Με ρωτάς πως γίνηκα τρελός.
Να το πως: Μια μέρα, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί, ξύπνησα από βαθύ έναν ύπνο κι ανακάλυψα πως όλες μου οι μάσκες είχαν κλεφτεί -κι οι εφτά μάσκες που είχα φτιάξει και που είχα φθείρει μες σ’ εφτά ζωές.
Τότες έτρεξ’ αμασκοφόρετος μες’ από τους ανθρωπόβριθους δρόμους κραυγάζοντας: «Κλέφτες, κλέφτες τρισκατάρατοι κλέφτες!».
Άντρες, γυναίκες με περιγέλασαν και κάποιοι τρέξανε στα σπίτια τους, σκαγμένοι από μένα.
Κι όταν έφτασα στην αγορά, ένας νιος σκαρφαλωμένος σε μία στέγη φώναξε: «Είναι τρελός».
Σήκωσα τα μάτια να τον αντικρίσω.
Ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο κι η ψυχή μου φλογίστηκε από αγάπη για τον ήλιο, και δεν ήθελα τις μάσκες μου πια τώρα.
Και σάμπως σε έκσταση, φώναξα: «Ευλογημένοι, ευλογημένοι οι κλέφτες που ‘κλεψαν τις μάσκες μου».
Έτσι γίνηκα τρελός.
Και βρήκα και τα δυο τους: Λεφτεριά και σιγουριά, μέσα στην τρέλα μου.
Τη λεφτεριά της μοναξιάς, τη σιγουριά της ακαταληψίας, γιατί όποιοι μας καταλαβαίνουν σκλαβώνουν κάτι μέσα μας.
Μα, ας μην είμαι και τόσο υπερφίαλος για τη σιγουριά μου.
Ακόμη κι ένας κλέφτης φυλακωμένος, είναι ασφαλισμένος από έναν άλλο κλέφτη.
Χαλίλ Γκιμπράν, Ο τρελός
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου