Tο
όνομα "Ειμαρμένη" σχετίζεται ετυμολογικά με την
λέξη "μοίρα".
Η λέξη προκύπτει από το αρχαίο ρήμα μείρομαι, που σημαίνει λαμβάνω σε διαμοιρασμό το μερίδιό μου.Ο τύπος του ρήματος αυτού στον παρακείμενο χρόνο της παθητικής φωνής είναι «είμαρμαι».
Ως κύριο όνομα, είναι η προσωποποίηση της μεγαλύτερης δύναμης, που κυριαρχεί στη Φύση και κανονίζει τις ενέργειες των ανθρώπων. Θεωρείται η κυρίαρχος των Μοιρών...
με την Ανάγκησε έναν Κόσμο συνύπαρξης θεών και ανθρώπων, ο οποίος διέπεται από αυστηρή νομοτέλεια.
Η Ειμαρμένη αποτελεί το καθορισθέν υπό της Μοίρας, τον «Λόγο του Κόσμου».
Οι Στωικοί ορίζουν από την πλευρά τους την Ειμαρμένη, ως μία ταυτοχρόνως φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη, που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια, ταυτόσημη με την Μοίρα, την Πρόνοια, την Φύση, το Σύμπαν, και εν τέλει με τον ίδιο τον θεόΔία.
"Ειμαρμένη εστίν ο του Κόσμου Λόγος" διακυρήσσουν οι Στωικοί, όπως διασώζει οΣτοβαίος.
Θεωρείται ως μία αδιάσπαστη αλυσσίδα αιτιοτήτων, την οποία οι Στωικοί αντιλαμβάνονται ωςφυσική και ηθική δύναμη, σχεδόν ταυτιζόμενη με τον Θεό, αλλά και με την Δικαιοσύνη και την Πρόνοια (σύμφωνα και με τις απόψεις του Παρμενίδου και του Δημοκρίτου), ως αμείλικτη εξέλιξη των φυσικών τάσεων του Παντός (καθώς μόνον οι φυσικές τάσεις των επιμέρους πραγμάτων μπορούν κάποιες φορές να εμποδιστούν).
Την επικράτηση της αναγκαιότητος και της Ειμαρμένης σε όλον τον Κόσμο, δέχονται και οιΑτομικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος (Διογένης Λαέρτιος, 9, 33 και 45) ενώ κατά τον Ξενοκράτη, οι Μοίρες παραστέκουν στην ανθρώπινη Γνώση, ορίζοντας η κάθε μία από ένα εκ των τριών τμημάτων της τελευταίας (Επιστήμη - Αίσθηση - Δόξα).
Αντιθέτως ο Αναξαγόρας αποκαλεί «κενή λέξη» την Ειμαρμένη, και διακηρύσσει, ότι τίποτε δεν γίνεται συμφώνως προς αυτήν.
Κατά τον Στωικό Χρύσιππο, η Ειμαρμένη είναι «μια ορισμένη φυσική και συγκροτημένη διάταξη των πάντων μέσα στην αιωνιότητα, όπου μια ομάδα πραγμάτων αενάως απορρέει από άλλη και εμπλέκεται με άλλη, σε μία απαραβίαστη αλληλουχία» (Γέλλιος, «Αττικές Νύκτες» η.ι.3).
Η όλη περί Ειμαρμένης αντίληψη των Στωικών περιγράφεται λακωνικά από μία μεταφράση τουΚικέρωνα, την οποία διέσωσε ο Σενέκας:
«Εκείνον που θέλει, οι Μοίρες τον οδηγούν, εκείνον που δεν θέλει, τον σύρουν»
Η Ειμαρμένη δημιουργεί γεγονότα όχι όμως ανθρώπινες ποιότητες, οι οποίες είναι αποτέλεσμα αποκλειστικώς της ανθρωπίνης ελεύθερης βούλησης.
Οι Πυθαγόρειοι τοποθετούν τον ανθρώπινο βίο ανάμεσα σε δύο πόλους,
Κατά τον Χρύσιππο,
η Ελευθερία (ή το Αυτεξούσιο, ή το «εφ' ημίν»), αποτελούν τους βασικούς πόλους (ως το δεδομένο και το ζητούμενο) του βίου των θνητών στη μακρά οδό προς την τελείωση τους.
Τη λέξη "ειμαρμένη", με την έννοια της μοίρας ή τύχης, ακολουθούσαν αρχικά τα ουσιαστικά μοίρα, ανάγκη, αίσα.
Κατά παράλειψη αυτών ουσιαστικοποιήθηκε η μετοχή "ειμαρμένη", που σημαίνει μόνη της πλέον, τη μοίρα, την τύχη, και έγινε συνώνυμη με το πεπρωμένο. Η έννοια της λέξης είναι δημιούργημα της Ιωνικής φιλοσοφίας.
Στον Ηράκλειτο ήδη
υπάρχει η λέξη Ειμαρμένη με την έννοια της μοίρας, της τύχης, η οποία υπό
τους όρους μοίρα, ανάγκη, αίσα ήταν ριζωμένη στην ψυχή των
Ελλήνων.
Ο όρος δεν υπάρχει στους τραγικούς, είναι όμως συχνός στον Πλάτωνα, στους Αττικούς ρήτορες και προπάντων στη Στωική Φιλοσοφία, της οποίας αποτελεί ως έννοια το σημαντικότερο θέμα και πρόβλημα.
Πρώτος ο ιδρυτής της Στοάς Ζήνων (335-262 π.Χ.) έγραψε βιβλίο "Περί Ειμαρμένης".
Η αναλυτική φιλοσοφία της έννοιας της Ειμαρμένης συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή και από διάφορους διανοουμένους.
Ο Επίκουρος, απαντώντας στον Ζήνωνα, έγραψε και αυτός "Περί Ειμαρμένης", επίσης οΧρύσιππος, ο μεγαλύτερος θεωρητικός της Στοάς (3ος αιώνας π.Χ.), ο Ποσειδώνιος, ο Πλούταρχος, ο Αφροδισιεύς Αλέξανδρος, ο Ιεροκλής, ο Γρηγόριος ο Νύσσιος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος.
Από τους Ρωμαίους ασχολήθηκαν με την Ειμαρμένη — ο όρος δεν πολιτογραφήθηκε στη λατινική γλώσσα και χρησιμοποιήθηκε κυρίως το fatum- o Κικέρων, ο Μινούκιος Φήλιξ και ο Τερτυλλιανός.
Το περιεχόμενο της έννοιας παρουσιάζεται ποικίλο, με κεντρική ιδέα όμως την αναγκαιότητα της μοίρας.
Οι Iωνες φιλόσοφοι και ο Πυθαγόρας την αντιλαμβάνονται ως παγκόσμιο νόμο που επηρεάζει και τον άνθρωπo από τη γέννηση ως τον θάνατο του.
Ο Πλάτων αρχικά δεν δέχεται την απόλυτη αναγκαιότητα της Ειμαρμένης (στον Γοργία και στον Φαιδρο), αργότερα όμως (στην "Πολιτεία" και στους Νόμους), παραδέχεται την απεριόριστα καθοριστική δύναμη της και στον άνθρωπο και στον Κόσμο, αλλά δεν τη θεωρεί ως αυθύπαρκτη ουσία (πιστεύει μόνο ότι πρόκειται για νόμο κατά τον οποίο τελείται το γίγνεσθαι).
Η Ειμαρμένη θεοποιήθηκε από τους Στωικούς και ανυψώθηκε σε μέγιστη θεότητα που καθορίζει τα πάντα.
Οι ιδέες αυτές των Στωικών είναι παράλληλες και σαφώς επηρεασμένες από την θεολογία των Βαβυλωνίων, των οποίων οι αντιλήψεις έγιναν γνωστότερες στον Ελληνικό Κόσμο από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου.
Από τότε διαδόθηκε ευρύτατα και στον λαό η αστρολογική αντίληψη της Ειμαρμένης, ότι δηλαδή η θέση των άστρων καθορίζει και τη μοίρα του ανθρώπου από τη γέννηση του. Η άποψη αυτή διατηρήθηκε και κατά τον Μεσαίωνα, με τεράστιες συνέπειες για την πορεία της Ανθρωπότητας.
Μετά από μία εποχή "απόλυτης μονοτονίας", με απροσδιόριστη χρονική διάρκεια, ο Θεός αποφασίζει να δημιουργήσει το Σύμπαν.
Ακολουθεί η εποχή διάρκειας πολλών δισεκατομμυρίων ετών) του σχεδιασμού του μοντέλου της κοσμικής δημιουργίας που προφανώς περιλαμβάνει την σύνθεση, κατάστρωση και επίλυση τρισεκατομμυρίων μαθηματικών εξισώσεων.
Στην συνέχεια,
καθώς ο Χωρόχρονος ολοκληρώνεται, ο Θεός διαπιστώνει ότι ένα
απόλυτα αιτιοκρατικό και αξιοκρατικό Σύμπαν είναι και
απόλυτα πληκτικό
Οπότε, δημιουργεί την Ειμαρμένη, την μέγιστη Μοίρα, η οποία σε ρόλο Πανδώρας αναλαμβάνει να εμπλουτίσει το νεότευκτο θεϊκό μαθηματικό οικοδόμημα με την απαραίτητη "γεύση" (ή αλλιώς, με την κβάντωση ή τυχαιότητα και επομένως ασάφεια, απροσδιοριστία και τελικά αναξιοκρατία που θα το καθιστούσε συναρπαστικό) (Απογνωσισμός).
Η Ειμαρμένη αμέσως αρχίζει την παρέμβασή της που χαρακτηρίζεται, κυρίως, από απόδοση υπερβατικών ή άρρητων τιμών στις θεμελιώδεις φυσικές σταθερές όπως:
Ακολουθεί η στιγμή της Δημιουργίαςπου αποτελεί την κορυφαία στιγμή ευτυχίας του ζεύγουςΘεού-Ειμαρμένης.
Αλλά, ο Θεός δεν αρκείται σε αυτό.
Επιζητά να "νοιώσει" ο ίδιος, "αυτοπροσώπως", την συναρπαστικότητα του δημιουργήματός του (Απόλυτος Απογνωσισμός).
Έτσι, αντί να
παραμείνει θεατής και να παρακολουθεί την Κοσμική
Εξέλιξη εξωτερικάχρησιμοποιώντας Σύστημα Αναφοράς Euler, αποφασίζει να
εισέλθει στο εσωτερικό του δημιουργήματός του και να χρησιμοποιήσει
Σύστημα Αναφοράς Lagrange, βιώνοντας έτσι την εξέλιξή του "από πρώτο
χέρι".
Αυτή του η απόφαση προκαλεί την αντίδραση της Ειμαρμένης που ως το "πρώτιστο θηλυκό Ον",υφίσταται απόλυτη ερωτική έλξη προς το "πρώτιστο αρσενικό Ον". Την εγκατάλειψή της, έστω και με στόχο την "ρήξη της μονοτονίας", την εκλαμβάνει ως ερωτική απόρριψη.
Όμως, ο Θεός είναι άτεγκος.
Διορίζει την Ειμαρμένη ως "τοποτηρήτρια" της Κοσμικής Νομοτέλειας και την αναγκάζει, παρά την αντίθεσή της, να δημιουργήσει μία δίοδο ("Δίοδος Ειμαρμένης"), (δηλ. μία "οπή" σε κάποιο σημείο του συμπαντικού Χωρόχρονου) από την οποία αυτός εισέρχεται ως δομική μονάδα ενέργειας (δηλ. φωτόνιο), την χρονική στιγμή δημιουργίας (t = 0).
Μετά την είσοδο του στο "κτίσμα" του, ο Δημιουργός ακολουθεί πλέον την εξελικτική πορεία των επιπέδων πολυπλοκότητας σε όλα τα στάδια των δισεκατομμυρίων ετών της Συμπαντικής εξέλιξης.
Έτσι, μετρέπεται διαδοχικά σε κυρκόνιο (quark), πρωτόνιο, άτομο, μόριο, βιομόριο, κύτταρο και τελικά "ενανθρωπίζεται" και γίνεται Βιολογικός Οργανισμός.
Zώντας έτσι ο Θεός, την ζωή ενός μέσου και απλού ανθρώπου, βιώνει ολοκληρωτικά την"γεύση" του "κτίσματός" του.
Όμως, ο άνθρωπος είναι νοήμον ον οπότε και ο "ενανθρωπισθείς" Θεός αρχίζει βαθμιαία να "ανακτά" ψύγματα μαθηματικής γνώσης, δηλ. της γνώσης που χρησιμοποίησε ο ίδιος "πάλαι ποτέ" για την δόμηση του Σύμπαντος.
Καθώς το γήρας πλησιάζει, η ανθρώπινη υπόστασή του εξασθενεί και η νόηση του βαθμιαία απελευθερώνεται από τις υλικές επιδράσεις.
Η τάση για μάθηση ογκούται ενώ επιπλέον αρχίζει να διακατέχεται από αποσπασματική "θεϊκή ανάμνηση".
Τελικά, διαπιστώνει το προφανές δηλ. ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πολύ μικρός για να αποκτήσει την απαιτούμενη γνώση που θα του επιτρέψει την διαφυγή από τον Χωρόχρονο.
Προ του φόβου του τερματισμού της ύπαρξής του ή της αέναης και επίπονης μετεξέλιξηςαρχίζει τις δεήσεις προς την Ειμαρμένη να του προσφέρει την αποκάλυψη της "Ειμαρμένειας Διόδου" ώστε να επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση.
Η Ειμαρμένη, εγκατελειμένη και μόνη για 13,7 δισεκατομμύρια έτη (όση και η ηλικία του Σύμπαντος) στην Εξωσυμπαντική έδρα της, βρίσκεται σε μεγάλο δίλημμα.
Ο Θεός δεν θα έπρεπε να είχε προβλέψει ότι ζώντας ως άνθρωπος ενδεχομένως θα αδυνατούσε να ανακαλύψει την Δίοδο;
Οπότε:
- Τις ημέρες κατακλύζεται απο συναισθήματα όπως οργή και σκληρότητα και αποφασίζει να τηρήσει "στάση αδράνειας":
Η λέξη προκύπτει από το αρχαίο ρήμα μείρομαι, που σημαίνει λαμβάνω σε διαμοιρασμό το μερίδιό μου.Ο τύπος του ρήματος αυτού στον παρακείμενο χρόνο της παθητικής φωνής είναι «είμαρμαι».
Ως κύριο όνομα, είναι η προσωποποίηση της μεγαλύτερης δύναμης, που κυριαρχεί στη Φύση και κανονίζει τις ενέργειες των ανθρώπων. Θεωρείται η κυρίαρχος των Μοιρών...
"Τυραννική και αγαπημένη ψευδαίσθηση, του Ανέφικτου μετεικασία, θολό το "ξίφος του Απόλυτου" που κραδαίνει η Ειμαρμένη που στήνει χορό με τη ζωή σου"
Ειμαρμένη είναι το πεπρωμένο, το αναπόφευκτο, που πολύ συχνά ταυτίζεταιμε την Ανάγκησε έναν Κόσμο συνύπαρξης θεών και ανθρώπων, ο οποίος διέπεται από αυστηρή νομοτέλεια.
Η Ειμαρμένη αποτελεί το καθορισθέν υπό της Μοίρας, τον «Λόγο του Κόσμου».
Οι Στωικοί ορίζουν από την πλευρά τους την Ειμαρμένη, ως μία ταυτοχρόνως φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη, που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια, ταυτόσημη με την Μοίρα, την Πρόνοια, την Φύση, το Σύμπαν, και εν τέλει με τον ίδιο τον θεόΔία.
"Ειμαρμένη εστίν ο του Κόσμου Λόγος" διακυρήσσουν οι Στωικοί, όπως διασώζει οΣτοβαίος.
Θεωρείται ως μία αδιάσπαστη αλυσσίδα αιτιοτήτων, την οποία οι Στωικοί αντιλαμβάνονται ωςφυσική και ηθική δύναμη, σχεδόν ταυτιζόμενη με τον Θεό, αλλά και με την Δικαιοσύνη και την Πρόνοια (σύμφωνα και με τις απόψεις του Παρμενίδου και του Δημοκρίτου), ως αμείλικτη εξέλιξη των φυσικών τάσεων του Παντός (καθώς μόνον οι φυσικές τάσεις των επιμέρους πραγμάτων μπορούν κάποιες φορές να εμποδιστούν).
Την επικράτηση της αναγκαιότητος και της Ειμαρμένης σε όλον τον Κόσμο, δέχονται και οιΑτομικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος (Διογένης Λαέρτιος, 9, 33 και 45) ενώ κατά τον Ξενοκράτη, οι Μοίρες παραστέκουν στην ανθρώπινη Γνώση, ορίζοντας η κάθε μία από ένα εκ των τριών τμημάτων της τελευταίας (Επιστήμη - Αίσθηση - Δόξα).
Αντιθέτως ο Αναξαγόρας αποκαλεί «κενή λέξη» την Ειμαρμένη, και διακηρύσσει, ότι τίποτε δεν γίνεται συμφώνως προς αυτήν.
Κατά τον Στωικό Χρύσιππο, η Ειμαρμένη είναι «μια ορισμένη φυσική και συγκροτημένη διάταξη των πάντων μέσα στην αιωνιότητα, όπου μια ομάδα πραγμάτων αενάως απορρέει από άλλη και εμπλέκεται με άλλη, σε μία απαραβίαστη αλληλουχία» (Γέλλιος, «Αττικές Νύκτες» η.ι.3).
Η όλη περί Ειμαρμένης αντίληψη των Στωικών περιγράφεται λακωνικά από μία μεταφράση τουΚικέρωνα, την οποία διέσωσε ο Σενέκας:
«Εκείνον που θέλει, οι Μοίρες τον οδηγούν, εκείνον που δεν θέλει, τον σύρουν»
Η Ειμαρμένη δημιουργεί γεγονότα όχι όμως ανθρώπινες ποιότητες, οι οποίες είναι αποτέλεσμα αποκλειστικώς της ανθρωπίνης ελεύθερης βούλησης.
Οι Πυθαγόρειοι τοποθετούν τον ανθρώπινο βίο ανάμεσα σε δύο πόλους,
- την εξαναγκαστική Ανάγκη και
- την ελευθεροβουλητική Δύναμη (Ιεροκλής, «Χρυσά Έπη», 8), ενώ η Ειμαρμένη, απαντάται και στον Ηράκλειτο, κατά τον οποίο τα πάντα γίνονται «καθ' ειμαρμένην», υπό την έννοια όμως του «κατ' αναλογίαν».
Κατά τον Χρύσιππο,
- όλα τα παρελθόντα συνέβησαν,
- τα παρόντα συμβαίνουν και
- τα μέλλοντα θα συμβούν συμφώνως προς την Ειμαρμένη, αλλά πάντοτε συνδιαμορφωτικά με την «προαίρεσιν» και το «εφ' ημίν» (δηλαδή αυτό που είναι στο χέρι μας να διαμορφώσουμε), ο δε άνθρωπος συνιστά υπ' αυτήν ένα οργανικό στοιχείο ενός τεταγμένου συνόλου.
η Ελευθερία (ή το Αυτεξούσιο, ή το «εφ' ημίν»), αποτελούν τους βασικούς πόλους (ως το δεδομένο και το ζητούμενο) του βίου των θνητών στη μακρά οδό προς την τελείωση τους.
Τη λέξη "ειμαρμένη", με την έννοια της μοίρας ή τύχης, ακολουθούσαν αρχικά τα ουσιαστικά μοίρα, ανάγκη, αίσα.
Κατά παράλειψη αυτών ουσιαστικοποιήθηκε η μετοχή "ειμαρμένη", που σημαίνει μόνη της πλέον, τη μοίρα, την τύχη, και έγινε συνώνυμη με το πεπρωμένο. Η έννοια της λέξης είναι δημιούργημα της Ιωνικής φιλοσοφίας.
Ο όρος δεν υπάρχει στους τραγικούς, είναι όμως συχνός στον Πλάτωνα, στους Αττικούς ρήτορες και προπάντων στη Στωική Φιλοσοφία, της οποίας αποτελεί ως έννοια το σημαντικότερο θέμα και πρόβλημα.
Πρώτος ο ιδρυτής της Στοάς Ζήνων (335-262 π.Χ.) έγραψε βιβλίο "Περί Ειμαρμένης".
Η αναλυτική φιλοσοφία της έννοιας της Ειμαρμένης συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή και από διάφορους διανοουμένους.
Ο Επίκουρος, απαντώντας στον Ζήνωνα, έγραψε και αυτός "Περί Ειμαρμένης", επίσης οΧρύσιππος, ο μεγαλύτερος θεωρητικός της Στοάς (3ος αιώνας π.Χ.), ο Ποσειδώνιος, ο Πλούταρχος, ο Αφροδισιεύς Αλέξανδρος, ο Ιεροκλής, ο Γρηγόριος ο Νύσσιος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος.
Από τους Ρωμαίους ασχολήθηκαν με την Ειμαρμένη — ο όρος δεν πολιτογραφήθηκε στη λατινική γλώσσα και χρησιμοποιήθηκε κυρίως το fatum- o Κικέρων, ο Μινούκιος Φήλιξ και ο Τερτυλλιανός.
Το περιεχόμενο της έννοιας παρουσιάζεται ποικίλο, με κεντρική ιδέα όμως την αναγκαιότητα της μοίρας.
Οι Iωνες φιλόσοφοι και ο Πυθαγόρας την αντιλαμβάνονται ως παγκόσμιο νόμο που επηρεάζει και τον άνθρωπo από τη γέννηση ως τον θάνατο του.
Ο Πλάτων αρχικά δεν δέχεται την απόλυτη αναγκαιότητα της Ειμαρμένης (στον Γοργία και στον Φαιδρο), αργότερα όμως (στην "Πολιτεία" και στους Νόμους), παραδέχεται την απεριόριστα καθοριστική δύναμη της και στον άνθρωπο και στον Κόσμο, αλλά δεν τη θεωρεί ως αυθύπαρκτη ουσία (πιστεύει μόνο ότι πρόκειται για νόμο κατά τον οποίο τελείται το γίγνεσθαι).
Η Ειμαρμένη θεοποιήθηκε από τους Στωικούς και ανυψώθηκε σε μέγιστη θεότητα που καθορίζει τα πάντα.
Οι ιδέες αυτές των Στωικών είναι παράλληλες και σαφώς επηρεασμένες από την θεολογία των Βαβυλωνίων, των οποίων οι αντιλήψεις έγιναν γνωστότερες στον Ελληνικό Κόσμο από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου.
Από τότε διαδόθηκε ευρύτατα και στον λαό η αστρολογική αντίληψη της Ειμαρμένης, ότι δηλαδή η θέση των άστρων καθορίζει και τη μοίρα του ανθρώπου από τη γέννηση του. Η άποψη αυτή διατηρήθηκε και κατά τον Μεσαίωνα, με τεράστιες συνέπειες για την πορεία της Ανθρωπότητας.
Μετά από μία εποχή "απόλυτης μονοτονίας", με απροσδιόριστη χρονική διάρκεια, ο Θεός αποφασίζει να δημιουργήσει το Σύμπαν.
Ακολουθεί η εποχή διάρκειας πολλών δισεκατομμυρίων ετών) του σχεδιασμού του μοντέλου της κοσμικής δημιουργίας που προφανώς περιλαμβάνει την σύνθεση, κατάστρωση και επίλυση τρισεκατομμυρίων μαθηματικών εξισώσεων.
Οπότε, δημιουργεί την Ειμαρμένη, την μέγιστη Μοίρα, η οποία σε ρόλο Πανδώρας αναλαμβάνει να εμπλουτίσει το νεότευκτο θεϊκό μαθηματικό οικοδόμημα με την απαραίτητη "γεύση" (ή αλλιώς, με την κβάντωση ή τυχαιότητα και επομένως ασάφεια, απροσδιοριστία και τελικά αναξιοκρατία που θα το καθιστούσε συναρπαστικό) (Απογνωσισμός).
Η Ειμαρμένη αμέσως αρχίζει την παρέμβασή της που χαρακτηρίζεται, κυρίως, από απόδοση υπερβατικών ή άρρητων τιμών στις θεμελιώδεις φυσικές σταθερές όπως:
- την βάση της εκθετικής συνάρτησης (e)
- την ταχύτητα φωτός (c)
- την σταθερά Planck (h)
- τον λόγο περιφερείας-διαμέτρου (π)
- την ταχύτητα φωτός (c)
Ακολουθεί η στιγμή της Δημιουργίαςπου αποτελεί την κορυφαία στιγμή ευτυχίας του ζεύγουςΘεού-Ειμαρμένης.
Αλλά, ο Θεός δεν αρκείται σε αυτό.
Επιζητά να "νοιώσει" ο ίδιος, "αυτοπροσώπως", την συναρπαστικότητα του δημιουργήματός του (Απόλυτος Απογνωσισμός).
Αυτή του η απόφαση προκαλεί την αντίδραση της Ειμαρμένης που ως το "πρώτιστο θηλυκό Ον",υφίσταται απόλυτη ερωτική έλξη προς το "πρώτιστο αρσενικό Ον". Την εγκατάλειψή της, έστω και με στόχο την "ρήξη της μονοτονίας", την εκλαμβάνει ως ερωτική απόρριψη.
Όμως, ο Θεός είναι άτεγκος.
Διορίζει την Ειμαρμένη ως "τοποτηρήτρια" της Κοσμικής Νομοτέλειας και την αναγκάζει, παρά την αντίθεσή της, να δημιουργήσει μία δίοδο ("Δίοδος Ειμαρμένης"), (δηλ. μία "οπή" σε κάποιο σημείο του συμπαντικού Χωρόχρονου) από την οποία αυτός εισέρχεται ως δομική μονάδα ενέργειας (δηλ. φωτόνιο), την χρονική στιγμή δημιουργίας (t = 0).
Μετά την είσοδο του στο "κτίσμα" του, ο Δημιουργός ακολουθεί πλέον την εξελικτική πορεία των επιπέδων πολυπλοκότητας σε όλα τα στάδια των δισεκατομμυρίων ετών της Συμπαντικής εξέλιξης.
Έτσι, μετρέπεται διαδοχικά σε κυρκόνιο (quark), πρωτόνιο, άτομο, μόριο, βιομόριο, κύτταρο και τελικά "ενανθρωπίζεται" και γίνεται Βιολογικός Οργανισμός.
Zώντας έτσι ο Θεός, την ζωή ενός μέσου και απλού ανθρώπου, βιώνει ολοκληρωτικά την"γεύση" του "κτίσματός" του.
Όμως, ο άνθρωπος είναι νοήμον ον οπότε και ο "ενανθρωπισθείς" Θεός αρχίζει βαθμιαία να "ανακτά" ψύγματα μαθηματικής γνώσης, δηλ. της γνώσης που χρησιμοποίησε ο ίδιος "πάλαι ποτέ" για την δόμηση του Σύμπαντος.
Καθώς το γήρας πλησιάζει, η ανθρώπινη υπόστασή του εξασθενεί και η νόηση του βαθμιαία απελευθερώνεται από τις υλικές επιδράσεις.
Η τάση για μάθηση ογκούται ενώ επιπλέον αρχίζει να διακατέχεται από αποσπασματική "θεϊκή ανάμνηση".
Τελικά, διαπιστώνει το προφανές δηλ. ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πολύ μικρός για να αποκτήσει την απαιτούμενη γνώση που θα του επιτρέψει την διαφυγή από τον Χωρόχρονο.
Προ του φόβου του τερματισμού της ύπαρξής του ή της αέναης και επίπονης μετεξέλιξηςαρχίζει τις δεήσεις προς την Ειμαρμένη να του προσφέρει την αποκάλυψη της "Ειμαρμένειας Διόδου" ώστε να επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση.
Η Ειμαρμένη, εγκατελειμένη και μόνη για 13,7 δισεκατομμύρια έτη (όση και η ηλικία του Σύμπαντος) στην Εξωσυμπαντική έδρα της, βρίσκεται σε μεγάλο δίλημμα.
Ο Θεός δεν θα έπρεπε να είχε προβλέψει ότι ζώντας ως άνθρωπος ενδεχομένως θα αδυνατούσε να ανακαλύψει την Δίοδο;
Οπότε:
- -
Έκανε απλά λάθος, σκεπτόμενος τότε ως θεός, ότι η ανεύρεσή της θα ήταν
απλούστατη και αυτονόητη οπότε αυτεγκλωβίσθηκε; ή
- - Είχε προβλέψει το γεγονός και ήθελε, να επιτύχει την ανακάλυψη αυτή στην άκρη του νήματος, "στην κόψη του ξυραφιού", στα πλαίσια της "ακρότατης αναζήτησης συγκινήσεων";
- Τις ημέρες κατακλύζεται απο συναισθήματα όπως οργή και σκληρότητα και αποφασίζει να τηρήσει "στάση αδράνειας":
Αφού είναι
θεός, ας ανακαλύψει μόνος του την δίοδο
Ο Θεός δεν
δικαιούται μία δεύτερη ευκαιρία.
Τα λάθη πρέπει
να πληρώνονται και από ανθρώπους και από θεούς.
Η εκδίκηση
είναι έδεσμα που σερβίρεται κρύο.
-
Τις νύκτες κατακλύζεται από συναισθήματα όπως αγάπη και
νοσταλγία και αποφασίζει να επέμβει και να δώσει τέλος στην αγωνία του
Δημιουργού της και να τον ανασύρει από το αδιέξοδο.
Η απόγνωση της Ειμαρμένης είναι πλέον απερίγραπτη. Ο χρόνος γενικά, τα έτη, οι μήνες, τα ημερονύκτια, οι ώρες και τα δευτερόπλεπτα κυλούν απελπιστικά αργά αλλά δεν αρκούν για λάβει την τελική απόφαση.
Η απόγνωση της Ειμαρμένης είναι πλέον απερίγραπτη. Ο χρόνος γενικά, τα έτη, οι μήνες, τα ημερονύκτια, οι ώρες και τα δευτερόπλεπτα κυλούν απελπιστικά αργά αλλά δεν αρκούν για λάβει την τελική απόφαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου