ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα καθεστώτα δουλείας του αρχαίου κόσμου, από την εποχή των ελληνικών πόλεων – κρατών έως και την διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εντάσσονται, νομίζουμε, στις βαθιές δομές, στις μακρές διάρκειες του ιστορικού γίγνεσθαι.
Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι στην δημοκρατική Αθήνα οι δούλοι υπάγονταν σε ένα σύστημα ήπιας, σχετικά, εκμετάλλευσης, σε σχέση με τα επίπεδα μαζικότητας και έκτασης της δουλικής εργασίας που ίσχυαν στη Ρώμη, η δουλεία, ως καθεστώς, επιβίωσε για πολλούς αιώνες παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις και τις κοινωνικές συγκρούσεις που την συντάρασσαν. Η μελέτη των πηγών, μας αποκαλύπτει ότι οι εν λόγω εσωτερικές αντιθέσεις εκφράστηκαν με τη μορφή εξεγέρσεων είτε δούλων είτε ακτημόνων οι οποίες όμως ήταν διαχωρισμένες μεταξύ τους, ακόμη και ανταγωνιστικές, από διαφορετικά συμφέροντα και στόχους υποκινημένες.
Ένα άλλο σημαντικό και κοινό συνάμα χαρακτηριστικό είναι ότι όλες αυτές οι εξεγέρσεις δεν αμφισβήτησαν το ίδιο το καθεστώς της δουλείας, τα δομικά εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά του, τη νομική και πολιτική συγκρότησή του. Αντίθετα, κύριος στόχος των επαναστάσεων και των κοινωνικών κινημάτων ήταν η αναδιανομή του πλούτου και της γης, ενώ η πιο ακραία εκδοχή τους ήταν η αντιστροφή των ρόλων: οι ακτήμονες, ή οι δούλοι γίνονταν αφέντες και κυρίαρχοι και οι πρώην πλούσιοι και οι αξιωματούχοι του καθεστώτος μετατρέπονταν σε υποτελείς.
Αυτή η φαινομενική (σχετική) αδράνεια που διαπερνούσε τους αιώνες, διακόπηκε με ένα εκκωφαντικό και τρομερό τρόπο, την επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου, στη Μ. Ασία, στις κτήσεις του βασιλείου της Περγάμου το 133 π.χ. Η επανάσταση από κοινού των δούλων, των ακτημόνων και γενικότερα των προλετάριων της Μ. Ασίας, ταρακούνησε σε βάθος τους ογκόλιθους της ιστορικής διάρκειας καθώς ήταν γεγονός μοναδικό και ανεπανάληπτο: για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία της δουλείας, οι εξεγερμένοι θέτουν ως άμεσο στόχο τους την κατάργηση της δουλείας και της ιδιοκτησίας και την εγκαθίδρυση ενός κοινοκτημονικού εξισωτικού καθεστώτος.
Εδώ εντοπίζεται η ιδιαίτερη σημασία της επανάστασης της Πολιτείας του Ήλιου, καθώς συμπυκνώνει πολλές και ετερόκλητες δυνάμεις, θαμμένες κάτω από το περίβλημα του ιστορικού χρόνου, οι οποίες συσσωρεύονται ως αποτέλεσμα της ιστορικής κίνησης και αναζητούν διέξοδο ώστε να εκραγούν και να εκτονωθούν. Γιατί είναι σίγουρο ότι μόνο από μια τέτοια δημιουργική – καταλυτική σύνθεση διαφορετικών παραγόντων, πολιτισμικών, ψυχολογικών, ατομικών και συλλογικών, οικονομικοκοινωνικών, παράδοσης και καινοτομίας, λόγιας και λαϊκής κουλτούρας, είναι ικανή να προκαλέσει συμβάντα και εξελίξεις που υπερβαίνουν τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΟΚΤΗΣΙΑΣ
Η ανθεκτικότητα των δουλοκτητικών καθεστώτων οφείλεται σε συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Το καθεστώς της δουλείας σήμαινε τη ύπαρξη δύο βασικών παραγόντων: κυριότητα μέσων παραγωγής και μέσων εξωοικονομικού καταναγκασμού από το ένα μέρος, και εκμετάλλευση του δούλου από το άλλο. Μέσα όμως σε αυτό το γενικό πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων υπήρχαν παραλλαγές στους τρόπους καταπίεσης και στην κατάσταση των δούλων. Ένας πιο πρόσφορος ορισμός, από την άποψη της πληρέστερης περιγραφής, του τι είναι δουλεία, είναι αυτός που μας δίνει ο Κ. Ζελίν: «δούλοι είναι εκείνοι που ανήκουν σε ένα κοινωνικό στρώμα, οι οποίοι είναι ιδιοκτησία άλλων ανθρώπων, ομάδων ή ακόμη κάποιας θεότητας, όμως που δε στερούνται οπωσδήποτε των μέσων παραγωγής ή νομικού δικαιώματος, ούτε είναι οπωσδήποτε σκληρά καταπιεζόμενοι» {Τσιμπουκίδης Δ., 1999: 76}.
Στην αθηναϊκή δημοκρατία υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δούλοι δεν ήταν ο κύριος παραγωγικός μηχανισμός, καθώς ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας διεκπεραιωνόταν από τους ελεύθερους τεχνίτες, έμμισθους εργάτες και μικροκαλλιεργητές. Η δουλεία ήταν περισσότερο ένα πολιτισμικό στοιχείο της αθηναϊκής κοινωνίας, ένα πολιτισμικό συνεπαγόμενο μάλλον, ήταν το άλλοθι μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας: της απαξίωσης και απέχθειας της χειρωνακτικής εργασίας και της αντίστοιχης εξύψωσης στην πυραμίδα των αξιών της σχόλης, της αποχής από την εργασία και κατ’ επέκταση από τις καταπονήσεις και τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό και πολιτισμικό κλίμα δημιουργήθηκε ένα επεξεργασμένο σύστημα ηθικών αρχών και τρόπων συμπεριφοράς απέναντι στους δούλους – βασικά τους οικιακούς δούλους – το οποίο εξέφραζε αλλά και παράλληλα συγκροτούσε ένα πλαίσιο σχέσεων και συνθηκών ζωής σχετικά υποφερτό για τους δούλους. Ο πρωταρχικός στόχος του καθεστώτος ήταν η καλή μεταχείριση των δούλων, η φροντίδα τους για να μπορούν να προσφέρουν άνετα τις υπηρεσίες τους. Μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θέση του δούλου ήταν πολύ κοντά σε αυτόν της γυναίκας, ενώ ήταν σχετικά εύκολο να γίνει απελεύθερος. Όλες αυτές οι συνθήκες αιτιολογούν την απουσία εξεγέρσεων δούλων, ή αμφισβήτησης της δουλείας, σε όλη τη διάρκεια του αθηναϊκού πολιτικού συστήματος. Τουλάχιστον στο βαθμό που μας επιτρέπεται να γνωρίζουμε μέσα από τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές.
Η μετατροπή της δουλείας σε ένα καθαρά οικονομικό μηχανισμό, που στηρίζει ενεργά το σύστημα εκμετάλλευσης και άρα αυξάνεται η ζήτηση για μαζική χρήση δούλων στην παραγωγή, εντοπίζεται στο καθεστώς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η σημαντική θέση όμως των δούλων στην οικονομική διαδικασία δεν σημαίνει ότι η διαστρωμάτωση και η δομή του καθεστώτος είναι ξεκάθαρα ταξική. Υπεισέρχονται, μάλλον, ποικίλοι άλλοι καθορισμοί, πολιτισμικοί ιδεολογικοί, φυλετικοί που δεν μας επιτρέπουν να εφαρμόσουμε στη μελέτη των εσωτερικών αντιφάσεων και συγκρούσεων μια, κλασσικού τύπου, ταξική ανάλυση.
Όπως μας λέει ο Παναγής Λεκατσάς οι δούλοι, «συμμάζεμα απ’ όλες τις καθυστερημένες φυλές της γης, δεν είναι τάξη προοδευτική, ούτε καν τάξη. γιατί δε διαμορφώνονται από μια οργανική κοινωνική διαφοροποίηση, μα αποτελούν στοιχείο εμβόλιμο στον κοινωνικό οργανισμό κι αποκλεισμένοι καθώς είναι από τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, στερούνται την πείρα και τα διαφέροντα του πολιτισμού που τους επιβάλλεται και κατά συνέπεια δεν μπορούν να αναλάβουν τον ιστορικό ρόλο της προώθησης του. γι’ αυτό και η επαναστατική τάση τους δεν είναι τάση κοινωνικής αναστοιχείωσης, μα καταστροφικής ανταρσίας κι ανταλλαγής των ρόλων.» {Λεκατσάς Π., 1977: 7–8}
Όσον αφορά τους ελεύθερους πολίτες, οι μεν άρχουσα τάξη, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, οι αριστοκράτες, οι αξιωματούχοι του κράτους παίζουν συντηρητικό ρόλο. Έχουν οδηγήσει στην παρακμή την δημοκρατία, μέσα από το συστηματικό εξανδραποδισμό και την εξαγορά των δημοσίων προσώπων, τον έλεγχο των λαϊκών οργάνων και δημοκρατικών θεσμών, τις δολοπλοκίες και συνωμοσίες. Απώτερος στόχος τους είναι η αναστήλωση της παλιάς στυγνής μοναρχίας. Οι δε υποτελείς τάξεις, οι φτωχοί αγρότες και οι ακτήμονες, ζουν κρατικοδίαιτα, πετυχαίνοντας κατά περιόδους ανακατανομή του πλούτου ή, στα τελευταία στάδια κατάπτωσης της δημοκρατίας, γίνονται όχλος, εξαθλιωμένος και εξαρτημένος που πουλά την ψήφο του στους αφέντες του. Συνακόλουθα δεν μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος. Αντίθετα, στην καλύτερη περίπτωση αμβλύνουν προσωρινά τις ανισότητες και στη χειρότερη συντηρούν και ενισχύουν το καθεστώς.
Οι συγκεκριμένες υλικές συνθήκες, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (απλά τεχνικά μέσα) στο οποίο εγκλώβιζε το οικονομικό σύστημα η δουλοκτητική σχέση, είναι οι βασικές αιτίες – σύμφωνα με τον Παναγή Λεκατσά – που εγκλωβίζουν την ιστορική κίνηση και εξέλιξη. Οι εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις δεν μπορούν να ξεπεραστούν προς ένα ανώτερο επίπεδο σύνθεσης. Κατά συνέπεια οι αγώνες των ακτημόνων ενάντια στην ολιγαρχία για την προάσπιση των κεκτημένων της δημοκρατίας, αλλά και οι δουλικές επαναστάσεις δεν τελεσφορούν. Μάλιστα πολλές φορές είχαν ανταγωνιστικές προοπτικές λόγω διαφορετικών συμφερόντων: βελτίωση και διατήρηση των υφιστάμενων σχέσεων, οι φτωχοί (η δουλεία ήταν συμφέρουσα και για τις λαϊκές τάξεις των ελευθέρων πολιτών), κατάργηση των υφιστάμενων σχέσεων υποτέλειας και αναρρίχηση στην εξουσία, οι δούλοι. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι το καθεστώς της δουλείας ήταν αναγκαίο, επιβαλλόταν από την υπανάπτυξη της τεχνικής και αναβίωνε μετά από κάθε κρίση.
ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Καθώς όμως η Ιστορία δεν στηρίζεται σε κάποιες μονολιθικές αρχές και αρχές και άκαμπτες νομοτέλειες, υπάρχουν και τα εξαιρετικά συμβάντα τα οποία τέμνουν τη γραμμική κίνηση του χρόνου, δημιουργούν ασυνέχειες στην αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, των ιστορικών φάσεων, απελευθερώνοντας, κάποτε, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, νέες δυνάμεις και διανοίγοντας νέες προοπτικές στην κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ζωή του ανθρώπου. Εξαίρεση ήταν λοιπόν και η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου. Ο συγχρονισμός και η συνεργασία των δύο παραπάνω επαναστατικών δυνάμεων και η ανάδειξη ενός κοινού στόχου, το γκρέμισμα του συστήματος της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας και η κατάργηση της δουλείας, συμπαρέσυρε και τους ντόπιους εθνικά σκλαβωμένους πληθυσμούς.
Όπως μας λέει ο Λεκατσάς, καταλυτικό ρόλο στη σύνθεση αυτών των δυνάμεων και στην εκρηκτική δυναμική που δημιούργησαν έπαιξε ένα κοινό όραμα το οποίο για μια και μόνη φορά εμφανίζεται στον αρχαίο κόσμο: το όραμα για μια αταξική κοινοκτημονιστική κοινωνία χωρίς ατομική ιδιοκτησία, χωρίς αφέντες και δούλους. Οι δεδομένες όμως κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές συνθήκες δεν ευνόησαν στο να ολοκληρωθεί τούτο το εγχείρημα. Άρα η Πολιτεία του Ήλιου παρέμεινε μια ουτοπία. Εδώ όμως, σε αυτό το κομβικό σημείο, ανακύπτουν βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε σε βάθος το γεγονός αλλά και ανάλογα εξαιρετικά γεγονότα. Ακόμα και η προηγούμενη φράση μπορεί να διατυπωθεί ως ερώτηση: ήταν μια ουτοπία η Πολιτεία του Ήλιου;
Τι σημαίνει ουτοπία και ποια ή λειτουργία της μέσα στην ιστορία; Πώς αλληλοδιαπλέκονται παραδοσιακές αξίες, οράματα, η λαϊκή φαντασία και νοοτροπία με τη λόγια κουλτούρα; Πώς επιδρούν άλλοι παράγοντες, ψυχολογικοί, υποκειμενικοί και ποιος ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορική εξέλιξη, στη δημιουργία ενός γεγονότος; Και τέλος μέσα σε ποιο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον μπολιάζονται και αναπτύσσονται όλες αυτές οι δυνάμεις που ωθούν (δίνουν κίνηση) στην ιστορία; Αυτά τα ερωτήματα μαζί με τις διαστάσεις και τις πτυχές της πραγματικότητας που αυτά αποκαλύπτουν θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στην παρούσα εργασία. Χωρίς να έχουμε αυταπάτες ότι θα δώσουμε ολοκληρωμένες και τελικές απαντήσεις, θα αναπτύξουμε ένα προβληματισμό που μένει σε ένα επόμενο στάδιο να διευρυνθεί και να εμπλουτιστεί μέσα από περαιτέρω ερμηνευτικές προσπάθειες.
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ
Η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου εκτυλίχτηκε μέσα σε μια ιδιαίτερη συγκυρία όσον αφορά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Η Ρώμη περνούσε μια βαθιά κρίση από το δεύτερο μισό του 2ου προ χριστιανικού αιώνα, την περίοδο που προωθούσε την κατάκτηση της Ασίας και αφού προηγουμένως είχε υποδουλώσει τα ελληνικά εδάφη. Πιο συγκεκριμένα, οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονταν, καθώς η μικρή ιδιοκτησία στη γη καταβροχθιζόταν από τους γαιοκτήμονες με αποτέλεσμα την εξαθλίωση χιλιάδων αγροτών, ενώ οι εργάτες παραγκωνίζονταν από την αύξηση των δούλων και ρίχνονται στην ανεργία. Όλοι αυτοί οι προλεταριοποιημένοι άνθρωποι δεν είχαν άλλη λύση για να ξεφύγουν από το φάσμα της πείνας από το να συρρέουν κατά χιλιάδες στην πρωτεύουσα για να ζήσουν από την ελεημοσύνη και τη διαφθορά. Η πολιτεία μοίραζε δωρεάν στους άνεργους και εξαθλιωμένους – που δεν ήταν άλλοι από τον ίδιο το λαό που μετατράπηκε σε όχλο – τα δημητριακά που παράγονταν στη Σικελία. Από την άλλη ο όχλος πουλούσε την ψήφο του στους πολιτικούς ηγέτες που του υπόσχονταν περισσότερα, και φυτοζωούσε στις τελετές άρτου και θεάματος που έστηνε η εξουσία.
Η δημοκρατία λοιπόν είχε μετατραπεί σε μια φενάκη, είχε περιέλθει σε βαθιά παρακμή. Οι λαϊκές κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί μέσα από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες είχαν εξανεμισθεί εξαιτίας της διπλωματικής πολιτικής της ολιγαρχίας, η οποία παράλληλα με τους δημοκρατικούς θεσμούς που εξασφάλιζαν το λαϊκό έλεγχο είχε δημιουργήσει δικούς της θεσμούς, πανίσχυρους, όπως η Σύγκλητος, και στην πράξη ασκούσε απόλυτη εξουσία. Εξάλλου, χάρη στον πλούτο της η ολιγαρχία εξαγόραζε τα αξιώματα του δήμου για να ελέγχει τα δημόσια πρόσωπα, τα οποία τυπικά ήταν εκλεγμένα, ουσιαστικά όμως ήταν διορισμένα ανδρείκελα των πλουσίων. Η αντιδραστική πολιτική της άρχουσας ελίτ σαμποτάριζε οποιαδήποτε – έστω στοιχειωδώς ευνοϊκή – προς τους φτωχούς μεταρρύθμιση, όπως αυτή που προσπάθησε να προωθήσει ο δήμαρχος Λικίνιος Στόλων, δύο αιώνες πριν. Αυτή η στρατηγική όμως έσπρωχνε το λαό στην πλήρη εξαθλίωση και διαφθορά.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες δημιουργούσαν ένα κλίμα δυσαρέσκειας, απογοήτευσης και αγανάκτησης. Ήταν ευνοϊκό έδαφος για την ανάπτυξη οραματικών αιτημάτων και ιδεών: την απελευθέρωση των δούλων και την επανάκτηση των λαϊκών προνομίων, οικονομικών και πολιτικών. Η εξεγερτική διάθεση από τη μεριά των δούλων έγινε πράξη το 136 στη Σικελία, όπου μια μεγάλη επανάσταση ξεσπά και εδραιώνει τη δουλική κυριαρχία, ενώ επιβιώνει για αρκετά χρόνια, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς τις επιθέσεις του Ρωμαϊκού στρατού.
Είναι εύλογο ότι το αντίκτυπο μιας επανάστασης είναι καταλυτικό σε μια εποχή κρίσης: επαναστάσεις και συνομωσίες δούλων ξεσπούν σε πολλές περιοχές ακόμη και μέσα στη Ρώμη. Οι επιδράσεις πήραν τη μορφή αλυσιδωτών αντιδράσεων. «Ολάκερο πραγματικά το δουλικό πλήθος της Μεσόγειος ήταν επί αποστάσει μετέωρον, όταν πάνω στον τρίτο χρόνο της σικελικής επανάστασης ξεσπά μέσα στη Ρώμη και το κίνημα των ακτημόνων – προλετάριων με τον Τιβέριο Γράκχο επικεφαλής και με συγκεκριμένο αίτημα το ξαναμοίρασμα όλης της δημόσιας χώρας» {ο.π.: 23}. Την ίδια περίπου περίοδο ο Αθήναιος κάνει λόγο για ένα κίνημα πολυάριθμων δούλων που εργάζονταν στα μεταλλεία της Αττικής {Τσιμπουκίδης Δ., 1999: 166}.
Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον ξέσπασε και η επαναστατική εποποιία των δούλων και ακτημόνων στο βασίλειο της Περγάμου στη Μ. Ασία, όπου είχαν φτάσει τα κύματα της ενέργειας που εκλύονταν από τις επαναστατικές εκρήξεις της Μεσογείου. Η ιδιαίτερη σημασία της επανάστασης έγκειται στο γεγονός ότι υπερέβει τα εσκαμμένα της εποχής της, τους στενούς ορίζοντες της συνείδησης και διάνοιξε μια νέα ιστορική προοπτική. Οι δούλοι και οι ελεύθεροι προλετάριοι, που έως τώρα στρέφονταν ο ένας ενάντια στον άλλο υπερασπίζοντας τα στενά συμφέροντά τους, ενώνονται σε ένα κοινό αγώνα με κοινό στόχο την ριζική ανατροπή του καθεστώτος και την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ισότητας, κοινοκτημοσύνης, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς αφέντες και δούλους. Πολύ σπουδαία πηγή για την εξέγερση είναι το ψήφισμα της Περγάμου για τον Άτταλο Γ΄, με βάση το οποίο δόθηκαν δικαιώματα και προνόμια πάροικων σε δούλους και απελεύθερους.
Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτά ήταν μέτρα που αποσκοπούσαν στο να δελεάσουν τους δούλους και τους περιθωριοποιημένους για να μην προσχωρήσουν στο κίνημα του Αριστόνικου. Οι πηγές εξάλλου επιβεβαιώνουν το πόσο σοβαρές διαστάσεις είχε πάρει η επανάσταση των «Ηλιουπολιτών» – όπως ονόμαζε ο Αριστόνικος τους οπαδούς του – και ότι είχε αγκαλιάσει πλατιά λαϊκά στρώματα πέραν των δούλων. Ο Στράβων γράφει για τη συμμετοχή στο κίνημα αυτό φτωχών εξαρτημένων ανθρώπων («απόρων τε ανθρώπων και δούλων») που διεκδικούσαν την απελευθέρωσή τους. Επίσης αναφέρει ότι οι ιδέες για κοινωνική δικαιοσύνη είχαν διαδοθεί στις περισσότερες πόλεις της Περγάμου. Ο Διόδωρος εξάλλου μας λέει ότι οι δούλοι λόγω της κακής μεταχείρισης από τους δεσπότες πήραν μέρος στην ¨παράλογη εξέγερση» του Αριστόνικου και προξένησαν δεινά σε πολλές πόλεις. {Τσιμπουκίδης Δ., 1999: 170}
Το όραμα μιας τέτοιας ελεύθερης κοινωνίας ήταν που έδωσε ένα νέο νόημα στον αγώνα τους και απέκτησε τόση δυναμική ώστε να συνενώσει και να εκφράσει όλα τα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα της εποχής. Το αίτημα για μια ριζικά νέα κοινωνία δεν έφτανε όμως από μόνο του για να εκδηλωθεί μια επαναστατική κίνηση. Χρειάζονταν και άλλες βασικές προϋποθέσεις και ευνοϊκές συγκυρίες που γεννούν τέτοια γεγονότα. Χρειαζόταν, καταρχήν, το υποκείμενο ή τα υποκείμενα που θα την εκφράσουν, θα την επενδύσουν με λόγο, νόημα, σύμβολα, στόχους, στρατηγικές. Ο καθοριστικός αυτός παράγοντας εμφανίστηκε στην Πέργαμο – και πουθενά αλλού – και λέγονταν Αριστόνικος.
Άλλο ένα στοιχείο που κάνει το γεγονός εξαιρετικό και μοναδικό μέσα στην ιστορία – όπως εξάλλου κάθε ανάλογο γεγονός που ξεπερνά την εποχή του: η πρωτότυπη, δημιουργική σύνθεση ιστορικών τάσεων και συγκυριών, αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων που συμπτωματικά, τυχαία συνυπάρχουν σε ένα ορισμένο τόπο και χρόνο και που μπορεί να δημιουργήσουν εξελίξεις σημαντικού εύρους και βάθους. Η ίδια η αφορμή για την επανάσταση είναι ένα επιπλέον παράδοξο της ιστορίας. Το πρώτο στασιαστικό κίνημα το οργάνωσε ο Αριστόνικος με στόχο να διεκδικήσει τον θρόνο του βασιλείου της Περγάμου, ως νόθος αδελφός του αποθανόντος βασιλιά Αττάλου του ΙΙΙ. Με την συγκεκριμένη ενέργεια, ο Αριστόνικος εναντιωνόταν στο γράμμα της διαθήκης του Αττάλου σύμφωνα με το οποίο το βασίλειο της Περγάμου παραχωρούνταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά την αποτυχία όμως αυτού του πρώτου κινήματος ο Αριστόνικος οργάνωσε ένα νέο, πολύ πιο δυναμικό, επαναστατικό κίνημα, ακριβώς γιατί τώρα έβαλε μπροστά τη σημαία – πρόταγμα της καθολικής ανατροπής, τις επιθυμίες και τα οράματα των σκλαβωμένων και εξαθλιωμένων.
Θα εξετάσουμε παρακάτω αυτό το παράδοξο, το οποίο φανερώνει την ξεχωριστή προσωπικότητα του Αριστόνικου, αλλά και το ρόλο της προσωπικότητας μέσα στην ιστορία. Το ερώτημα που εγείρεται άμεσα, σε αυτό το σημείο, είναι το πώς ένα κοινωνικό όραμα γεννιέται και διαμορφώνεται, από πού αντλεί τη δυναμική του, ποιες είναι οι πνευματικές, πολιτισμικές καταβολές του.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου πήρε το όνομα της και εμπνεύστηκε από ένα ουτοπικό μύθο ο οποίος ήταν πολύ διαδεδομένος στην Ανατολή. Σύμφωνα με αυτήν την ουτοπία υπήρχε μια πολιτεία σε κάποια νησιά στα βάθη της Ανατολής μια ιδανική πολιτεία, όπου όλα τα μέλη της ήταν ίσα και ζούσαν σε ένα καθεστώς αρμονίας και ελευθερίας. Χρήματα δεν υπήρχαν, ούτε προνόμια, ενώ τα πάντα ήταν κοινά. Αυτή η ιδανική κατάσταση είχε ανάλογη επίδραση και στους ανθρώπους: ήταν όλοι υγιείς, ψηλοί, ωραίοι και ζούσαν πάνω από εκατό χρόνια ο καθένας. Οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι σε μια λιτή ζωή, μέσα στη φύση την οποία αποθέωναν, ενώ απαξίωναν την πόλη, το αστικό περιβάλλον και τρόπο ζωής. Ο μύθος αυτός ήταν πολύ αγαπητός στις φτωχές μάζες και στους δούλους, ενώ σε κάποια χρονική στιγμή πρέπει να πέρασε στη σφαίρα του πραγματικού: στη συνείδησή τους ήταν μια υπαρκτή πολιτεία. Έχοντας μάλιστα τον ήλιο ως σύμβολο, ήταν εύκολο να ενσωματωθεί στην κουλτούρα και τις νοοτροπίες της Ανατολής.
Κατά τον Λεκατσά η δύναμη επιρροής της ουτοπίας του Ήλιου οφειλόταν στο ότι «κατόρθωνε να συνδυάζει τα ουσιωδέστερα στοιχεία όλων των ουτοπιών σε μια βαθύτατα επαναστατική σύνθεση, που κολάκευε τους θερμότερους πόθους των εξαθλιωμένων μαζών του ετοιμοθάνατου αρχαίου κόσμου. Τα περισσότερα στοιχεία είναι παρμένα από το θρύλο του χρυσού αιώνα. της εποχής που η γης ανάδιδε αυτοφύτρωτα τα πλούσια δώρα της κι η ισότητα, η αγαθοσύνη, η αγνότητα κι η ευδαιμονία βασίλευαν ανάμεσα στους ανθρώπους. της εποχής τέλος, που καμιά ατομική ιδιοκτησία δεν είχε διαμορφωθεί» {ο.π.: 16}. Ο θρύλος αυτός για μια χρυσή εποχή στο παρελθόν ήταν γνωστός στον ελλαδικό χώρο και είχε περάσει και στη λόγια παραγωγή, για παράδειγμα στον Ησίοδο και στο Δικαίαρχο. Επίσης η εχθρότητα προς την πόλη και τον αστικό βίο, ως πηγές δυστυχίας, εκμετάλλευσης, αδικίας και ανελευθερίας, υπάρχει στο έργο του Πλάτωνα και των Κυνικών. Η λατρεία της φύσης, στην οποία κυριαρχεί το φυσικό δίκαιο, το οποίο μας διδάσκει την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη εκφράζονται μέσα από έργα, όπως η ποίηση του Θεόκριτου, τα «Γεωργικά» του Βιργιλίου και ο «Ευβοϊκός» του Δίωνα του Χρυσόστομου.
Στο βαθμό που η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου πυροδοτήθηκε από ένα κοινωνικό όραμα – πρόταγμα το οποίο αποτελεί σύλληψη ενός ουτοπικού λόγου, θα πρέπει να διερευνήσουμε το ρόλο και τη σημασία της Ουτοπίας μέσα στην ιστορία. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορέσουμε ίσως να αναδείξουμε λιγότερο φανερές, αλλά οπωσδήποτε ουσιαστικές διαστάσεις του γεγονότος που εξετάζουμε.
Προκειμένου να αποκτήσουμε μια περισσότερο σαφή εικόνα για τις ιστορικές επιπτώσεις της Ουτοπίας δεν θα πρέπει να την περιορίσουμε στην προοπτική της βραχυπρόθεσμης πράξης. Η βραχυπρόθεσμη πράξη συνήθως θεωρείται ως μια έλλογη διαδικασία, όπου μπορούν να ελεγχθούν και να σταθμιστούν οι συνέπειές της, η συμφωνία μεταξύ των υποκείμενων στόχων και προθέσεων του φορέα της πράξης και των αντικειμενικών αποτελεσμάτων της εν λόγω πράξης. Έτσι είναι πολύ εύκολο να καταδικάσουμε την Ουτοπία και να ερμηνεύσουμε την αποτυχία της με βάση το χάσμα μεταξύ πρόθεσης και πραγματικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, συγχέουμε την Ουτοπία με το μη εφικτό, χαρακτηρισμός ο οποίος ισχύει για οποιαδήποτε πράξη «ρεαλιστική» η οποία αποτυγχάνει εξαιτίας της λανθασμένης εκτίμησης της συγκυρίας ή της ακαταλληλότητας των μέσων.
Η Ουτοπία, από την άποψη τόσο των ιστορικών καταβολών της όσο και των προεκτάσεών της στον ιστορικό χρόνο, εντάσσεται μέσα στα μακρά κύματα της Ιστορίας. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον η συλλογική πράξη εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα ή και επί γενεές ολόκληρες, τότε αναγκαστικά δεν παρουσιάζει την διαφάνεια και την ελεγξιμότητα που συναντάμε στη βραχέα πράξη. Εξάλλου η στενή «ορθολογιστική» άποψη που θεωρεί ως πράξη μόνο αυτή η οποία – καθώς και ο φορέας της επίσης – επιδέχεται σαφή ορισμό και ακριβή στάθμιση, είναι παραπλανητική. Δεν λαμβάνει υπόψη της ότι ολόκληρες ιστορικές εποχές, οι οποίες διακρίνονται από όλες τις άλλες, είναι αποτέλεσμα συλλογικής πράξης αρκετών γενεών και πολλών προσώπων που κατά κανόνα έδρασαν χωριστά το ένα από το άλλο. Καθώς κινούνται με βάση διαφορετικά κίνητρα, ιδέες, οράματα και στόχους ουσιαστικά δρούσαν για να προωθήσουν ιστορικές τάσεις που είτε δεν γνώριζαν καθόλου ή διαισθάνονταν με ένα αόριστο τρόπο. Όλες αυτές οι δυνάμεις και οι κινήσεις αποκρυσταλλώνονται στα μακρά κύματα της ιστορικής πράξης και είναι διαδικασίες που δεν μπορούν να ελεγχθούν και να επισκοπηθούν από κανένα ενεργό υποκείμενο.
Από την άλλη, «μια πράξη στην οποία τα μέσα και οι σκοποί είναι δυνατόν να εναρμονιστούν χάρη στην έλλογη στάθμιση εκδιπλώνεται υπό τη μορφή βραχέων κυμάτων που με τον καιρό απορροφώνται από τα μακρά κύματα της ιστορικής πράξης. Οι υποκειμενικές προθέσεις των ατόμων και τα έλλογα σχέδια δράσεως αποξενώνονται από τους αρχικούς τους σκοπούς και μέσα από τις αφανείς επενέργειες της ετερογονίας των σκοπών διοχετεύονται σε αγωγούς, οι οποίοι εκβάλλουν στις μεγάλες συλλογικές δημιουργίες ή αποτυχίες… Τα μακρά κύματα της ιστορικής πράξης τίθενται σε κίνηση χάρη στην ενέργεια, η οποία περιέχεται στα βραχέα κύματα… Όπως η συσσώρευση ησσόνων προσπαθειών και ιδιαίτερων υποκειμενικών σκοπών μπορεί να μεταπέσει σε μια νέα ιστορική ποιότητα, έτσι μπορεί και η αναζήτηση του απόλυτου να τεθεί στην υπηρεσία μιας νέας ιστορικής σχετικότητας. Στο σημείο αυτό τα ρεύματα της Ουτοπίας εκβάλλουν στον ποταμό της συλλογικής ιστορικής πράξης, η οποία εκδιπλώνεται σε μακρά κύματα.» {Κονδύλη Π., 1992: 119 – 120}
Σε αυτή την ιστορική λειτουργία εντοπίζεται η σημασία της Ουτοπίας η οποία δεν θα μπορούσε να γειωθεί στην πραγματικότητα αν ήταν μόνο μια ιδεατή κατάσταση. Είναι αναμφισβήτητο βέβαια ότι το όνειρο είναι μια βασική διάσταση του ουτοπικού σχεδίου, εντούτοις, αυτό είναι που του δίνει δύναμη και το ωθεί στη πράξη. Γιατί πέρα από την απόλυτη, την υπεριστορική διάσταση του ουτοπικού σχεδίου υπάρχει και μια άλλη σύμφυτη διάσταση η οποία προσδιορίζεται από την ιστορική εποχή. Αυτή η δεύτερη διάσταση, από την οποία αναπτύσσεται η ιστορική επενέργεια της Ουτοπίας, συνίσταται στην διαδικασία εκπόνησης του ιστορικά προσδιορισμένου σχεδίου της για την αναδιάρθρωση της κοινωνίας. «Η Ουτοπία αφενός αρνείται την πραγματικότητα και την υπερβαίνει καθώς προκαταλαμβάνει το μέλλον προβάλλοντας μέσα σε αυτό τάσεις εμβρυώδους υφιστάμενες. αφετέρου η Ουτοπία αρνείται την τωρινή πραγματικότητα στρεφόμενη εναντίων συγκεκριμένων πλευρών της και συγκροτώντας το σχέδιο κοινωνικής αναδιάρθρωσης ακριβώς ως συγκεκριμένη άρνηση συγκεκριμένων φαινομένων…
Η περιγραφή της ιδεώδους κοινωνικής κατάστασης γίνεται σε συνεχή αντιπαράθεση με το παρόν, κι έτσι το υπαρκτό μετατρέπεται σε αρνητικό προσδιορισμό του ουτοπικού. Ασκώντας την πολεμική της ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, η Ουτοπία δεν αντιπαραθέτει σε τούτη εδώ μονάχα ανθρωπολογικές σταθερές ή έσχατους σκοπούς, ήτοι η αντιπαράθεση ουτοπικής κατάστασης και παρόντος δεν είναι μόνο ηθική και λογική, αλλά επίσης άμεση και απτή. οι ουτοπικοί θεσμοί αποτελούν μέσα για την πραγμάτωση του μέλλοντος, συνάμα όμως και μέσα για την καταπολέμηση του παρόντος δηλαδή των εμποδίων που στέκουν στο δρόμο της Ουτοπίας.» {Κονδύλης, 1992: 124 – 125}
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η Ουτοπία προκαταλαμβάνει εξελικτικές ιστορικές τάσεις που απολήγουν στον κοινωνικό σχηματισμό του μέλλοντος, ο οποίος ήδη υπάρχει σε μια πρωτογενή, ακαθόριστη μορφή. Η ουτοπική ιδέα πραγματώνεται τελικά διαστρεβλωμένη στην πράξη, λόγω της διάστασης των στόχων και των σχεδίων που αναφέραμε παραπάνω. Κατά συνέπεια η λαχτάρα για λύτρωση από τα δεινά και τους πόνους παραμένει ανικανοποίητη, Κάποια στιγμή όμως – κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη δύναμή της – θα αναζωπυρωθεί πόθος και η προοπτική για την ιστορική εκπλήρωση της ουτοπικής ιδέας, και πάλι θα βρεθεί ένα καινούργιο σχέδιο κοινωνικής αναδιάρθρωσης.
Η ΣΧΕΣΗ ΛΟΓΙΟΥ–ΛΑΪΚΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ
ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθούμε σε μια άλλη διάσταση καθοριστική για τη δημιουργία τέτοιων γεγονότων: η αλληλεπίδραση και η σύνθεση του λόγιου με το λαϊκό παράγοντα και η σημασία τους στην παραγωγή πολιτισμού, ιδεών, συμβολικών συστημάτων καθώς και στη δρομολόγηση κοινωνικών διεργασιών, έχουν επισημανθεί από διάφορους μελετητές και θεωρητικούς. Η προσέγγιση σε βάθος των ιστορικών φαινομένων μέσα από τη συντονισμένη προσπάθεια της Ιστορίας μαζί με άλλες κοινωνικές επιστήμες, όπως η ανθρωπολογία, η γλωσσολογία, η ψυχολογία, μας έχει οδηγήσει στο να βλέπουμε τα πράγματα στην πολυπλοκότητά τους, χωρίς δογματισμούς και μονομέρειες. Από αυτήν την άποψη υποστηρίζεται ότι οι εμπειρίες και οι μνήμες ενός λαού, ο τρόπος που αυτές επεξεργάζονται μέσα στη συλλογική συνείδηση και φαντασία, δεν είναι διαδικασίες αυτόνομες και διαχωρισμένες από τις πολιτισμικές καταθέσεις του λόγιου στοιχείου. Στην πραγματικότητα ο λόγιος και ο λαϊκός λόγος βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση. Οι λαϊκές παρακαταθήκες επανασυντίθονται δημιουργικά και στη συνέχεια ξεφεύγουν από το δημιουργό τους, γίνονται μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι, αφομοιώνονται στην πολιτισμική σφαίρα και γίνονται εκ νέου αντικείμενο επεξεργασίας της λαϊκής σκέψης.
Σχετικά με αυτό το ζήτημα ο Peter Burke μας λέει ότι ο όρος «λαϊκός πολιτισμός» σήμερα αμφισβητείται εξαιτίας του ότι δίνει μια εσφαλμένη εικόνα ομοιογένειας {Burke, 1990: 31}. Εξάλλου ο ανταγωνιστικός προς τον ηγεμονικό λόγος δεν είναι προνόμιο των υπαλλήλων τάξεων. Κατά συνέπεια θα πρέπει να επανορίσουμε το λαϊκό ως το επαναστατικό στοιχείο που βρίσκεται σε όλους μας, παρά ως ίδιον γνώρισμα οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας, όπως υποστηρίζει ο Μιχαήλ Μπαχτίν. Στον ίδιο εξάλλου οφείλουμε και την έννοια της «πολιτισμικής κυκλοφορίας» η οποία νομίζουμε ότι μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά στο παράδειγμα που εξετάζουμε.
Το συγκεκριμένο θεωρητικό σχήμα μπορεί να εφαρμοστεί στην ερμηνεία της επανάστασης της Πολιτείας του Ήλιου. Μια ουτοπία, δημιούργημα του Ιαμβούλου η οποία διαδόθηκε και αγαπήθηκε ευρύτατα και σε πολλές περιπτώσεις θεωρήθηκε πραγματικότητα. Η επαναστατική φλόγα και ο ουτοπικός πόθος παρέμειναν ζωντανά μέσα στη σκέψη και τη δημιουργική φαντασία των καταπιεσμένων. Αυτή η συνθήκη επέτρεψε, κάτω από ευνοϊκές περιστάσεις, να αναζωπυρωθεί και να εξαπλωθεί η επαναστατική φλόγα χάρη στη δημιουργική παρέμβαση μιας άλλης προσωπικότητας, του Αριστόνικου. Προσωπικότητα η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως χαρισματική, με την έννοια ότι μπόρεσε να συνθέσει δημιουργικά ετερόκλητα στοιχεία, ιδέες, οράματα, επιθυμίες, ανάγκες και να εκφράσει, να τα γειώσει στην πραγματικότητα, μετουσιώνοντάς τα σε πράξη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είδαμε λοιπόν ότι μια Ουτοπία μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία σημαντικών ιστορικών συμβάντων όταν αναπτύσσεται σε ένα ευνοϊκό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Είδαμε ακόμη ότι αυτή η κίνηση ιδεών, συμβόλων, αξιών, πολιτισμικών καταθέσεων είναι μια σύνθετη διαδικασία, που απορρέει από την αλληλεπίδραση λόγιων και λαϊκών στοιχείων. Επισημάναμε τέλος τη σημασία της προσωπικότητας όταν αυτή μπορεί να εκφράσεις τις ιστορικές τάσεις της εποχής της. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ήταν οι βασικές παράμετροι της επανάστασης της Πολιτείας του Ήλιου. Της οποίας το άδοξο τέλος λαμβάνει χώρα το 128 π.χ. όταν ο στρατός του Αριστόνικου ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Ρωμαίου ύπατου Μάρκου Περπένα. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στη Ρώμη όπου πέθανε στη φυλακή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παναγής Λεκατσάς (1977): Η Πολιτεία του Ήλιου. Η κοινοκτημονική επανάσταση των δούλων και προλετάριων της Μικράς Ασίας. 133 – 128 π.χ. Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
Δημήτρης Ι. Τσιμπουκίδης (1999): Ανατομία της Δουλοκτητικής Κοινωνικής Σκέψης. Ελεύθεροι και δούλοι. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Sandra R. Joshel (1992): Work, Identity and Legal Status at Rome. A study of the occupational inscriptions. Norman and London, University of Oklahoma Press.
Τα καθεστώτα δουλείας του αρχαίου κόσμου, από την εποχή των ελληνικών πόλεων – κρατών έως και την διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εντάσσονται, νομίζουμε, στις βαθιές δομές, στις μακρές διάρκειες του ιστορικού γίγνεσθαι.
Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι στην δημοκρατική Αθήνα οι δούλοι υπάγονταν σε ένα σύστημα ήπιας, σχετικά, εκμετάλλευσης, σε σχέση με τα επίπεδα μαζικότητας και έκτασης της δουλικής εργασίας που ίσχυαν στη Ρώμη, η δουλεία, ως καθεστώς, επιβίωσε για πολλούς αιώνες παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις και τις κοινωνικές συγκρούσεις που την συντάρασσαν. Η μελέτη των πηγών, μας αποκαλύπτει ότι οι εν λόγω εσωτερικές αντιθέσεις εκφράστηκαν με τη μορφή εξεγέρσεων είτε δούλων είτε ακτημόνων οι οποίες όμως ήταν διαχωρισμένες μεταξύ τους, ακόμη και ανταγωνιστικές, από διαφορετικά συμφέροντα και στόχους υποκινημένες.
Ένα άλλο σημαντικό και κοινό συνάμα χαρακτηριστικό είναι ότι όλες αυτές οι εξεγέρσεις δεν αμφισβήτησαν το ίδιο το καθεστώς της δουλείας, τα δομικά εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά του, τη νομική και πολιτική συγκρότησή του. Αντίθετα, κύριος στόχος των επαναστάσεων και των κοινωνικών κινημάτων ήταν η αναδιανομή του πλούτου και της γης, ενώ η πιο ακραία εκδοχή τους ήταν η αντιστροφή των ρόλων: οι ακτήμονες, ή οι δούλοι γίνονταν αφέντες και κυρίαρχοι και οι πρώην πλούσιοι και οι αξιωματούχοι του καθεστώτος μετατρέπονταν σε υποτελείς.
Αυτή η φαινομενική (σχετική) αδράνεια που διαπερνούσε τους αιώνες, διακόπηκε με ένα εκκωφαντικό και τρομερό τρόπο, την επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου, στη Μ. Ασία, στις κτήσεις του βασιλείου της Περγάμου το 133 π.χ. Η επανάσταση από κοινού των δούλων, των ακτημόνων και γενικότερα των προλετάριων της Μ. Ασίας, ταρακούνησε σε βάθος τους ογκόλιθους της ιστορικής διάρκειας καθώς ήταν γεγονός μοναδικό και ανεπανάληπτο: για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία της δουλείας, οι εξεγερμένοι θέτουν ως άμεσο στόχο τους την κατάργηση της δουλείας και της ιδιοκτησίας και την εγκαθίδρυση ενός κοινοκτημονικού εξισωτικού καθεστώτος.
Εδώ εντοπίζεται η ιδιαίτερη σημασία της επανάστασης της Πολιτείας του Ήλιου, καθώς συμπυκνώνει πολλές και ετερόκλητες δυνάμεις, θαμμένες κάτω από το περίβλημα του ιστορικού χρόνου, οι οποίες συσσωρεύονται ως αποτέλεσμα της ιστορικής κίνησης και αναζητούν διέξοδο ώστε να εκραγούν και να εκτονωθούν. Γιατί είναι σίγουρο ότι μόνο από μια τέτοια δημιουργική – καταλυτική σύνθεση διαφορετικών παραγόντων, πολιτισμικών, ψυχολογικών, ατομικών και συλλογικών, οικονομικοκοινωνικών, παράδοσης και καινοτομίας, λόγιας και λαϊκής κουλτούρας, είναι ικανή να προκαλέσει συμβάντα και εξελίξεις που υπερβαίνουν τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΟΚΤΗΣΙΑΣ
Η ανθεκτικότητα των δουλοκτητικών καθεστώτων οφείλεται σε συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Το καθεστώς της δουλείας σήμαινε τη ύπαρξη δύο βασικών παραγόντων: κυριότητα μέσων παραγωγής και μέσων εξωοικονομικού καταναγκασμού από το ένα μέρος, και εκμετάλλευση του δούλου από το άλλο. Μέσα όμως σε αυτό το γενικό πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων υπήρχαν παραλλαγές στους τρόπους καταπίεσης και στην κατάσταση των δούλων. Ένας πιο πρόσφορος ορισμός, από την άποψη της πληρέστερης περιγραφής, του τι είναι δουλεία, είναι αυτός που μας δίνει ο Κ. Ζελίν: «δούλοι είναι εκείνοι που ανήκουν σε ένα κοινωνικό στρώμα, οι οποίοι είναι ιδιοκτησία άλλων ανθρώπων, ομάδων ή ακόμη κάποιας θεότητας, όμως που δε στερούνται οπωσδήποτε των μέσων παραγωγής ή νομικού δικαιώματος, ούτε είναι οπωσδήποτε σκληρά καταπιεζόμενοι» {Τσιμπουκίδης Δ., 1999: 76}.
Στην αθηναϊκή δημοκρατία υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δούλοι δεν ήταν ο κύριος παραγωγικός μηχανισμός, καθώς ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας διεκπεραιωνόταν από τους ελεύθερους τεχνίτες, έμμισθους εργάτες και μικροκαλλιεργητές. Η δουλεία ήταν περισσότερο ένα πολιτισμικό στοιχείο της αθηναϊκής κοινωνίας, ένα πολιτισμικό συνεπαγόμενο μάλλον, ήταν το άλλοθι μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας: της απαξίωσης και απέχθειας της χειρωνακτικής εργασίας και της αντίστοιχης εξύψωσης στην πυραμίδα των αξιών της σχόλης, της αποχής από την εργασία και κατ’ επέκταση από τις καταπονήσεις και τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό και πολιτισμικό κλίμα δημιουργήθηκε ένα επεξεργασμένο σύστημα ηθικών αρχών και τρόπων συμπεριφοράς απέναντι στους δούλους – βασικά τους οικιακούς δούλους – το οποίο εξέφραζε αλλά και παράλληλα συγκροτούσε ένα πλαίσιο σχέσεων και συνθηκών ζωής σχετικά υποφερτό για τους δούλους. Ο πρωταρχικός στόχος του καθεστώτος ήταν η καλή μεταχείριση των δούλων, η φροντίδα τους για να μπορούν να προσφέρουν άνετα τις υπηρεσίες τους. Μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θέση του δούλου ήταν πολύ κοντά σε αυτόν της γυναίκας, ενώ ήταν σχετικά εύκολο να γίνει απελεύθερος. Όλες αυτές οι συνθήκες αιτιολογούν την απουσία εξεγέρσεων δούλων, ή αμφισβήτησης της δουλείας, σε όλη τη διάρκεια του αθηναϊκού πολιτικού συστήματος. Τουλάχιστον στο βαθμό που μας επιτρέπεται να γνωρίζουμε μέσα από τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές.
Η μετατροπή της δουλείας σε ένα καθαρά οικονομικό μηχανισμό, που στηρίζει ενεργά το σύστημα εκμετάλλευσης και άρα αυξάνεται η ζήτηση για μαζική χρήση δούλων στην παραγωγή, εντοπίζεται στο καθεστώς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η σημαντική θέση όμως των δούλων στην οικονομική διαδικασία δεν σημαίνει ότι η διαστρωμάτωση και η δομή του καθεστώτος είναι ξεκάθαρα ταξική. Υπεισέρχονται, μάλλον, ποικίλοι άλλοι καθορισμοί, πολιτισμικοί ιδεολογικοί, φυλετικοί που δεν μας επιτρέπουν να εφαρμόσουμε στη μελέτη των εσωτερικών αντιφάσεων και συγκρούσεων μια, κλασσικού τύπου, ταξική ανάλυση.
Όπως μας λέει ο Παναγής Λεκατσάς οι δούλοι, «συμμάζεμα απ’ όλες τις καθυστερημένες φυλές της γης, δεν είναι τάξη προοδευτική, ούτε καν τάξη. γιατί δε διαμορφώνονται από μια οργανική κοινωνική διαφοροποίηση, μα αποτελούν στοιχείο εμβόλιμο στον κοινωνικό οργανισμό κι αποκλεισμένοι καθώς είναι από τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, στερούνται την πείρα και τα διαφέροντα του πολιτισμού που τους επιβάλλεται και κατά συνέπεια δεν μπορούν να αναλάβουν τον ιστορικό ρόλο της προώθησης του. γι’ αυτό και η επαναστατική τάση τους δεν είναι τάση κοινωνικής αναστοιχείωσης, μα καταστροφικής ανταρσίας κι ανταλλαγής των ρόλων.» {Λεκατσάς Π., 1977: 7–8}
Όσον αφορά τους ελεύθερους πολίτες, οι μεν άρχουσα τάξη, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, οι αριστοκράτες, οι αξιωματούχοι του κράτους παίζουν συντηρητικό ρόλο. Έχουν οδηγήσει στην παρακμή την δημοκρατία, μέσα από το συστηματικό εξανδραποδισμό και την εξαγορά των δημοσίων προσώπων, τον έλεγχο των λαϊκών οργάνων και δημοκρατικών θεσμών, τις δολοπλοκίες και συνωμοσίες. Απώτερος στόχος τους είναι η αναστήλωση της παλιάς στυγνής μοναρχίας. Οι δε υποτελείς τάξεις, οι φτωχοί αγρότες και οι ακτήμονες, ζουν κρατικοδίαιτα, πετυχαίνοντας κατά περιόδους ανακατανομή του πλούτου ή, στα τελευταία στάδια κατάπτωσης της δημοκρατίας, γίνονται όχλος, εξαθλιωμένος και εξαρτημένος που πουλά την ψήφο του στους αφέντες του. Συνακόλουθα δεν μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος. Αντίθετα, στην καλύτερη περίπτωση αμβλύνουν προσωρινά τις ανισότητες και στη χειρότερη συντηρούν και ενισχύουν το καθεστώς.
Οι συγκεκριμένες υλικές συνθήκες, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (απλά τεχνικά μέσα) στο οποίο εγκλώβιζε το οικονομικό σύστημα η δουλοκτητική σχέση, είναι οι βασικές αιτίες – σύμφωνα με τον Παναγή Λεκατσά – που εγκλωβίζουν την ιστορική κίνηση και εξέλιξη. Οι εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις δεν μπορούν να ξεπεραστούν προς ένα ανώτερο επίπεδο σύνθεσης. Κατά συνέπεια οι αγώνες των ακτημόνων ενάντια στην ολιγαρχία για την προάσπιση των κεκτημένων της δημοκρατίας, αλλά και οι δουλικές επαναστάσεις δεν τελεσφορούν. Μάλιστα πολλές φορές είχαν ανταγωνιστικές προοπτικές λόγω διαφορετικών συμφερόντων: βελτίωση και διατήρηση των υφιστάμενων σχέσεων, οι φτωχοί (η δουλεία ήταν συμφέρουσα και για τις λαϊκές τάξεις των ελευθέρων πολιτών), κατάργηση των υφιστάμενων σχέσεων υποτέλειας και αναρρίχηση στην εξουσία, οι δούλοι. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι το καθεστώς της δουλείας ήταν αναγκαίο, επιβαλλόταν από την υπανάπτυξη της τεχνικής και αναβίωνε μετά από κάθε κρίση.
ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Καθώς όμως η Ιστορία δεν στηρίζεται σε κάποιες μονολιθικές αρχές και αρχές και άκαμπτες νομοτέλειες, υπάρχουν και τα εξαιρετικά συμβάντα τα οποία τέμνουν τη γραμμική κίνηση του χρόνου, δημιουργούν ασυνέχειες στην αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, των ιστορικών φάσεων, απελευθερώνοντας, κάποτε, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, νέες δυνάμεις και διανοίγοντας νέες προοπτικές στην κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ζωή του ανθρώπου. Εξαίρεση ήταν λοιπόν και η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου. Ο συγχρονισμός και η συνεργασία των δύο παραπάνω επαναστατικών δυνάμεων και η ανάδειξη ενός κοινού στόχου, το γκρέμισμα του συστήματος της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας και η κατάργηση της δουλείας, συμπαρέσυρε και τους ντόπιους εθνικά σκλαβωμένους πληθυσμούς.
Όπως μας λέει ο Λεκατσάς, καταλυτικό ρόλο στη σύνθεση αυτών των δυνάμεων και στην εκρηκτική δυναμική που δημιούργησαν έπαιξε ένα κοινό όραμα το οποίο για μια και μόνη φορά εμφανίζεται στον αρχαίο κόσμο: το όραμα για μια αταξική κοινοκτημονιστική κοινωνία χωρίς ατομική ιδιοκτησία, χωρίς αφέντες και δούλους. Οι δεδομένες όμως κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές συνθήκες δεν ευνόησαν στο να ολοκληρωθεί τούτο το εγχείρημα. Άρα η Πολιτεία του Ήλιου παρέμεινε μια ουτοπία. Εδώ όμως, σε αυτό το κομβικό σημείο, ανακύπτουν βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε σε βάθος το γεγονός αλλά και ανάλογα εξαιρετικά γεγονότα. Ακόμα και η προηγούμενη φράση μπορεί να διατυπωθεί ως ερώτηση: ήταν μια ουτοπία η Πολιτεία του Ήλιου;
Τι σημαίνει ουτοπία και ποια ή λειτουργία της μέσα στην ιστορία; Πώς αλληλοδιαπλέκονται παραδοσιακές αξίες, οράματα, η λαϊκή φαντασία και νοοτροπία με τη λόγια κουλτούρα; Πώς επιδρούν άλλοι παράγοντες, ψυχολογικοί, υποκειμενικοί και ποιος ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορική εξέλιξη, στη δημιουργία ενός γεγονότος; Και τέλος μέσα σε ποιο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον μπολιάζονται και αναπτύσσονται όλες αυτές οι δυνάμεις που ωθούν (δίνουν κίνηση) στην ιστορία; Αυτά τα ερωτήματα μαζί με τις διαστάσεις και τις πτυχές της πραγματικότητας που αυτά αποκαλύπτουν θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στην παρούσα εργασία. Χωρίς να έχουμε αυταπάτες ότι θα δώσουμε ολοκληρωμένες και τελικές απαντήσεις, θα αναπτύξουμε ένα προβληματισμό που μένει σε ένα επόμενο στάδιο να διευρυνθεί και να εμπλουτιστεί μέσα από περαιτέρω ερμηνευτικές προσπάθειες.
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ
Η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου εκτυλίχτηκε μέσα σε μια ιδιαίτερη συγκυρία όσον αφορά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Η Ρώμη περνούσε μια βαθιά κρίση από το δεύτερο μισό του 2ου προ χριστιανικού αιώνα, την περίοδο που προωθούσε την κατάκτηση της Ασίας και αφού προηγουμένως είχε υποδουλώσει τα ελληνικά εδάφη. Πιο συγκεκριμένα, οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονταν, καθώς η μικρή ιδιοκτησία στη γη καταβροχθιζόταν από τους γαιοκτήμονες με αποτέλεσμα την εξαθλίωση χιλιάδων αγροτών, ενώ οι εργάτες παραγκωνίζονταν από την αύξηση των δούλων και ρίχνονται στην ανεργία. Όλοι αυτοί οι προλεταριοποιημένοι άνθρωποι δεν είχαν άλλη λύση για να ξεφύγουν από το φάσμα της πείνας από το να συρρέουν κατά χιλιάδες στην πρωτεύουσα για να ζήσουν από την ελεημοσύνη και τη διαφθορά. Η πολιτεία μοίραζε δωρεάν στους άνεργους και εξαθλιωμένους – που δεν ήταν άλλοι από τον ίδιο το λαό που μετατράπηκε σε όχλο – τα δημητριακά που παράγονταν στη Σικελία. Από την άλλη ο όχλος πουλούσε την ψήφο του στους πολιτικούς ηγέτες που του υπόσχονταν περισσότερα, και φυτοζωούσε στις τελετές άρτου και θεάματος που έστηνε η εξουσία.
Η δημοκρατία λοιπόν είχε μετατραπεί σε μια φενάκη, είχε περιέλθει σε βαθιά παρακμή. Οι λαϊκές κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί μέσα από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες είχαν εξανεμισθεί εξαιτίας της διπλωματικής πολιτικής της ολιγαρχίας, η οποία παράλληλα με τους δημοκρατικούς θεσμούς που εξασφάλιζαν το λαϊκό έλεγχο είχε δημιουργήσει δικούς της θεσμούς, πανίσχυρους, όπως η Σύγκλητος, και στην πράξη ασκούσε απόλυτη εξουσία. Εξάλλου, χάρη στον πλούτο της η ολιγαρχία εξαγόραζε τα αξιώματα του δήμου για να ελέγχει τα δημόσια πρόσωπα, τα οποία τυπικά ήταν εκλεγμένα, ουσιαστικά όμως ήταν διορισμένα ανδρείκελα των πλουσίων. Η αντιδραστική πολιτική της άρχουσας ελίτ σαμποτάριζε οποιαδήποτε – έστω στοιχειωδώς ευνοϊκή – προς τους φτωχούς μεταρρύθμιση, όπως αυτή που προσπάθησε να προωθήσει ο δήμαρχος Λικίνιος Στόλων, δύο αιώνες πριν. Αυτή η στρατηγική όμως έσπρωχνε το λαό στην πλήρη εξαθλίωση και διαφθορά.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες δημιουργούσαν ένα κλίμα δυσαρέσκειας, απογοήτευσης και αγανάκτησης. Ήταν ευνοϊκό έδαφος για την ανάπτυξη οραματικών αιτημάτων και ιδεών: την απελευθέρωση των δούλων και την επανάκτηση των λαϊκών προνομίων, οικονομικών και πολιτικών. Η εξεγερτική διάθεση από τη μεριά των δούλων έγινε πράξη το 136 στη Σικελία, όπου μια μεγάλη επανάσταση ξεσπά και εδραιώνει τη δουλική κυριαρχία, ενώ επιβιώνει για αρκετά χρόνια, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς τις επιθέσεις του Ρωμαϊκού στρατού.
Είναι εύλογο ότι το αντίκτυπο μιας επανάστασης είναι καταλυτικό σε μια εποχή κρίσης: επαναστάσεις και συνομωσίες δούλων ξεσπούν σε πολλές περιοχές ακόμη και μέσα στη Ρώμη. Οι επιδράσεις πήραν τη μορφή αλυσιδωτών αντιδράσεων. «Ολάκερο πραγματικά το δουλικό πλήθος της Μεσόγειος ήταν επί αποστάσει μετέωρον, όταν πάνω στον τρίτο χρόνο της σικελικής επανάστασης ξεσπά μέσα στη Ρώμη και το κίνημα των ακτημόνων – προλετάριων με τον Τιβέριο Γράκχο επικεφαλής και με συγκεκριμένο αίτημα το ξαναμοίρασμα όλης της δημόσιας χώρας» {ο.π.: 23}. Την ίδια περίπου περίοδο ο Αθήναιος κάνει λόγο για ένα κίνημα πολυάριθμων δούλων που εργάζονταν στα μεταλλεία της Αττικής {Τσιμπουκίδης Δ., 1999: 166}.
Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον ξέσπασε και η επαναστατική εποποιία των δούλων και ακτημόνων στο βασίλειο της Περγάμου στη Μ. Ασία, όπου είχαν φτάσει τα κύματα της ενέργειας που εκλύονταν από τις επαναστατικές εκρήξεις της Μεσογείου. Η ιδιαίτερη σημασία της επανάστασης έγκειται στο γεγονός ότι υπερέβει τα εσκαμμένα της εποχής της, τους στενούς ορίζοντες της συνείδησης και διάνοιξε μια νέα ιστορική προοπτική. Οι δούλοι και οι ελεύθεροι προλετάριοι, που έως τώρα στρέφονταν ο ένας ενάντια στον άλλο υπερασπίζοντας τα στενά συμφέροντά τους, ενώνονται σε ένα κοινό αγώνα με κοινό στόχο την ριζική ανατροπή του καθεστώτος και την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ισότητας, κοινοκτημοσύνης, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς αφέντες και δούλους. Πολύ σπουδαία πηγή για την εξέγερση είναι το ψήφισμα της Περγάμου για τον Άτταλο Γ΄, με βάση το οποίο δόθηκαν δικαιώματα και προνόμια πάροικων σε δούλους και απελεύθερους.
Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτά ήταν μέτρα που αποσκοπούσαν στο να δελεάσουν τους δούλους και τους περιθωριοποιημένους για να μην προσχωρήσουν στο κίνημα του Αριστόνικου. Οι πηγές εξάλλου επιβεβαιώνουν το πόσο σοβαρές διαστάσεις είχε πάρει η επανάσταση των «Ηλιουπολιτών» – όπως ονόμαζε ο Αριστόνικος τους οπαδούς του – και ότι είχε αγκαλιάσει πλατιά λαϊκά στρώματα πέραν των δούλων. Ο Στράβων γράφει για τη συμμετοχή στο κίνημα αυτό φτωχών εξαρτημένων ανθρώπων («απόρων τε ανθρώπων και δούλων») που διεκδικούσαν την απελευθέρωσή τους. Επίσης αναφέρει ότι οι ιδέες για κοινωνική δικαιοσύνη είχαν διαδοθεί στις περισσότερες πόλεις της Περγάμου. Ο Διόδωρος εξάλλου μας λέει ότι οι δούλοι λόγω της κακής μεταχείρισης από τους δεσπότες πήραν μέρος στην ¨παράλογη εξέγερση» του Αριστόνικου και προξένησαν δεινά σε πολλές πόλεις. {Τσιμπουκίδης Δ., 1999: 170}
Το όραμα μιας τέτοιας ελεύθερης κοινωνίας ήταν που έδωσε ένα νέο νόημα στον αγώνα τους και απέκτησε τόση δυναμική ώστε να συνενώσει και να εκφράσει όλα τα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα της εποχής. Το αίτημα για μια ριζικά νέα κοινωνία δεν έφτανε όμως από μόνο του για να εκδηλωθεί μια επαναστατική κίνηση. Χρειάζονταν και άλλες βασικές προϋποθέσεις και ευνοϊκές συγκυρίες που γεννούν τέτοια γεγονότα. Χρειαζόταν, καταρχήν, το υποκείμενο ή τα υποκείμενα που θα την εκφράσουν, θα την επενδύσουν με λόγο, νόημα, σύμβολα, στόχους, στρατηγικές. Ο καθοριστικός αυτός παράγοντας εμφανίστηκε στην Πέργαμο – και πουθενά αλλού – και λέγονταν Αριστόνικος.
Άλλο ένα στοιχείο που κάνει το γεγονός εξαιρετικό και μοναδικό μέσα στην ιστορία – όπως εξάλλου κάθε ανάλογο γεγονός που ξεπερνά την εποχή του: η πρωτότυπη, δημιουργική σύνθεση ιστορικών τάσεων και συγκυριών, αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων που συμπτωματικά, τυχαία συνυπάρχουν σε ένα ορισμένο τόπο και χρόνο και που μπορεί να δημιουργήσουν εξελίξεις σημαντικού εύρους και βάθους. Η ίδια η αφορμή για την επανάσταση είναι ένα επιπλέον παράδοξο της ιστορίας. Το πρώτο στασιαστικό κίνημα το οργάνωσε ο Αριστόνικος με στόχο να διεκδικήσει τον θρόνο του βασιλείου της Περγάμου, ως νόθος αδελφός του αποθανόντος βασιλιά Αττάλου του ΙΙΙ. Με την συγκεκριμένη ενέργεια, ο Αριστόνικος εναντιωνόταν στο γράμμα της διαθήκης του Αττάλου σύμφωνα με το οποίο το βασίλειο της Περγάμου παραχωρούνταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά την αποτυχία όμως αυτού του πρώτου κινήματος ο Αριστόνικος οργάνωσε ένα νέο, πολύ πιο δυναμικό, επαναστατικό κίνημα, ακριβώς γιατί τώρα έβαλε μπροστά τη σημαία – πρόταγμα της καθολικής ανατροπής, τις επιθυμίες και τα οράματα των σκλαβωμένων και εξαθλιωμένων.
Θα εξετάσουμε παρακάτω αυτό το παράδοξο, το οποίο φανερώνει την ξεχωριστή προσωπικότητα του Αριστόνικου, αλλά και το ρόλο της προσωπικότητας μέσα στην ιστορία. Το ερώτημα που εγείρεται άμεσα, σε αυτό το σημείο, είναι το πώς ένα κοινωνικό όραμα γεννιέται και διαμορφώνεται, από πού αντλεί τη δυναμική του, ποιες είναι οι πνευματικές, πολιτισμικές καταβολές του.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου πήρε το όνομα της και εμπνεύστηκε από ένα ουτοπικό μύθο ο οποίος ήταν πολύ διαδεδομένος στην Ανατολή. Σύμφωνα με αυτήν την ουτοπία υπήρχε μια πολιτεία σε κάποια νησιά στα βάθη της Ανατολής μια ιδανική πολιτεία, όπου όλα τα μέλη της ήταν ίσα και ζούσαν σε ένα καθεστώς αρμονίας και ελευθερίας. Χρήματα δεν υπήρχαν, ούτε προνόμια, ενώ τα πάντα ήταν κοινά. Αυτή η ιδανική κατάσταση είχε ανάλογη επίδραση και στους ανθρώπους: ήταν όλοι υγιείς, ψηλοί, ωραίοι και ζούσαν πάνω από εκατό χρόνια ο καθένας. Οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι σε μια λιτή ζωή, μέσα στη φύση την οποία αποθέωναν, ενώ απαξίωναν την πόλη, το αστικό περιβάλλον και τρόπο ζωής. Ο μύθος αυτός ήταν πολύ αγαπητός στις φτωχές μάζες και στους δούλους, ενώ σε κάποια χρονική στιγμή πρέπει να πέρασε στη σφαίρα του πραγματικού: στη συνείδησή τους ήταν μια υπαρκτή πολιτεία. Έχοντας μάλιστα τον ήλιο ως σύμβολο, ήταν εύκολο να ενσωματωθεί στην κουλτούρα και τις νοοτροπίες της Ανατολής.
Κατά τον Λεκατσά η δύναμη επιρροής της ουτοπίας του Ήλιου οφειλόταν στο ότι «κατόρθωνε να συνδυάζει τα ουσιωδέστερα στοιχεία όλων των ουτοπιών σε μια βαθύτατα επαναστατική σύνθεση, που κολάκευε τους θερμότερους πόθους των εξαθλιωμένων μαζών του ετοιμοθάνατου αρχαίου κόσμου. Τα περισσότερα στοιχεία είναι παρμένα από το θρύλο του χρυσού αιώνα. της εποχής που η γης ανάδιδε αυτοφύτρωτα τα πλούσια δώρα της κι η ισότητα, η αγαθοσύνη, η αγνότητα κι η ευδαιμονία βασίλευαν ανάμεσα στους ανθρώπους. της εποχής τέλος, που καμιά ατομική ιδιοκτησία δεν είχε διαμορφωθεί» {ο.π.: 16}. Ο θρύλος αυτός για μια χρυσή εποχή στο παρελθόν ήταν γνωστός στον ελλαδικό χώρο και είχε περάσει και στη λόγια παραγωγή, για παράδειγμα στον Ησίοδο και στο Δικαίαρχο. Επίσης η εχθρότητα προς την πόλη και τον αστικό βίο, ως πηγές δυστυχίας, εκμετάλλευσης, αδικίας και ανελευθερίας, υπάρχει στο έργο του Πλάτωνα και των Κυνικών. Η λατρεία της φύσης, στην οποία κυριαρχεί το φυσικό δίκαιο, το οποίο μας διδάσκει την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη εκφράζονται μέσα από έργα, όπως η ποίηση του Θεόκριτου, τα «Γεωργικά» του Βιργιλίου και ο «Ευβοϊκός» του Δίωνα του Χρυσόστομου.
Στο βαθμό που η επανάσταση της Πολιτείας του Ήλιου πυροδοτήθηκε από ένα κοινωνικό όραμα – πρόταγμα το οποίο αποτελεί σύλληψη ενός ουτοπικού λόγου, θα πρέπει να διερευνήσουμε το ρόλο και τη σημασία της Ουτοπίας μέσα στην ιστορία. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορέσουμε ίσως να αναδείξουμε λιγότερο φανερές, αλλά οπωσδήποτε ουσιαστικές διαστάσεις του γεγονότος που εξετάζουμε.
Προκειμένου να αποκτήσουμε μια περισσότερο σαφή εικόνα για τις ιστορικές επιπτώσεις της Ουτοπίας δεν θα πρέπει να την περιορίσουμε στην προοπτική της βραχυπρόθεσμης πράξης. Η βραχυπρόθεσμη πράξη συνήθως θεωρείται ως μια έλλογη διαδικασία, όπου μπορούν να ελεγχθούν και να σταθμιστούν οι συνέπειές της, η συμφωνία μεταξύ των υποκείμενων στόχων και προθέσεων του φορέα της πράξης και των αντικειμενικών αποτελεσμάτων της εν λόγω πράξης. Έτσι είναι πολύ εύκολο να καταδικάσουμε την Ουτοπία και να ερμηνεύσουμε την αποτυχία της με βάση το χάσμα μεταξύ πρόθεσης και πραγματικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, συγχέουμε την Ουτοπία με το μη εφικτό, χαρακτηρισμός ο οποίος ισχύει για οποιαδήποτε πράξη «ρεαλιστική» η οποία αποτυγχάνει εξαιτίας της λανθασμένης εκτίμησης της συγκυρίας ή της ακαταλληλότητας των μέσων.
Η Ουτοπία, από την άποψη τόσο των ιστορικών καταβολών της όσο και των προεκτάσεών της στον ιστορικό χρόνο, εντάσσεται μέσα στα μακρά κύματα της Ιστορίας. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον η συλλογική πράξη εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα ή και επί γενεές ολόκληρες, τότε αναγκαστικά δεν παρουσιάζει την διαφάνεια και την ελεγξιμότητα που συναντάμε στη βραχέα πράξη. Εξάλλου η στενή «ορθολογιστική» άποψη που θεωρεί ως πράξη μόνο αυτή η οποία – καθώς και ο φορέας της επίσης – επιδέχεται σαφή ορισμό και ακριβή στάθμιση, είναι παραπλανητική. Δεν λαμβάνει υπόψη της ότι ολόκληρες ιστορικές εποχές, οι οποίες διακρίνονται από όλες τις άλλες, είναι αποτέλεσμα συλλογικής πράξης αρκετών γενεών και πολλών προσώπων που κατά κανόνα έδρασαν χωριστά το ένα από το άλλο. Καθώς κινούνται με βάση διαφορετικά κίνητρα, ιδέες, οράματα και στόχους ουσιαστικά δρούσαν για να προωθήσουν ιστορικές τάσεις που είτε δεν γνώριζαν καθόλου ή διαισθάνονταν με ένα αόριστο τρόπο. Όλες αυτές οι δυνάμεις και οι κινήσεις αποκρυσταλλώνονται στα μακρά κύματα της ιστορικής πράξης και είναι διαδικασίες που δεν μπορούν να ελεγχθούν και να επισκοπηθούν από κανένα ενεργό υποκείμενο.
Από την άλλη, «μια πράξη στην οποία τα μέσα και οι σκοποί είναι δυνατόν να εναρμονιστούν χάρη στην έλλογη στάθμιση εκδιπλώνεται υπό τη μορφή βραχέων κυμάτων που με τον καιρό απορροφώνται από τα μακρά κύματα της ιστορικής πράξης. Οι υποκειμενικές προθέσεις των ατόμων και τα έλλογα σχέδια δράσεως αποξενώνονται από τους αρχικούς τους σκοπούς και μέσα από τις αφανείς επενέργειες της ετερογονίας των σκοπών διοχετεύονται σε αγωγούς, οι οποίοι εκβάλλουν στις μεγάλες συλλογικές δημιουργίες ή αποτυχίες… Τα μακρά κύματα της ιστορικής πράξης τίθενται σε κίνηση χάρη στην ενέργεια, η οποία περιέχεται στα βραχέα κύματα… Όπως η συσσώρευση ησσόνων προσπαθειών και ιδιαίτερων υποκειμενικών σκοπών μπορεί να μεταπέσει σε μια νέα ιστορική ποιότητα, έτσι μπορεί και η αναζήτηση του απόλυτου να τεθεί στην υπηρεσία μιας νέας ιστορικής σχετικότητας. Στο σημείο αυτό τα ρεύματα της Ουτοπίας εκβάλλουν στον ποταμό της συλλογικής ιστορικής πράξης, η οποία εκδιπλώνεται σε μακρά κύματα.» {Κονδύλη Π., 1992: 119 – 120}
Σε αυτή την ιστορική λειτουργία εντοπίζεται η σημασία της Ουτοπίας η οποία δεν θα μπορούσε να γειωθεί στην πραγματικότητα αν ήταν μόνο μια ιδεατή κατάσταση. Είναι αναμφισβήτητο βέβαια ότι το όνειρο είναι μια βασική διάσταση του ουτοπικού σχεδίου, εντούτοις, αυτό είναι που του δίνει δύναμη και το ωθεί στη πράξη. Γιατί πέρα από την απόλυτη, την υπεριστορική διάσταση του ουτοπικού σχεδίου υπάρχει και μια άλλη σύμφυτη διάσταση η οποία προσδιορίζεται από την ιστορική εποχή. Αυτή η δεύτερη διάσταση, από την οποία αναπτύσσεται η ιστορική επενέργεια της Ουτοπίας, συνίσταται στην διαδικασία εκπόνησης του ιστορικά προσδιορισμένου σχεδίου της για την αναδιάρθρωση της κοινωνίας. «Η Ουτοπία αφενός αρνείται την πραγματικότητα και την υπερβαίνει καθώς προκαταλαμβάνει το μέλλον προβάλλοντας μέσα σε αυτό τάσεις εμβρυώδους υφιστάμενες. αφετέρου η Ουτοπία αρνείται την τωρινή πραγματικότητα στρεφόμενη εναντίων συγκεκριμένων πλευρών της και συγκροτώντας το σχέδιο κοινωνικής αναδιάρθρωσης ακριβώς ως συγκεκριμένη άρνηση συγκεκριμένων φαινομένων…
Η περιγραφή της ιδεώδους κοινωνικής κατάστασης γίνεται σε συνεχή αντιπαράθεση με το παρόν, κι έτσι το υπαρκτό μετατρέπεται σε αρνητικό προσδιορισμό του ουτοπικού. Ασκώντας την πολεμική της ενάντια στην υφιστάμενη κατάσταση, η Ουτοπία δεν αντιπαραθέτει σε τούτη εδώ μονάχα ανθρωπολογικές σταθερές ή έσχατους σκοπούς, ήτοι η αντιπαράθεση ουτοπικής κατάστασης και παρόντος δεν είναι μόνο ηθική και λογική, αλλά επίσης άμεση και απτή. οι ουτοπικοί θεσμοί αποτελούν μέσα για την πραγμάτωση του μέλλοντος, συνάμα όμως και μέσα για την καταπολέμηση του παρόντος δηλαδή των εμποδίων που στέκουν στο δρόμο της Ουτοπίας.» {Κονδύλης, 1992: 124 – 125}
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η Ουτοπία προκαταλαμβάνει εξελικτικές ιστορικές τάσεις που απολήγουν στον κοινωνικό σχηματισμό του μέλλοντος, ο οποίος ήδη υπάρχει σε μια πρωτογενή, ακαθόριστη μορφή. Η ουτοπική ιδέα πραγματώνεται τελικά διαστρεβλωμένη στην πράξη, λόγω της διάστασης των στόχων και των σχεδίων που αναφέραμε παραπάνω. Κατά συνέπεια η λαχτάρα για λύτρωση από τα δεινά και τους πόνους παραμένει ανικανοποίητη, Κάποια στιγμή όμως – κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη δύναμή της – θα αναζωπυρωθεί πόθος και η προοπτική για την ιστορική εκπλήρωση της ουτοπικής ιδέας, και πάλι θα βρεθεί ένα καινούργιο σχέδιο κοινωνικής αναδιάρθρωσης.
Η ΣΧΕΣΗ ΛΟΓΙΟΥ–ΛΑΪΚΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ
ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθούμε σε μια άλλη διάσταση καθοριστική για τη δημιουργία τέτοιων γεγονότων: η αλληλεπίδραση και η σύνθεση του λόγιου με το λαϊκό παράγοντα και η σημασία τους στην παραγωγή πολιτισμού, ιδεών, συμβολικών συστημάτων καθώς και στη δρομολόγηση κοινωνικών διεργασιών, έχουν επισημανθεί από διάφορους μελετητές και θεωρητικούς. Η προσέγγιση σε βάθος των ιστορικών φαινομένων μέσα από τη συντονισμένη προσπάθεια της Ιστορίας μαζί με άλλες κοινωνικές επιστήμες, όπως η ανθρωπολογία, η γλωσσολογία, η ψυχολογία, μας έχει οδηγήσει στο να βλέπουμε τα πράγματα στην πολυπλοκότητά τους, χωρίς δογματισμούς και μονομέρειες. Από αυτήν την άποψη υποστηρίζεται ότι οι εμπειρίες και οι μνήμες ενός λαού, ο τρόπος που αυτές επεξεργάζονται μέσα στη συλλογική συνείδηση και φαντασία, δεν είναι διαδικασίες αυτόνομες και διαχωρισμένες από τις πολιτισμικές καταθέσεις του λόγιου στοιχείου. Στην πραγματικότητα ο λόγιος και ο λαϊκός λόγος βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση. Οι λαϊκές παρακαταθήκες επανασυντίθονται δημιουργικά και στη συνέχεια ξεφεύγουν από το δημιουργό τους, γίνονται μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι, αφομοιώνονται στην πολιτισμική σφαίρα και γίνονται εκ νέου αντικείμενο επεξεργασίας της λαϊκής σκέψης.
Σχετικά με αυτό το ζήτημα ο Peter Burke μας λέει ότι ο όρος «λαϊκός πολιτισμός» σήμερα αμφισβητείται εξαιτίας του ότι δίνει μια εσφαλμένη εικόνα ομοιογένειας {Burke, 1990: 31}. Εξάλλου ο ανταγωνιστικός προς τον ηγεμονικό λόγος δεν είναι προνόμιο των υπαλλήλων τάξεων. Κατά συνέπεια θα πρέπει να επανορίσουμε το λαϊκό ως το επαναστατικό στοιχείο που βρίσκεται σε όλους μας, παρά ως ίδιον γνώρισμα οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας, όπως υποστηρίζει ο Μιχαήλ Μπαχτίν. Στον ίδιο εξάλλου οφείλουμε και την έννοια της «πολιτισμικής κυκλοφορίας» η οποία νομίζουμε ότι μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά στο παράδειγμα που εξετάζουμε.
Το συγκεκριμένο θεωρητικό σχήμα μπορεί να εφαρμοστεί στην ερμηνεία της επανάστασης της Πολιτείας του Ήλιου. Μια ουτοπία, δημιούργημα του Ιαμβούλου η οποία διαδόθηκε και αγαπήθηκε ευρύτατα και σε πολλές περιπτώσεις θεωρήθηκε πραγματικότητα. Η επαναστατική φλόγα και ο ουτοπικός πόθος παρέμειναν ζωντανά μέσα στη σκέψη και τη δημιουργική φαντασία των καταπιεσμένων. Αυτή η συνθήκη επέτρεψε, κάτω από ευνοϊκές περιστάσεις, να αναζωπυρωθεί και να εξαπλωθεί η επαναστατική φλόγα χάρη στη δημιουργική παρέμβαση μιας άλλης προσωπικότητας, του Αριστόνικου. Προσωπικότητα η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως χαρισματική, με την έννοια ότι μπόρεσε να συνθέσει δημιουργικά ετερόκλητα στοιχεία, ιδέες, οράματα, επιθυμίες, ανάγκες και να εκφράσει, να τα γειώσει στην πραγματικότητα, μετουσιώνοντάς τα σε πράξη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είδαμε λοιπόν ότι μια Ουτοπία μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία σημαντικών ιστορικών συμβάντων όταν αναπτύσσεται σε ένα ευνοϊκό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Είδαμε ακόμη ότι αυτή η κίνηση ιδεών, συμβόλων, αξιών, πολιτισμικών καταθέσεων είναι μια σύνθετη διαδικασία, που απορρέει από την αλληλεπίδραση λόγιων και λαϊκών στοιχείων. Επισημάναμε τέλος τη σημασία της προσωπικότητας όταν αυτή μπορεί να εκφράσεις τις ιστορικές τάσεις της εποχής της. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ήταν οι βασικές παράμετροι της επανάστασης της Πολιτείας του Ήλιου. Της οποίας το άδοξο τέλος λαμβάνει χώρα το 128 π.χ. όταν ο στρατός του Αριστόνικου ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Ρωμαίου ύπατου Μάρκου Περπένα. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στη Ρώμη όπου πέθανε στη φυλακή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παναγής Λεκατσάς (1977): Η Πολιτεία του Ήλιου. Η κοινοκτημονική επανάσταση των δούλων και προλετάριων της Μικράς Ασίας. 133 – 128 π.χ. Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
Δημήτρης Ι. Τσιμπουκίδης (1999): Ανατομία της Δουλοκτητικής Κοινωνικής Σκέψης. Ελεύθεροι και δούλοι. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Sandra R. Joshel (1992): Work, Identity and Legal Status at Rome. A study of the occupational inscriptions. Norman and London, University of Oklahoma Press.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου