Θεά Εστία. Ελληνίδα, σεβάσμια «παρθένα» Θεά, η συμμετοχή της «ηφαιστείας» φλόγας στην δημιουργία όχι ανθρώπων, αλλά Οίκων ανθρώπων, εκφράζουσα την ευγένεια, την αρμονική συμβίωση, την ανθρώπινη αφιέρωση σε σκοπούς, την Οικογένεια, την Φροντίδα, την Ασυλία, την ελπίδα για συνέχιση των γενών.
Είναι η δύναμη του τόπου και της Ομοήθειας, ο Ιερός Κύκλος των συν(γ)-κατοικούντων και συν-τρεφομένων, γι’ αυτό άλλωστε και οι αφιερωμένοι στη λατρεία της Ναοί ήσαν κατά κανόνα κυκλικοί.
«ΤΟ Δ’ ΑΕΙΖΩΟΝ ΠΥΡ ΑΠΟΔΕΔΟΤΑΙ ΤΗι ΕΣΤΙΑι ΔΙΑ ΤΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ [ΟΝ], ΤΑΧΑ Δ’ ΕΠΕΙ ΤΑ ΠΥΡΑ ΕΝ ΚΟΣΜΩι ΠΑΝΤΑ ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΑΥΤΗΝ ΥΦΕΣΤΗΚΕΝ Η ΕΠΕΙ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΕΣΤΙ ΚΑΙ ΖΩΩΝ ΜΗΤΗΡ, ΟΙΣ ΑΙΤΙΟΝ ΤΟΥ ΖΗΝ ΤΟ ΠΥΡΩΔΕΣ ΕΣΤΙ. ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΔΕ ΠΛΑΤΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟΥΣ ΙΔΡΥΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ» (=«το δε αείζωον πυρ έχει αποδοθεί στην Εστία επειδή και αυτό φαίνεται να είναι ον, ίσως επειδή όλα τα πυρά στον κόσμο από δω τρέφονται και χάρη σ’ αυτήν πήραν την υπόστασή τους, ή επειδή είναι ζωοδότρα και μητέρα των ζώων, στα οποία αίτιο ζωής είναι το πυρώδες. Και απεικονίζεται στρογγυλή και ο βωμός της στήνεται στο μέσον κάθε σπιτιού»).
Η «Θεογονία» του Ησιόδου την παρουσιάζει «αδελφή» του Θεού Διός, «θυγατέρα» και «πρώτο τέκνο» του Κρόνου και της Ρέας.
ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Το όνομά της ετυμολογείται από το «εστάναι» (κατά τον Κορνούτο), ή από το «εύω» (ανάπτω), και ανέρχεται από πρωτο-ελληνική «εφέστια» θεότητα (στην μέση του μυκηναϊκού μεγάρου η Εστία είναι το κέντρο της ανθρώπινής διαμονής) στο Πάνθεον του Ολύμπου την ίδια εποχή που στον Ελληνικό Κόσμο κορυφώνεται η θεσμική σύνδεση Οίκου / Πόλεως.
Η «Θεογονία» του Ησιόδου την παρουσιάζει «αδελφή» του Θεού Διός, «θυγατέρα» και «πρώτο τέκνο» του Κρόνου και της Ρέας.
ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Το όνομά της ετυμολογείται από το «εστάναι» (κατά τον Κορνούτο), ή από το «εύω» (ανάπτω), και ανέρχεται από πρωτο-ελληνική «εφέστια» θεότητα (στην μέση του μυκηναϊκού μεγάρου η Εστία είναι το κέντρο της ανθρώπινής διαμονής) στο Πάνθεον του Ολύμπου την ίδια εποχή που στον Ελληνικό Κόσμο κορυφώνεται η θεσμική σύνδεση Οίκου / Πόλεως.
«ΤΑΥΤΗΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΔΙΑ ΤΟ ΕΣΤΑΝΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΣΤΙΑΝ ΠΡΟΣΗΓΟΡΕΥΣΑΝ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ [Η ΔΙΑ ΤΟ ΤΑΥΤΗΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΩΤΑΤΩι ΤΕΘΕΙΣΘΑΙ Η ΔΙΑ ΤΟ ΕΠ' ΑΥΤΗΣ ΩΣΑΝΕΙ ΕΠΙ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ΕΣΤΑΝΑΙ ΚΟΣΜΟΝ]»
(=«Οι αρχαίοι είπαν αυτήν Εστία διότι έχει σταθεί οριστικά [ή διότι έχει τεθεί αυτή από τη φύση στο εσώτατο σημείο, ή διότι όλος ο κόσμος έχει τοποθετηθεί επάνω σε αυτήν ωσάν επάνω σε θεμέλιο]»).
ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ
Καλοσυνάτη και ευγενική Θεά που εκφράζει το Ιερό Κέντρο του παντός, η Εστία είναι προστάτιδα των ανθρώπινων σπιτικών (εξ ού και οι επικλήσεις της «Πατρώα», «Ένοικος», «Σύνοικος», «Εφέστιος», «Πρυτανίτις»), στα οποία εγγυάται την σταθερότητα αλλά και την μονιμότητα (με πολικό της τον Θεό Ερμή) και την συνέχιση του βίου. Οι οικο – γένειες γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τής προσέφεραν τις πρώτες σπονδές τους πριν από κάθε άλλο Θεό: «αφ’ Εστίας». Εκτός από το επίπεδο των σπιτικών, λατρευόταν επίσης και στο επίπεδο της Πολιτείας, ως άσβεστη «κοινή των πολιτών» εστία, στο ανά κάθε Πόλη «Πρυτανείο», υπό την φροντίδα ειδικών ιερειών, των παρθένων «Εστιάδων».
ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ
Καλοσυνάτη και ευγενική Θεά που εκφράζει το Ιερό Κέντρο του παντός, η Εστία είναι προστάτιδα των ανθρώπινων σπιτικών (εξ ού και οι επικλήσεις της «Πατρώα», «Ένοικος», «Σύνοικος», «Εφέστιος», «Πρυτανίτις»), στα οποία εγγυάται την σταθερότητα αλλά και την μονιμότητα (με πολικό της τον Θεό Ερμή) και την συνέχιση του βίου. Οι οικο – γένειες γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τής προσέφεραν τις πρώτες σπονδές τους πριν από κάθε άλλο Θεό: «αφ’ Εστίας». Εκτός από το επίπεδο των σπιτικών, λατρευόταν επίσης και στο επίπεδο της Πολιτείας, ως άσβεστη «κοινή των πολιτών» εστία, στο ανά κάθε Πόλη «Πρυτανείο», υπό την φροντίδα ειδικών ιερειών, των παρθένων «Εστιάδων».
«ΠΑΡΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΤΕ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑΝ ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΗΝ -ΚΑΙ ΤΟΥΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΥΠΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΝΕΩΚΟΡΕΙΤΑΙ»
(=«και παρουσιάζεται παρθένα διότι η ακινησία τίποτε δεν γεννά -και χάριν τούτου υπηρετείται από παρθένους»).
Το εφέστιο ιερό πυρ, για τους Έλληνες και όλους τους υπόλοιπους «εθνικούς» αποτελεί ένα ηθικό ον. Λάμπει, ζεσταίνει και μαγειρεύει την ιερή τροφή, όμως ταυτόχρονα«σκέπτεται» και έχει ολοκληρωμένη συνείδηση. Γνωρίζει τα καθήκοντα των ανθρώπων και επιβλέπει την εκπλήρωσή τους. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «ανθρώπινο», γιατί κατέχει τη διπλή ανθρώπινη φύση, αφού σε υλικό επίπεδο, αναφλέγεται, κινείται, ζει, παρέχει αφθονία, ετοιμάζει τα γεύματα, τρέφει το σώμα και σε ψυχικό επίπεδο εκδηλώνει συναισθήματα και αγάπη, δίνει στον άνθρωπο αγνότητα, επιβάλλει το κάλλος και το αγαθό, τρέφει την ψυχή. Υπό αυτή την οπτική, σε κάθε οργανωμένη εγκατοίκηση (Οίκος, Πόλις) υπήρχε πάντοτε μια αρμόδια «ιερά εστία», ως φυσικό άγαλμα της Θεάς. Εκεί έπρεπε να βρίσκονται πάντα μερικά αναμμένα κάρβουνα και λίγες στάχτες και ο ιδιοκτήτης κάθε Οίκου (ή οι «Εστιάδες» ιέρειες στην πολιτειακή λατρεία της Θεάς), είχε / είχαν ιερή υποχρέωση να διατηρεί / διατηρούν αυτό το πυρ άσβεστο ημέρα και νύχτα και συμφορές αναμένονταν στο σπίτι ή την Πόλη όπου έσβηνε το Ιερό Πυρ, το οποίο έπαυε να καίει στους βωμούς του μόνο όταν ολόκληρη η οικογένεια (ή Πόλις) είχε αφανιστεί.
Στον «Ορφικό» ύμνο της Θεάς, αυτή χαιρετίζεται ως ακολούθως:
«Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,
η μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου,
τούσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις,
θεισ’ αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς
οίκε Θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν,
αιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε
μειδιόωσα, μάκαιρα, ταδ’ ιερά δέξο προθύμως,
όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν»
Στον «Ομηρικό» ύμνο της Θεάς τέλος, βλέπουμε ανάγλυφα την στενή σύνδεσή της με τον πολικό της Θεό Ερμή (με τον οποίον διαπιστωμένα από τον Παυσανία μοιραζόταν τμήμα του μεγάλου βωμού στο «Αμφιαράειον» του Ορωπού και μια εορτή στις Φάρες της Αχαϊας):
«Εστίη η πάντων εν δώμασιν υψηλοίσιν
Αθανάτων τε Θεών χαμαί ερχομένων τ’ ανθρώπων
Έδρην αίδιον έχαλχες πρεσβηίδα τιμήν
Καλόν έχουσα γέρας και τιμήν. Ου γαρ ατερ σου
Ειλαπίναι θνητοίσιν ιν’ ου πρώτη πυμάτη τε
Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον
Και συ μοι Αργειφόντα Διός και Μαιάδος θιέ
Άγγελε των μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων,
Ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν
Ίλαος ως επάρηγε συν αιδοίη τε φίλη τε
Εστίη. Αμφότεροι γαρ επιχθονίων ανθρώπων
Ειδότες έργματα καλά νόω θ’ έσπεσθε και ήβη.
Χαίρε Κρόνου θύγατερ, συ τε και χρυσόρραπις Ερμής.
Αυτάρ εγών υμέων τε και άλλης μνήσομ’ αοιδής»
ΙΕΡΑ – ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Ιερό χρώμα της Θεάς Εστίας είναι το λευκό και σύμβολά της η οικιακή πυρά («εστία», φυσικό άγαλμά της όπως προείπαμε), ο πέπλος, και ο φλεγόμενος κύκλος, που συμβολίζει τη συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού.
Η ΕΣΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
H Θεά Βέστα (Vesta) είναι η ρωμαϊκή Θεά της εντοπιότητας, της αφοσίωσης και της οικιακής και λατρευτικής πυράς, αντίστοιχη προς την Εστία, στοιχεία της οποίας παρέλαβαν οι Ρωμαίοι μέσω των Ετρούσκων, οι οποίοι λάτρευαν την Θεά Έστα (Esta). Η ωραιότερη, λαμπρότερη και πλέον αγνή θεία οντότητα του Ρωμαϊκού Πανθέου, η λατρεία της οποίας εισήχθη από το ετρουσκικό Λαβίνιο (Lavinium) από τον Νουμά, ο οποίος έκτισε και τον περίφημο κυκλικό Ναό της (Atrium), όπου φυλασσόταν και το ιερό «Παλλάδιον».
Η Βέστα ήταν μία από τους Δώδεκα Μεγάλους Θεούς, θεωρείτο προστάτιδα των σπαρμένων αγρών και της οικογενειακής ζωής (όπου με τον κτήσιο Θεό Jupiter «Dapalis» αποτελούσαν την εγγύηση του καθημερινού γεύματος) και οι όρκοι στο όνομά της θεωρούντο οι πλέον ισχυροί και απαράβατοι. Στη λατρεία της ήσαν αφιερωμένες αρχικά 2, μετά 4 και αργότερα 6 παρθένοι, οι λεγόμενες «Vestalis» («Βεστάλες», «Εστιάδες»), ιέρειες που ήσαν πάντοτε λευκοντυμένες και είχαν μεγάλο κύρος, υπεύθυνες για τη διατήρηση της άσβεστης πυράς του Ρωμαϊκού Κράτους στο Ναό της Βέστα. Ως δια βίου αφιερωμένες στην εξασφάλιση της ευημερίας της πόλεως, δηλαδή ως «πνευματικές μητέρες του Λαού», οι «Βεστάλες» απελάμβαναν εξαιρετικών τιμών και προνομίων. Στο πέρασμά τους όφειλαν να παραμερίζουν ακόμη και οι Ύπατοι, ενώ στους Αγώνες και το Θέατρο τούς προσφέρονταν οι πιο τιμητικές θέσεις. Θάβονταν όπως και οι επιφανείς άνδρες μέσα στο Forum, η μαρτυρία τους γινόταν αποδεκτή δίχως όρκο, η απλή παρουσία τους έκανε όποιον συνόδευαν απαραβίαστο (ακόμη και κατάδικοι απαλάσσονταν εάν τις αντίκριζαν έστω και συμπτωματικά), ενώ η όποια εναντίον τους προσβολή επέφερε την ποινή του θανάτου. Από την άλλη, η παραβίαση του όρκου παρθενίας τους, ως απειλή για την ασφάλεια της πόλεως, τιμωρείτο με δημόσια μαστίγωση και θάνατο, τόσο της ένοχης ιέρειας όσο και του συνενόχου της (κάτι που βεβαίως συνέβη μόνον 20 φορές στους 11 αιώνες συνεχούς λατρείας της Θεάς). Η θητεία των «Βεσταλών» διαρκούσε 30 έτη, μετά από τα οποία είχαν αυτές το πλήρες δικαίωμα γάμου, αφού όμως πρώτα υπέβαλαν την παραίτησή τους από το ιερατικό αξίωμα.
Κάθε 1η του μηνός Μαρτίου, οι ρωμαϊκές οικογένειες είχαν καθήκον να σβήσουν το ιερό τους πυρ και ν’ ανάψουν αμέσως ένα νέο, αποφεύγοντας όμως να χρησιμοποιήσουν τσακμακόπετρα και ατσάλι. Οι επιτρεπόμενη διαδικασία ήταν είτε να συγκεντρώνουν τις ηλιακές ακτίνες σ’ ένα κάτοπτρο, είτε να τρίβουν γρήγορα μεταξύ τους δύο τμήματα ξύλου ορισμένου πάντοτε είδους και κατά κανόνα από οπωροφόρο δένδρο.
Ο κυκλικός Ναός της Θεάς Βέστα στην Ρώμη
Η Θεά ετιμάτο με μεγάλες θυσίες στις 25 Μαρτίου, αλλά και καθημερινά από τις «Βεστάλες» ιέρειες με προσφορά τροφής σε πήλινο πιάτο και πάντοτε μετά από τον καθημερινό καθαρμό του Ναού της με πηγαίο νερό. Κατά την μεγάλη επώνυμη εορτή της, στις 9 Ιουνίου (τα λεγόμενα «Βεστάλια», «Vestalia», που αποτελούσαν ημέρα αργίας για τους αρτοποιούς και τους μυλωθρούς) όλα τα γαϊδούρια, στεφανώνονταν, όπως και οι μύλοι, με άνθη και απαλάσσονταν από κάθε εργασία. Στα «Βεστάλια», οι πατρίκιες σχημάτιζαν ξυπόλητες μεγάλη πομπή προς τον Ναό της Θεάς, μεταφέροντας σε αυτήν προσφορές τροφίμων σε πήλινους δίσκους σε ανταπόδοση της μεγάλης ευλογίας της Θεάς στην οικογενειακή ζωή και εν γένει στον ανθρώπινο Πολιτισμό.
Ιερό ζώο της Βέστα ήταν ο γάϊδαρος, δείγμα του πανάρχαιου και της αυτοχθονίας της λατρείας της στην ιταλική γη (σύμφωνα με τον Οβίδιο, «Fasti, 6.319 ff», η Βέστα, που είχε ορκιστεί να παραμείνει για πάντα παρθένα, αρνηθείσα τόσο τον Θεό Ποσειδώνα όσο και τον Θεό Απόλλωνα, κινδύνευσε κάποτε να βιασθεί από την γονιμική θεότητα Πρίαπο, όμως την έσωσε το ογκάνισμα ενός γαϊδάρου). Η λατρεία της Θεάς κατεστράφη από τον χριστιανό αυτοκράτορα Γρατιανό το έτος 382.
Το εφέστιο ιερό πυρ, για τους Έλληνες και όλους τους υπόλοιπους «εθνικούς» αποτελεί ένα ηθικό ον. Λάμπει, ζεσταίνει και μαγειρεύει την ιερή τροφή, όμως ταυτόχρονα«σκέπτεται» και έχει ολοκληρωμένη συνείδηση. Γνωρίζει τα καθήκοντα των ανθρώπων και επιβλέπει την εκπλήρωσή τους. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «ανθρώπινο», γιατί κατέχει τη διπλή ανθρώπινη φύση, αφού σε υλικό επίπεδο, αναφλέγεται, κινείται, ζει, παρέχει αφθονία, ετοιμάζει τα γεύματα, τρέφει το σώμα και σε ψυχικό επίπεδο εκδηλώνει συναισθήματα και αγάπη, δίνει στον άνθρωπο αγνότητα, επιβάλλει το κάλλος και το αγαθό, τρέφει την ψυχή. Υπό αυτή την οπτική, σε κάθε οργανωμένη εγκατοίκηση (Οίκος, Πόλις) υπήρχε πάντοτε μια αρμόδια «ιερά εστία», ως φυσικό άγαλμα της Θεάς. Εκεί έπρεπε να βρίσκονται πάντα μερικά αναμμένα κάρβουνα και λίγες στάχτες και ο ιδιοκτήτης κάθε Οίκου (ή οι «Εστιάδες» ιέρειες στην πολιτειακή λατρεία της Θεάς), είχε / είχαν ιερή υποχρέωση να διατηρεί / διατηρούν αυτό το πυρ άσβεστο ημέρα και νύχτα και συμφορές αναμένονταν στο σπίτι ή την Πόλη όπου έσβηνε το Ιερό Πυρ, το οποίο έπαυε να καίει στους βωμούς του μόνο όταν ολόκληρη η οικογένεια (ή Πόλις) είχε αφανιστεί.
Στον «Ορφικό» ύμνο της Θεάς, αυτή χαιρετίζεται ως ακολούθως:
«Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,
η μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου,
τούσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις,
θεισ’ αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς
οίκε Θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν,
αιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε
μειδιόωσα, μάκαιρα, ταδ’ ιερά δέξο προθύμως,
όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν»
Στον «Ομηρικό» ύμνο της Θεάς τέλος, βλέπουμε ανάγλυφα την στενή σύνδεσή της με τον πολικό της Θεό Ερμή (με τον οποίον διαπιστωμένα από τον Παυσανία μοιραζόταν τμήμα του μεγάλου βωμού στο «Αμφιαράειον» του Ορωπού και μια εορτή στις Φάρες της Αχαϊας):
«Εστίη η πάντων εν δώμασιν υψηλοίσιν
Αθανάτων τε Θεών χαμαί ερχομένων τ’ ανθρώπων
Έδρην αίδιον έχαλχες πρεσβηίδα τιμήν
Καλόν έχουσα γέρας και τιμήν. Ου γαρ ατερ σου
Ειλαπίναι θνητοίσιν ιν’ ου πρώτη πυμάτη τε
Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον
Και συ μοι Αργειφόντα Διός και Μαιάδος θιέ
Άγγελε των μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων,
Ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν
Ίλαος ως επάρηγε συν αιδοίη τε φίλη τε
Εστίη. Αμφότεροι γαρ επιχθονίων ανθρώπων
Ειδότες έργματα καλά νόω θ’ έσπεσθε και ήβη.
Χαίρε Κρόνου θύγατερ, συ τε και χρυσόρραπις Ερμής.
Αυτάρ εγών υμέων τε και άλλης μνήσομ’ αοιδής»
ΙΕΡΑ – ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Ιερό χρώμα της Θεάς Εστίας είναι το λευκό και σύμβολά της η οικιακή πυρά («εστία», φυσικό άγαλμά της όπως προείπαμε), ο πέπλος, και ο φλεγόμενος κύκλος, που συμβολίζει τη συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού.
Η ΕΣΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
H Θεά Βέστα (Vesta) είναι η ρωμαϊκή Θεά της εντοπιότητας, της αφοσίωσης και της οικιακής και λατρευτικής πυράς, αντίστοιχη προς την Εστία, στοιχεία της οποίας παρέλαβαν οι Ρωμαίοι μέσω των Ετρούσκων, οι οποίοι λάτρευαν την Θεά Έστα (Esta). Η ωραιότερη, λαμπρότερη και πλέον αγνή θεία οντότητα του Ρωμαϊκού Πανθέου, η λατρεία της οποίας εισήχθη από το ετρουσκικό Λαβίνιο (Lavinium) από τον Νουμά, ο οποίος έκτισε και τον περίφημο κυκλικό Ναό της (Atrium), όπου φυλασσόταν και το ιερό «Παλλάδιον».
Η Βέστα ήταν μία από τους Δώδεκα Μεγάλους Θεούς, θεωρείτο προστάτιδα των σπαρμένων αγρών και της οικογενειακής ζωής (όπου με τον κτήσιο Θεό Jupiter «Dapalis» αποτελούσαν την εγγύηση του καθημερινού γεύματος) και οι όρκοι στο όνομά της θεωρούντο οι πλέον ισχυροί και απαράβατοι. Στη λατρεία της ήσαν αφιερωμένες αρχικά 2, μετά 4 και αργότερα 6 παρθένοι, οι λεγόμενες «Vestalis» («Βεστάλες», «Εστιάδες»), ιέρειες που ήσαν πάντοτε λευκοντυμένες και είχαν μεγάλο κύρος, υπεύθυνες για τη διατήρηση της άσβεστης πυράς του Ρωμαϊκού Κράτους στο Ναό της Βέστα. Ως δια βίου αφιερωμένες στην εξασφάλιση της ευημερίας της πόλεως, δηλαδή ως «πνευματικές μητέρες του Λαού», οι «Βεστάλες» απελάμβαναν εξαιρετικών τιμών και προνομίων. Στο πέρασμά τους όφειλαν να παραμερίζουν ακόμη και οι Ύπατοι, ενώ στους Αγώνες και το Θέατρο τούς προσφέρονταν οι πιο τιμητικές θέσεις. Θάβονταν όπως και οι επιφανείς άνδρες μέσα στο Forum, η μαρτυρία τους γινόταν αποδεκτή δίχως όρκο, η απλή παρουσία τους έκανε όποιον συνόδευαν απαραβίαστο (ακόμη και κατάδικοι απαλάσσονταν εάν τις αντίκριζαν έστω και συμπτωματικά), ενώ η όποια εναντίον τους προσβολή επέφερε την ποινή του θανάτου. Από την άλλη, η παραβίαση του όρκου παρθενίας τους, ως απειλή για την ασφάλεια της πόλεως, τιμωρείτο με δημόσια μαστίγωση και θάνατο, τόσο της ένοχης ιέρειας όσο και του συνενόχου της (κάτι που βεβαίως συνέβη μόνον 20 φορές στους 11 αιώνες συνεχούς λατρείας της Θεάς). Η θητεία των «Βεσταλών» διαρκούσε 30 έτη, μετά από τα οποία είχαν αυτές το πλήρες δικαίωμα γάμου, αφού όμως πρώτα υπέβαλαν την παραίτησή τους από το ιερατικό αξίωμα.
Κάθε 1η του μηνός Μαρτίου, οι ρωμαϊκές οικογένειες είχαν καθήκον να σβήσουν το ιερό τους πυρ και ν’ ανάψουν αμέσως ένα νέο, αποφεύγοντας όμως να χρησιμοποιήσουν τσακμακόπετρα και ατσάλι. Οι επιτρεπόμενη διαδικασία ήταν είτε να συγκεντρώνουν τις ηλιακές ακτίνες σ’ ένα κάτοπτρο, είτε να τρίβουν γρήγορα μεταξύ τους δύο τμήματα ξύλου ορισμένου πάντοτε είδους και κατά κανόνα από οπωροφόρο δένδρο.
Ο κυκλικός Ναός της Θεάς Βέστα στην Ρώμη
Η Θεά ετιμάτο με μεγάλες θυσίες στις 25 Μαρτίου, αλλά και καθημερινά από τις «Βεστάλες» ιέρειες με προσφορά τροφής σε πήλινο πιάτο και πάντοτε μετά από τον καθημερινό καθαρμό του Ναού της με πηγαίο νερό. Κατά την μεγάλη επώνυμη εορτή της, στις 9 Ιουνίου (τα λεγόμενα «Βεστάλια», «Vestalia», που αποτελούσαν ημέρα αργίας για τους αρτοποιούς και τους μυλωθρούς) όλα τα γαϊδούρια, στεφανώνονταν, όπως και οι μύλοι, με άνθη και απαλάσσονταν από κάθε εργασία. Στα «Βεστάλια», οι πατρίκιες σχημάτιζαν ξυπόλητες μεγάλη πομπή προς τον Ναό της Θεάς, μεταφέροντας σε αυτήν προσφορές τροφίμων σε πήλινους δίσκους σε ανταπόδοση της μεγάλης ευλογίας της Θεάς στην οικογενειακή ζωή και εν γένει στον ανθρώπινο Πολιτισμό.
Ιερό ζώο της Βέστα ήταν ο γάϊδαρος, δείγμα του πανάρχαιου και της αυτοχθονίας της λατρείας της στην ιταλική γη (σύμφωνα με τον Οβίδιο, «Fasti, 6.319 ff», η Βέστα, που είχε ορκιστεί να παραμείνει για πάντα παρθένα, αρνηθείσα τόσο τον Θεό Ποσειδώνα όσο και τον Θεό Απόλλωνα, κινδύνευσε κάποτε να βιασθεί από την γονιμική θεότητα Πρίαπο, όμως την έσωσε το ογκάνισμα ενός γαϊδάρου). Η λατρεία της Θεάς κατεστράφη από τον χριστιανό αυτοκράτορα Γρατιανό το έτος 382.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου