Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΡΟΣ

ΠΛ Φαιδρ 258d–259d

Η δημιουργία του γένους των τζιτζικιών και η σχέση τους με τις Μούσες

Στο υπόλοιπο μέρος της παλινωδίας του (βλ. σχετικά ΠΛ Φαιδρ 243e–247c) ο Σωκράτης ύμνησε τον έρωτα ως την άριστη μανία και εξέτασε την ποικιλότροπη επίδρασή του στους διαφορετικούς χαρακτήρες και ψυχές. Ενθουσιασμένος από τον δεύτερο λόγο του, ο Φαίδρος εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για την ικανότητα του λογογράφου Λυσία να απαντήσει με μια εξίσου ποιοτική δευτερολογία. Ο Σωκράτης απάντησε ότι κακή και κατακριτέα δεν είναι η ίδια η τέχνη του λογογράφου, αλλά το να μη μιλάει και να μη γράφει κανείς καλά.


ΣΩ. Τίς οὖν ὁ τρόπος τοῦ καλῶς τε καὶ μὴ γράφειν;
δεόμεθά τι, ὦ Φαῖδρε, Λυσίαν τε περὶ τούτων ἐξετάσαι καὶ
ἄλλον ὅστις πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει, εἴτε πολιτικὸν
σύγγραμμα εἴτε ἰδιωτικόν, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ
μέτρου ὡς ἰδιώτης;

[258e] ΦΑΙ. Ἐρωτᾷς εἰ δεόμεθα; τίνος μὲν οὖν ἕνεκα κἄν
τις ὡς εἰπεῖν ζῴη, ἀλλ’ ἢ τῶν τοιούτων ἡδονῶν ἕνεκα; οὐ
γάρ που ἐκείνων γε ὧν προλυπηθῆναι δεῖ ἢ μηδὲ ἡσθῆναι,
ὃ δὴ ὀλίγου πᾶσαι αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἔχουσι· διὸ καὶ
δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται.

ΣΩ. Σχολὴ μὲν δή, ὡς ἔοικε· καὶ ἅμα μοι δοκοῦσιν ὡς
ἐν τῷ πνίγει ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν οἱ τέττιγες ᾄδοντες καὶ
[259a] ἀλλήλοις διαλεγόμενοι καθορᾶν καὶ ἡμᾶς. εἰ οὖν ἴδοιεν καὶ
νὼ καθάπερ τοὺς πολλοὺς ἐν μεσημβρίᾳ μὴ διαλεγομένους
ἀλλὰ νυστάζοντας καὶ κηλουμένους ὑφ’ αὑτῶν δι’ ἀργίαν
τῆς διανοίας, δικαίως ἂν καταγελῷεν, ἡγούμενοι ἀνδράποδ’
ἄττα σφίσιν ἐλθόντα εἰς τὸ καταγώγιον ὥσπερ προβάτια
μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν· ἐὰν δὲ ὁρῶσι
διαλεγομένους καὶ παραπλέοντάς σφας ὥσπερ Σειρῆνας
[259b] ἀκηλήτους, ὃ γέρας παρὰ θεῶν ἔχουσιν ἀνθρώποις διδόναι,
τάχ’ ἂν δοῖεν ἀγασθέντες.

ΦΑΙ. Ἔχουσι δὲ δὴ τί τοῦτο; ἀνήκοος γάρ, ὡς ἔοικε,
τυγχάνω ὤν.

ΣΩ. Οὐ μὲν δὴ πρέπει γε φιλόμουσον ἄνδρα τῶν τοιούτων
ἀνήκοον εἶναι. λέγεται δ’ ὥς ποτ’ ἦσαν οὗτοι ἄνθρωποι τῶν
πρὶν Μούσας γεγονέναι, γενομένων δὲ Μουσῶν καὶ φανείσης
ᾠδῆς οὕτως ἄρα τινὲς τῶν τότε ἐξεπλάγησαν ὑφ’ ἡδονῆς,
[259c] ὥστε ᾄδοντες ἠμέλησαν σίτων τε καὶ ποτῶν, καὶ ἔλαθον
τελευτήσαντες αὑτούς· ἐξ ὧν τὸ τεττίγων γένος μετ’ ἐκεῖνο
φύεται, γέρας τοῦτο παρὰ Μουσῶν λαβόν, μηδὲν τροφῆς
δεῖσθαι γενόμενον, ἀλλ’ ἄσιτόν τε καὶ ἄποτον εὐθὺς ᾄδειν,
ἕως ἂν τελευτήσῃ, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλθὸν παρὰ Μούσας
ἀπαγγέλλειν τίς τίνα αὐτῶν τιμᾷ τῶν ἐνθάδε. Τερψιχόρᾳ
μὲν οὖν τοὺς ἐν τοῖς χοροῖς τετιμηκότας αὐτὴν ἀπαγγέλ-
[259d] λοντες ποιοῦσι προσφιλεστέρους, τῇ δὲ Ἐρατοῖ τοὺς ἐν τοῖς
ἐρωτικοῖς, καὶ ταῖς ἄλλαις οὕτως, κατὰ τὸ εἶδος ἑκάστης
τιμῆς· τῇ δὲ πρεσβυτάτῃ Καλλιόπῃ καὶ τῇ μετ’ αὐτὴν
Οὐρανίᾳ τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ διάγοντάς τε καὶ τιμῶντας τὴν
ἐκείνων μουσικὴν ἀγγέλλουσιν, αἳ δὴ μάλιστα τῶν Μουσῶν
περί τε οὐρανὸν καὶ λόγους οὖσαι θείους τε καὶ ἀνθρωπίνους
ἱᾶσιν καλλίστην φωνήν. πολλῶν δὴ οὖν ἕνεκα λεκτέον τι
καὶ οὐ καθευδητέον ἐν τῇ μεσημβρίᾳ.

ΦΑΙ. Λεκτέον γὰρ οὖν.

***
ΣΩ. Ποιος είναι λοιπόν o τρόπος του να γράφη κανείς καλά ή όχι; Έχομε ανάγκη, Φαίδρε, να εξετάσωμε γι' αυτά το Λυσία και άλλον κανέναν, που έγραψε ποτέ τίποτε ή θα γράψη είτε πολιτικό είτε ιδιωτικό σύγγραμμα, έμμετρο, σαν ποιητής, ή χωρίς μέτρο, σαν πεζογράφος;

ΦΑΙ. Και ρωτάς αν έχωμε ανάγκη; Και για ποιο πράγμα λοιπόν, να πω έτσι, θα ζούσε κανείς, αν όχι για τέτοιες ηδονές; Όχι βέβαια για κείνες που χρειάζεται κανείς πρώτα να στενοχωρηθή, γιατί αλλιώς δεν μέλλει να χαρή, πράγμα δα που όλες σχεδόν οι σωματικές ηδονές το έχουν∙ γι' αυτό και σωστά ειπώθηκαν δουλικές.

ΣΩ. Και όσο για καιρό δα έχομε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μου φαίνονται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύν κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νου μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτε δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εχτίμηση.

ΦΑΙ. Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.

ΣΩ. Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχη ακούσει αυτά τα πράγματα. Να, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί απ' αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιουν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε από τότε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες, δηλαδή να μην έχη αφ' ότου γεννηθή καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώη και να πίνη, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάη ως που θα πεθάνη, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνη είδηση ποιος από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιαν απ' αυτές τιμάει. Και να, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοι την ετίμησαν, κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια· όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μια. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία, που έρχεται έπειτα απ' αυτήν, αγγέλλουν εκείνους που περνούνε τη ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη. Αυτές δα είναι που πιο πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφώτερη φωνή. Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.

ΦΑΙ. Πρέπει λοιπόν να μιλήσωμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου