Γύρω από το έγκλημα στην ουσία περιστρέφεται ολόκληρος ο κόσμος του εγκληματία και ο κόσμος του θύματος. Κι όλα αυτά διέρχονται από την αγωνιώδη αναζήτηση για την εξιχνίαση του εγκλήματος, ένα στοιχείο που εξάπτει τη φαντασία των αναγνωστών και δημιουργεί μια υπερδιέγερση (η οποία μοιάζει σχεδόν ερωτική).
Αυτή η ηδονική διάσταση της εξιχνίασης συναντάται αρκετές φορές και στην ίδια την φύση του εγκλήματος, αφού συχνά ένα έγκλημα διεγείρει το θυμικό του ανθρώπου και εκτονώνει τα ένστικτά του, δημιουργεί δηλαδή μια παράλογη, άγρια, βίαιη, ενστικτώδη ηδονή.
Ωστόσο εδώ δεν θα αναφερθώ στην ενστικτώδη επιθετική φύση του ανθρώπου αλλά θα εστιάσω στην διασύνδεση του εγκλήματος με τον ψυχισμό των ανθρώπων και με την δομή, την κουλτούρα και την ιδεολογία της κοινωνίας στην οποία διαπράττεται. Ξεκινώντας από την προφανή διαπίστωση πως η σχέση μεταξύ των ψυχικών διεργασιών ενός εγκλήματος και των κοινωνικών διεργασιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη.
Το έγκλημα είναι μια αντανάκλαση του κοινωνικού στο ψυχικό και συνίσταται σε μια ανατροφοδοτούμενη αλληλουχία μεταξύ τους.
Εντούτοις τα εγκλήματα που συμβαίνουν στον ψυχισμό προηγούνται των εγκλημάτων που διαπράττει κάποιος σε βάρος των άλλων.
Ένας εγκληματίας πρώτα έχει σκοτώσει κάτι μέσα του και μετά εγκληματεί.
Αυτή η πιο βαθιά διάσταση του εγκλήματος είναι που κάνει μυστήρια την φύση του και συνάμα βεβαίως προκλητική είναι και η αίσθηση πως το έγκλημα διαταράσσει την τάξη, την αίσθηση της ασφάλειας και της ενότητας.
Αυτή η διασάλευση της τάξης είναι ασφαλώς ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τον ικανό και μυστηριώδη ντετέκτιβ που θα εξιχνιάσει το έγκλημα, διότι επενδύουν επάνω του την ανάγκη αποκατάστασης της τάξης, την δικαίωση και εν τέλει την νίκη του καλού ενάντια στο κακό.
Σε αυτή την περίπτωση τα αστυνομικά μυθιστορήματα μοιάζουν λίγο με τα παραμύθια των παιδικών μας χρόνων τα οποία πραγματευόταν, με διαφορετικούς τρόπους βέβαια, την νίκη του καλού ενάντια στο κακό και την ψυχική διαδρομή των ηρώων μέχρι την αποκατάσταση της τάξης.
Ωστόσο αυτή η ξεκάθαρη και ίσως απλοϊκή εικόνα αναρωτιέμαι πόσο χωράει στον σημερινό χαοτικό κόσμο που ζούμε; Ίσως γι’ αυτό έχει αλλάξει ρότα και το αστυνομικό μυθιστόρημα προς την κατεύθυνση του μυστηρίου και της ασυνείδητης φύσης του ανθρώπινου ψυχισμού και παράλληλα των καταγραφών του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Αντανακλώντας φυσικά την χαοτική και συνάμα κατακερματισμένη εικόνα των σύγχρονων κοινωνιών. Σήμερα το έγκλημα δημιουργείται από επικίνδυνες απωθήσεις, είναι τυφλό, αποσυνδέεται από τις κοινωνικές του εκφάνσεις (όπως για παράδειγμα συνέβαινε με τα εγκλήματα τιμής) και διασυνδέεται όλο και περισσότερο με την εσωτερική σύγχυση, τη μοναξιά, την θυματοποίηση, την διαστροφή, κ.ο.κ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το έγκλημα και η εξιχνίασή του στις γραμμές ενός αστυνομικού μυθιστορήματος δεν έχει χαρακτήρα αποκατάστασης της τάξης, ούτε νοηματοδοτήσεις σχετικές με αυτή. Δεν αποσκοπεί να δώσει απαντήσεις, ούτε να δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφάλειας. Δεν οδηγεί στην κάθαρση, ούτε με ψυχικούς, ούτε με κοινωνικούς όρους. Η αλήθεια αυτών των «λογοτεχνικών» εγκλημάτων διαπερνά την υποκειμενικότητα των πρωταγωνιστών, σαν να στήνεται μια πραγματεία που μελετά τον ψυχισμό και το ασυνείδητο όσων συμμετέχουν, του δράστη, του θύματος κι όσων το εξερευνούν και παράλληλα ακτινογραφεί το κοινωνικό σώμα.
Ομολογουμένως μια δύσκολη μελέτη είναι αυτή, να μελετάς τον ψυχισμό των ανθρώπων, τα σκοτεινά τους βάθη και τα ανεπεξέργαστα κομμάτια τους. Αυτό που με άλλους τρόπους εξερευνούμε και στο πεδίο της ψυχοθεραπευτικής πράξης.
Μιλώντας προσωπικά και αντιλαμβανόμενος την ανάγκη ύπαρξης αυτών των μυθιστορημάτων θεωρώ πως λειτουργούν σαν να κορφολογούν την εικόνα του ανθρώπου και της κοινωνίας και μέσα από αυτή τη διαδικασία κατά κάποιο τρόπο να βοηθούν στην ανάπτυξή τους.
Αναδεικνύοντας και προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν τις εσωτερικές διεργασίες, μέσα από τις χαοτικές διαδρομές του ψυχισμού και συνάμα να τις τοποθετήσουν στον κατακερματισμένο χώρο του κοινωνικού, μας βοηθούν να καθρεφτίσουμε την εικόνα μας.
Στις σελίδες ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, μέσα από την δυναμική των γεγονότων, των εμπειριών και των συναισθημάτων που εξελίσσονται, μπορούμε να αντικρύσουμε δικά μας κομμάτια, να ανιχνεύσουμε τις διεργασίες του ψυχισμού μας, να κατανοήσουμε το βάθος και το εύρος της ανθρώπινης συνείδησης. Παράλληλα θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις κοινωνικές συνιστώσες, τους παράγοντες, τις επιταγές, τους περιορισμούς και τις γενικότερες συνθήκες που γεννούν ένα έγκλημα.
Η κουβέντα γύρω από το έγκλημα και η ανάγνωση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος δεν δίνει βέβαια μόνο απαντήσεις, θέτει επίσης πολλά ερωτήματα, τα οποία βάζουν τον άνθρωπο σε μια αναστοχαστική διάθεση: Το έγκλημα είναι παράγωγο της ανθρώπινης φύσης; Συνιστά μια δράση που κορυφώνεται ενστικτωδώς; Είναι μια κοινωνική κατασκευή; Αφορά τους μύθους, τις πολιτισμικές προσλαμβάνουσες και την κουλτούρα κάθε κοινωνίας; Θα μπορούσαν να υπάρχουν κοινωνίες δίχως έγκλημα; Τι καθορίζει την δομή των εγκλημάτων και τις οριοθετήσεις του;
Αυτά κι άλλα πολλά είναι τα ερωτήματα που σαφώς έχουν δύσκολες, υποκειμενικές, διαπολιτισμικές, αλλά και πανανθρώπινες απαντήσεις.
Αυτό όμως που είναι σημαντικό και διαπλέκεται με το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων είναι πως το έγκλημα σήμερα τείνει να μην έχει πρόσωπο. Όπως τείνουν να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι κι όπως εξελίσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Απρόσωπα, ψηφιακά, δίχως συναισθήματα, από-αϋλοποιημένες και σχεδόν απανθρωποποιημένες.
Η δε πλοκή μιας ιστορίας γίνεται όλο και πιο ασαφής χάνει τις ιστορικές και τις γενεαλογικές της συνάφειες, όπως ακριβώς τις χάνουν και οι σημερινοί άνθρωποι.
Κάθε έγκλημα όμως ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιεί κανείς έχει μια γενεαλογία, ένα ιστορικό υπόβαθρο κι εξελίσσεται στο βιογραφικό συνεχές του ανθρώπου, έχει δηλαδή μια συγκεκριμένη πλοκή, η οποία υφαίνεται στον οριζόντιο και στον κάθετο άξονα της ζωής του ανθρώπου (στην γενεαλογία του, στα μοτίβα σχέσεων, στις προσδοκίες, στις πεποιθήσεις, στα αξιώματα, στις αξίες, στις αρχές, στην γενικότερη κουλτούρα ανατροφής του, κ.ο.κ.).
Επίσης, κάθε έγκλημα δομείται και ανασύρει παράλληλα κάποιες εσωτερικές αντιφάσεις και ανισορροπίες (όπως π.χ. σκοτώνω κάποιον επειδή τον αγαπάω, όπως συμβαίνει στα εγκλήματα πάθους) και λειτουργεί ως ένας εξ-ισορροπιστής, μέσα από την εκδραμάτιση (διότι το έγκλημα είναι συνήθως μια μορφή εκδραμάτισης, καθώς ανοίγει την πόρτα στο απωθημένο).
Θα πρόσθετα ακόμη πως δεδομένης της ανάγκης κάθε ψυχισμού να ποιεί τον εαυτό του, ο εαυτός έχει δηλαδή μια αυτό-ποιητική διάσταση, ένας τραυματισμένος ψυχισμός, ένας ψυχισμός που δεν καταφέρνει να επουλώσει τις εσωτερικές του πληγές, πιθανότατα να ποιεί εγκλήματα.
Αφήνω για το τέλος την αγάπη μου για τις λέξεις. Οι λέξεις είναι ο κόσμος με τον οποίο συναντιούνται οι άνθρωποι. Είναι επομένως κι ο κόσμος που συνθέτει και ανασυνθέτει στην δική μου οπτική και τον κόσμο της ψυχοθεραπείας. Ακούγοντας τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο κάθε θεραπευόμενος είναι σαν να ακούω κάτι από την ψυχή του, σαν να μου επιτρέπει να ταξιδέψω στο ασυνείδητο, να γνωριστώ με τις απωθήσεις του, να συγχρονιστώ με το είναι του.
Οι λέξεις προσδιορίζουν επίσης τα στερεότυπα και τις πεποιθήσεις που κουβαλούν οι άνθρωποι για τις ζωές τους και υφαίνουν το υπαρξιακό τους νόημα. Γι’ αυτό είναι σημαντικές οι λέξεις κι ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται στον λόγο κάθε ανθρώπου.
Αυτές τις διαδρομές στον ανθρώπινο λόγο παρακολουθούμε και στην δομή κάθε αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο λόγος είναι το βασικότερο τεκμήριο της αλήθειας, τουλάχιστον στην διαδικασία της ανάγνωσης, ακόμη και σήμερα που τα μέσα εξιχνίασης ενός εγκλήματος είναι πολλά κι έχουν συμμάχους την επιστήμη.
Αν έχουν επομένως κάτι ελπιδοφόρο τα αστυνομικά μυθιστορήματα αυτό συντίθεται όχι τόσο πολύ από την αίσθηση της αποκατάστασης της τάξης ή την γνωριμία με το ασυνείδητο, αλλά τη δυνατότητα που σου δίνουν να «ακούς», να αφουγκράζεσαι, να συμμετέχεις ενεργά κι ολόψυχα.
Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να δούμε μια άλλη κατηγορία εγκλημάτων, αυτά που διαπράττουμε στον ύπνο μας. Συμβαίνει πολλές φορές να βλέπουμε στα όνειρά μας έναν φόνο. Γινόμαστε μάρτυρες ενός φονικού, διαπράττουμε εμείς οι ίδιοι ένα έγκλημα ή είμαστε τα θύματα. Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση, ποια είναι η δυναμική των ονείρων και πως αποκωδικοποιείται το μήνυμα που κουβαλούν. Τι μπορεί να ανασύρει από το ασυνείδητό μας ένα έγκλημα.
Ο Φρόιντ έκανε την πολύ σημαντική ανακάλυψη της έννοιας του ασυνειδήτου, όπου συνοπτικά υποστηρίζει την ύπαρξή του στη σύγκρουση ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει. Οι επιθυμίες ενός ατόμου που δεν ικανοποιούνται από την ώρα που γεννιέται, αλλά και οι τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να έχει, από κακοποιήσεις σωματικές, ψυχικές κλπ. απωθούνται, καταγράφονται, φυλακίζονται στο απωθημένο, το ασυνείδητο.
Ο Φρόιντ έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να έρθει στην επιφάνεια το ασυνείδητο είναι τα όνειρα, που τα χαρακτήρισε ως τη βασιλική οδό, αλλά και με το χιούμορ, ή επίσης τις παραπραξίες και τα λεκτικά λάθη. Μέσα λοιπόν από τέτοιες ασυνείδητες πράξεις βγαίνει στην επιφάνεια το απωθημένο, η βαθύτερη ανάγκη, η επιθυμία. Όπως βεβαίως το ασυνείδητο έρχεται στην επιφάνεια με τα όνειρα μπορεί να έρθει και με την τέχνη, σε όλες τις μορφές της, κυρίως όταν αυτές έχουν διάρκεια.
Σε σχέση με τα όνειρα, ο Φρόιντ υποστήριζε ότι το όνειρο είναι αντι-τραυματικό. Δεν πληγώνει ακόμα και όταν είναι εφιάλτης. Όταν για παράδειγμα έπειτα από ένα καβγά βλέπει κάποιος στο όνειρό του πως σκοτώνει τον αντίδικο, αυτό σημαίνει πως το όνειρο έχει αναλάβει να αποφορτίσει το υποκείμενο ικανοποιώντας του αυτή την ασυνείδητη επιθυμία μου να τον τιμωρήσει. Ενώ λοιπόν το όνειρο είναι εφιαλτικό, στον ονειρευτή δίνει μια ανακούφιση.
Πολλές φορές επίσης βλέπουμε πως αγαπημένα μας πρόσωπα παθαίνουν κάτι, ένα ατύχημα, μια ασθένεια ή μια απρόκλητη επίθεση. Ωστόσο δεν είναι απαραίτητο ότι υπάρχει θυμός που εξελίσσεται στη διάρκεια εκείνης της μέρας ή εκείνης της ώρας πριν το όνειρο, αλλά μια παλιά απωθημένη ιστορία η οποία έρχεται από το ασυνείδητό μας, γιατί ενδεχομένως ως εκκρεμότητα δεν έχει λήξει ακόμη.
Έτσι λοιπόν μέσω του ονείρου εκπληρώνουμε μια βαθιά επιθυμία, η οποία παράλληλα μπορεί να είναι και ενοχική.
Σε οποιαδήποτε μορφή κι αν σας επισκεφτεί ένα όνειρο, ακόμα και αν είναι εφιάλτης, θα πρέπει να αναζητάτε σε αυτό τι επιχειρεί να ικανοποιήσει, ποια δηλαδή απωθημένη επιθυμία φέρνει στην επιφάνεια. Το γιατί βέβαια σε ονειρική μορφή γινόμαστε κάτι που δεν επιθυμούμε συνειδητά θα πρέπει να το αναζητήσουμε, μακριά από φόβους και ενοχές, στο γεγονός πως όλοι οι άνθρωποι έχουν επιθετικά συναισθήματα. Ανεξάρτητα από το ηθικό αξιακό πλέγμα του καθενός στον ανθρώπινο ψυχισμό συνυπάρχουν το ένστικτό της ζωής και το ένστικτο του θανάτου.
Το μεν ένα έχει σχέση με τον έρωτα, την παραγωγή ζωής και την οργανικότητα της, ενώ τα επιθετικά συναισθήματα ή το ένστικτο του θανάτου αποβλέπει στο πώς να καταστρέψει αυτή την οργανικότητα, με πολέμους, αυτοκτονίες, την αυτοκαταστροφική διάθεση, ή ακόμη και την εκδήλωση ενός αυτοάνοσου νοσήματος που επίσης είναι μια μορφή επιθετικότητας ενάντια στον εαυτό, κλπ.
Ίσως αυτή η ερμηνεία να εξηγεί την υποσυνείδητη ροπή των αναγνωστών προς τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αφού έτσι κι αλλιώς γνωρίζουμε πως κάθε μορφή τέχνης έχει μια αντίστοιχη των ονείρων λειτουργία στις ψυχικές διεργασίες των ανθρώπων. Κάθε μορφή τέχνης μας φέρνει μπροστά στα υπαρξιακά ερωτήματα και τις βαθύτερες ανάγκες μας, ακόμη και σε μη συνειδητό επίπεδο. Κι αυτό γιατί η τέχνη με τις αφαιρετικές της σημασίες αφήνει το περιθώριο και βάζει το πλαίσιο για προσωπικούς αναστοχασμούς και νοηματοδοτήσεις.
Κλείνοντας θέλω να τονίσω ότι η σχέση του αστυνομικού μυθιστορήματος με την ψυχοθεραπεία είναι βαθιά και πολύπλοκη, καθώς και τα δύο πεδία ασχολούνται με την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, των κινήτρων και των συναισθημάτων.
Το προφίλ και τα χαρακτηριστικά του εγκληματία, η ανάλυση των κινήτρων που οδηγούν στο έγκλημα και η ανάδυση των περιβαλλοντικών παραγόντων που το παράγουν είναι μερικά από τα στοιχεία που διατρέχουν και την ψυχοθεραπευτική πράξη αρκεί βέβαια στη θέση της λέξης έγκλημα να τοποθετήσει κανείς ένα οποιοδήποτε ψυχοσωματικό σύμπτωμα, μια ψυχική δυσλειτουργία ή ασθένεια.
Προφανώς οι διαδρομές ανάλυσης στην μία και στην άλλη περίπτωση είναι διαφορετικές, ωστόσο πολλές φορές ένας ψυχοθεραπευτής λειτουργεί ως ντεντέκτιβ, αφού διερευνά, αναζητά και εξιχνιάζει τις ζωές των ανθρώπων κι από την άλλη ένας ντεντέκτιβ διαπερνά τις έρευνές του μέσα από ένα ψυχολογικό πρίσμα.
Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί ποια είναι τα κίνητρα να γίνει κάποιος ψυχοθεραπευτής, έχω κάνει τις δικές μου ερμηνείες σε γενικό και ειδικό επίπεδο και κατ’ αυτή την έννοια αναρωτιέμαι τι κάνει έναν συγγραφέα να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα.
Σίγουρα πάντως βεβαιώνομαι ότι όσο περισσότερο ζεις συνειδητά, ωριμάζεις και εναρμονίζεται το μέσα με το έξω σου, τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι από τον ενστικτώδη εαυτό και από το έγκλημα, ίσως και από την στείρα ανάγνωση των αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Ο Χατζηδάκης διάβαζε αστυνομικά μυθιστορήματα στο αεροπλάνο, επειδή φοβότανε. Όταν σταμάτησε να φοβάται σταμάτησε να τα διαβάζει.
Ίσως διαβάζοντας ιστορίες εγκλημάτων έχουμε ανάγκη την συνάντηση με το κακό και φυσικά την ανάγκη της εξιχνίασης του, μιας κι όλοι εν δυνάμει μπορούμε να είμαστε εγκληματίες. Οπότε σε αυτή την περίπτωση η ανάγνωση λειτουργεί καθρεπτικά, ίσως και καθαρτικά.
Αυτού του είδους η κάθαρση μας παραπέμπει και στις κοινωνιολογικές αναλύσεις ενός εγκλήματος, καθόσον αυτό γνωρίζουμε πως παράγεται και αναπαράγεται μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες. Το έγκλημα συνήθως καθρεπτίζει τις διαταραγμένες σχέσεις μιας κατακερματισμένης κοινωνίας. Και δια μέσου του αρχαιότερου αμαρτήματος, δια χειρός Κάιν, δηλαδή του φόνου, οι λογοτέχνες αυτού του είδους, κάνοντας τον φόνο τέχνη καταφέρνουν να μορφοποιήσουν πολλές από τις ψυχικές και κοινωνικές διεργασίες που συνθέτουν τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι πολλές διαστάσεις ενός φόνου αντικατοπτρίζουν με άλλα λόγια τις αντίστοιχες λειτουργίες ενός κοινωνικού συνόλου, σαν η εικόνα ενός εγκλήματος να απεικονίζει την ίδια την κοινωνία.
Η διάσταση εντούτοις του φόνου ως αμάρτημα, μέσα από την ανάγνωση εγκλημάτων που διαπράττουν οι άλλοι, τοποθετούν τον αναγνώστη στους καθαρούς. Το έγκλημα βάζει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των καλών και των κακών. Ο άλλος (ο εγκληματίας) κάνει εμάς να φαινόμαστε καλοί. Το έγκλημα κατά κάποιο τρόπο συσπειρώνει και δίνει ταυτότητα στο καλό. Ωστόσο αυτού του είδους οι ταυτότητες έχουν πάντα μια πλάνη.
Αυτή την ασφάλεια ήρθε έτσι κι αλλιώς να διαταράξει η τυφλή βία των μεγαλουπόλεων, καθώς και η τρομακτική διάσταση των εγκλημάτων, οι μορφές των οποίων αφενός γίνονται όλο και πιο απρόσωπες κι αφετέρου χάνουν κάθε νοηματοδότηση με την οποία μπορεί να επενδυόταν παλιότερα.
Αυτή η τυφλή και βίαιη εικόνα των εγκλημάτων κάνει περισσότερο αναγκαία την στροφή και των αστυνομικών μυθιστορημάτων από το ποιος είναι ο δολοφόνος, στο ποιες συνθήκες κάνουν έναν δολοφόνο, ποια είναι τα κίνητρα και οι βαθύτερες αιτιάσεις ενός εγκλήματος και τι ακριβώς συμβαίνει στην ψυχοσύνθεση των δραστών.
Παρά ταύτα και παρά την πολυπλοκότητα της φύσης ενός εγκλήματος, αυτό που απομένει είναι πως ελλείψει άλλων πόρων, ψυχικών, κοινωνικών, οικονομικών, κ.α. ένα έγκλημα επιχειρεί να στήσει μια γέφυρα συνύπαρξης, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο.
Το έγκλημα καθρεφτίζει συνήθως αυτές τις ορατές και αόρατες ελλείψεις και επιχειρεί σχεδόν αυτοκαταστροφικά να τις καλύψει. Εξάλλου πριν από κάθε έγκλημα έχει διαπραχθεί ένα εσωτερικό έγκλημα, κάτι έχει πληγεί αντίστοιχα μέσα στον ψυχισμό του δράστη, ίσως και θανάσιμα, κάτι δηλαδή έχει σκοτώσει ο ίδιος μέσα του, όπως προανάφερα. Επιπλέον επειδή η ταυτότητα δομείται από την ετερότητα, όταν σκοτώνω τον άλλο, σκοτώνω την δυνατότητα να δω, να αναγνωρίσω, να κατανοήσω τον εαυτό μου.
Αυτό συμβαίνει κυρίως στα εγκλήματα πάθους. Εκεί όπου η συγχώνευση της προσωπικότητας μέσα στη σχέση είναι κυρίαρχη.
Οι γυναικοκτόνοι παραδείγματος χάρη είναι συνήθως αδύναμοι και ανώριμοι άντρες οι οποίοι έχουν ταυτίσει την ύπαρξή τους με τη γυναίκα/τροφό, μέσα βεβαίως από το πρίσμα της πατριαρχίας, με το οποίο ενώ βλέπουν την γυναίκα ως αξιωματικά κατώτερη και προσωπικό τους κτήμα είναι απολύτως εξαρτημένοι από αυτή. Κι όταν απειλούνται πως θα τη χάσουν τότε μπορεί να φτάσουν ακόμη και στο έγκλημα.
Θα αναφερθώ τέλος σε μια κρυμμένη πτυχή των εγκλημάτων αυτή που παρουσιάζεται ως μια μορφή τέχνης, καθώς υπάρχουν πληθώρα βιβλία στην εγχώρια και στη διεθνή βιβλιογραφία που αναφέρονται σε αυτή την διάσταση.
Το έγκλημα πολλές φορές απαιτεί ευστροφία, όπως φυσικά και η εξιχνίασή του.
Η ικανότητα να είσαι εγκληματίας είναι μια έννοια που δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς, ωστόσο υπάρχουν εγκλήματα που τα διαπράττουν ευφυείς άνθρωποι, όπως συμβαίνει παραδείγματος χάρη στην αληθινή ιστορία πίσω από την ταινία «πιάσε με αν μπορείς» με τους Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Τομ Χανκς.
Κανένα έγκλημα βέβαια δεν είναι οργανωμένο στην εντέλεια, πάντα υπάρχει κάτι, όπως ακριβώς και στην ανθρώπινη φύση, που θα ξεφύγει και ίσως προδώσει τον εγκληματία. Εκεί εδράζεται αυτό το όμορφο και διαρκές μπρα-ντε-φερ μεταξύ του δράστη και του δαιμόνιου ντεντέκτιβ, σε μια διαδρομή που την ενώνει ένα έγκλημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου