Η κατηγορία κατά του Σωκράτους υπό του Μελήτου, Ανύτου και Λύκωνος έγινε το έτος - 399. Η δίκη/γραφή επεδόθη στον γραμματέα του άρχοντος βασιλέως και είχε ως εξής:
ΑΔΙΚΕΙ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΟΥΣ Η ΠΟΛΙΣ ΝΟΜΙΖΕΙ ΘΕΟΥΣ
ΟΥ ΝΟΜΙΖΩΝ,
ΕΤΕΡΑ ΔΕ ΚΑΙΝΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΕΙΣΗΓΟΥΜΕΝΟΣ.
ΑΔΙΚΕΙ ΔΕ ΚΑΙ ΝΕΟΥΣ ΔΙΑΦΘΕΙΡΩΝ.
ΤΙΜΗΜΑ ΘΑΝΑΤΟΣ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ "ΝΟΜΙΖΩ" ΚΑΙ
ΤΟΥ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ "ΔΙΚΗ"
Νομίζω (εκ του Νόμου):
1. παραδέχομαι, αναγνωρίζω τι ως νόμον, νόμιμον έθιμον, ακολουθώ, τηρώ συνήθεια τινά, έχουσα την δύναμιν του νόμου, του έθους.
2. επί νομοθέτου, θεσπίζω
3. μετ’ αιτ. θεωρώ, πιστεύω, φρονώ
4. με απαρέμφ. μέλλοντος = φρονώ
Δίκη (η):
1. έθος, έθιμον, συνήθεια
2. η κανονική τάξις των πραγμάτων
3. τα κατά παράδοσιν νόμιμα, η επί του δικαίου βασιζομένη τάξις,
αντίθ. βία
4. Δίκην λέγω - αγορεύω επί δικαζομένης υποθέσεως
5. Δίκην λαγχάνω τινί - κινώ δίκην κατά τινος, ενάγω
6. Δίκην διδόναι - τιμωρούμαι
7. Δίκην λαμβάνω - εκδικούμαι
(Δ. Δημητράκου Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης).
Ο Μέλητος ανήκε στον δήμο Πιτθέος. Όταν κατηγόρησε τον Σωκράτη ήτο νεαρός και άσημος. Ο Σωκράτης με την λεπτή του ειρωνία περιπαίζει την απειρία του Μελήτου, ο οποίος δεν φρόντισε να μάθη τα της ανατροφής των νέων. Ο Μέλητος ήτο επίδοξος ποιητής, όπως και ο πατέρας του, πλην όμως αμφότεροι άσημοι και αδόκιμοι. Τον λόγο του Μελήτου λέγεται ότι τον έγραψε ο διάσημος Αθηναίος δεινός ρήτωρ και λογογράφος Πολυκράτης.
Ο Άνυτος ήτο υιός του Ανθεμιώνος και επήρε άριστη παιδεία, ώστε οι Αθηναίοι τον ανεβίβασαν στα ύπατα αξιώματα της πολιτείας. Ο πατέρας του ήτο βυρσοδέψης και ανήκε στην τάξι των τεχνητών. Εν τούτοις οι Αθηναίοι τον έκαμαν στρατηγόν και τον έστειλαν με 30 πλοία στην Πύλο το - 409, όταν αυτή επολιορκείτο από τους Λακεδαιμονίους.
Η θαλασσοταραχή δεν του επέτρεψε να φθάση εγκαίρως και όταν επέστρεψε οι Αθηναίοι το εδίκασαν για προδοσία. Ο Άνυτος όμως εδέκασε τους δικαστάς και έφυγε από τας Αθήνας επί των Τριάκοντα. Είναι η πρώτη περίπτωσις δεκασμού των δικαστών και ίσως και η μοναδική. Αργότερα επέστρεψε με τούς δημοκρατικούς και κατηγόρησε τον Σωκράτη ως αντιπρόσωπος των χειροτεχνών. Η πολιτική δύναμις του Ανύτου ήτο μεγάλη και σ’ αυτήν οφείλεται η καταδίκη του Σωκράτους.
Ο Λύκων ήτο δεινός ρήτωρ και με αυτήν του την ιδιότητα, εξ ονόματος των ρητόρων, κατηγόρησε τον Σωκράτη. Δεν γνωρίζομε τίποτα για την δράσι του.
Μέλητος και Άνυτος εζήτησαν την συμμετοχή του Λύκωνος στην γραφή/δίκη, ώστε να ενισχύσουν την κατηγορία για να επιτύχουν την καταδίκη του Σωκράτους.
Το μίσος του Ανύτου κατά του Σωκράτους πιθανόν να ωφείλετο στο γεγονός ότι ο Σωκράτης ήτο δεδηλωμένος κατά των δημοκρατικών. Στον διάλογο του Πλάτωνος "Γοργίας" ο Σωκράτης έχει μακρά συνομιλία με τον Άνυτο.
Όμως, αν και ο Άνυτος ήταν ο κύριος δημιουργός της καταγγελίας, την γραφή την επέδωσε ο Μέλητος στον άρχοντα βασιλέα. Διότι δεν ήτο καθόλου βέβαιο ότι θα εκέρδιζαν την δίκη. Εάν την έχαναν θα έπρεπε να καταβάλουν μεγάλο χρηματικό ποσό και έτσι απεφασίσθη να την υποβάλει μόνο ο Μέλητος.
Η αλήθεια των ονομάτων των 3 κατηγόρων:
Πρώτος ο Μέλητος: εκ του μελήμα-τος, της επι-μελείας της κατηγορίας, την οποία επέδωσε ο Μέλητος συνάγεται η ενδιαφέρουσα διαπίστωσις ότι το όνομα δεν ήτο άσχετο προς το έργο, το οποίο ανέλαβε ο Μέλητος. Είχε την τύχη να μείνη στην ιστορία, ως θλιβερό αρνητικό στοιχείο, επι-μελούμενος την πλέον συγκλονιστική άδικο δίκη όλων των εποχών.
Δεύτερος ο Άνυτος, εκ του ρήματος ανύω ή ανύτω επισημαίνει ότι ο Άνυ-τος ήνυσε/ωλοκλήρωσε το έργο, το οποίο είχε επι-μεληθή ο Μέλητος.
Και τρίτος ο ρήτωρ Λύκων, εκ του ρήματος λυκόω-ώ, που σημαίνει κατασπαράσσω, κατασπάραξε την δικαιοσύνη και τον Σωκράτη με το δημαγωγικό του εριστικό μένος. Σ’ αυτό συνέτεινε και η γενικώτερη απαιδευσία των δικαστών/Ηλιαστών.
Μερικά περί της Αττικής δικονομίας:
Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, αληθινός πολίτης είναι ο ενεργός πολίτης, που συμμετέχει στα κοινά της πόλεως με την άσκηση των δικαιωμάτων του ελέγχου των αρχόντων
α. είτε με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες (Βουλή και Εκκλησία του Δήμου)
β. είτε με τις Δικαστικές (μετέχων ως δικαστής στην Ηλιαία)
γ. είτε με την άσκηση του δικαιώματος του άρχειν, δηλαδή της διεκδικήσεως καταλήψεως δημοσίων αξιωμάτων.
Ο Αριστοτέλης καθορίζει τον όρο "πολίτης" στα Πολιτικά 1275α, 20.
Ηλιαία: Ήταν το δικαστικό σώμα που επιμελείτο τις δημόσιες δίκες.
Οι δίκες ήταν δημόσιες και ίδιες/ιδιωτικές.
Η Ηλιαία, ως έννοια λέξις, προέρχεται από την Δωρική αλία, από το αλιάζεσθαι, δηλαδή το συναθροίζεσθαι και όχι εκ του ότι συνεδρίαζε στην ύπαιθρο κάτω από τον ήλιο. Πρώτα ωνομάζετο ο τόπος και μετά ωνομάσθη και το ίδιο το δικαστήριο Ηλιαία.
Ο Πλάτων στον Κρατύλο (409a) λέγει ότι:
"Ο ήλιος είναι ολοφάνερο ότι προέρχεται από τον δωρικό τύπο άλιος, γιατί οι Δωριείς ωνόμαζαν τον ήλιο/άλιο• ήλιος λοιπόν μπορεί να ονομασθή, διότι συναθροίζει/αλίζει τούς ανθρώπους στο ίδιο μέρος όταν ανατέλλη".
Η σύνθεσις των δύο εννοιών του ηλίου και της Ηλιαίας/Ηλιαστών: της συναθροίσεως και του φωτισμού, όταν επεκτείνεται και ανάγεται στην έννοια της δικαιοσύνης, την οποία πρέπει να απονείμουν οι ηλιασταί/δικασταί, επισημαίνει και τον φωτισμό της διανοίας των, όταν συναθροίζωνται για να δικάσουν, προκειμένου η κρίσις των να είναι πεφωτισμένη, δηλαδή δικαία.
Οι δικασταί ωνομάζοντο Ηλιασταί και μετά ομομωκότες/ένορκοι, το δε δικάζειν ωνομάζετο ηλιάζεσθαι. Ο όρκος των Ηλιαστών ήτο εξ ίσου σημαντικός με τον ιατρικό όρκο.
Λέγεται ότι το σώμα της Ηλιαίας το συνέστησε ο Σόλων, κατ’ άλλους όμως ο Κλεισθένης. Ωργανώθηκε και τελειοποιήθηκε από τον Περικλή σε σώμα κληρωτό, αποτελούμενο από 6.000 πολίτας, ανά 600 από τις δέκα φυλάς των Αθηνών.
Σ’ αυτό είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι πολίτες άνω των 30 ετών, οι οποίοι δεν είχαν χρέη προς το δημόσιο, δεν είχαν καταδικασθή για αξιόποινες πράξεις και οι μη έχοντες σωματικά ή διανοητικά ελαττώματα, ώστε να μην μπορούν να δικάσουν αμερόληπτα.
Οι Ηλιασταί εκληρούντο κατ’ έτος και αμοίβοντο με έναν οβολό στην αρχή, αργότερα με δύο και τέλος επί του δημαγωγού Κλέονος με 3 (το έτος - 425).
Στις δίκες συνήθως συμμετείχαν 501 δικασταί, όμως αναλόγως της σπουδαιότητος μπορούσαν να συμμετέχουν από 201 δικασταί ή ακόμη και 1001 και 1501, πάντοτε κατ’ αναλογίαν από κάθε μία εκ των 10 φυλών.
Στην δίκη του Σωκράτους συμμετείχαν 501 δικασταί. Οι υπόλοιποι 100 ήσαν αναπληρωματικοί. Στην δίκη του Περικλέους παρίσταντο 1501 δικασταί.
Η υπερέχουσα μονή ψήφος ήτο αναγκαία προκειμένου να μην υπάρξη ισοψηφία στην απόφαση. Στην περίπτωση ισοψηφίας εθεωρείτο υπέρ του δικαζομένου η ψήφος της θεάς Αθηνάς, ώστε το θείον να δεικνύη την φιλευσπλαχνία του.
Μετά την κλήρωσι των Ηλιαστών, αυτοί έπρεπε να δώσουν τον λεγόμενο Ηλιαστικόν όρκον και γι’ αυτό εκαλούντο "ομωμοκότες".
Στούς Ηλιαστάς εδίδετο ένα δικαστικό πινάκιο, πάνω στο οποίο ανεγράφετο το όνομα και ο δήμος του δικαστού, καθώς και το χρώμα και ο αριθμός του δικαστηρίου, όπου θα εγένετο η δίκη. Δεν υπήρχε ειδικός χώρος δικαστηρίων.
Το πινάκιο εδίδετο στούς δικαστάς το πρωί πριν από την εκδικαζόμενη υπόθεση, ώστε να μην υπάρχη χρόνος δεκασμού των δικαστών.
Ουσιαστικά επρόκειτο περί λαϊκών δικαστηρίων, εφ’ όσον ο μεγάλος αριθμός των πολιτών ανήκε στις πτωχότερες και λιγώτερο μορφωμένες τάξεις της πόλεως. Δυστυχώς ήτο εύκολο οι δικασταί να παρασύρωνται από συναισθηματισμούς και εντυπωσιασμούς, που προήρχοντο από τούς λόγους των λογογράφων, οι οποίοι ήσαν εξ επαγγέλματος ασχολούμενοι με τις δίκες.
Δεν υπήρχε το δικηγορικό επάγγελμα, διότι έπρεπε τόσο ο ενάγων, όσο και ο εναγόμενος να παρουσιασθούν και να ομιλήσουν αυτοπροσώπως για την υπόθεσί τους. Οι εξ επαγγέλματος δικηγόροι θα μπορούσαν να παρασύρουν τούς δικαστάς σε άδικες αποφάσεις με την δικανική των δεινότητα.
Ο ενάγων μαζύ με δύο μάρτυρες/κλητήρες πήγαινε στο σπίτι του εναγομένου και του επέδιδε την γραφή. Έτσι ελέγετο η δίκη, όταν επρόκειτο για δημόσια κατηγορία.
Ο κατηγορούμενος έπρεπε την πέμπτη ημέρα να παρουσιασθή στον άρχοντα βασιλέα και εκεί γινόταν η προανάκρισις στην οποία παρίσταντο οι δύο διάδικοι, με όλα τα αναγκαία συμβόλαια, νόμους και άλλα έγγραφα της δίκης.
Μετά την προανάκρισι όλα τα έγγραφα εφυλάσσοντο στον εχίνο, μία κίστη η οποία εσφραγίζετο και δεν άνοιγε παρά την ημέρα της δίκης/γραφής.
Ο χώρος, όπου διεξάγοντο οι δίκες δεν ήτο συνήθως εστεγασμένος, γιατί δεν υπήρχε ιδιαίτερο οικοδόμημα για τις δίκες. Οι δίκες εγένοντο σε χώρους κοντά στην αγορά. Ο χώρος περιεφράσσετο με δρυφάκτους (ξύλινος φραγμός) και εκλείετο με κιγκλιδωτή θύρα.
Οι δικασταί/Ηλιασταί εκάθηντο σε έδρανα, ενώ ο άρχων βασιλεύς ή ηγεμών επί βήματος, καθώς και οι γραμματείς και οι διάδικοι.
Με την έναρξι της δίκης/γραφής ετελείτο ιεροπραξία. Ο γραμματεύς εδιάβαζε τα ονόματα των διαδίκων και την γραφή. Ο ηγεμών ενημέρωνε τούς δικαστάς σχετικώς με τα πορίσματα της προανακρίσεως και εν συνεχεία ο ενάγων ελάμβανε τον λόγο. Ακολουθούσαν οι μάρτυρες και απελογείτο ο εναγόμενος.
Ο χρόνος της ομιλίας ωρίζετο υπό κλεψύδρας. Η κλεψύδρα ήτο αγγείο με διάτρητο πυθμένα από όπου έρρεε το ύδωρ. Με την διαρροή όλης της ποσότητος έπρεπε ο διάδικος να σταματήση την αγόρευσί του.
Δικές προς ύδωρ ωνομάζοντο οι δίκες/γραφές που εγένοντο με κλεψύδρα και ο εφ’ ύδωρ ωνομάζετο ο κλητήρας. Αυτός εφρόντιζε για την διακοπή της κλεψύδρας, όταν ο διάδικος ζητούσε διακοπή της δίκης κατά το διάστημα που μιλούσε ο μάρτυς ή ο γραμματεύς.
Η διαδικασία ήτο δημόσια. Μετά το τέλος των αγορεύσεων ακολουθούσε ψηφοφορία. Στούς Ηλιαστάς εδίδοντο δύο ψήφοι: η μία διάτρητος (καταδικαστική), η άλλη πλήρης (αθωωτική). Ο κήρυξ ανεκοίνωνε ότι η τετρυπημένη ψήφος ήτο η καταδικαστική, ενώ η πλήρης ήτο η αθωωτική. Υπήρχαν δύο αμφορείς, ο χάλκινος εδέχετο την απόφασιν των δικαστών, είτε αθωωτική, είτε καταδικαστική, ο δε ξύλινος εδέχετο την άχρηστη ψήφο.
Κατόπιν εμετρούντο οι ψήφοι και ανηγγέλλετο το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
Εάν ο ενάγων δεν συνεκέντρωνε το 1/5 των ψήφων υπέρ αυτού, σε περίπτωσιν αθωώσεως του εναγομένου, τότε υπεχρεούτο στην καταβολή 1,000 δραχμών και μερικήν ατίμωσιν, δηλαδή δεν είχε το δικαίωμα να παρίσταται σε παρόμοιες δίκες σαν κατήγορος.
Οι δημόσιες γραφές ήταν "τιμηταί και ατίμητοι". Τιμηταί ελέγοντο οι γραφές, στις οποίες ανεφέρετο προκαταβολικώς η ποινή από τον νόμο.
Αν η πρώτη απόφασις ήτο καταδικαστική άρχιζε η διαδικασία του ορισμού της ποινής. Αν ο ενάγων επέμενε στον ορισμό της ποινής, ο εναγόμενος μπορούσε να ζητήση μείωσι και εφ’ όσον το δικαστήριο συγκατένευε η ποινή εμειούτο. Ο εναγόμενος είχε επίσης το δικαίωμα να εκφράση την γνώμη του ως προς το ποια ποινή έκρινε δίκαιη για την υπόθεσί του.
Εάν ο εναγόμενος ηθωώνετο, ο ενάγων έπρεπε να του καταβάλη το 1/6 του ποσού, το οποίο ζητούσε από αυτόν.
Οι ποινές ήτο δύο ειδών:
το παθείν και το αποτίσαι.
Το παθείν αναφέρετο στις σωματικές ποινές: στον θάνατο, στην αειφυγία, στην πρόσκαιρο φυγή και στην ειρκτή, επιβαλλόμεναι επί ποινικών υποθέσεων.
Το αποτίσαι ήτο χρηματικές ποινές, επιβαλλόμενες επί ποινικών και πολιτικών υποθέσεων.
Μετά την καταδικαστική απόφασι ο καταδικασθείς παρεδίδετο στους ένδεκα. Αυτοί είχαν την φροντίδα των δεσμωτών, της φυλάξεως, της συντηρήσεως και της σιτήσεώς των. Στις περιπτώσεις καταδίκης εις θάνατον, ο καταδικασθείς παρεδίδετο στον δήμιον ή δημό-σιον.
Οι δίκες επραγματοποιούντο καθημερινώς πλην των αποφράδων ημερών, δηλαδή των τριών τελευταίων ημερών του σεληνιακού μηνός.
Και εδώ παρατηρείται η απόκρυφος προσοχή, η οποία εδίδετο στην σημασία του φωτός. Ηλιασταί, οι συναθροιζόμενοι μεν, αλλά υπό το προστατευτικό φως του ηλίου κατά την διάρκεια της ημέρας, ενώ ελαμβάνετο υπ’ όψιν και ο νυκτερινός φωτισμός του ουρανού υπό της σελήνης, ώστε να μην αμαυρώνεται από το πλήρες σκότος των αποφράδων ημερών η διάνοια των δικαστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου