα και από εκεί, με τον πιστό του φίλο Λασσάνη, ζήτησε άδεια, από τον διοικητή της παραμεθόριας αυτής περιοχής, να εισέλθει ελεύθερα σ’ αυτήν. Μετά από συνεννόηση με την Βιέννη, του δόθηκε η άδεια και διαβατήρια με ψευδώνυμα, με τη διαβεβαίωση ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε για τη ζωή του ή για την ελευθερία του.
Επρόκειτο για παγίδα, διότι μόλις η μικρή συνοδεία έφτασε στο Τεμισβάρ, τους δηλώθηκε ότι ο αυτοκράτορας της Αυστρίας ήθελε να τους χορηγήσει άσυλο μέσα στην επικράτειά του. Έτσι, ο Υψηλάντης, αφού απομονώθηκε, μεταφέρθηκε στο μεσαιωνικό φρούριο Μούγκατς και ρίχτηκε σε σκοτεινή και υγρή φυλακή, απ’ όπου, αφού παρέμεινε έξι χρόνια, αποφυλακίσθηκε, με την επέμβαση του Τσάρου.
Πέθανε το 1828 στη Βιέννη σε ηλικία μόλις 36 ετών, όταν του αναγγελλόταν, από τον πιστό του Λασσάνη, ότι είχε αναγνωριστεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας και ο Καποδίστριας αναλάμβανε κυβερνήτης της.
Η καταδίωξη των υπολοίπων επαναστατών
Το θέρος του 1821, σώμα στη Μολδαβία υπό τον Καντακουζηνό, κινήθηκε, προς τον Βορρά για να περάσει στη Βεσσαραβία. Μόλις το σώμα έφθασε στο Σκουλένιο, πέρασε τον Προύθο από γέφυρα, που επιτηρούσαν τα τουρκικά στρατεύματα. Επειδή, όμως, δεν ήταν δυνατή η διάβαση ολόκληρου του σώματος, μερικοί άνδρες εγκαταλείφθηκαν δυτικά του ποταμού, στην Μολδαβία.
Την αρχηγία των ανδρών αυτών ανέλαβε ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, ο οποίος, στην προσπάθειά του να τους περάσει στην Βεσσαραβία, έδωσε άνιση μάχη. Πολλοί κατόρθωσαν να περάσουν τον ποταμό, ενώ οι υπόλοιποι και ο Καρπενησιώτης σκοτώθηκαν.
Τον Σεπτέμβριο ο Ολύμπιος, μετά από μακρά ασθένεια, εκινείτο μαζί με τον Φαρμάκη και τους άνδρες του στην Μολδαβία, προκειμένου να περάσει στην Βεσσαραβία. Αποκλείσθηκε, όμως, μετά από προδοσία στη Μονή του Σέκκου, όπου, αφού αμύνθηκε ηρωικά, ανατίναξε το κωδονοστάσι, όπου είχαν καταφύγει, με πυροβολισμό σε βαρέλι πυρίτιδας, παίρνοντας στον θάνατο μαζί με τους Έλληνες και πολλούς Τούρκους.
Ο Φαρμάκης συνελήφθη και, αφού μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, αποκεφαλίστηκε. Ο Σάββας εισέπραξε το τίμημα της προδοσίας του, αφού δολοφονήθηκε από τους φίλους του, τους Τούρκους.
Από τον μικρό αριθμό των πραγματικών πολεμιστών του αγώνα του Υψηλάντη, κατόρθωσαν να διασωθούν οι Πελοποννήσιοι και οι Επτανήσιοι, γύρω από τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη και τον εξάδελφό του, Αποστόλη.
Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης καταγόταν από μεγάλη οικογένεια της Αρκαδίας και υπηρετούσε, με δικό του σώμα 275 ανδρών, στον στρατό της Μολδαβίας, με βαθμό ανώτερου αξιωματικού. Μετά την καταστροφή, μέσα από τα Βαλκάνια, που ήταν πλημμυρισμένα από τουρκικά στρατεύματα, κατέβηκε στην Πελοπόννησο.
Σε κάποια μάχη, που αναγκάσθηκε να δώσει για να προχωρήσει, εκπόρθησε μία μονή, στην οποία είχαν κλειστεί Τούρκοι και Εβραίοι. Στις αποσκευές, μάλιστα, ενός Εβραίου βρέθηκε μία αδαμαντοκόλλητη σπάθη Βυζαντινού αυτοκράτορα, την οποία μετέφερε στην Ελλάδα. Τελικά, τον Αύγουστο του 1821, μόλις 100 από τους γενναίους άνδρες, κατόρθωσαν να φθάσουν στην Πελοπόννησο.
Το κίνημα του Υψηλάντη απέτυχε, διότι η Ρωσία δεν υποστήριξε τους επαναστάτες, με αποτέλεσμα να αποδειχθούν μάταιες οι ελπίδες των φιλικών για καθοριστική βοήθεια. Παράλληλα με τις ενέργειες του Τσάρου, ο Πατριάρχης, πιεζόμενος από την Πύλη, αφόρισε τον αγώνα και τον αρχηγό του, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των ηγεμονιών να αντιμετωπίζει εχθρικά τους αγωνιστές και έβλεπαν σαν αποτυχημένη την ενέργεια του Υψηλάντη.
Το ισχυρότερο, όμως, πλήγμα ήταν η άδεια εισόδου των τουρκικών δυνάμεων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, πριν ακόμη προλάβει ο Υψηλάντης να συγκεντρώσει και να οργανώσει τις δυνάμεις του στην Μολδαβία και Βλαχία. Εάν αυτό δε γινόταν αμέσως μετά την εκδήλωση του κινήματος, ο Υψηλάντης θα μπορούσε και θα είχε το χρόνο να οργανώσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις, ώστε ν’ αντιμετωπίσει τον τουρκικό στρατό και να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού και των ντόπιων.
Οι ενέργειες του Παπαφλέσσα
Ο Υψηλάντης, ενώ ετοιμαζόταν να διαβεί τον Προύθο ποταμό και να εισβάλει στην Μολδοβλαχία, έστειλε, με την σύμφωνη γνώμη και των υπόλοιπων αρχηγών της Φιλικής Εταιρείας, τον Παπαφλέσσα, κατά κόσμο Γρηγόριο Δικαίο, στην Πελοπόννησο, για να προετοιμάσει την εξέγερση, αφού τον εφοδίασε με σχετικές συστατικές επιστολές προς τους αρχιερείς και τους προεστούς.
Ο Παπαφλέσσας συμμετείχε στη σύσκεψη του Ισμαηλίου της Βεσσαραβίας της 20ής Οκτωβρίου 1820, στην οποία παρευρίσκοντο εκτός από τον Γενικό Αρχηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη και εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρείας. Εκεί, υποστήριξε, επιδεικνύοντας σχετικό έγγραφο με «πλαστές» υπογραφές σημαινόντων προσώπων, ότι η επανάσταση έπρεπε ν’ αρχίσει από την Πελοπόννησο.
Οι ηγέτες της Φιλικής αποφάσισαν να στείλουν εκεί τον Παπαφλέσσα, ο οποίος, μετά την μύησή του στην Φιλική Εταιρεία, είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα. Ο Παπαφλέσσας αναχώρησε από το Ισμαήλιο τον Νοέμβριο του 1820 και έφτασε στις Σπέτσες τον Δεκέμβριο, στη συνέχεια στην Ύδρα και από εκεί στο Άργος, όπου έμεινε στην Επισκοπή, σαν έξαρχος των Πατριαρχείων.
Την 24η Δεκεμβρίου, σαν αντιπρόσωπος της Αρχής, έστειλε στους προκρίτους τις οδηγίες του για την οργάνωση του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου. Σύμφωνα μ’ αυτές, σε κάθε επαρχία έπρεπε να εκλεγεί ικανός χιλίαρχος, ο οποίος θα είχε την άδεια της στρατολόγησης των αξιωματικών (εκατόνταρχους, πεντηκόνταρχους) και στρατιωτών από εκλεκτούς και έμπειρους άνδρες, ώστε να συγκεντρωθεί και συγκροτηθεί στην Πελοπόννησο δύναμη περίπου 25.000 ανδρών.
Από το Άργος πήγε στο Αίγιο, όπου έλαβε μέρος στην εκεί συνέλευση των Αρχιερέων και των προεστών, στην οποία πρυτάνευσε η αναβλητικότητα της επανάστασης. Στην επιφύλαξη αυτή των συνέδρων, ο Παπαφλέσσας κατόρθωσε με απειλές και παράτολμες ενέργειες να εξεγείρει τον πελοποννησιακό λαό.
Μετά την Συνέλευση του Αιγίου, διέσχισε ολόκληρη την Πελοπόννησο, συναντήθηκε με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Νικηταρά και Καρατζά, στους οποίους εξέθεσε την εντολή του Υψηλάντη, για ταυτόχρονη έναρξη της επανάστασης στην Ελλάδα.
Τους βρήκε σύμφωνους σε όλα, συμφώνησε δε το σύνθημα της επανάστασης να δινόταν στην Καλαμάτα. Γι’ αυτό αποφάσισαν και οργάνωσαν το πρώτο στρατόπεδο του αγώνα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, έξω από την Καλαμάτα.
Στο μεταξύ, στην Ήπειρο εξακολουθούσε ο αγώνας του Αλή πασά κατά του στρατού του σουλτάνου. Οι Τούρκοι είχαν την έμπνευση να καλέσουν τους Σουλιώτες, οι οποίοι επί 17 χρόνια έτρωγαν το πικρό ψωμί της εξορίας στην Κέρκυρα και ατένιζαν τα βουνά της πατρίδας τους με βουρκωμένα μάτια, για να τους αντιτάξουν κατά του Αλή.
Οι Σουλιώτες, όμως, άφησαν τους Μωαμεθανούς να λύσουν μόνοι τους τις διαφορές τους και αποσύρθηκαν στην παλιά τους πατρίδα, αφού προηγούμενα ο αρχηγός τους, Μάρκος Μπότσαρης, ήλθε σε μυστική συνεννόηση με τον Αλή πασά και πέτυχε την επαναφορά των Σουλιωτών στην πατρίδα τους. Από το Δεκέμβριο 1820, το Σούλι αναβίωσε και στην Κιάφα κυμάτιζε η σημαία της ανεξαρτησίας.
Πρώτο έτος της Επανάστασης - Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο
Η Πύλη, η οποία υποπτευόταν κάποια επαναστατική κίνηση στην Πελοπόννησο, έστειλε το Νοέμβριο του 1820 σαν διοικητή της τον πρώην Μέγα Βεζίρη, Μεχμέτ Χουρσίτ, άνδρα μεγαλοπρεπή και επιβλητικό.
Αυτός, τον Ιανουάριο του 1821, επειδή θεώρησε αβάσιμες τις διαδόσεις εξεστράτευσε στην Ήπειρο εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Άφησε στην Τρίπολη, έδρα του διοικητού της Πελοποννήσου, το πολυπληθές χαρέμι και τους θησαυρούς του, αφού ενίσχυσε την φρουρά της με 1.000 στρατιώτες. Έτσι, απογυμνώθηκε η περιοχή από τις αξιόμαχες τουρκικές δυνάμεις.
Οι Τούρκοι ταράχθηκαν περισσότερο, όταν έμαθαν την άφιξη, τον Ιανουάριο, του περιβόητου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Μάνη, ο οποίος ήταν από πολύ καιρό φυγάς και καταδιωκόταν, μέχρι θανάτου, από τους Τούρκους.
Η κήρυξη του κινήματος στις παραδουνάβιες χώρες, η ζωηρότατη κίνηση των φιλικών σε όλη την Ελλάδα, η επάνοδος του Κολοκοτρώνη και άλλων εξόριστων, ανάγκασαν τους Τούρκους να λάβουν προληπτικά μέτρα.
Έτσι, κάλεσαν στην Τρίπολη, με πρόσχημα την ετήσια συνέλευση, τους προκρίτους (κοτζαμπάσηδες) και τους αρχιερείς. Σκοπός τους ήταν να τους κρατήσουν ομήρους, αλλά πολλοί από αυτούς αρνήθηκαν να μεταβούν. Όσοι πήγαν κρατήθηκαν όμηροι και θανατώθηκαν στα μπουντρούμια, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση.
Δόθηκε, τότε, εντολή να επισπευσθούν οι διαδικασίες για την εκδήλωση του κινήματος. Μετά από κάποιες επιθέσεις και μικροσυμπλοκές ξέσπασε η, μέχρι εκείνη τη στιγμή, συγκρατημένη ορμή και την 21η Μαρτίου 1821 ο χριστιανικός πληθυσμός εξεγέρθηκε ένοπλα και σαν ένας άνθρωπος επέπεσε με πάθος, συγκρατημένο για αιώνες, κατά των Τούρκων.
Μέσα στο δεκαήμερο 15 - 25 Μαρτίου, η Επανάσταση ξέσπασε σε διαφορετικά σημεία της Πελοποννήσου. Το σύνθημα ήταν: «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, μήτε στον κόσμο όλον».
Την 25η Μαρτίου, οι πρόκριτοι της Αχαΐας παρακολούθησαν στην Μονή της Αγίας Λαύρας τη Θεία Λειτουργία, κατά την οποία ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε και ύψωσε σαν Σημαία της Επανάστασης το περίφημο Λάβαρο, το οποίο παρίστανε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στη συνέχεια ξεχύθηκαν στην επαρχία Καλαβρύτων, για να διαδώσουν το σύνθημα της εξέγερσης.
Παράλληλα, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί με τους Μανιάτες, κατέβηκαν στη δυτική πλευρά του Ταϋγέτου και, την 23η Μαρτίου, μπήκαν θριαμβευτικά στην Καλαμάτα.
Ο Μπέης της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, τέθηκε επικεφαλής της «Μεσσηνιακής Γερουσίας», της οποίας πρώτη πράξη ήταν η αποστολή στους ξένους πρόξενους χριστιανικών κρατών της παρακάτω εγκυκλίου:
Την 25η Μαρτίου 1821 (κατά Πανελλήνια συμφωνία), ο Παλαιών Πατρών έστησε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου την Σημαία της Επανάστασης, η οποία ήταν ερυθρά με μαύρο σταυρό στη μέση.
Οι επαναστάτες άρχισαν να πολιορκούν χωριστά τα φρούρια. Η προσοχή των οπλαρχηγών και, κυρίως, του Κολοκοτρώνη στρεφόταν προς την Τριπολιτσά, η οποία αποτελούσε το κεντρικό φρούριο και το ορμητήριο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Τότε, άρχισε γενική μετακίνησή των Τούρκων και όσοι κατοικούσαν στην ύπαιθρο και στις ανοχύρωτες πόλεις κατέφυγαν στα φρούρια.
Πανικός κατέλαβε τους Τούρκους με τη διάδοση ότι ευρωπαϊκός στρατός ερχόταν σε βοήθεια των ραγιάδων. Οι πυροβολισμοί των Ελλήνων και οι φωνές «Μοσκοβιά» και «Φραγκιά» τους έτρεπαν σε φυγή. Μακριές φάλαγγες Τούρκων εκινούντο προς την Τρίπολη, οι οποίες προσεβάλλοντο και αποδεκατίζοντο από τους Έλληνες.
Σε λίγο χρόνο, τα κύματα της ελληνικής Επανάστασης, που εκχύλισαν από την Πελοπόννησο, κατέκλυσαν την Στερεά Ελλάδα και τα νησιά και εξαπλώθηκαν μέχρι τη Μακεδονία, αλλά ο ελληνικός αγώνας επρόκειτο να περάσει μεγάλες δοκιμασίες, αφού είχε ν’ αντιμετωπίσει μία ισχυρή αυτοκρατορία.
Οι Έλληνες δεν είχαν ούτε χρήματα ούτε πολεμοφόδια ούτε στρατό εκπαιδευμένο, από δε τους Πελοποννήσιους μόνον οι Μανιάτες ήσαν ασκημένοι στην χρήση των όπλων.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες, το όνομα του έμπειρου οπλαρχηγού Κολοκοτρώνη προσέλκυσε πλήθος εθελοντών, αλλά ο πρώτος αυτός ελληνικός στρατός παρουσίαζε περίεργη εικόνα. Οι περισσότεροι ήσαν άοπλοι, μερικοί έφεραν μόνο μαχαίρια, άλλοι σφενδόνες και άλλοι ραβδιά αλωνίσματος.
Ο στρατός αυτός δεν είχε βαπτισθεί στη φωτιά της μάχης και με μεγάλη δυσκολία τον συγκρατούσαν οι αρχηγοί του, όταν εμφανιζόταν ο εχθρός. Ο Κολοκοτρώνης μάζεψε πολεμιστές και, αφού τους εγκατέστησε σε στρατόπεδο, άρχισε την οργάνωση και την εκγύμναση, αλλά και αυτοί εγκατέλειψαν τον αρχηγό τους, μόλις εμφανίσθηκε τουρκικός στρατός.
Παρ’ όλα αυτά ο Κολοκοτρώνης δεν απογοητεύτηκε και συνέχισε την προσπάθεια. Πίστευε ότι η Επανάσταση δεν ήταν ασφαλής, αφού έμενε τουρκικός στρατός στην καρδιά της Πελοποννήσου και γι’ αυτό έπρεπε, με κάθε θυσία, να καταληφθεί το κέντρο της, η Τρίπολη.
Επειδή οι Έλληνες δεν ήταν σε θέση να κυριεύσουν την πόλη με επίθεση, ο Κολοκοτρώνης σκέφθηκε να πολιορκήσει την πόλη, ώστε, αφού την απέκοπταν από τις εξωτερικές συγκοινωνίες και την περιέσφιγγαν συνεχώς, να εξαναγκασθεί σε παράδοση το φρούριο.
Για την εκτέλεση του σχεδίου, ελληνικά σώματα κατέλαβαν τις οδούς προς την πόλη από Δυσμάς, Βορρά και Μεσημβρία, ενώ ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε στην κορυφή του Μαινάλου, κοντά στο Βαλτέτσι, ώστε να επιβλέπει αφ’ ενός το οροπέδιο της Τρίπολης, αφ’ ετέρου τις κοιλάδες της Μάνης και της Μεσσηνίας.
Έτσι, η θέση των πολιορκημένων έγινε προς στιγμήν δυσχερής, αλλά την ορμή των επαναστατών παρέλυσε η σημαντική ενίσχυση που έφθασε στην φρουρά της Τρίπολης.
Ο Χουρσίτ πασάς, που βρισκόταν στην Ήπειρο, επειδή ανησυχούσε για το χαρέμι και τους θησαυρούς του, απέσπασε 3.500 Αλβανούς από τα Ιωάννινα και τους έστειλε στην Τρίπολη, υπό την αρχηγία του εμπειροπόλεμου και ικανού Μουσταφάμπεη. Αυτός, αφού πέρασε στην Πάτρα, έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και της Ακροκορίνθου και την 30ή Απριλίου μπήκε στην Τρίπολη.
Θέλοντας να επωφεληθεί από τον τρόμο που προκάλεσε η εμφάνισή του, επιτέθηκε στο ελληνικό στρατόπεδο του Βαλτετσίου.
Οι 1.000 περίπου Μανιάτες που κατείχαν το χωριό, υπό τους Μαυρομιχαλαίους Ηλία και Κυριακούλη, κράτησαν τις θέσεις τους και, αφού ενισχύθηκαν την νύκτα με σώμα υπό τον Πλαπούτα, γαμπρό του Κολοκοτρώνη, επιτέθηκαν την επομένη και έτρεψαν σε φυγή τους Αλβανούς.
Αυτοί φεύγοντας εγκατέλειψαν αποσκευές, δύο τηλεβόλα και έχασαν 600 άνδρες, ενώ οι Έλληνες είχαν απώλειες 150 άνδρες (12-13 Μαΐου).
Η νίκη στο Βαλτέτσι έκρινε την τύχη της Τρίπολης, διότι, αφού απέτυχε και η επίθεση του Μουσταφάμπεη κατά του ελληνικού στρατοπέδου στους Βερβένους, έσφιγγε η πολιορκία.
Η τύχη της Τρίπολης θα κρινόταν, αφού προηγουμένως έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων άλλες θέσεις των Τούρκων. Στις 25 Ιουνίου, παραδόθηκε η Μονεμβασιά και μετά από λίγες ημέρες το Ναβαρίνο. Δυστυχώς, όμως, οι Έλληνες δεν έδειξαν καλή διαγωγή. Κατά τις συνθήκες παράδοσης, έπρεπε οι παραδιδόμενοι να μεταφερθούν με τις περιουσίες τους σε ασφαλές μέρος.
Κατά την άλωση, όμως, της Μονεμβασιάς άρπαξαν όλα τα πράγματα των πολιορκημένων, στο δε Νεόκαστρο έσφαξαν και όλους τους άνδρες. Η δουλεία αιώνων, η σκλήρυνση της καρδιάς των Ελλήνων από τις σφαγές τεσσάρων αιώνων και από την σκληρή και απάνθρωπη τυραννία των Τούρκων, δεν δικαιολογούν αυτή την συμπεριφορά, η οποία έμοιαζε με αυτή των άγριων Τούρκων.
Οι τελευταίες ημέρες της Τρίπολης πλησίαζαν. Μέσα στον στενό και πετρώδη χώρο, όπου είχαν μαζευτεί πάνω από 30.000 ψυχές, η πείνα, η δίψα και οι ασθένειες τους θέριζαν, μαζί με όσους Έλληνες είχαν συλλάβει και φυλακίσει οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι είχαν κλείσει μέσα στην υγρή φυλακή και 38 αρχιερείς και πρόκριτους, από τους οποίους πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες και άλλοι αποκεφαλίστηκαν.
Οι Τούρκοι, αφού απογοητεύτηκαν από την αποτυχία λύσης της πολιορκίας, άρχισαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες, όμως, ναυάγησαν. Ομάδα Ελλήνων στρατιωτών υπό τον Δουνιά, σκαρφάλωσε στα τείχη και άνοιξε την «πόρτα τ’ Αναπλιού». Χιλιάδες Έλληνες όρμησαν στην πόλη και επιδόθηκαν σε μία ανηλεή σφαγή των Τούρκων, που, παρά τις προσπάθειες του Κολοκοτρώνη, δεν σταμάτησε παρά μετά τρεις ημέρες, αφήνοντας 10.000 νεκρούς (23 Σεπτεμβρίου 1821).
Με την άλωση της Τρίπολης παγιώθηκε η επανάσταση, αφού το εσωτερικό της Πελοποννήσου ήταν τελείως ελεύθερο. Οι οπλαρχηγοί με τα πλούσια λάφυρα όπλισαν τους άνδρες τους και οι χωρικοί άφησαν τα μαχαίρια και τις σφεντόνες. Η πτώση της πόλης έγινε σε συνδυασμό με την κατάληψη του φρουρίου της Μονεμβασιάς και του Ναβαρίνου.
Οι μάχες αυτές είχαν μεγάλη σημασία για την πορεία του αγώνα, διότι οι νίκες αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων και δημιούργησαν αυτοπεποίθηση ,με αποτέλεσμα πλέον να αντιμετωπίζονται με θάρρος οι Τούρκοι.
Αξιόλογη, επίσης, επιτυχία ήταν και η κατάληψη του ισχυρού κέντρου των Αλβανών στην Πελοπόννησο, του Λάλα (κωμόπολη της Ηλείας). Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί Γ. Σισίνης, Δ. Πλαπούτας κ.ά., νίκησαν, αφού ενισχύθηκαν από 500 περίπου Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινούς με πυροβολικό υπό τους αρχηγούς Α. Μεταξά, κ.ά. Το γεγονός της συμμετοχής των Επτανήσιων στον αγώνα, παρά τα σκληρά μέτρα των Άγγλων, απεδείκνυε ότι η Επανάσταση ήταν πανελλήνια υπόθεση.
Η Επανάσταση στα νησιά
Οι αγώνες των Ελλήνων στην ξηρά δεν ήταν δυνατόν να ευδοκιμήσουν χωρίς την σύμπραξη του ναυτικού, το οποίο θα εμπόδιζε την θαλάσσια μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από την Ασία. Από την αρχή της Επανάστασης, οι Πελοποννήσιοι απευθύνθηκαν στους νησιώτες με πρέσβεις και επιστολές, με τις οποίες περιέγραφαν τους θριάμβους τους και προσπαθούσαν να τους πείσουν να έλθουν σε βοήθεια του αγώνα. Πρωτοστάτησαν τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά, στα οποία η τουρκική εξουσία ήταν ελαφρά επικυριαρχία.
Αυτά ετήσια κατέβαλλαν φόρο και έστελναν μικρό αριθμό ναυτών στην υπηρεσία του τουρκικού ναυτικού, ενώ ήταν αυτόνομα και αυτοδιοίκητα. Δεν είχαν Τούρκο διοικητή, ούτε Τούρκους κατοίκους, αλλά κυβερνούσε η τάξη των πλουσίων ναυτικών, οι «νοικοκυραίοι».
Τα νησιά αυτά χρησιμοποίησαν κατά τους ναπολεόντειους πολέμους τον εμπορικό τους στόλο, λόγω του αγγλικού και του ναπολεόντειου αποκλεισμού, και αποκόμισαν σημαντικά κέρδη, ώστε μπόρεσαν να προαγάγουν το εμπόριο και την ναυτιλία.
Εκτός από αυτά τα νησιά, αξιόλογο ναυτικό είχαν το Γαλαξίδι (Κορινθιακός Κόλπος), η Κάσος, η Μύκονος, καθώς και άλλα νησιά του Αιγαίου.
Υπολογίζεται ότι η Ελλάδα διέθετε συνολικά 500 πλοία, 130.000 τόνων με 15.000 ναύτες και 5.000 κανόνια.
Το μεγαλύτερο από τα τρία νησιά, η Ύδρα, εξεγέρθηκε πρώτο (30 Μαρτίου). Παρά το ότι οι πλούσιοι νοικοκυραίοι ήταν διστακτικοί, ο τολμηρός πλοίαρχος Οικονόμου εξέγειρε τον λαό και παρακίνησε τους ναύτες να οπλίσουν τα πλοία. Έτσι, οι πρόκριτοι και οι νοικοκυραίοι του νησιού αναγκάσθηκαν να ενδώσουν, ν’ αναγνωρίσουν την Επανάσταση και να προσφέρουν 130.000 ισπανικά δίστηλα από το ταμείο τους.
Ακολούθησαν οι Σπέτσες (2 Απριλίου). Οι Σπετσιώτες, με πρώτη την χήρα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, που με δικά της έξοδα εξόπλισε μικρό στόλο και αφού τέθηκε η ίδια επικεφαλής στόλου 53 πλοίων, απέκλεισε τον Κόλπο του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς. Αυτό ικανοποίησε τους Πελοποννήσιους, οι οποίοι έγραψαν τότε με ανακούφιση προς τους Σπετσιώτες: «Δόξα εις υμάς, αδελφοί, ότι ηγέρθητε πρώτοι. Πρώτοι κατά την προσβολήν του εχθρού, πρώτοι εν τη ιστορία, πρώτοι εν τη αθανασία»!
Τις Σπέτσες ακολούθησαν τα Ψαρά. Όταν την 12η Απριλίου φάνηκε εμπρός στο νησί σπετσιώτικο πλοίο, το οποίο έφερε την είδηση της Επανάστασης, ο λαός έσκισε την τουρκική σημαία και στον χαιρετισμό του Πάσχα «Χριστός Ανέστη!», οι Ψαριανοί απαντούσαν «Και η Ελλάς Ανέστη». Όλα αυτά παρόλο που ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι, αφού το νησί τους βρισκόταν πλησιέστερα στην ασιατική ακτή, την οποία απέκλεισαν για να παρεμποδίσουν την αποστολή τουρκικών ενισχύσεων.
Οι περισσότερες Κυκλάδες μιμήθηκαν το παράδειγμα των τριών νησιών. Την Κυριακή του Θωμά επαναστάτησε η Σάμος, ενώ ετοιμάζοντο να εξεγερθούν η Ρόδος και η Κύπρος, παρά το ότι είχαν πολλούς Τούρκους κατοίκους. Η μεγαλόνησος Κρήτη, δεν άργησε να εξεγερθεί, αν και διέθετε ελάχιστα πλοία και οι πολυάριθμοι ντόπιοι Τούρκοι (130.000), εδιακρίνοντο για την αγριότητά τους.
Η επανάσταση στα Σφακιά (Ιούνιο 1821) καταπνίγηκε και η πόλη καταστράφηκε. Οι νησιώτες καθόρισαν «καταδρομικό σύστημα» και ρύθμισαν τη διανομή της λείας, μέρος της οποίας αποφάσισαν να κατατίθεται σε κοινό ταμείο. Τα πλοία των ουδετέρων έπρεπε να τύχουν σεβασμού, «οσάκις δεν ήσαν ναυλωμένα υπό της τουρκικής κυβερνήσεως και δεν μετέφεραν πολεμοφόδια και στρατεύματα».
Ενώ σιγά-σιγά δημιουργείτο ο στρατός της ξηράς, η Επανάσταση απέκτησε αξιόλογο όπλο στην θάλασσα, με την μετατροπή των εμπορικών πλοίων των νησιών σε πολεμικά. Ενώ οι οπλαρχηγοί της ξηράς αναχαίτιζαν, κυρίως με τη νίκη των Βασιλικών, την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων προς την Πελοπόννησο, ο στόλος εμπόδιζε την μεταφορά δυνάμεων από την Ασία στην Ευρώπη.
Από τα μέσα Μαΐου 1821, ο τουρκικός στόλος, αποτελούμενος από 3 κορβέτες, 3 φρεγάτες και πολλά μικρότερα, βγήκε στο Αιγαίο. Τότε, οι τολμηροί ναυτικοί των Ψαρών κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν τον στόλο των αδελφών νησιών, από 50 μεγάλα και 15 μικρά πλοία και, την 18η Μαΐου, ο ενωμένος στόλος έπλευσε προς Βορρά, προς συνάντηση του τουρκικού.
Την 19η Μαΐου, οι Έλληνες διέκριναν στην βορειοδυτική άκρη της Λέσβου μία φρεγάτα των 48 τηλεβόλων, προφυλακίδα του τουρκικού στόλου. Μερικά από τα ελληνικά πλοία την πλησίασαν, αλλά δεν επέτυχαν τίποτε με τα αδύνατα τηλεβόλα τους και η φρεγάτα κατέφυγε στο λιμάνι της Ερεσού.
Ο πλοίαρχός της, επειδή φοβόταν νυκτερινή επίθεση, ανέβασε στο πλοίο αρκετούς στρατιώτες από την ξηρά. Οι Έλληνες πλοίαρχοι, τότε, σκέφθηκαν να την πυρπολήσουν και ο πρακτικός διδάσκαλος της ναυτικής τέχνης, Ιωάννης ο Πάργιος ή Πατατούκος, μετέβαλε πρόχειρα δύο πλοιάρια σε πυρπολικά.
Η πρώτη απόπειρα απέτυχε, επειδή οι Τούρκοι αγρυπνούσαν και το πυρπολικό κάηκε χωρίς λόγο. Μετά από δύο ημέρες, ο τολμηρός Ψαριανός πηδαλιούχος Παπανικολής, εξασκημένος από τις συγκρούσεις με τους αλγερινούς πειρατές, κατόρθωσε, κάτω από σφοδρά πυρά, να προσκολλήσει το πυρπολικό στην πλώρη της φρεγάτας, η οποία ανατινάχθηκε στον αέρα, σκοτώνοντας τους περισσότερους άνδρες της.
Ο τουρκικός στόλος στη συνέχεια κατέφυγε στον Ελλήσποντο, όπου ζήτησε την ασφάλειά του κάτω από την προστασία των τηλεβόλων του. Το πάθημα, όμως, του τουρκικού στόλου το πλήρωσαν οι αθώοι. Οι κάτοικοι της Μυτιλήνης σφαγιάσθηκαν χωρίς έλεος, η πόλη της Κυδωνίας καταστράφηκε, οι κάτοικοι των Μοσχονησίων της Μικράς Ασίας εκπατρίστηκαν.
Πολλοί Έλληνες, από αυτούς που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, κατέβηκαν στα παράλια και πέρασαν στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στόλος, που έσπευσε για βοήθεια, απέπλευσε μεταφέροντας χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι σκορπίστηκαν σε διάφορα νησιά, όπου έζησαν άθλια ζωή.
Τα πυρπολικά έγιναν πλέον τρομερό όπλο στα χέρια των Ελλήνων. Οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις, υπό τους ναυάρχους Ιάκωβο Τομπάζη και Γεώργιο Σαχτούρη, κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, ο δε διάπλους των τουρκικών πλοίων ήταν δύσκολος.
Την ιδέα αυτή στους υπόδουλους Έλληνες ενίσχυσαν και οι αγώνες των Σουλιωτών κατά του τυράννου των Ιωαννίνων, Αλή πασά.
Με την Φιλική Εταιρεία, η οποία μέχρι τις παραμονές του αγώνα είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις, αριθμούσε δε μεταξύ των μελών της ό,τι εκλεκτό είχε να επιδείξει το Έθνος, άρχισε ζωηρότατη δραστηριοποίηση του Ελληνισμού. Επειδή, όμως, αν και είχε εξαπλωθεί παντού, η Εταιρεία ήταν ουσιαστικά ακέφαλη, οι ιδρυτές της αναγκάσθηκαν ν’ αναθέσουν την αρχηγία της σε άνθρωπο, ο οποίος ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Το 1819, στάλθηκε στην Αγία Πετρούπολη ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας από τους τρεις ιδρυτές της, για να προσφέρει την αρχηγία στον υπουργό Εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσίας, Ιωάννη Καποδίστρια,.
Η στιγμή, όμως, δεν ήταν κατάλληλη, επειδή στην Ισπανία είχε, πριν από λίγο, ξεσπάσει επανάσταση και οι διπλωμάτες της Ιερής Συμμαχίας ασχολούνταν με τη λήψη μέτρων για την καταστολή του φιλελεύθερου κινήματος, το οποίο ήταν απόρροια της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Έτσι, ο Καποδίστριας δεν δέχθηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, δηλώνοντας όμως ότι θα στηρίξει το εγχείρημα και ο ίδιος και ο Τσάρος
Τότε, ο Ξάνθος στράφηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος καταγόταν από φαναριώτικη οικογένεια. Ο παππούς του είχε χρηματίσει διερμηνέας της Πύλης και ηγεμόνας στην Βλαχία, ο δε πατέρας του είχε διοριστεί ηγεμόνας στη Μολδαβία, απ’ όπου αναγκάσθηκε να δραπετεύσει μαζί με την οικογένειά του στη Ρωσία, επειδή ο σουλτάνος τον υποπτεύθηκε ότι εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα. Ο ίδιος είχε διαπρέψει στους πολέμους της Ρωσίας κατά του Ναπολέοντα, στη μάχη δε της Λειψίας είχε χάσει το δεξί του χέρι.
Έφερε τον τίτλο του πρίγκιπα, τον βαθμό του στρατηγού και ήταν υπασπιστής του Τσάρου. Οι μεγάλες υποσχέσεις του Ξάνθου και η φήμη της Φιλικής, έπεισαν τον Υψηλάντη ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν μία ισχυρή και ενιαία διεύθυνση, γεγονός στο οποίο συμφώνησε και ο Καποδίστριας, τον οποίο συμβουλεύθηκε, πριν αποδεχθεί την αρχηγία. Δεν είχε αντιληφθεί, δυστυχώς, την πραγματική κατάσταση, ότι, δηλαδή, δεν υπήρχε καμία σοβαρή προετοιμασία για τον αγώνα, εκτός από τον ακράτητο ενθουσιασμό και την ισχυρή πανελλήνια κίνηση.
Η στρατιωτική κατάσταση
Οι Έλληνες διέθεταν ασθενέστατες δυνάμεις. Τον πυρήνα των δυνάμεων της ξηράς αποτελούσαν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Τα όπλα των πολεμιστών της επανάστασης ήταν ποικίλα, με συνηθέστερο αυτό με τον πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα), το οποίο είχε κοντή κάννη.
Η τακτική του στρατού διέφερε από αυτή των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Όταν πλησίαζε ο εχθρός, οι κλέφτες σκόρπιζαν και καθένας αναζητούσε κρυψώνα ή θάμνο ή βράχο ή τόπο κατάλληλο για ενέδρα, απ’ όπου πυροβολούσε κατά των Τούρκων. Όπου έμεναν πολλοί, κατασκεύαζαν οχυρώματα σε σχήμα μισοφέγγαρου, τα ταμπούρια, καλύπτονταν πίσω τους και εκτόξευαν αιφνιδιαστικά πυρά κατά του εχθρού.
Κατά του πανίσχυρου εχθρικού στόλου, οι Έλληνες διέθεταν τα εμπορικά πλοία, τους πάρωνες, της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με τηλεβόλα. Οι Έλληνες ναυτικοί, όμως, αφενός υπερείχαν ασύγκριτα έναντι των Τούρκων, αφετέρου αξιοποιούσαν τα πυρπολικά, τα οποία στα χέρια τους ήταν επικίνδυνα όπλα, αφού προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές και τρομοκρατούσαν τον εχθρικό στόλο.
Ο Υψηλάντης επέλεξε σαν ορμητήριό του για την επαναστατική δράση, τις ελληνικές επαρχίες της Τουρκίας στην Μολδαβία. Εκεί, σκόπευε να ιδρύσει και να οργανώσει τον πρώτο τακτικό στρατό του. Μ’ αυτόν θα κατέβαινε στις ελληνικές επαρχίες και, αφού ενωνόταν με τους κατά τόπους Έλληνες οπλαρχηγούς, θα αύξανε την δύναμή του και θα τις παρότρυνε σε επανάσταση.
Γύρω από τον Υψηλάντη σχηματίστηκε η πρώτη στρατιωτική δύναμη, με επικεφαλής τους Έλληνες Γεωργάκη Ολύμπιο, Ιωάννη Φαρμάκη και Σάββα Καμινάρη. Ο Υψηλάντης, εκτιμώντας τις στρατιωτικές γνώσεις και τη δραστηριότητά των Γ. Ολύμπιου και Χρ. Περραιβού, ονόμασε, τον Ιούλιο του 1820, τον μεν πρώτο «αρχιστράτηγο του Δουναβικού στρατού», τον δε δεύτερο, τον Αύγουστο, «αρχιστράτηγο του Ηπειρωτικού στρατεύματος». Παράλληλα, υποσχέθηκε να συμπράξει και ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Στη δύναμη αυτή θα προσετίθετο και ο στρατός, ο οποίος θα σχηματιζόταν στο Ιάσιο, από τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας. Αυτή η στρατιωτική δύναμη θα αποτελούσε το κύριο σώμα του Υψηλάντη.
Με την προσχώρηση του Βλαδιμηρέσκου, η Φιλική Εταιρεία απέκτησε στέρεες βάσεις, ώστε δεν απέμενε πλέον παρά η λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων για την οργάνωση του στρατού. Γι’ αυτό, κατά τα τέλη Δεκεμβρίου 1820, ο Νικόλαος Υψηλάντης κατάρτισε τον Γενικό Στρατιωτικό Κανονισμό, ο οποίος προέβλεπε οργανωτικά θέματα, την ιεραρχία των αξιωματικών, καθώς και θέματα πειθαρχίας και τον έστειλε σε όλες τις εφορίες.
Στην προσπάθειά του αυτή τάχθηκε, ανεπιφύλακτα, συμπαραστάτης ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, Μιχαήλ Σούτσος, του οποίου η φρουρά απετέλεσε τον πυρήνα του στρατιωτικού σώματος του Υψηλάντη.
Επειδή, όμως, ο Υψηλάντης θεώρησε τη δύναμη αυτή ανεπαρκή, συνέταξε την 24η Φεβρουαρίου 1821 προκήρυξη, την οποία απέστειλε, με τη βοήθεια του Σούτσου, σε όλες τις πόλεις της Μολδοβλαχίας, με την οποία καλούσε όλους τους Έλληνες υπό τα όπλα.
Την 29η Φεβρουαρίου, απέστειλε δεύτερη, σε εντονότερο ύφος. Και οι δύο προκηρύξεις βρήκαν απήχηση στις καρδιές των Ελλήνων της Βλαχίας, της Μολδαβίας, της Βουλγαρίας, Ρωσίας, Τρανσυλβανίας και της Ρωσίας, ώστε άνδρες όλων των ηλικιών και των τάξεων έφταναν, κατά δεκάδες, στο Ιάσιο, για να καταταγούν στον ελληνικό στρατό.
Την 26η Φεβρουαρίου 1821, έγινε ο αγιασμός της επαναστατικής σημαίας και στη συνέχεια ο στρατός ορκίσθηκε, ενώπιον του Γενικού Αρχηγού του, Αλέξανδρου Υψηλάντη, για την ελευθερία της πατρίδας.
Η εξέγερση στις παραδουνάβιες χώρες
Λίγο πριν την έναρξη του αγώνα, η Φιλική Εταιρεία είχε επεκτείνει την οργάνωσή της σε κάθε γωνιά της Ελληνικής Χερσονήσου. Οι μυστικοί πράκτορες δεν έπαυαν να εξάπτουν τον απελευθερωτικό πόθο και να καθοδηγούν τον αγώνα.
Τον Οκτώβριο του 1820, στην πόλη Ισμαήλι της Ρουμανίας έγινε συνέδριο των φιλικών και καταστρώθηκε το σχέδιο δράσης, το οποίο προέβλεπε:
• Έναρξη του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.Η έναρξη του αγώνα στις ηγεμονίες αυτές θεωρήθηκε ότι ήταν προτιμότερη διότι:
• Συνδρομή του αγώνα από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων.
• Διενέργεια καταστροφών εγκαταστάσεων και οδών.
• Εξέγερση στην κυρίως Ελλάδα, μετά την εκδήλωση του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
α) Εδιοικούντο από Έλληνες ηγεμόνες,Την 22α Φεβρουαρίου 1821, ο Υψηλάντης με 200 άνδρες διαβεί τον Προύθο ποταμό και εισήλθε στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Εκεί, τους υποδέχθηκε, με ενθουσιασμό, ο ηγεμόνας Σούτσος και οι κάτοικοι, ενώ οι οπλοφόροι Αρβανίτες της πόλης και η φρουρά τάχθηκαν υπό τις διαταγές του. Ταυτόχρονα, πολλοί νέοι προσήλθαν στις τάξεις του επαναστατικού στρατού.
β) οι κάτοικοι ήταν ομόδοξοι,
γ) δεν υπήρχε στις ηγεμονίες τουρκικός στρατός και, για να εισέλθει, θα έπρεπε να ζητηθεί η έγκριση της Ρωσίας,
δ) υπήρχε αντίθετα οργανωμένος χριστιανικός στρατός από μισθοφόρους (τους λεγόμενους Αρβανίτες), οι οποίοι, σαν χριστιανοί, ήταν στην υπηρεσία των τοπικών ηγεμόνων και αρχόντων,
ε) θεωρήθηκε ευνοϊκή η γειτνίαση με την Ρωσία, στ) υπολογίστηκε σαν πιθανή η ενίσχυση από τους ντόπιους,
ζ) υπολογίστηκε ότι, για αντιπερισπασμό, η Ελλάδα θα επαναστατούσε ευκολότερα.
Από εκεί, ο Υψηλάντης δημοσίευσε ενθουσιώδη προκήρυξη, με την οποία παρότρυνε: «κινηθείτε, αδελφοί, και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν, να υπερασπισθεί τα δίκαιά μας!», υπονοώντας την Ρωσία. Δεν άργησε, όμως, ν’ αποδειχθεί ότι η Μολδοβλαχία δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για τον ελληνικό αγώνα, αφού οι μεν κάτοικοι φάνηκαν αδιάφοροι, ο δε στρατός των Αρβανιτών ήταν, στην πλειονότητά του, ανοργάνωτος συρφετός, που δεν είχε εθνικό υπόβαθρο.
Ο Υψηλάντης προχώρησε προς την Βλαχία. Την 28η Μαρτίου, εισήλθε στο Βουκουρέστι, αφού στη Φωξάνη ενισχύθηκε με νέους οπλαρχηγούς. Είχαν ήδη περάσει πέντε εβδομάδες από τη διάβαση του Προύθου και δεν είχε εκδηλωθεί καμμία συμπαράσταση της Ρωσίας. Αντίθετα, ο Τσάρος, για να αποδείξει την πίστη του στις αρχές της «Ιερής Συμμαχίας» και να διαψεύσει την υποψία ότι η Ρωσία υπέθαλπτε το κίνημα του Υψηλάντη αποκήρυξε επίσημα το κίνημα. Διέταξε την διαγραφή του ονόματος του Υψηλάντη από τον κατάλογο των Ρώσων αξιωματικών, δήλωσε στο Διβάνι, με τον πρέσβη της στην Κωνσταντινούπολη, ότι η Ρωσία ήταν ξένη προς το κίνημα και επέτρεψε την είσοδο τουρκικού στρατού στις ηγεμονίες.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, εξάλλου, υπακούοντας στην πίεση του σουλτάνου, αφόρισε τον Υψηλάντη και τον ηγεμόνα της Μολδαβίας, Σούτσο.
Πριν γίνουν αυτά γνωστά στον Υψηλάντη, ενώ ακόμη βρισκόταν στο Ιάσιο, βρέθηκε αντιμέτωπος με δυσάρεστα γεγονότα. Πολλοί πλούσιοι Έλληνες, που διέμεναν εκεί, διατέθηκαν με δυσμένεια.
Ο Έλληνας τραπεζίτης, στον οποίο είχαν κατατεθεί χρήματα για την Φιλική Εταιρεία, αρνήθηκε να τα παραδώσει. Αφού συνελήφθη, αφέθηκε ελεύθερος μόνον όταν κατέβαλε 6.000 γρόσια για τον τουρκικό στρατό. Αποτέλεσμα αυτού του επεισοδίου ήταν να εξαφανιστούν, από φόβο, οι άλλοι πλούσιοι Έλληνες.
Στο μεταξύ, στο Ιάσιο συνελήφθη ο Τούρκος φρούραρχος με 40 στρατιώτες, καθώς και 30 Μωαμεθανοί πολίτες και κατεσφάγησαν. Ταυτόχρονα, στο Γαλάτσι, ο Βασίλης Καραβιάς, αξιωματικός του επαναστατικού στρατού, συνέλαβε τον φρούραρχο με τους στρατιώτες του μαζί με Τούρκους εμπόρους, τους οποίους και κατέσφαξε.
Ο Υψηλάντης άρχισε να λαμβάνει θλιβερές ειδήσεις. Ο Ύπατρος, τον οποίο είχε στείλει στον Αλή πασά, για να συνεννοηθεί τον τρόπο σύμπραξής του, μέχρι να κατέβει ο ίδιος στην Ελλάδα, είχε δολοφονηθεί στην οδό μεταξύ Νάουσας και Ηπείρου.
Ο Αριστείδης Πωπ, τον οποίο είχε στείλει στην Σερβία για συνεννόηση, συνελήφθη και αυτοκτόνησε. Στο Ρώμανο, όπου μεταστάθμευσε ο Υψηλάντης, πληροφορήθηκε ότι οι κάτοικοι του Ριμνίκου, μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξή του, εγκατέλειψαν την πόλη και οι Βλάχοι των αγροτικών περιφερειών, για ν’ αποφύγουν την λεηλασία των Αρναουτών του σώματος του Σάββα, του οποίου οι διαθέσεις απέναντι στον αρχηγό, είχαν πλέον μεταβληθεί.
Ο Υψηλάντης, αφού πήγε πάλι στη Φωξάνη, συγκρότησε τον Ιερό Λόχο, από 500 νέους ευγενών οίκων, οι οποίοι απετέλεσαν ιδιαίτερο σώμα και τον πυρήνα του στρατού του. Ήταν το πρώτο σώμα τακτικού στρατού, που οργανώθηκε σύμφωνα με τους κανονισμούς των σύγχρονων ευρωπαϊκών στρατών.
Οι Βογυάροι του Ιασίου, μη βλέποντας να ενισχύεται ο Υψηλάντης από την Ρωσία, ζήτησαν από τον Ρώσο διοικητή Βιγκενστάιν την αποστολή 10.000 ανδρών για την προστασία της Μολδαβίας από τους Τούρκους. Μετά την αρνητική απάντησή του, οι Βογυάροι υποκίνησαν τον πληθυσμό σε εξέγερση κατά των Ελλήνων, ζήτησαν βοήθεια από τον πασά της Βραΐλας, για να εκδιώξουν τους επαναστάτες και τελικά εξόρισαν και τον ηγεμόνα Σούτσο.
Στη Βλαχία, ο Βλαδιμηρέσκου, αντί να ενισχύσει και βοηθήσει τον Υψηλάντη να κατέβει στην Ελλάδα, ζήτησε από την Πύλη να τον αναγνωρίσει σαν αρχηγό του ρουμανικού έθνους. Ταυτόχρονα, με εθνικοκοινωνικό κίνημα, αύξησε τις δυσκολίες στον Υψηλάντη, ο οποίος τότε διέταξε τους Έλληνες του στρατού του, υπό Ρουμάνο αρχηγό, να φύγουν, ενώ σύστησε το ίδιο στους Σέρβους και τους Βούλγαρους.
Όταν ο Υψηλάντης πληροφορήθηκε τον αφορισμό του από τον Πατριάρχη, την αποδοκιμασία του κινήματός του από το συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας, στο Λεϋμπάχ, την αποκήρυξή του από τον Τσάρο της Ρωσίας και αφού πήρε επιτιμητική επιστολή του Καποδίστρια για το κίνημά του, για την διακήρυξή του σχετικά με την Ρωσία, με την σύσταση να εγκαταλείψει τον αγώνα, έστειλε επιστολή στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας.
Μ’ αυτήν φαινόταν να πιστεύει ότι ο Τσάρος αποδοκίμαζε μεν την επανάσταση, αλλά αναγνώριζε τα δίκαια των Ελλήνων, δήλωνε δε ότι συμφωνούσε με την διακοπή του κινήματος, με τον όρο να διευκολυνθεί στην κάθοδό του στην Ελλάδα και να παραχωρηθούν στους Έλληνες τέσσερα φρούρια, δύο στην Πελοπόννησο και δύο στη Στερεά.
Δήλωνε, ακόμη, την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του και να πεθάνει υπέρ της πατρίδος του και βεβαίωνε ότι, μέχρι να πάρει την απάντηση του Τσάρου, θα υποχωρούσε στην ορεινή Βλαχία, χωρίς να επιχειρήσει κάτι κατά των Τούρκων.
Περιμένοντας απάντηση πήγε στο Βουκουρέστι, όπου τον υποδέχθηκαν με ψυχρότητα, δεν παρέστη δε κανένας επιφανής Έλληνας στην δοξολογία που έγινε, για να μην ενοχοποιηθούν απέναντι στην Πύλη.
Παράλληλα, για να δημιουργηθεί δυσμενής κατάσταση στον Υψηλάντη, εσυνεχίζοντο οι πράξεις βίας των ανδρών του Βλαδιμηρέσκου και του Σάββα, οι οποίοι ενισχύοντο από τους ντόπιους κληρικούς.
Οι Βογυάροι έστειλαν οδηγίες στις επαρχίες, με τις οποίες απαγορευόταν η τροφοδοσία των ανδρών του Υψηλάντη και επιτρεπόταν, χωρίς κυρώσεις, η δολοφονία κάθε μεμονωμένου στρατιώτη του Υψηλάντη. Έστειλαν, επίσης, εγκύκλιο του Μητροπολίτη Λούπου, με την οποία οι κάτοικοι όφειλαν να δείχνουν την αποστροφή τους στους «αφορισμένους του Πατριάρχη» και καλούσαν τους πασάδες της Σιλιστρίας, Γιουργέβου, Βραΐλας, Βιδινίου να εισβάλουν το ταχύτερο στη χώρα, για να τους λυτρώσουν από τους επιδρομείς. Οι Τούρκοι είχαν ήδη κινητοποιηθεί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Υψηλάντης εγκατέλειψε το Βουκουρέστι και στρατοπέδευσε βορειοδυτικά στο Τιργοβίστι, όπου οχυρώθηκε. Ταυτόχρονα, για ν’ αντιμετωπίσει τον Περκόμτσαλη πασά, που ερχόταν από την Βραΐλα, επικεφαλής 5.000 πεζών και ιππέων, έστειλε τον οπλαρχηγό Πεντεδέκα στο Ιάσιο, για να αμυνθεί εκεί και τον Χιλίαρχο Καρπενησιώτη στο Γαλάτσι, με μικρή δύναμη.
Ο Πεντεδέκας προκάλεσε αταξίες με άσκοπες ενέργειες, ο δε Καρπενησιώτης έδωσε σκληρή μάχη έξω από το Γαλάτσι εναντίον του Περκόμτσαλη, ο οποίος είχε συντριπτική υπεροχή, υπέστη μεγάλες απώλειες και κατόρθωσε δύσκολα να διαφύγει.
Οι κάτοικοι του Γαλατσίου είτε βασανίστηκαν είτε θανατώθηκαν από τους Τούρκους. Εν τω μεταξύ, σημαντικό μέρος του στρατού της Σιλιστρίας, υπό τον Κεχαγιάμπεη πασά, προήλαυνε κατά του Βουκουρεστίου.
Ο Βλαδιμηρέσκου και ο Σάββας έφυγαν με τις δυνάμεις τους για το Τιργοβίστι, όπου τάχθηκαν δίπλα στο στρατόπεδο του Υψηλάντη, παριστάνοντας ακόμη τους φίλους του, ενώ στην πραγματικότητα είχαν αναλάβει την υποχρέωση να στραφούν, την κατάλληλη στιγμή, εναντίον του, αφού προηγουμένως εξόντωναν τον Ολύμπιο.
Επειδή, όμως, αποκαλύφθηκαν τα δόλια σχέδιά τους, ο μεν πρώτος, αφού εγκαταλείφθηκε από τους ίδιους τους αξιωματικούς του, συνελήφθη, καταδικάστηκε από στρατοδικείο και εκτελέστηκε, ο δε δεύτερος προσχώρησε στον Κεχαγιάμπεη Καρά Αχμέτ, ο οποίος προήλαυνε.
Η μάχη του Δραγατσανίου
Ο Κεχαγιάμπεης, αφού εισήλθε στο Βουκουρέστι, προέλασε κατά του Υψηλάντη στο Τιργοβίστι, οπότε ο ελληνικός στρατός διέφυγε προς τις Τρανσυλβανικές Άλπεις.
Ο Υψηλάντης, μετά από πληροφορίες ότι τουρκικά σώματα προχώρησαν προς τα αυστριακά σύνορα για ν’ αποκλείσουν τις διαβάσεις των Καρπαθίων, διέταξε τα σώματα των Ολύμπιου, Νικόλαου Υψηλάντη και Καραβία να καταλάβουν θέσεις γύρω από το Δραγατσάνι, χωρίς να αρχίσουν μάχη, μέχρι την άφιξή του.
Κατά την 7η Ιουνίου, ο Καραβίας, αρχηγός του ιππικού, παρά τις διαταγές, επιτέθηκε κατά των Τούρκων, χρησιμοποιώντας τον Ιερό Λόχο. Οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή τις ελληνικές δυνάμεις, ενώ ο Ιερός Λόχος περικυκλώθηκε από υπέρτερες δυνάμεις. Παρά την σθεναρή και ηρωϊκή τους άμυνα, οι ιερολοχίτες θερίστηκαν από τα πυρά των Τούρκων και καταπατήθηκαν.
Ο Ολύμπιος, μόλις πληροφορήθηκε την κατάσταση, έσπευσε και όρμησε με το σώμα του κατά των Τούρκων. Ήταν τέτοια η ορμή του, ώστε τους τρόμαξε και οπισθοχώρησαν με αποτέλεσμα να σώσει μερικούς ιερολοχίτες. Ο Νικόλαος Υψηλάντης διασώθηκε από έφιππο Γάλλο φιλέλληνα.
Σκοτώθηκαν 200 ιερολοχίτες και 37 συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι. Οι λίγοι ιερολοχίτες, που διασώθηκαν, διέφυγαν με τη βοήθεια της νύκτας. Το σώμα του Καραβία, αφού εγκατέλειψε 140 νεκρούς, διασκορπίστηκε. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι άρχισαν να φεύγουν και οι άνδρες των υπόλοιπων σωμάτων.
Ο Υψηλάντης προσπάθησε μάταια να τους συγκρατήσει. Πολλοί έφτασαν στα αυστριακά σύνορα, αλλά ελάχιστοι σώθηκαν, καθόσον ληστές λήστευαν και σκότωναν όσους επιχειρούσαν να τα περάσουν.
Λίγοι, που πέρασαν τα σύνορα, έφτασαν, σαν αλήτες, στη Βιέννη και Βουδαπέστη. Μετά την καταστροφή, επέστρεψε ηττημένος στο Ρίμνικο, όπου οργισμένος εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία παρέδιδε στην κατάρα του έθνους τους προδότες και απέδιδε φόρο τιμής στους πεσόντες ιερολοχίτες.
Ο Υψηλάντης δεν σκεπτόταν παρά πως να διαφύγει στην Ελλάδα. Επειδή δεν του ήταν εύκολο, ευχάριστο και σκόπιμο να περάσει στη Ρωσία, μέσα από την Μολδαβία, και από εκεί να επιχειρήσει την κάθοδο, προτίμησε να ζητήσει άδεια να περάσει, με τους αδελφούς του, από το αυστριακό έδαφος μέχρι την Τεργέστη και από εκεί να φύγει μέσω θαλάσσης.
Με τη βοήθεια του Ολύμπιου, με την λίγη δύναμή του, έφτασε μέχρι τη μονή της Κάζιας, κοντά στα αυστριακά σύνορα και από εκεί, με τον πιστό του φίλο Λασσάνη, ζήτησε άδεια, από τον διοικητή της παραμεθόριας αυτής περιοχής, να εισέλθει ελεύθερα σ’ αυτήν. Μετά από συνεννόηση με την Βιέννη, του δόθηκε η άδεια και διαβατήρια με ψευδώνυμα, με τη διαβεβαίωση ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε για τη ζωή του ή για την ελευθερία του.
Επρόκειτο για παγίδα, διότι μόλις η μικρή συνοδεία έφτασε στο Τεμισβάρ, τους δηλώθηκε ότι ο αυτοκράτορας της Αυστρίας ήθελε να τους χορηγήσει άσυλο μέσα στην επικράτειά του. Έτσι, ο Υψηλάντης, αφού απομονώθηκε, μεταφέρθηκε στο μεσαιωνικό φρούριο Μούγκατς και ρίχτηκε σε σκοτεινή και υγρή φυλακή, απ’ όπου, αφού παρέμεινε έξι χρόνια, αποφυλακίσθηκε, με την επέμβαση του Τσάρου.
Πέθανε το 1828 στη Βιέννη σε ηλικία μόλις 36 ετών, όταν του αναγγελλόταν, από τον πιστό του Λασσάνη, ότι είχε αναγνωριστεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας και ο Καποδίστριας αναλάμβανε κυβερνήτης της.
Η καταδίωξη των υπολοίπων επαναστατών
Το θέρος του 1821, σώμα στη Μολδαβία υπό τον Καντακουζηνό, κινήθηκε, προς τον Βορρά για να περάσει στη Βεσσαραβία. Μόλις το σώμα έφθασε στο Σκουλένιο, πέρασε τον Προύθο από γέφυρα, που επιτηρούσαν τα τουρκικά στρατεύματα. Επειδή, όμως, δεν ήταν δυνατή η διάβαση ολόκληρου του σώματος, μερικοί άνδρες εγκαταλείφθηκαν δυτικά του ποταμού, στην Μολδαβία.
Την αρχηγία των ανδρών αυτών ανέλαβε ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, ο οποίος, στην προσπάθειά του να τους περάσει στην Βεσσαραβία, έδωσε άνιση μάχη. Πολλοί κατόρθωσαν να περάσουν τον ποταμό, ενώ οι υπόλοιποι και ο Καρπενησιώτης σκοτώθηκαν.
Τον Σεπτέμβριο ο Ολύμπιος, μετά από μακρά ασθένεια, εκινείτο μαζί με τον Φαρμάκη και τους άνδρες του στην Μολδαβία, προκειμένου να περάσει στην Βεσσαραβία. Αποκλείσθηκε, όμως, μετά από προδοσία στη Μονή του Σέκκου, όπου, αφού αμύνθηκε ηρωικά, ανατίναξε το κωδονοστάσι, όπου είχαν καταφύγει, με πυροβολισμό σε βαρέλι πυρίτιδας, παίρνοντας στον θάνατο μαζί με τους Έλληνες και πολλούς Τούρκους.
Ο Φαρμάκης συνελήφθη και, αφού μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, αποκεφαλίστηκε. Ο Σάββας εισέπραξε το τίμημα της προδοσίας του, αφού δολοφονήθηκε από τους φίλους του, τους Τούρκους.
Από τον μικρό αριθμό των πραγματικών πολεμιστών του αγώνα του Υψηλάντη, κατόρθωσαν να διασωθούν οι Πελοποννήσιοι και οι Επτανήσιοι, γύρω από τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη και τον εξάδελφό του, Αποστόλη.
Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης καταγόταν από μεγάλη οικογένεια της Αρκαδίας και υπηρετούσε, με δικό του σώμα 275 ανδρών, στον στρατό της Μολδαβίας, με βαθμό ανώτερου αξιωματικού. Μετά την καταστροφή, μέσα από τα Βαλκάνια, που ήταν πλημμυρισμένα από τουρκικά στρατεύματα, κατέβηκε στην Πελοπόννησο.
Σε κάποια μάχη, που αναγκάσθηκε να δώσει για να προχωρήσει, εκπόρθησε μία μονή, στην οποία είχαν κλειστεί Τούρκοι και Εβραίοι. Στις αποσκευές, μάλιστα, ενός Εβραίου βρέθηκε μία αδαμαντοκόλλητη σπάθη Βυζαντινού αυτοκράτορα, την οποία μετέφερε στην Ελλάδα. Τελικά, τον Αύγουστο του 1821, μόλις 100 από τους γενναίους άνδρες, κατόρθωσαν να φθάσουν στην Πελοπόννησο.
Το κίνημα του Υψηλάντη απέτυχε, διότι η Ρωσία δεν υποστήριξε τους επαναστάτες, με αποτέλεσμα να αποδειχθούν μάταιες οι ελπίδες των φιλικών για καθοριστική βοήθεια. Παράλληλα με τις ενέργειες του Τσάρου, ο Πατριάρχης, πιεζόμενος από την Πύλη, αφόρισε τον αγώνα και τον αρχηγό του, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των ηγεμονιών να αντιμετωπίζει εχθρικά τους αγωνιστές και έβλεπαν σαν αποτυχημένη την ενέργεια του Υψηλάντη.
Το ισχυρότερο, όμως, πλήγμα ήταν η άδεια εισόδου των τουρκικών δυνάμεων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, πριν ακόμη προλάβει ο Υψηλάντης να συγκεντρώσει και να οργανώσει τις δυνάμεις του στην Μολδαβία και Βλαχία. Εάν αυτό δε γινόταν αμέσως μετά την εκδήλωση του κινήματος, ο Υψηλάντης θα μπορούσε και θα είχε το χρόνο να οργανώσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις, ώστε ν’ αντιμετωπίσει τον τουρκικό στρατό και να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού και των ντόπιων.
Οι ενέργειες του Παπαφλέσσα
Ο Υψηλάντης, ενώ ετοιμαζόταν να διαβεί τον Προύθο ποταμό και να εισβάλει στην Μολδοβλαχία, έστειλε, με την σύμφωνη γνώμη και των υπόλοιπων αρχηγών της Φιλικής Εταιρείας, τον Παπαφλέσσα, κατά κόσμο Γρηγόριο Δικαίο, στην Πελοπόννησο, για να προετοιμάσει την εξέγερση, αφού τον εφοδίασε με σχετικές συστατικές επιστολές προς τους αρχιερείς και τους προεστούς.
Ο Παπαφλέσσας συμμετείχε στη σύσκεψη του Ισμαηλίου της Βεσσαραβίας της 20ής Οκτωβρίου 1820, στην οποία παρευρίσκοντο εκτός από τον Γενικό Αρχηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη και εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρείας. Εκεί, υποστήριξε, επιδεικνύοντας σχετικό έγγραφο με «πλαστές» υπογραφές σημαινόντων προσώπων, ότι η επανάσταση έπρεπε ν’ αρχίσει από την Πελοπόννησο.
Οι ηγέτες της Φιλικής αποφάσισαν να στείλουν εκεί τον Παπαφλέσσα, ο οποίος, μετά την μύησή του στην Φιλική Εταιρεία, είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα. Ο Παπαφλέσσας αναχώρησε από το Ισμαήλιο τον Νοέμβριο του 1820 και έφτασε στις Σπέτσες τον Δεκέμβριο, στη συνέχεια στην Ύδρα και από εκεί στο Άργος, όπου έμεινε στην Επισκοπή, σαν έξαρχος των Πατριαρχείων.
Την 24η Δεκεμβρίου, σαν αντιπρόσωπος της Αρχής, έστειλε στους προκρίτους τις οδηγίες του για την οργάνωση του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου. Σύμφωνα μ’ αυτές, σε κάθε επαρχία έπρεπε να εκλεγεί ικανός χιλίαρχος, ο οποίος θα είχε την άδεια της στρατολόγησης των αξιωματικών (εκατόνταρχους, πεντηκόνταρχους) και στρατιωτών από εκλεκτούς και έμπειρους άνδρες, ώστε να συγκεντρωθεί και συγκροτηθεί στην Πελοπόννησο δύναμη περίπου 25.000 ανδρών.
Από το Άργος πήγε στο Αίγιο, όπου έλαβε μέρος στην εκεί συνέλευση των Αρχιερέων και των προεστών, στην οποία πρυτάνευσε η αναβλητικότητα της επανάστασης. Στην επιφύλαξη αυτή των συνέδρων, ο Παπαφλέσσας κατόρθωσε με απειλές και παράτολμες ενέργειες να εξεγείρει τον πελοποννησιακό λαό.
Μετά την Συνέλευση του Αιγίου, διέσχισε ολόκληρη την Πελοπόννησο, συναντήθηκε με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Νικηταρά και Καρατζά, στους οποίους εξέθεσε την εντολή του Υψηλάντη, για ταυτόχρονη έναρξη της επανάστασης στην Ελλάδα.
Τους βρήκε σύμφωνους σε όλα, συμφώνησε δε το σύνθημα της επανάστασης να δινόταν στην Καλαμάτα. Γι’ αυτό αποφάσισαν και οργάνωσαν το πρώτο στρατόπεδο του αγώνα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, έξω από την Καλαμάτα.
Στο μεταξύ, στην Ήπειρο εξακολουθούσε ο αγώνας του Αλή πασά κατά του στρατού του σουλτάνου. Οι Τούρκοι είχαν την έμπνευση να καλέσουν τους Σουλιώτες, οι οποίοι επί 17 χρόνια έτρωγαν το πικρό ψωμί της εξορίας στην Κέρκυρα και ατένιζαν τα βουνά της πατρίδας τους με βουρκωμένα μάτια, για να τους αντιτάξουν κατά του Αλή.
Οι Σουλιώτες, όμως, άφησαν τους Μωαμεθανούς να λύσουν μόνοι τους τις διαφορές τους και αποσύρθηκαν στην παλιά τους πατρίδα, αφού προηγούμενα ο αρχηγός τους, Μάρκος Μπότσαρης, ήλθε σε μυστική συνεννόηση με τον Αλή πασά και πέτυχε την επαναφορά των Σουλιωτών στην πατρίδα τους. Από το Δεκέμβριο 1820, το Σούλι αναβίωσε και στην Κιάφα κυμάτιζε η σημαία της ανεξαρτησίας.
Πρώτο έτος της Επανάστασης - Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο
Η Πύλη, η οποία υποπτευόταν κάποια επαναστατική κίνηση στην Πελοπόννησο, έστειλε το Νοέμβριο του 1820 σαν διοικητή της τον πρώην Μέγα Βεζίρη, Μεχμέτ Χουρσίτ, άνδρα μεγαλοπρεπή και επιβλητικό.
Αυτός, τον Ιανουάριο του 1821, επειδή θεώρησε αβάσιμες τις διαδόσεις εξεστράτευσε στην Ήπειρο εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Άφησε στην Τρίπολη, έδρα του διοικητού της Πελοποννήσου, το πολυπληθές χαρέμι και τους θησαυρούς του, αφού ενίσχυσε την φρουρά της με 1.000 στρατιώτες. Έτσι, απογυμνώθηκε η περιοχή από τις αξιόμαχες τουρκικές δυνάμεις.
Οι Τούρκοι ταράχθηκαν περισσότερο, όταν έμαθαν την άφιξη, τον Ιανουάριο, του περιβόητου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Μάνη, ο οποίος ήταν από πολύ καιρό φυγάς και καταδιωκόταν, μέχρι θανάτου, από τους Τούρκους.
Η κήρυξη του κινήματος στις παραδουνάβιες χώρες, η ζωηρότατη κίνηση των φιλικών σε όλη την Ελλάδα, η επάνοδος του Κολοκοτρώνη και άλλων εξόριστων, ανάγκασαν τους Τούρκους να λάβουν προληπτικά μέτρα.
Έτσι, κάλεσαν στην Τρίπολη, με πρόσχημα την ετήσια συνέλευση, τους προκρίτους (κοτζαμπάσηδες) και τους αρχιερείς. Σκοπός τους ήταν να τους κρατήσουν ομήρους, αλλά πολλοί από αυτούς αρνήθηκαν να μεταβούν. Όσοι πήγαν κρατήθηκαν όμηροι και θανατώθηκαν στα μπουντρούμια, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση.
Δόθηκε, τότε, εντολή να επισπευσθούν οι διαδικασίες για την εκδήλωση του κινήματος. Μετά από κάποιες επιθέσεις και μικροσυμπλοκές ξέσπασε η, μέχρι εκείνη τη στιγμή, συγκρατημένη ορμή και την 21η Μαρτίου 1821 ο χριστιανικός πληθυσμός εξεγέρθηκε ένοπλα και σαν ένας άνθρωπος επέπεσε με πάθος, συγκρατημένο για αιώνες, κατά των Τούρκων.
Μέσα στο δεκαήμερο 15 - 25 Μαρτίου, η Επανάσταση ξέσπασε σε διαφορετικά σημεία της Πελοποννήσου. Το σύνθημα ήταν: «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, μήτε στον κόσμο όλον».
Την 25η Μαρτίου, οι πρόκριτοι της Αχαΐας παρακολούθησαν στην Μονή της Αγίας Λαύρας τη Θεία Λειτουργία, κατά την οποία ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε και ύψωσε σαν Σημαία της Επανάστασης το περίφημο Λάβαρο, το οποίο παρίστανε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στη συνέχεια ξεχύθηκαν στην επαρχία Καλαβρύτων, για να διαδώσουν το σύνθημα της εξέγερσης.
Παράλληλα, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί με τους Μανιάτες, κατέβηκαν στη δυτική πλευρά του Ταϋγέτου και, την 23η Μαρτίου, μπήκαν θριαμβευτικά στην Καλαμάτα.
Ο Μπέης της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, τέθηκε επικεφαλής της «Μεσσηνιακής Γερουσίας», της οποίας πρώτη πράξη ήταν η αποστολή στους ξένους πρόξενους χριστιανικών κρατών της παρακάτω εγκυκλίου:
«Ημείς το έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το Οθωμανικός γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα διακιώματά μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας, και όχι μόνον, δεν θέλουν μας εναντιωθεί, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου».Την ίδια ημέρα (22 Μαρτίου), εξεγέρθηκε και η Πάτρα. Οι χωρικοί των περιχώρων έσπευσαν στην πόλη μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον προεστό του Αιγίου Λόντο, τον προεστό των Καλαβρύτων Ασημάκη Ζαΐμη κ.α., οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής του κινήματος.
Την 25η Μαρτίου 1821 (κατά Πανελλήνια συμφωνία), ο Παλαιών Πατρών έστησε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου την Σημαία της Επανάστασης, η οποία ήταν ερυθρά με μαύρο σταυρό στη μέση.
Οι επαναστάτες άρχισαν να πολιορκούν χωριστά τα φρούρια. Η προσοχή των οπλαρχηγών και, κυρίως, του Κολοκοτρώνη στρεφόταν προς την Τριπολιτσά, η οποία αποτελούσε το κεντρικό φρούριο και το ορμητήριο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Τότε, άρχισε γενική μετακίνησή των Τούρκων και όσοι κατοικούσαν στην ύπαιθρο και στις ανοχύρωτες πόλεις κατέφυγαν στα φρούρια.
Πανικός κατέλαβε τους Τούρκους με τη διάδοση ότι ευρωπαϊκός στρατός ερχόταν σε βοήθεια των ραγιάδων. Οι πυροβολισμοί των Ελλήνων και οι φωνές «Μοσκοβιά» και «Φραγκιά» τους έτρεπαν σε φυγή. Μακριές φάλαγγες Τούρκων εκινούντο προς την Τρίπολη, οι οποίες προσεβάλλοντο και αποδεκατίζοντο από τους Έλληνες.
Σε λίγο χρόνο, τα κύματα της ελληνικής Επανάστασης, που εκχύλισαν από την Πελοπόννησο, κατέκλυσαν την Στερεά Ελλάδα και τα νησιά και εξαπλώθηκαν μέχρι τη Μακεδονία, αλλά ο ελληνικός αγώνας επρόκειτο να περάσει μεγάλες δοκιμασίες, αφού είχε ν’ αντιμετωπίσει μία ισχυρή αυτοκρατορία.
Οι Έλληνες δεν είχαν ούτε χρήματα ούτε πολεμοφόδια ούτε στρατό εκπαιδευμένο, από δε τους Πελοποννήσιους μόνον οι Μανιάτες ήσαν ασκημένοι στην χρήση των όπλων.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες, το όνομα του έμπειρου οπλαρχηγού Κολοκοτρώνη προσέλκυσε πλήθος εθελοντών, αλλά ο πρώτος αυτός ελληνικός στρατός παρουσίαζε περίεργη εικόνα. Οι περισσότεροι ήσαν άοπλοι, μερικοί έφεραν μόνο μαχαίρια, άλλοι σφενδόνες και άλλοι ραβδιά αλωνίσματος.
Ο στρατός αυτός δεν είχε βαπτισθεί στη φωτιά της μάχης και με μεγάλη δυσκολία τον συγκρατούσαν οι αρχηγοί του, όταν εμφανιζόταν ο εχθρός. Ο Κολοκοτρώνης μάζεψε πολεμιστές και, αφού τους εγκατέστησε σε στρατόπεδο, άρχισε την οργάνωση και την εκγύμναση, αλλά και αυτοί εγκατέλειψαν τον αρχηγό τους, μόλις εμφανίσθηκε τουρκικός στρατός.
Παρ’ όλα αυτά ο Κολοκοτρώνης δεν απογοητεύτηκε και συνέχισε την προσπάθεια. Πίστευε ότι η Επανάσταση δεν ήταν ασφαλής, αφού έμενε τουρκικός στρατός στην καρδιά της Πελοποννήσου και γι’ αυτό έπρεπε, με κάθε θυσία, να καταληφθεί το κέντρο της, η Τρίπολη.
Επειδή οι Έλληνες δεν ήταν σε θέση να κυριεύσουν την πόλη με επίθεση, ο Κολοκοτρώνης σκέφθηκε να πολιορκήσει την πόλη, ώστε, αφού την απέκοπταν από τις εξωτερικές συγκοινωνίες και την περιέσφιγγαν συνεχώς, να εξαναγκασθεί σε παράδοση το φρούριο.
Για την εκτέλεση του σχεδίου, ελληνικά σώματα κατέλαβαν τις οδούς προς την πόλη από Δυσμάς, Βορρά και Μεσημβρία, ενώ ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε στην κορυφή του Μαινάλου, κοντά στο Βαλτέτσι, ώστε να επιβλέπει αφ’ ενός το οροπέδιο της Τρίπολης, αφ’ ετέρου τις κοιλάδες της Μάνης και της Μεσσηνίας.
Έτσι, η θέση των πολιορκημένων έγινε προς στιγμήν δυσχερής, αλλά την ορμή των επαναστατών παρέλυσε η σημαντική ενίσχυση που έφθασε στην φρουρά της Τρίπολης.
Ο Χουρσίτ πασάς, που βρισκόταν στην Ήπειρο, επειδή ανησυχούσε για το χαρέμι και τους θησαυρούς του, απέσπασε 3.500 Αλβανούς από τα Ιωάννινα και τους έστειλε στην Τρίπολη, υπό την αρχηγία του εμπειροπόλεμου και ικανού Μουσταφάμπεη. Αυτός, αφού πέρασε στην Πάτρα, έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και της Ακροκορίνθου και την 30ή Απριλίου μπήκε στην Τρίπολη.
Θέλοντας να επωφεληθεί από τον τρόμο που προκάλεσε η εμφάνισή του, επιτέθηκε στο ελληνικό στρατόπεδο του Βαλτετσίου.
Οι 1.000 περίπου Μανιάτες που κατείχαν το χωριό, υπό τους Μαυρομιχαλαίους Ηλία και Κυριακούλη, κράτησαν τις θέσεις τους και, αφού ενισχύθηκαν την νύκτα με σώμα υπό τον Πλαπούτα, γαμπρό του Κολοκοτρώνη, επιτέθηκαν την επομένη και έτρεψαν σε φυγή τους Αλβανούς.
Αυτοί φεύγοντας εγκατέλειψαν αποσκευές, δύο τηλεβόλα και έχασαν 600 άνδρες, ενώ οι Έλληνες είχαν απώλειες 150 άνδρες (12-13 Μαΐου).
Η νίκη στο Βαλτέτσι έκρινε την τύχη της Τρίπολης, διότι, αφού απέτυχε και η επίθεση του Μουσταφάμπεη κατά του ελληνικού στρατοπέδου στους Βερβένους, έσφιγγε η πολιορκία.
Η τύχη της Τρίπολης θα κρινόταν, αφού προηγουμένως έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων άλλες θέσεις των Τούρκων. Στις 25 Ιουνίου, παραδόθηκε η Μονεμβασιά και μετά από λίγες ημέρες το Ναβαρίνο. Δυστυχώς, όμως, οι Έλληνες δεν έδειξαν καλή διαγωγή. Κατά τις συνθήκες παράδοσης, έπρεπε οι παραδιδόμενοι να μεταφερθούν με τις περιουσίες τους σε ασφαλές μέρος.
Κατά την άλωση, όμως, της Μονεμβασιάς άρπαξαν όλα τα πράγματα των πολιορκημένων, στο δε Νεόκαστρο έσφαξαν και όλους τους άνδρες. Η δουλεία αιώνων, η σκλήρυνση της καρδιάς των Ελλήνων από τις σφαγές τεσσάρων αιώνων και από την σκληρή και απάνθρωπη τυραννία των Τούρκων, δεν δικαιολογούν αυτή την συμπεριφορά, η οποία έμοιαζε με αυτή των άγριων Τούρκων.
Οι τελευταίες ημέρες της Τρίπολης πλησίαζαν. Μέσα στον στενό και πετρώδη χώρο, όπου είχαν μαζευτεί πάνω από 30.000 ψυχές, η πείνα, η δίψα και οι ασθένειες τους θέριζαν, μαζί με όσους Έλληνες είχαν συλλάβει και φυλακίσει οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι είχαν κλείσει μέσα στην υγρή φυλακή και 38 αρχιερείς και πρόκριτους, από τους οποίους πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες και άλλοι αποκεφαλίστηκαν.
Οι Τούρκοι, αφού απογοητεύτηκαν από την αποτυχία λύσης της πολιορκίας, άρχισαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες, όμως, ναυάγησαν. Ομάδα Ελλήνων στρατιωτών υπό τον Δουνιά, σκαρφάλωσε στα τείχη και άνοιξε την «πόρτα τ’ Αναπλιού». Χιλιάδες Έλληνες όρμησαν στην πόλη και επιδόθηκαν σε μία ανηλεή σφαγή των Τούρκων, που, παρά τις προσπάθειες του Κολοκοτρώνη, δεν σταμάτησε παρά μετά τρεις ημέρες, αφήνοντας 10.000 νεκρούς (23 Σεπτεμβρίου 1821).
Με την άλωση της Τρίπολης παγιώθηκε η επανάσταση, αφού το εσωτερικό της Πελοποννήσου ήταν τελείως ελεύθερο. Οι οπλαρχηγοί με τα πλούσια λάφυρα όπλισαν τους άνδρες τους και οι χωρικοί άφησαν τα μαχαίρια και τις σφεντόνες. Η πτώση της πόλης έγινε σε συνδυασμό με την κατάληψη του φρουρίου της Μονεμβασιάς και του Ναβαρίνου.
Οι μάχες αυτές είχαν μεγάλη σημασία για την πορεία του αγώνα, διότι οι νίκες αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων και δημιούργησαν αυτοπεποίθηση ,με αποτέλεσμα πλέον να αντιμετωπίζονται με θάρρος οι Τούρκοι.
Αξιόλογη, επίσης, επιτυχία ήταν και η κατάληψη του ισχυρού κέντρου των Αλβανών στην Πελοπόννησο, του Λάλα (κωμόπολη της Ηλείας). Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί Γ. Σισίνης, Δ. Πλαπούτας κ.ά., νίκησαν, αφού ενισχύθηκαν από 500 περίπου Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινούς με πυροβολικό υπό τους αρχηγούς Α. Μεταξά, κ.ά. Το γεγονός της συμμετοχής των Επτανήσιων στον αγώνα, παρά τα σκληρά μέτρα των Άγγλων, απεδείκνυε ότι η Επανάσταση ήταν πανελλήνια υπόθεση.
Η Επανάσταση στα νησιά
Οι αγώνες των Ελλήνων στην ξηρά δεν ήταν δυνατόν να ευδοκιμήσουν χωρίς την σύμπραξη του ναυτικού, το οποίο θα εμπόδιζε την θαλάσσια μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από την Ασία. Από την αρχή της Επανάστασης, οι Πελοποννήσιοι απευθύνθηκαν στους νησιώτες με πρέσβεις και επιστολές, με τις οποίες περιέγραφαν τους θριάμβους τους και προσπαθούσαν να τους πείσουν να έλθουν σε βοήθεια του αγώνα. Πρωτοστάτησαν τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά, στα οποία η τουρκική εξουσία ήταν ελαφρά επικυριαρχία.
Αυτά ετήσια κατέβαλλαν φόρο και έστελναν μικρό αριθμό ναυτών στην υπηρεσία του τουρκικού ναυτικού, ενώ ήταν αυτόνομα και αυτοδιοίκητα. Δεν είχαν Τούρκο διοικητή, ούτε Τούρκους κατοίκους, αλλά κυβερνούσε η τάξη των πλουσίων ναυτικών, οι «νοικοκυραίοι».
Τα νησιά αυτά χρησιμοποίησαν κατά τους ναπολεόντειους πολέμους τον εμπορικό τους στόλο, λόγω του αγγλικού και του ναπολεόντειου αποκλεισμού, και αποκόμισαν σημαντικά κέρδη, ώστε μπόρεσαν να προαγάγουν το εμπόριο και την ναυτιλία.
Εκτός από αυτά τα νησιά, αξιόλογο ναυτικό είχαν το Γαλαξίδι (Κορινθιακός Κόλπος), η Κάσος, η Μύκονος, καθώς και άλλα νησιά του Αιγαίου.
Υπολογίζεται ότι η Ελλάδα διέθετε συνολικά 500 πλοία, 130.000 τόνων με 15.000 ναύτες και 5.000 κανόνια.
Το μεγαλύτερο από τα τρία νησιά, η Ύδρα, εξεγέρθηκε πρώτο (30 Μαρτίου). Παρά το ότι οι πλούσιοι νοικοκυραίοι ήταν διστακτικοί, ο τολμηρός πλοίαρχος Οικονόμου εξέγειρε τον λαό και παρακίνησε τους ναύτες να οπλίσουν τα πλοία. Έτσι, οι πρόκριτοι και οι νοικοκυραίοι του νησιού αναγκάσθηκαν να ενδώσουν, ν’ αναγνωρίσουν την Επανάσταση και να προσφέρουν 130.000 ισπανικά δίστηλα από το ταμείο τους.
Ακολούθησαν οι Σπέτσες (2 Απριλίου). Οι Σπετσιώτες, με πρώτη την χήρα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, που με δικά της έξοδα εξόπλισε μικρό στόλο και αφού τέθηκε η ίδια επικεφαλής στόλου 53 πλοίων, απέκλεισε τον Κόλπο του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς. Αυτό ικανοποίησε τους Πελοποννήσιους, οι οποίοι έγραψαν τότε με ανακούφιση προς τους Σπετσιώτες: «Δόξα εις υμάς, αδελφοί, ότι ηγέρθητε πρώτοι. Πρώτοι κατά την προσβολήν του εχθρού, πρώτοι εν τη ιστορία, πρώτοι εν τη αθανασία»!
Τις Σπέτσες ακολούθησαν τα Ψαρά. Όταν την 12η Απριλίου φάνηκε εμπρός στο νησί σπετσιώτικο πλοίο, το οποίο έφερε την είδηση της Επανάστασης, ο λαός έσκισε την τουρκική σημαία και στον χαιρετισμό του Πάσχα «Χριστός Ανέστη!», οι Ψαριανοί απαντούσαν «Και η Ελλάς Ανέστη». Όλα αυτά παρόλο που ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι, αφού το νησί τους βρισκόταν πλησιέστερα στην ασιατική ακτή, την οποία απέκλεισαν για να παρεμποδίσουν την αποστολή τουρκικών ενισχύσεων.
Οι περισσότερες Κυκλάδες μιμήθηκαν το παράδειγμα των τριών νησιών. Την Κυριακή του Θωμά επαναστάτησε η Σάμος, ενώ ετοιμάζοντο να εξεγερθούν η Ρόδος και η Κύπρος, παρά το ότι είχαν πολλούς Τούρκους κατοίκους. Η μεγαλόνησος Κρήτη, δεν άργησε να εξεγερθεί, αν και διέθετε ελάχιστα πλοία και οι πολυάριθμοι ντόπιοι Τούρκοι (130.000), εδιακρίνοντο για την αγριότητά τους.
Η επανάσταση στα Σφακιά (Ιούνιο 1821) καταπνίγηκε και η πόλη καταστράφηκε. Οι νησιώτες καθόρισαν «καταδρομικό σύστημα» και ρύθμισαν τη διανομή της λείας, μέρος της οποίας αποφάσισαν να κατατίθεται σε κοινό ταμείο. Τα πλοία των ουδετέρων έπρεπε να τύχουν σεβασμού, «οσάκις δεν ήσαν ναυλωμένα υπό της τουρκικής κυβερνήσεως και δεν μετέφεραν πολεμοφόδια και στρατεύματα».
Ενώ σιγά-σιγά δημιουργείτο ο στρατός της ξηράς, η Επανάσταση απέκτησε αξιόλογο όπλο στην θάλασσα, με την μετατροπή των εμπορικών πλοίων των νησιών σε πολεμικά. Ενώ οι οπλαρχηγοί της ξηράς αναχαίτιζαν, κυρίως με τη νίκη των Βασιλικών, την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων προς την Πελοπόννησο, ο στόλος εμπόδιζε την μεταφορά δυνάμεων από την Ασία στην Ευρώπη.
Από τα μέσα Μαΐου 1821, ο τουρκικός στόλος, αποτελούμενος από 3 κορβέτες, 3 φρεγάτες και πολλά μικρότερα, βγήκε στο Αιγαίο. Τότε, οι τολμηροί ναυτικοί των Ψαρών κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν τον στόλο των αδελφών νησιών, από 50 μεγάλα και 15 μικρά πλοία και, την 18η Μαΐου, ο ενωμένος στόλος έπλευσε προς Βορρά, προς συνάντηση του τουρκικού.
Την 19η Μαΐου, οι Έλληνες διέκριναν στην βορειοδυτική άκρη της Λέσβου μία φρεγάτα των 48 τηλεβόλων, προφυλακίδα του τουρκικού στόλου. Μερικά από τα ελληνικά πλοία την πλησίασαν, αλλά δεν επέτυχαν τίποτε με τα αδύνατα τηλεβόλα τους και η φρεγάτα κατέφυγε στο λιμάνι της Ερεσού.
Ο πλοίαρχός της, επειδή φοβόταν νυκτερινή επίθεση, ανέβασε στο πλοίο αρκετούς στρατιώτες από την ξηρά. Οι Έλληνες πλοίαρχοι, τότε, σκέφθηκαν να την πυρπολήσουν και ο πρακτικός διδάσκαλος της ναυτικής τέχνης, Ιωάννης ο Πάργιος ή Πατατούκος, μετέβαλε πρόχειρα δύο πλοιάρια σε πυρπολικά.
Η πρώτη απόπειρα απέτυχε, επειδή οι Τούρκοι αγρυπνούσαν και το πυρπολικό κάηκε χωρίς λόγο. Μετά από δύο ημέρες, ο τολμηρός Ψαριανός πηδαλιούχος Παπανικολής, εξασκημένος από τις συγκρούσεις με τους αλγερινούς πειρατές, κατόρθωσε, κάτω από σφοδρά πυρά, να προσκολλήσει το πυρπολικό στην πλώρη της φρεγάτας, η οποία ανατινάχθηκε στον αέρα, σκοτώνοντας τους περισσότερους άνδρες της.
Ο τουρκικός στόλος στη συνέχεια κατέφυγε στον Ελλήσποντο, όπου ζήτησε την ασφάλειά του κάτω από την προστασία των τηλεβόλων του. Το πάθημα, όμως, του τουρκικού στόλου το πλήρωσαν οι αθώοι. Οι κάτοικοι της Μυτιλήνης σφαγιάσθηκαν χωρίς έλεος, η πόλη της Κυδωνίας καταστράφηκε, οι κάτοικοι των Μοσχονησίων της Μικράς Ασίας εκπατρίστηκαν.
Πολλοί Έλληνες, από αυτούς που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, κατέβηκαν στα παράλια και πέρασαν στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στόλος, που έσπευσε για βοήθεια, απέπλευσε μεταφέροντας χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι σκορπίστηκαν σε διάφορα νησιά, όπου έζησαν άθλια ζωή.
Τα πυρπολικά έγιναν πλέον τρομερό όπλο στα χέρια των Ελλήνων. Οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις, υπό τους ναυάρχους Ιάκωβο Τομπάζη και Γεώργιο Σαχτούρη, κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, ο δε διάπλους των τουρκικών πλοίων ήταν δύσκολος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου