Ο Φωκίων γεννήθηκε το 402 π.Χ. στην Αθήνα, δύο χρόνια μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου(431-404 π.Χ.). Οι πληροφορίες για την οικογενειακή του κατάσταση διίστανται.
Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνος και του Ξενοκράτους. Πρωταγωνίστησε στα δημόσια πράγματα των Αθηνών ως στρατηγός και πολιτικός την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου Γ’. Οι Αθηναίοι είχαν διχασθεί(καθόλου πρωτότυπο) σε δύο παρατάξεις(φιλομακεδονική και αντιμακεδονική). Ο Φωκίων ανήκε σ’ αυτούς που πίστευαν ότι η Αθήνα όφειλε να αναγνωρίσει την μακεδονική ηγεμονία και να συμπορευθεί μαζί της. Αυτό δεν τον εμπόδισε να πολεμήσει κατά των Μακεδόνων και να τους νικήσει, κάθε φορά που εκλέγονταν να ηγηθεί του στρατού.
Το 376 π.Χ., ο Αθηναϊκός στόλος υπό τον Χαβρία καταναυμάχησε τον Σπαρτιατικό στην Νάξο και ανέκτησε την ναυτική κυριαρχία στο Αιγαίο. Ο Φωκίων, παρά το νεαρό της ηλικίας(26 χρονών), ηγήθηκε του αριστερού της παρατάξεως και συνέβαλε σημαντικά στην νίκη.
Φωκίων και Φίλιππος
Το 349 π.Χ., ο Φωκίων εκστράτευσε στην Εύβοια προς αναχαίτιση των μακεδονικών δυνάμεων υπό τον Φιλίππο Β΄. Τους νίκησε στις Ταμίνες(σημερινό Αλιβέρι Ευβοίας) και κατέλαβε το στρατηγικής σημασίας οχυρό της Ζάρετρας (60 χλμ. ΝΑ Χαλκίδος), στο στενότερο σημείο της νήσου.
Το 339 π.Χ., ο 63χρονος Φωκίων απέτρεψε την κατάληψη του Βυζαντίου από τον Φίλιππο, τραυματίσθηκε όμως κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων και επέστρεψε στην Αθήνα.
Ο ρεαλιστής Φωκίων συνειδητοποίησε ότι η σφύζουσα από «νεανικό» παλμό Μακεδονία αποτελούσε την ανερχόμενη δύναμη της Ελλάδος και η επικράτηση της αποτελούσε θέμα χρόνου. Στην «Εκκλησία του Δήμου» εξέφρασε την άποψη να αποδεχθούν τους όρους που πρόσφερε ο Φίλιππος για την αναγνώριση της ηγεμονίας του. Οι Αθηναίοι όμως ασπάσθηκαν την πρόταση του Δημοσθένους, ο οποίος πρότεινε να αντιπαρατεθούν με τους Μακεδόνες μακριά από την Αθήνα. Ο Φωκίων σχολίασε: «Ας μην εξετάζουμε πού θα πολεμήσουμε, αλλά πώς θα νικήσουμε, για τους ηττημένους όλες οι συμφορές είναι κοντά».
Το 338 π.Χ., στην Χαιρώνεια της Βοιωτίας, ο πειθαρχημένος και καλύτερα εκπαιδευμένος στρατός των Μακεδόνων, νίκησε τις συνασπισμένες δυνάμεις των πόλεων της Νοτίου Ελλάδος. Ο ενθουσιασμός των Αθηναίων μετατράπηκε σε πανικό, με αποτέλεσμα να αποδεχθούν τους δυσβάσταχτους όρους που έθεσε ο Φίλιππος για την υπογραφή της ειρήνης. Με την νίκη αυτή ο Φίλιππος επιβεβαίωσε την κυριαρχία επί ολοκλήρου της Ελλάδος, πλην της Σπάρτης (επέλεξε να μην την καταλάβει).
Φωκίων και Αλέξανδρος
Το 336 π.Χ., μετά την είδηση της δολοφονίας του Φιλίππου, προς τους πανηγυρίζοντας συμπολίτες επεσήμανε: «Η δύναμη των αντιπάλων που αντιμετωπίσαμε στην Χαιρώνεια, μειώθηκε κατά ένα άτομο».
Η πληροφορία ότι, ο Αλέξανδρος που τον διαδέχθηκε στον θρόνο, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Ιλλυριούς, αποτέλεσε την αφορμή ξεσηκωμού τόσο των Θηβαίων, όσο και των Αθηναίων. Ο Αλέξανδρος αιφνιδίασε τους πάντες κινούμενος με απίστευτη για την εποχή του ταχύτητα. Νίκησε τους Θηβαίους και κατέστρεψε εκ θεμελίων την πόλη τους, εκτός από το σπίτι του ποιητή Πινδάρου. Οι Αθηναίοι τρέμοντες την οργή του νεαρού βασιλέως, απέστειλαν πρόταση ειρήνης, την οποίαν ο Αλέξανδρος απέρριψε με περιφρόνηση.
Δεν συμπεριφέρθηκε όμως με το ίδιο τρόπο προς τον Φωκίωνα, ο οποίος έφερε νέο ψήφισμα και του πρότεινε να σταματήσει να μάχεται τους Έλληνες και να στραφεί κατά των βαρβάρων. Ο Αλέξανδρος σε ένδειξη της φιλίας του και της αναγνωρίσεως ως του τιμιότερου των Αθηναίων, τού απέστειλε 100 τάλαντα. Ο Φωκίων τα επέστρεψε διαμηνύοντας: «Ἄς μ’ ἀφήσει καὶ νὰ φαίνομαι καὶ νὰ εἶμαι ἔντιμος», αποδεικνύοντας ότι πλουσιότερος του δίδοντος είναι ο μη έχων ανάγκη τα χρήματα. Ο Αλέξανδρος μόνο αυτόν και τον Αντίπατρο προσφωνούσε στις επιστολές τους με την λέξη «Χαίρειν».
Ο Άρπαλος
Το καλοκαίρι του 324 π. Χ., κατέπλευσε στο Σούνιο ο Άρπαλος θησαυροφύλακας και στενός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με 30 πλοία, 6.000 μισθοφόρους και 5.000 τάλαντα, τα οποία υπεξαίρεσε από το βασιλικό ταμείο. Οι Αθηναίοι κατόπιν προτάσεως του Δημοσθένους αρνήθηκαν να τον δεχθούν και απαγόρευσαν τον ελλιμενισμό των πλοίων του στον λιμένα του Πειραιώς. Ο Άρπαλος ασφάλισε τον θησαυρό του στο Ταίναρο και επέστρεψε στην Αθήνα με τρία πλοία και 700 τάλαντα. Επικαλέστηκε το δικαίωμα της ικεσίας, με την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτου, την οποία απέκτησε, μετά την προμήθεια της πόλεως με σιτάρι κατά την περίοδο της σιτοδείας (330-326 π.Χ.). Η πόλη απέρριψε την πρότασή του, να επαναστατήσουν εναντίον του Αλεξάνδρου, ο οποίος διαμήνυσε να επιστρέψουν τα χρήματα και να παραδώσουν τον Άρπαλο. Οι Αθηναίοι, προκειμένου να αποφύγουν την έκδοσή του, τον φυλάκισαν και κατάσχεσαν τα 700 τάλαντα, τα οποία φυλάχθηκαν στην Ακρόπολη με ευθύνη του Δημοσθένους.
Η Δωροδοκία
Ο Άρπαλος μετά από λίγες ημέρες δραπέτευσε με την βοήθεια των φυλάκων. Το θέμα πήρε απρόβλεπτη τροπή, όταν από τα κατασχεθέντα χρήματα δεν βρέθηκαν παρά 350 τάλαντα. Οι υποψίες επικεντρώθηκαν στον Δημοσθένη, ο οποίος ήταν ο κύριος υπεύθυνος για τον χειρισμό της υποθέσεως. Η έρευνα για την ανεύρεση των απολεσθέντων ταλάντων ανατέθηκε στον Άρειο Πάγο, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 323 π.Χ., κατέθεσε τον κατάλογο των δωροδοκηθέντων. Ανάμεσα τους ήταν ο Δημοσθένης, ο στρατηγός Φιλοκλής, ο γαμπρός του στρατηγού Φωκίωνος Χαρικλής, ο ρήτορας Αγνωνίδης και πολλοί άλλοι. Στο δικαστήριο της Ηλιαίας, υπό εξαιρετικά φορτισμένο κλίμα, πρώτος καταδικάσθηκε ο Δημοσθένης σε πρόστιμο 50 ταλάντων, ο οποίος παραδέχθηκε ότι έλαβε 20 τάλαντα, ισχυρίσθηκε όμως ότι το έπραξε για εθνικούς σκοπούς. Αδυνατώντας να πληρώσει το πρόστιμο φυλακίσθηκε αλλά δραπέτευσε και κατέφυγε στην Αίγινα. Ανάλογες ποινές επιβλήθηκαν στους υπόλοιπους καταδικασθέντες. Ο Άρπαλος μετέβη στην Κρήτη, όπου δολοφονήθηκε από τον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, αρχηγό των μισθοφόρων που στρατολόγησε.
Η υπόθεση των «Αρπάλειων χρημάτων» αναζωπύρωσε τα αντιμακεδονικά αντανακλαστικά των Αθηναίων. Μέσα σ’ ένα κλίμα ακραίου λαϊκισμού, δημαγωγίας και αλληλοκατηγοριών αποφάσισαν να επαναστατήσουν κατά της «τυραννίας» του Αλεξάνδρου. Οι δωροδοκηθέντες, προκειμένου να αποφύγουν την μήνιν του Αντιπάτρου, κατηγόρησαν τον Άρπαλο, ο Φωκίων όμως τον υπερασπίσθηκε και φρόντισε το παιδί του μετά τον θάνατό του.
Ο Λαμιακός Πόλεμος
Την 10η Ιουνίου του 323 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε στην Βαβυλώνα και τον διαδέχθηκε ο Φίλιππος Γ΄.
Επί της ουσίας κυβερνούσε ο Περδίκκας και μετά την δολοφονία του το 321 π.Χ., τον διαδέχθηκε ο Αντίπατρος. Στην είδηση του θανάτου του Αλεξάνδρου οι ρήτορες ξεσήκωσαν το αθηναϊκό λαό εναντίον των Μακεδόνων.
Ο Φωκίων πρότεινε να σκεφτούν με ψυχραιμία για το πώς θα ενεργήσουν λέγοντας: «Αν (ο Αλέξανδρος) είναι σήμερα νεκρός, θα είναι και αύριο. Ας αποφασίσουμε με ηρεμία». Ο Υπερείδης τότε τον ρώτησε πότε θα συμβούλευε τους Αθηναίους να πολεμήσουν. Η απάντηση που έλαβε έχει διαχρονική ισχύ. «Ὅταν ἴδω τοὺς μὲν νέους ἀποφασισμένους νὰ φυλάττουν τὴν τάξιν, τούς δὲ πλουσίους νὰ συνεισφέρουν καὶ τοὺς ρήτορας (πολιτικούς) νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τοῦ νὰ κλέπτουν τὰ δημόσια».
Ο Λεωσθένης ψηφίσθηκε στρατηγός και νίκησε τους Μακεδόνες στα Μέγαρα και στην συνέχεια τον ίδιο τον Αντίπατρο στις Θερμοπύλες, υποχρεώνοντάς τον να καταφύγει στο οχυρό της Λαμίας. Οι Αθηναίοι πολιόρκησαν την πόλη και ένεκα αυτού του γεγονότος ο πόλεμος ονομάσθηκε «Λαμιακός». Μετά τον θάνατο του Λεωσθένους ανέλαβε ο Αντίφιλος.
Ο πόλεμος πήρε διαφορετική τροπή μετά την νίκη του μακεδονικού στόλου επί του νεότευκτου αθηναϊκού στην Αμοργό. Οι Μακεδόνες αποβιβάσθηκαν στην αρχαία Ραμνούντα, (σημερινή Αγία Μαρίνα, πλησίον του Μαραθώνος) και βάδισαν κατά των Αθηνών. Η είδηση δημιούργησε πανικό, όλοι είχαν άποψη, αλλά κανένας δεν αναλάμβανε δράση.
Ο Φωκίων παρατήρησε, «Βλέπω πολλούς στρατηγούς, αλλά λίγους στρατιώτες». Παρ’ όλα αυτά ηγήθηκε του στρατού και αναχαίτισε τους εισβολείς.
Την Αύγουστο του 322 π.Χ., Οι Μακεδόνες νίκησαν τους Αθηναίους στη Κραννώνα(σημερινό Κιλελέρ Θεσσαλίας), σε μία μάχη η οποία έκρινε την έκβαση του πολέμου. Όταν ο Αντίπατρος με τον Κρατερό βάδισαν κατά της πόλεως, ο Φωκίων διαπραγματεύτηκε μία όσο δυνατόν έντιμη ανακωχή. Το πολίτευμα των Αθηνών έγινε ολιγαρχικό, πολίτες θωρούνταν μόνο όσοι είχαν περιουσία άνω των 2.000 δραχμών και μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε στο οχυρό της Μουνιχίας(Σημερινή Καστέλα στον Πειραιά). Ο Υπερείδης συνελήφθη και θανατώθηκε. Ο Δημοσθένης που είχε εμπλακεί στην επανάσταση κατά το Αντιπάτρου, κατέφυγε στον Πόρο. Για να αποφύγει την σύλληψη αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο. Οι Αθηναίοι απώλεσαν όσα με τόσο κόπο είχε πετύχει με την χρηστή του διοίκηση ο Λυκούργος, εφάμιλλα της εποχής του Περικλέους.
Ο Φωκίων Ηγεμών
Ο Φωκίων ορίσθηκε ηγεμόνας των Αθηνών. Κυβέρνησε υποδειγματικά, αρκείτο στα ολίγα, επέλεγε με αξιοκρατικά κριτήρια και διαχειρίζονταν τα οικονομικά της πόλεως, χωρίς να αποκτά πλούτο. Πέτυχε να ανακληθούν από την εξορία πολλοί δηλωμένοι αντιμακεδόνες συμπατριώτες του. Δεν αποδεχόταν τα χρηματικά δώρα που του προσφέρονταν από την Μακεδονία, σε αντίθεση με τον φιλομακεδόνα Δημάδη. Ο Αντίπατρος σχολίασε την συμπεριφορά τους: «Τον μεν Φωκίωνα δεν μπορώ να τον ταΐσω, τον δε Δημάδη δεν μπορώ να τον χορτάσω». Ο Δημάδης επιβεβαίωσε το γνωμικό «Ουδείς πλέον αχάριστος του ευεργετηθέντος». Όταν σταμάτησε να λαμβάνει από τον Αντίπατρο στράφηκε προς τον Περδίκκα. Για κακή του τύχη η αλληλογραφία του αποκαλύφθηκε, με αποτέλεσμα αυτός και ο γιός του να συλληφθούν και να θανατωθούν.
Η Σύγκρουση Πολυπέρχοντα και Κασσάνδρου
Το 319 π.Χ., ο Αντίπατρος πέθανε ορίζοντας αντιβασιλέα και «Στρατηγό Αυτοκράτορα», όχι τον υιό του Κάσσανδρο, αλλά τον ηλικιωμένο στρατηγό Πολυπέρχοντα, φέρνοντας έτσι αντιμέτωπους τους δύο φιλόδοξους άνδρες. Οι δύο διάδοχοι συσπείρωσαν τους οπαδούς τους και με το δέλεαρ της εξουσίας επήλθε ο διχασμός μεταξύ των Μακεδόνων.
Ο Πολυπέρχοντας, για να εξουδετερώσει την επιρροή του Κάσσανδρου, κατήργησε τα ολιγαρχικά πολιτεύματα που είχε επιβάλλει ο Αντίπατρος και επανάφερε τους εξόριστους αντιολιγαρχικούς. Ο υιός του Πολυπέρχοντα Αλέξανδρος αφίχθηκε στην Αθήνα, καθαίρεσε τον Φωκίωνα, επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα και τον κατηγόρησε για προδοσία γιατί υποστήριζε τον Κάσσανδρο.
Η Δίκη
Το 319 π.Χ., οι δημοκρατικοί Αθηναίοι, με επικεφαλής τον Αγνωνίδη, παρέπεμψαν σε δίκη τον Φωκίωνα και τους φίλους του με την κατηγορία ότι, «Ήσαν υπεύθυνοι για την υποδούλωση της πατρίδος και την κατάλυση της δημοκρατίας, μετά τον Λαμιακό πόλεμο». Οι εντιμότεροι των πολιτών στην θέα του Φωκίωνος χαμήλωσαν το βλέμμα τους από ντροπή. Το κλίμα ήταν εξαιρετικά φορτισμένο με φωνές και εντάσεις, γεγονός που δεν επέτρεψε στους κατηγορούμενους να απολογηθούν. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν προαποφασισμένη. Ο εκλεγείς 45 φορές στρατηγός των Αθηναίων, κρίθηκε ένοχος των κατηγοριών και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η απόφαση για τους κατηγορούμενους λήφθηκε δια ανατάσεως των χεριών.
Ο 85χρονος Φωκίων ορίσθηκε να πιεί το κώνειο τελευταίος μετά τον Νικοκλή, Θούδιπο, Ηγήμωνα και Πυθοκλή. Πριν την εκτέλεση προέτρεψε τον υιό του να μην κρατήσει κακία στους Αθηναίους. Επειδή το δηλητήριο εξαντλήθηκε ο δήμιος ζήτησε να πληρωθεί, αλλιώς δεν θα παρασκεύαζε καινούργιο κώνειο. Ο Φωκίων τότε πλήρωσε 12 δραχμές στον δήμιο σχολιάζοντας: «Οὐδέ νὰ ἀποθάνῃ τὶς δύναται δωρεάν εἰς τάς Ἀθήνας». Οι νεκροί αφέθηκαν άταφοι εκτός των ορίων της Αττικής. Η σύζυγος του όμως συνέλεξε την σωρό του και τον ενταφίασε κρυφά στην οικία τους.
Η Μεταμέλεια
Οι Αθηναίοι σύντομα μετανόησαν για το ανοσιούργημά τους, καταδίκασαν και εκτέλεσαν τον κατήγορό του Αγνωνίδη, ενώ ανήγειραν χάλκινο ανδριάντα του Φωκίωνος, στη βάση του οποίου εναπόθεσαν τα οστά του. Ο Φωκίων νυμφεύθηκε δύο φορές. Η πρώτη σύζυγος ήταν αδελφή του γλύπτου Κηφισίδοτου, Η δεύτερη είχε τον χαρακτήρα και τις αρετές του συζύγου της. Απέκτησε ένα υιό τον Φώκο που δεν διακρίθηκε, όπως ο πατέρας του.
Ανδρείος μετά Συνέσεως
Ο Φωκίων υπήρξε η ενσάρκωση του ιδανικού πολίτου, ζηλωτής της αριστείας, φιλόπατρις, ηθικός, δίκαιος, φιλαλήθης, φιλεύσπλαχνος, ανιδιοτελής, γενναίος, λιτοδίαιτος και μετριόφρων. Ο χαρακτήρας του υπήρξε συγκερασμός των ευγενέστερων ανθρωπίνων αρετών.
Ως στρατιωτικός ηγέτης διοικούσε δια του παραδείγματος. Θαυμαστής της σπαρτιατικής αγωγής, παρότι στρατηγός, υπέμενε με θαυμαστή αντοχή τις ταλαιπωρίες αρκούμενος στα απολύτως αναγκαία. Προτιμούσε την εξάντληση των ειρηνικών μέσων διευθετήσεως των διαφορών, πριν την προσφυγή στα όπλα.
Ως πολιτικός υπήρξε ασυμβίβαστος με τις αρχές του και ενεργούσε πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον των Αθηνών. Οι λόγοι του ήταν σύντομοι σαφείς και περιεκτικοί. Ο πολιτικός του αντίπαλος Δημοσθένης παρομοίαζε τον Φωκίωνα «Ως την κοπίδα των λόγων του». Όταν ο Δημοσθένης κάποτε τον προειδοποίησε, «Θα σε σκοτώσουν οι Αθηναίοι αν εκμανούν», εκείνος του απάντησε, «Και εσένα εάν βάλουν μυαλό».
Ο Φωκίων ήταν θαυμαστής του Σόλωνος, του Αριστείδου και του Περικλέους, πίστευε ότι οι πολιτικοί ηγέτες έπρεπε να διαθέτουν τόσο πολιτικές, όσο και πολεμικές αρετές. Η φιλοσοφία της πολιτικής του συνοψίζονταν στο: «Ή θα είσαι δυνατός, ή θα είσαι φίλος των δυνατών». Οι πολιτικές του πεποιθήσεις ήσαν συντηρητικές και δεν ήταν θιασώτης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα απέφυγαν πολλές συμφορές οι Αθηναίοι, εάν ακολουθούσαν τις συμβουλές του.
Ο Φωκίων υπήρξε θύμα του λαϊκισμού των Αθηναίων δημαγωγών, του ευμετάβλητου της κρίσεως των συμπολιτών του και του αδυσώπητου ανταγωνισμού των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η καταδίκη του Φωκίωνος μοιάζει με αυτή του Σωκράτους (399 π.Χ.), τόσο ως προς το δικαστικό έγκλημα, όσον και στα δεινά που προκάλεσε στην πόλη.
Οι ημέρες και τα έργα του διασώθηκαν χάρις στο βιβλίο του Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι». Υπήρξε ο τελευταίος «μεγάλος» της αρχαιότητος, άγνωστος στους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου