1) Αναστάσεις: Η ανάσταση των νεκρών δεν ήταν άγνωστη στον προχριστιανικό κόσμο.
Εκτός από τους Θεούς, ένας πολύ δημοφιλής ήρωας της ελληνικής μυθολογίας που ανάσταινε τους νεκρούς ήταν ο Θεάνθρωπος Ασκληπιός. Ο Ασκληπιός ανέστησε πάρα πολλούς ανθρώπους. Παραδοσιακά αναφέρεται ότι για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε το αίμα από την δεξιά φλέβα της Μέδουσας. Στο τέλος ο Δίας τον σκότωσε ρίχνοντάς του κεραυνό.
Εκτός από τον Ασκληπιό, αναφέρεται ότι και ο Πολύειδος, ένας μάντης από την Κόρινθο, κατάφερε να αναστήσει ένα μικρό παιδί. Συγκεκριμένα, ο βασιλιάς Μίνως της Κρήτης είχε μόλις χάσει τον γιο του Γλαύκο. Θέλοντας να τον επαναφέρει στην ζωή, διέταξε να πιάσουν τον σοφό μάντι Πολύειδο, να τον βάλουν στον ταφικό θάλαμο μαζί με τον πρόσφατα νεκρό Γλαύκο και να μην τον αφήσουν να βγει αν πρώτα δεν αναστήσει το παιδί.
Ευτυχώς, ο Πολύειδος ήταν πράγματι έξυπνος, διότι έκανε το εξής: παρατήρησε ένα ζευγάρι φίδια που βρίσκονταν εκεί όπου ήταν κλεισμένος και σκότωσε το ένα. Αμέσως το άλλο έφυγε και μετά από λίγο επέστρεψε φέρνοντας ένα βότανο, το οποίο άφησε πάνω στο σκοτωμένο του ταίρι. Δεν πέρασε πολύ ώρα και το νεκρό φίδι ξανάζησε. Την γνώση αυτή του φιδιού χρησιμοποίησε και ο Πολύειδος για να αναστήσει τον Γλαύκο και να σώσει και την δική του ζωή.
Ο Σίσυφος, επίσης Κορίνθιος και βασιλιάς της πόλης, φημιζόταν και αυτός ως γνώστης πολλών μυστικών και κατόρθωσε το ακατόρθωτο: όταν ο Δίας του έστειλε τον Θάνατο αυτοπροσώπως να τον πάρει, ο Σίσυφος κατάφερε να τον αλυσοδέσει μ’ άλυτα δεσμά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μαζί με τον βασιλιά δεν πέθαινε και κανείς άλλος. Στο τέλος ο Σίσυφος αναγκάστηκε να ελευθερώσει τον Θάνατο και ήταν ο πρώτος που πέθανε. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Κορίνθιος δεν το ‘βάλε κάτω και κατόρθωσε να το σκάσει ακόμα κι από τον Άδη και να ξαναγυρίσει στον πάνω κόσμο ζωντανός. Εδώ έχουμε κυριολεκτικά μια περίπτωση αυτοανάστασης. Η παράδοση λέει ότι κάποια στιγμή ο Σίσυφος πέθανε οριστικά σε βαθύ γήρας.
2) Αναλήψεις, μυστηριώδεις εξαφανίσεις και εμφανίσεις.
Ούτε η ανάληψη στους ουρανούς ήταν φαινόμενο άγνωστο στην αρχαιότητα. Αναμφισβήτητα το πιο θεαματικό περιστατικό ανάληψης είναι αυτό με τον (εξίσου θεάνθρωπο) Ηρακλή. Όταν φόρεσε τον δηλητηριασμένο από τον Νέσσο χιτώνα υπέφερε τόσο πολύ, ώστε διέταξε να του ετοιμάσουν μια μεγάλη πυρά και ανέβηκε πάνω με πρόθεση να θέσει ο ίδιος τέλος στο μαρτύριό του. Μόλις οι φλόγες άρχισαν να φουντώνουν, μια τρομερή βροντή έσχισε το στερέωμα και την ίδια στιγμή ένα μεγάλο σύννεφο ήρθε και άρπαξε τον Ηρακλή, μεταφέροντάς τον στον ουρανό «επί των νεφελών», με τελικό προορισμό τις θεϊκές διαμονές.
Αντίστοιχη τύχη, όμως, αναφέρεται ότι είχε και ο Μενέλαος, ο άντρας της ωραίας Ελένης. Ο Μενέλαος λέγεται ότι δεν πέθανε στο Άργος, αλλά αναλήφθηκε με την μεσολάβηση των Θεών και μεταφέρθηκε στις εσχατιές της γης, στα Ηλύσια Πεδία.
Πέρα από τις περιπτώσεις αυτές, έχουμε και ανεξήγητες εξαφανίσεις ηρώων. Έτσι, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Οιδίπους δεν πέθανε, αλλά χάθηκε μυστηριωδώς από την γη. Κάτι αντίστοιχο παραδίδεται και για τον αρχαίο ήρωα Εύθυμο, ο οποίος αφού έζησε για πολλά χρόνια, εξαφανίστηκε από την γη χωρίς να πεθάνει.
Άλλη μία περίπτωση αινιγματικής εξαφάνισης, είναι αυτή του Κλεομήδη από την Αστυπάλαια. Αυτός, λόγω ενός τρομερού εγκλήματος που είχε διαπράξει, κατέφυγε στον τοπικό ναό της Αθηνάς και κλείστηκε μέσα σε ένα κιβώτιο. Όταν το άνοιξαν, το βρήκαν εντελώς άδειο. Η περίπτωση αυτή εξαφάνισης φαίνεται ότι προβλημάτισε τόσο πολύ τους ντόπιους κατοίκους, ώστε έστειλαν αντιπροσωπεία στο μαντείο των Δελφών για να μάθουν τι είχε συμβεί. Ο χρησμός της Πυθίας, όπως συνέβαινε κατά κανόνα, ήταν διφορούμενος και δεν απαντούσε ευθέως στο ερώτημα: ο Κλεομήδης, σύμφωνα με τον χρησμό, ήταν ο τελευταίος του ηρωικού γένους και από εκείνη την στιγμή και ύστερα έπρεπε να του αποδίδουν τιμές ήρωα.
Άλλο ένα παρόμοιο συμβάν είναι και αυτό με τον Αριστέα τον Προκοννήσιο, τον μάντι από το νησί Προκόννησο της Προποντίδας (Μαρμαρά). Σύμφωνα με την αρχαία μαρτυρία, αυτός πέθανε μέσα στο εργαστήριο ενός υφαντουργού, ο οποίος αμέσως μετά έφυγε κλειδώνοντας την πόρτα και έτρεξε να ειδοποιήσει τους συγγενείς του Αριστέα. Μόλις, όμως, επέστρεψαν όλοι μαζί, βρήκαν τον χώρο άδειο και το σώμα άφαντο. Η ιστορία, όμως, έχει και συνέχεια: επτά χρόνια μετά ο Αριστέας εμφανίζεται ολοζώντανος και εξίσου μυστηριωδώς, όπως εξαφανίστηκε, στην Προκόννησο. Στην διάρκεια της σύντομης παραμονής του, συνέγραψε το έργο «Αριμάσπεια Έπη» και κατόπιν εξαφανίστηκε και πάλι. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι ο Θεός Απόλλων τον ξαναπήρε μαζί του στην χώρα των Υπερβόρειων.
Η περίπτωση του Ιππόλυτου συνδυάζει την ανάσταση με την ανάληψη. Ο ήρωας αυτός ήταν ευνοούμενος της Θεάς Αρτέμιδος. Όταν έπεσε από το άρμα του και πέθανε, η Άρτεμις παρακάλεσε τον Ασκληπιό να τον αναστήσει. Μετά απ’ αυτό, τον πήρε μαζί της και τον μετέφερε στο ιερό της στην ιταλική λίμνη Νέμι. Εκεί ο Ιππόλυτος πήρε την προσωνυμία «Βίρμπιους», δηλαδή ο άνθρωπος που ξανάζησε.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, παρά το ότι υπήρχαν δύο υποτιθέμενοι τάφοι του Ιππόλυτου, ο ένας στην Τροιζήνα και ο άλλος στην Αθήνα, οι Τροιζήνιοι δεν παραδέχονταν ότι όντως πέθανε, ούτε έδειχναν κανέναν τάφο σε όποιον ρωτούσε. Αντιθέτως, η απάντησή τους ήταν ότι ο Ιππόλυτος αναλήφθηκε στους ουρανός και έγινε ο αστερισμός του Ηνιόχου.
Με το όνομα Γλαύκος, εκτός από τον γιο του Μίνωα που είδαμε πιο πάνω, αναφέρονται και άλλα δύο πρόσωπα. Ο ένας λέγεται ότι ήταν γιος του γνωστού για τα κατορθώματά του βασιλιά Σισύφου. Ο Γλαύκος αυτός, λοιπόν, μια μέρα ήπιε νερό από μια πηγή που χάριζε την αθανασία. Κάποια στιγμή βαρέθηκε τους πάντες και αποφάσισε να μετακομίσει στο υδάτινο βασίλειο, πέφτοντας στο πέλαγος. Εκεί μεταμορφώθηκε σε θαλάσσιο Θεό.
Η ιστορία του άλλου Γλαύκου μας θυμίζει το περιστατικό με τον Πολύειδο. Αυτός ο Γλαύκος, σύμφωνα με μία εκδοχή, ήταν ένας απλός ψαράς. Μια μέρα, όπως περπατούσε στο δρόμο φορτωμένος τα ψάρια που είχε ψαρέψει, κάθισε να ξαποστάσει, αφήνοντας το φορτίο του στην γη. Τότε, ένα μισοπεθαμένο ψάρι έφαγε ένα βότανο και ξαναζωντάνεψε. Βλέποντάς το αυτό ο Γλαύκος, έφαγε και εκείνος από το ίδιο βότανο, αλλά αυτός δεν έχασε χρόνο όπως ο συνονόματός του, παρά πήδηξε κατευθείαν στη θάλασσα. Εκεί, τον υποδέχτηκαν οι αντίστοιχες Θεές, τον καθάρισαν από κάθε φθαρτό στοιχείο και τον έκαναν και αυτόν Θεό.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει τον Γλαύκο όχι ως ψαρά, αλλά ως κυνηγό. Αυτός κυνηγούσε για ώρες έναν λαγό στο όρος Ορεία της Αιτωλίας. Μετά από το πολύωρο κυνήγι, ο λαγός, καθώς κόντευε να πεθάνει από την εξάντληση, έφαγε από κάποιο βότανο και αναπλήρωσε εντελώς τις δυνάμεις του. Η συνέχεια είναι η ίδια όπως και στην πρώτη εκδοχή. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει το βότανο αυτό με την ονομασία, άγρωστις των Θεών, και θεωρείται ότι το είχε πρωτοφυτέψει ο Κρόνος. Η άγρωστις φύτρωνε σε μεγάλη ποσότητα στα Νησιά των Μακάρων.
3) Θεάνθρωποι
Η έννοια του θεανθρώπου, δηλαδή ενός όντος που να συνδυάζει ταυτόχρονα ανθρώπινη και θεϊκή φύση, ήταν διαδεδομένη ήδη από την πολύ μακρινή αρχαιότητα. Εκτός από τον Ασκληπιό και τον Ηρακλή, η μεγάλη πλειοψηφία των ηρώων της αρχαιότητας ήταν Θεάνθρωποι, καρποί του έρωτα ενός Θεού και μιας θνητής γυναίκας (σπανιότερα Θεάς και θνητού άνδρα).
Όμως, ακόμη και οι απόγονοι των Θεανθρώπων φαίνεται ότι έφεραν και αυτοί μέρος από το θεϊκό στοιχείο του γονιού τους. Σε αυτήν την κατηγορία σαφώς κατατάσσονται οι δύο γιοι του Ασκληπιού, ο Μαχάων και ο Ποδαλείριος. Αυτοί συνέχισαν την παράδοση του πατέρα τους στον τομέα της ιατρικής και φημίζονταν για το ταλέντο τους. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα μας πληροφορεί ότι εκτός από πολεμιστές, υπήρξαν και οι γιατροί των Αχαιών στην Τροία.
Ως γιοι του Θεού της ιατρικής, είναι σίγουρο ότι κατείχαν πολύτιμα μυστικά, όσον αφορά στην θεραπευτική πρακτική. Πράγματι, διασώζεται η εξής μαρτυρία για τον Μαχάονα: όταν μια οχιά δάγκωσε τον Φιλοκτήτη, τον μετέφεραν στην Λήμνο για να τον περιθάλψουν οι εκεί ιερείς του Ηφαίστου. Ωστόσο, η παρέμβαση του Μαχάονα ήταν απαραίτητη. Ο Φιλοκτήτης έπεσε πρώτα σε λήθαργο που του προκάλεσε ο Θεός Απόλλων. Κατόπιν, ο Μαχάων απέκοψε τις νεκρωμένες σάρκες γύρω από την πληγή, έριξε πάνω κρασί και τέλος κάλυψε το τραύμα με ένα επουλωτικό βότανο. Σε αυτήν την πολύ αρχαία μαρτυρία διαφαίνονται ήδη οι βάσεις της επιστημονικής ιατρικής, με χρήση της νάρκωσης και της αντισηψίας.
Ένας άλλος Θεάνθρωπος ήταν ο Ωρίων, γιος του Θεού Ποσειδώνος και της κόρης του Μίνωα, Ευρυάλης. Ο γιγαντόσωμος αυτός ήρωας και ο πιο φημισμένος κυνηγός της αρχαιότητας, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του την ικανότητα να περπατά πάνω στο νερό. Την ίδια ικανότητα είχε και ο Αργοναύτης Εύφημος, γιος και αυτός του Θεού Ποσειδώνα και της Ευρώπης.
Ο Ίφικλος, η καταγωγή του οποίου κρατούσε από τον Θεό των ανέμων Αίολο, μπορούσε να τρέχει αιωρούμενος ακριβώς πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και από τις κορυφές των σταχυών, έτσι ώστε να φαίνεται ότι σχεδόν πατάει πάνω τους. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να κινείται γρηγορότερα και από τον άνεμο. Μία ενδεχόμενη εξήγηση είναι ότι πετούσε δημιουργώντας ένα είδος κενού, φτάνοντας έτσι σε απίστευτες ταχύτητες.
Ένας άλλος ήρωας από την γενιά του Αιόλου ήταν ο γνωστός Αργοναύτης Λυγκεύς. Αυτός διέθετε τόσο διαπεραστική όραση, ώστε μπορούσε να βλέπει δια μέσου των στερεών σωμάτων, ακόμη και μέσα στα έγκατα της γης.
4) Άγνωστη τεχνολογία
Το θέμα των τεκμηρίων για την ύπαρξη μιας πολύ προχωρημένης τεχνολογίας σε πανάρχαιες εποχές, ακόμη και «προϊστορικές», σύμφωνα με την ορολογία που επικράτησε, έχουν θίξει πάρα πολλοί και σημαντικοί συγγραφείς. Βέβαια, όπως είναι εύκολα κατανοητό, το ερώτημα του αν υπήρξε ή όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν τέτοιου είδους τεχνολογία θέτει το ακόμη σημαντικότερο ερώτημα: ποιός πολιτισμός παρήγαγε αυτήν την τεχνολογία;
Μπορεί να ήταν ο πολιτισμός των ανθρώπων των σπηλαίων; Των τροφοσυλλεκτών; Των νομάδων κυνηγών; Και αντιστρόφως, αυτοί οι «πρωτόγονοι» (όπως μας έχουν μάθει να τους αποκαλούμε) πολιτισμοί του μακρινού παρελθόντος είναι δυνατόν να κατείχαν κάποια μυστικά μιας εναλλακτικής τεχνολογίας, χάρη στα οποία μπορούσαν όντως να εκτελούν απίστευτα κατορθώματα; Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα ερωτήματα προκύπτουν πολύ πιο εύκολα από οποιαδήποτε απάντηση, και το ένα γεννάει το άλλο. Οι αναφορές, όμως, μένουν.
Ιπτάμενα άρματα, ιπτάμενα ζώα αλλά και είδη πτητικών μηχανών αποτελούν κάτι το πολύ συνηθισμένο στην μυθολογία. Στην ίδια κατηγορία με τον Πήγασο ανήκε και ο Αρείων. Το άλογο αυτό, εκτός του ότι πετούσε, είχε και μαντικές ικανότητες, καθώς προέβλεψε τον θάνατο του Αρχεμόρου.
Η περιέργεια του ανθρώπου για το άγνωστο και η προσπάθειά του να αυξάνει την δυνατότητά του για πολύ μακρινές παρατηρήσεις φαίνεται ότι πάντοτε έβρισκε διάφορες λύσεις. Στο νησί Κυανέαι της Λυκίας, υπήρχε ένα μαντείο του Απόλλωνος, ο οποίος είχε την επωνυμία Θυρξεύς. Εκεί, λοιπόν, υπήρχε μια ξεχωριστή πηγή, στα νερά της οποίας μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ο,τιδήποτε ήθελε.
Η θρυλική Υπερβορέα, από την άλλη, ήταν ένας τόπος από όπου η Σελήνη φαινόταν τόσο κοντά, ώστε μπορούσαν να ξεχωρίσουν ακόμη και τα βουνά της! Η αναφορά αυτή συνδυάζεται με τα όσα σχετικά γράφει ο Πρόκλος, ότι στην Σελήνη υπάρχουν πολλά βουνά, πολλές πόλεις και πολλά μέγαρα. Στην Σελήνη υπάρχουν όντως εδαφικές υψομετρικές διαφορές. Αλλά, το γεγονός ότι ο φιλόσοφος Πρόκλος (και η μυθική παράδοση πριν από αυτόν) δικαιώθηκε μετά από τόσους αιώνες σε αυτόν τον τομέα ίσως να σημαίνει κάτι και για τις άλλες αναφορές του σε πόλεις και μέγαρα.
Όταν έγινε ο κατακλυσμός του Ωγύγου, σε μια εποχή πολύ αρχαιότερη από αυτήν του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, υπήρχαν κάποιοι σοφοί της εποχής που είχαν παρατηρήσει μεταβολές στην διάμετρο, το σχήμα, το χρώμα και την τροχιά του πλανήτη Αφροδίτη. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις προϋποθέτουν ύπαρξη και χρήση κάποιου είδους τηλεσκοπικών οργάνων σε μια εποχή πολύ πριν από τις απαρχές των ιστορικών χρόνων.
Η χρήση των ηχητικών συχνοτήτων, τόσο για ειρηνικές, όσο και για πολεμικές εφαρμογές, έρχεται από τα βάθη του παρελθόντος. Μία πολύ ωραία παράδοση της πρώτης κατηγορίας είναι αυτή για το πώς κτίστηκαν τα τείχη των Θηβών (και σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, και αυτή η ίδια η πόλη): ο Αμφίων χρησιμοποιούσε τους ήχους που έβγαζε με την λύρα του για να σηκώνει και να συναρμόζει τις πέτρες μεταξύ τους. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι τα ζώα και οι βράχοι τον ακολουθούσαν γοητευμένοι από τις μελωδίες του.
Αυτό μας θυμίζει, φυσικά, τον Ορφέα και την ικανότητά του να γοητεύει με την μελωδία του όλη την φύση, ζώα, δέντρα, φυτά, ανθρώπους. Ωστόσο, η χρήση αυτής της τεχνολογίας έπρεπε να γίνεται με προσοχή και από άτομα κατάλληλα εκπαιδευμένα. Σε αντίθετη περίπτωση, είχαμε περιστατικά σαν αυτό του Νεάνθη. Ο Νεάνθης ήταν ο γιος του τυράννου της Λέσβου Πιττακού και δωροδόκησε τους ιερείς του τοπικού ναού του Απόλλωνος προκειμένου να του δώσουν την λύρα του Ορφέα, την οποία είχαν στην φύλαξή τους. Μόλις, όμως, την πήρε στα χέρια του και επιχείρησε να παίξει, το αποτέλεσμα ήταν να εξαγριώσει τα ζώα που ήθελε να γοητεύσει, με αποτέλεσμα να τον κατασπαράξουν.
Στην δεύτερη κατηγορία των πολεμικών εφαρμογών, έχουμε την φωνή του Θεού Πάνα. Η φωνή αυτή ήταν τόσο τρομερή που προκαλούσε τον πανικό και χρησιμοποιήθηκε εναντίον των Τιτάνων στην Τιτανομαχία. Ωστόσο, υπάρχει και μια σχετική αναφορά από τους ιστορικούς χρόνους, όταν η φωνή του Πάνα έτρεψε σε άτακτη φυγή τους Πέρσες στον Μαραθώνα.
Στην Γιγαντομαχία, ο Τρίτων φυσούσε το κέρας και ο ήχος που έβγαζε τρομοκράτησε τόσο πολύ τους Γίγαντες, ώστε τους ανάγκασε σε υποχώρηση. Μία άλλη αναφορά σχετικά με την ίδια αναμέτρηση λέει ότι στο πλευρό των Ολυμπίων πολέμησε και ο Διόνυσος με την ακολουθία του, όλοι πάνω σε γάιδαρους. Το γκάρισμα των γαϊδάρων αυτών τρομοκράτησε εξίσου τους Γίγαντες. Ενδεχομένως τα οχήματα του Διονύσου και της ακολουθίας του, καθώς και τα ηχητικά τους όπλα να μετατράπηκαν μέσα στο πέρασμα των αιώνων (ή των χιλιετιών;) σε «γάιδαρους» (ας σκεφτούμε ότι και σήμερα υπάρχει όχημα, το οποίο στην καθομιλουμένη διάλεκτο ονομάζεται «γουρούνα», αλλά φυσικά δεν πρόκειται για ζώο).
Ο Ηγέλεως, εγγονός του Ηρακλή, με τον ήχο που έβγαζε το όπλο του, το οποίο έμεινε στην μυθολογική παράδοση ως «σάλπιγγα», έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς τού παππού του στην Πελοπόννησο.
Ο Όμηρος έχει διασώσει μέσα στα έπη του μακρινούς απόηχους και θρύλους για την τεχνολογία ενός απώτατου παρελθόντος. Σε πολλά σημεία η τεχνολογία αυτή φαντάζει πολύ πιο προχωρημένη ακόμη και σε σχέση με την σημερινή. Μια αναφορά του είδους είναι σχετικά με τα εκπληκτικά κατασκευάσματα του Θεού Ηφαίστου, ο οποίος, σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις, είχε τα εργαστήριά του στην Λήμνο.
Τα τεχνουργήματά του περιελάμβαναν αυτοκινούμενους χρυσούς τρίποδες, αόρατα δεσμά (να υποθέσουμε μέσω μιας ειδικής τεχνικής χρησιμοποίησης μαγνητικών ή βαρυτικών, βαθμωτών πεδίων), τους χαλκόποδες τεχνητούς ταύρους του βασιλιά Αιήτη, τους εξίσου τεχνητούς ασημένιους σκύλους-φύλακες των ανακτόρων του βασιλιά Αλκινόου, και πολλά άλλα. Αναμφισβήτητα, όμως, μέσα σε όλα αυτά ξεχώριζαν τα χρυσά ανδροειδή που είχε κατασκευάσει, τα οποία έμοιαζαν στα πάντα με ανθρώπινα όντα, καθώς χαρακτηρίζονταν από τον εντελώς φυσικό τρόπο κίνησης του σώματός τους και την αυτόνομη νοημοσύνη τους.
Εκτός από τον Θεό Ήφαιστο, όμως, ονομαστός για τις δημιουργίες του ήταν και ο Δαίδαλος. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Δαίδαλος κατασκεύαζε «αγάλματα» (τα ονομαζόμενα «δαίδαλα»), τα οποία διέθεταν όραση, ακοή, ομιλία, μπορούσαν να αλλάζουν εκφράσεις στο πρόσωπό τους και κινούσαν το σώμα τους με φυσικό τρόπο (όπως και τα ανδροειδή του Ηφαίστου). Ο όρος «δαίδαλα» κατέληξε, στην πάροδο του χρόνου, να σημαίνει το ακατέργαστο ξόανο. Η βαθιά αυτή μεταβολή στο περιεχόμενο της λέξης ίσως να δείχνει το πόσος πολύς καιρός και πόσες κατακλυσμικές αλλαγές μεσολάβησαν μεταξύ των εποχών της αρχικής και της μεταγενέστερης σημασίας.
Στην εποχή μας έχουν γίνει πολλές συζητήσεις και αναφορές σχετικά με διάφορες ήδη γνωστές, αλλά και πιθανολογούμενες (ή απόρρητες για το ευρύ κοινό), επιστημονικές μεθόδους ελέγχου του καιρού και του κλίματος. Φαίνεται ότι αντίστοιχες μέθοδοι υπήρχαν σε εποχές, για τις οποίες οι μόνες μαρτυρίες είναι μυθολογικές. Έτσι, όλοι γνωρίζουμε τον Αίολο, ο οποίος είχε τον έλεγχο των ανέμων, αλλά μάλλον κανείς δεν γνωρίζει την Ευίππη. Η Ευίππη ήταν κόρη του Κενταύρου Χείρωνος, η οποία παντρεύτηκε τον Αίολο και του δίδαξε, σύμφωνα με μια εκδοχή, την τεχνική ελέγχου των ανέμων (ή, όπως θα έλεγε σήμερα ένας μετεωρολόγος, των αερίων μαζών) και κατά συνέπεια των καιρικών συνθηκών.
Ωστόσο, η γνώση ελέγχου του καιρού, με τις τόσο εν δυνάμει καταλυτικές πρακτικές εφαρμογές της, δεν αποτέλεσε την εξαίρεση στον κανόνα, αλλά έγινε και αυτή αντικείμενο κατάχρησης. Είναι αυταπόδεικτο το ότι κάθε εργαλείο, είτε υλικής, είτε άυλης (αλλά με πολύ απτά αποτελέσματα) φύσης, δεν έχει παρά τον χαρακτήρα αυτού που το χειρίζεται. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, η μυθολογία αναφέρει ότι οι Τελχίνες είχαν κάποτε την δύναμη να εξαπολύουν τρομερές καταιγίδες με βροχή, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς. Κάποια στιγμή θεώρησαν καλό να αρχίσουν να μολύνουν τον αέρα, οπότε ο Δίας τους βύθισε στην θάλασσα.
Είναι πιθανόν ότι από αυτόν τον άγνωστο, πανάρχαιο τεχνολογικό πολιτισμό είχαν διασωθεί μέχρι τους χρόνους που εμείς ορίζουμε ως «αρχαίους» ορισμένα αντικείμενα, τα οποία λειτουργούσαν ακόμη. Ίσως η εικασία αυτή ακούγεται πολύ φανταστική ή εξωπραγματική, αλλά έχουμε αναφορές που μπορεί να την δικαιολογούν. Μας έχουν διασωθεί δύο τέτοιες αναφορές:
Η μία λέει ότι στον ποταμό Πακτωλό της Λυδίας υπήρχε ένας δυσεύρετος λίθος (ήταν πάντοτε αναμεμιγμένος με χρυσό) που έμοιαζε με άργυρο, και ο οποίος είχε την ονομασία ‘Αρουραφύλαξ’. Αυτόν τον έβαζαν στις πόρτες των θησαυροφυλακίων και λειτουργούσε όπως οι σημερινοί συναγερμοί, αφού είχε την ιδιότητα να βγάζει δυνατό ήχο (σαν σάλπιγγα) σε περίπτωση που κάποιος κλέφτης παραβίαζε την είσοδο.
Η άλλη αναφορά είναι για τον ποταμό Υδάσπη της Ινδίας, στον οποίο υπήρχε ένας λίθος στο χρώμα της ελιάς, ο οποίος ήταν γνωστός ως Θερμός και Λίχνις. Αυτός είχε την ιδιότητα να λάμπει την νύχτα σαν λυχνάρι και τον χρησιμοποιούσαν οι πλούσιοι ως μέσο φωτισμού. Πρόκειται καθαρά για ένα είδος λάμπας, και μάλιστα πιο εξελιγμένης τεχνολογίας, ενδεχομένως, από τις σημερινές, γιατί άναβε χωρίς να συνδέεται σε κάποιο δίκτυο παροχής ρεύματος (το οποίο, φυσικά, ήταν ανύπαρκτο μέχρι πολύ πρόσφατα στην γνωστή ανθρώπινη ιστορία).
Το γεγονός ότι και οι δύο λίθοι ήταν δυσεύρετοι, ότι ο πρώτος λίθος είχε ουσιαστικά μεταλλικό χρώμα, ότι οι αφηγήσεις σχετικά με το πού και πώς εντοπίζονται μοιάζουν σαν να επινοήθηκαν για να δικαιολογήσουν την παρουσία αντικειμένων που σαφώς δεν ανήκαν στον κύκλο πολιτισμού, τον οποίο εμείς ορίζουμε ως ιστορική αρχαιότητα, συνηγορούν υπέρ της εικασίας που διατυπώθηκε εξαρχής.
Φαίνεται ότι ανάλογη σημαντικότατη πρόοδος είχε γίνει και στον τομέα της βιολογικής έρευνας. Αυτό δείχνει, μεταξύ πολλών αντίστοιχων άλλων, και η περίπτωση του Φάονος. Ο Φάων ήταν ένας γέρος βαρκάρης από την Μυτιλήνη, στον οποίο η Θεά Αφροδίτη χάρισε ένα είδος μύρου. Εκείνος αλείφτηκε με αυτό σε όλο το σώμα και από γέρος ξανάγινε νέος και μάλιστα τόσο όμορφος, ώστε τον ερωτεύτηκαν όλες οι γυναίκες του νησιού.
Μία γνώση, οποιουδήποτε είδους, δεν κάνει από μόνη της το ταξίδι μέσα στους αιώνες και τις χιλιετίες, αλλά έχει κάποιους φορείς, κάποιους εκπροσώπους. Ένας από αυτούς ήταν σίγουρα και ο Τάνταλος. Για τον συγκεκριμένο αναφέρεται ότι του εμπιστεύονταν οι Θεοί τα μυστικά τους, αλλά ήταν πολύ φλύαρος και τα μαρτυρούσε. Εκτός του ότι έκλεψε νέκταρ και αμβροσία και τα μοίρασε στους φίλους του, έλεγε ότι ο ήλιος δεν ήταν Θεός, αλλά απλώς μια διάπυρη μάζα.
Ο ισχυρισμός ότι παρόμοιες ανάγκες παράγουν παρόμοια αποτελέσματα επιβεβαιώνεται από την αναφορά ότι ο νικητής σε αγώνες πυγμαχίας Γλαύκος, απόγονος του θαλάσσιου Θεού με το ίδιο όνομα, είχε εφεύρει ένα είδος νοηματικής γλώσσας της εποχής.
5) Τοποθεσίες
Οι άνθρωποι, από εποχές που χάνονται στα βάθη του χρόνου, είχαν παρατηρήσει ότι ορισμένες τοποθεσίες διακρίνονται από μια ιδιαίτερη αίσθηση που αποπνέουν, από ένα είδος ξεχωριστής ενέργειας που τις περιβάλλει. Μια ξεχωριστή κατηγορία τέτοιων τόπων είναι οι ονομαζόμενοι ως είσοδοι ή περάσματα στον Άδη. Ίσως το γεγονός ότι ετυμολογικά ο Άδης σημαίνει αρχικά αυτόν που δεν φαίνεται, που δεν μπορείς να τον δεις, αποτελεί το κλειδί για μια διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση στον όρο «είσοδος στον Άδη».
Μερικές από τις τοποθεσίες αυτές είναι: η Αχερουσία λίμνη στην Ήπειρο, το Ταίναρον στην Λακωνία, το μέρος Άορνον στην Θεσπρωτία, οι Μακραί Πέτραι στους πρόποδες της Ακρόπολης των Αθηνών (εκεί όπου είναι το σπήλαιο του Πανός), η Κορώνεια στην Βοιωτία, ο Φενεός στην Αρκαδία, το νησί Αστυπάλαια, η Ερμιόνη στην Αργολίδα (αυτή θεωρείτο μία από τις πιο ευθείες οδούς προς τον Άδη), το Τροφώνιο Άντρο, το Μαντείο του Διός.
Ειδικά για την περιοχή της Αργολίδας αναφέρεται, επίσης, ότι κοντά στην Λέρνη υπήρχε η Αλκυωνία λίμνη. Η λίμνη αυτή είχε την προσωνυμία Άβυσσος, γιατί θεωρούσαν ότι δεν είχε πυθμένα. Ο αυτοκράτορας Νέρων όταν το άκουσε αυτό, επιχείρησε να την βυθομετρήσει, αλλά ούτε αυτός κατάφερε να βρει πόσο βαθιά είναι. Η λίμνη αυτή ήταν γαλήνια και ήσυχη, αλλά όποιος επιχειρούσε να κολυμπήσει μέσα στα νερά της, βυθιζόταν και δεν ξανάβγαινε. Σύμφωνα με την μυθολογία, από εκεί κατέβηκε ο Διόνυσος στον Άδη και έβγαλε την μητέρα του.
Στο όρος Ίδη υπήρχε ένα πανάρχαιο ονειρομαντείο, όπου έδινε χρησμό μέσω ονείρου ο Δίας. Το μαντείο αυτό επρόκειτο για ένα άντρο μέσα στο βουνό, από το οποίο αναφέρεται ότι ξεκινούσε μια υπόγεια διάβαση με κατάληξη την Κνωσσό. Μέσα στο άντρο αυτό κοιμήθηκε ο φημισμένος μάντης Επιμενίδης για 57 ολόκληρα χρόνια.
Στον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία) υπήρχε ένας ναός προς τιμήν της Λακινίας Ήρας. Τα μάρμαρα του ναού αυτού είχαν τέτοια ενέργεια, ώστε αν κάποιος χάραζε πάνω τους το όνομά του, τότε όταν πέθαινε, αυτό έσβηνε από μόνο του.
Στην Πάφο της Κύπρου υπήρχε ο ναός της Παφίας Αφροδίτης με τους εκατό βωμούς. Ο βωμός στον οποίο συνήθως θυσίαζαν ήταν υπαίθριος, στην αυλή του ναού. Στην αυλή αυτή δεν έπεφτε ποτέ η βροχή, αν και έβρεχε ένα γύρω. Το άγαλμα της Αφροδίτης εκεί δεν ήταν ανθρωπόμορφο, αλλά κωνοειδές, για κάποιον λόγο που δεν αποκαλυπτόταν.
Στα Καστάβαλα της Καππαδοκίας υπήρχε ένα επίσημο ιερό, όπου λατρευόταν η Περασία Άρτεμις. Οι ιέρειες εκεί ασκούσαν την πυροβασία, περπατώντας ξυπόλητες πάνω σε μεγάλες ανθρακιές.
Στην Μυκαλυσσό (ή Μυκαλησσό) της Βοιωτίας υπήρχε ιερό της Μυκαλυσσίας Δήμητρας, του οποίου οι πόρτες έκλειναν αυτόματα όταν έπεφτε το απόγευμα, και άνοιγαν πάλι αυτόματα το πρωί. Αναφέρεται ότι όσοι καρποί τοποθετούνταν στα πόδια του αγάλματος της Θεάς ως προσφορές έμεναν πάντοτε φρέσκοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου