«Εσείς, ούτε σε αυτό να πιστεύετε αβασάνιστα τον θεό, αλλά να εξετάζετε χωριστά καθεμιά από τις φράσεις του» -Απολογία Σωκράτους, Ξενοφών
«Ένα είναι και των θεών
και των ανθρώπων το γένος.
Από μια μητέρα γεννηθήκαμε.
Μόνη διαφορά μας είναι η δύναμη.»
Πίνδαρος
Στον Πλατωνικό διάλογο Ευθύφρων, ο Σωκράτης καταφτάνει στη βασίλειο στοά γιατί μόλις έμαθε ότι κάποιος τον κατηγορεί για ασέβεια προς τους θεούς και διαφθορά των νέων. Μόλις φτάνει, βρίσκει τον Ευθύφρωνα, ο οποίος είναι εκεί γιατί αυτός ο ίδιος κατηγορεί κάποιον, για μια παρεκτροπή παρόμοια με του Σωκράτη. Όταν ρωτάει τον Ευθύφρωνα για λεπτομέρειες, του λέει πως κατηγορεί τον πατέρα του, επειδή έκανε έναν άδικο φόνο, δηλαδή κάτι «ανόσιο». Είχε πιάσει έναν εργάτη που σκότωσε έναν υπηρέτη του, και αφού τον έδεσε και τον έριξε σε λάκκο, έστειλε να του φέρουν έναν εξηγητή (οι εξηγητές ήταν νομομαθείς που ερμήνευαν ασάφειες και κενά της νομοθεσίας). Τον παράτησε όμως δεμένο και μόνο του, με συνέπεια να πεθάνει από την πείνα, το κρύο και τα δεσμά. Ο Σωκράτης εκφράζει τη χαρά του που βρίσκει την ευκαιρία να μάθει τι ακριβώς θεωρείται «όσιο» και τι «ανόσιο», αφού ο ίδιος δεν ξέρει, και ουσιαστικά αυτό είναι το κατηγορητήριο εναντίον του. Ο Ευθύφρων είχε τη φήμη ότι ήταν σοφός περί του θέματος (ήταν μάντης και θεολόγος), αλλά και το γεγονός ότι κατηγορεί τον πατέρα του, δείχνει ότι πρέπει να είναι απόλυτα σίγουρος για τη γνώση του αυτή, αφού φτάνει στο σημείο να οδηγήσει απέναντι στους δικαστές ένα τόσο κοντινό του πρόσωπο.
Με άλλα λόγια, αν είναι να διακινδυνεύσει το μέλλον του πατέρα του, καλά θα κάνει να ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Αφήνοντας λοιπόν προσωρινά την δικιά του υπόθεση, αρχίζει την ανάκριση του θεολόγου, ενδιαφερόμενος (δήθεν;) να μάθει από αυτόν τι είναι όσιο, κάτι που ίσως τον βοηθήσει και στην δική του δίκη.
Η αφήγηση του Πλάτωνα μας παρουσιάζεται με την προσπάθεια ορισμού μιας έννοιας – «τι είναι όσιο;» – αλλά ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον προβληματισμό αυτόν και σαν αφορμή για να δείξει πως το κατηγορητήριο εναντίον του δασκάλου του ήταν άδικο. Ο διάλογος γράφτηκε μετά την θανάτωση του φιλοσόφου, και μας δείχνει και τον λόγο που θανατώθηκε. Ο Σωκράτης δεν αναγνώριζε την αυθεντία κανενός, και όποιον συναντούσε που ισχυριζόταν ότι είναι σοφός, τον ανέκρινε για να μελετήσει τι ακριβώς ξέρει, και εν τέλει να του αποδείξει ότι δεν ξέρει τίποτα. Κάτι που όμως ενοχλούσε, και που δημιούργησε έχθρες και καχυποψία εναντίον του, συκοφαντία και κακή φήμη, που στο τέλος τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι δήθεν ήταν άθεος και βλάσφημος και ότι διέφθειρε τους νέους με αυτά που δίδασκε. Τι καλύτερο λοιπόν για τον Πλάτωνα, από το να μας παρουσιάσει έναν Σωκράτη που αναζητά να μάθει αυτά που υποτίθεται ότι δίδασκε (και με τα οποία διέφθειρε όσους τον άκουγαν), και να αναζητά την έννοια του οσίου, δηλαδή την έννοια της ηθικής (στον διάλογο το «όσιο» ταυτίζεται με ό,τι είναι καλό, ωραίο, δίκαιο), με θεολογικούς όρους. Ο Πλάτωνας δηλαδή μας δείχνει ταυτόχρονα ότι ο Σωκράτης ούτε δίδασκε (αφού δεν γνώριζε) ούτε ήταν άθεος και βλάσφημος (αφού μιλώντας για την έννοια του οσίου την ενάλλασσε με την έννοια του δικαίου και μάλιστα έχοντας σαν κέντρο του προβληματισμού του τις επιθυμίες των θεών), αλλά και ότι πρόσβαλε και ενοχλούσε τους συνομιλητές του (πράγμα που αποτέλεσε την πραγματική αιτία θανάτου του).
Ο Ευθύφρων υποστηρίζει πως ό,τι είναι αγαπητό στους θεούς είναι όσιο, και ό,τι είναι θεομίσητο είναι ανόσιο. Ο Σωκράτης όμως λέει πως, όπως και οι άνθρωποι, οι θεοί διαφωνούν για το τι είναι δίκαιο, ωραίο ή καλό. Πώς λοιπόν θα ξέρουμε τι είναι όσιο, αφού δεν ξέρουμε τι είναι αγαπητό στους θεούς, και μάλιστα τη στιγμή που και οι ίδιοι οι θεοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους γι’ αυτό; Είναι λογικό για τον Σωκράτη να αναρωτηθεί κάτι τέτοιο, αφού στον πολυθεϊστικό κόσμο που ζούσε, με τους θεούς να φέρονται με όση συνέπεια διαθέτουν και οι άνθρωποι, ο κάθε θεός διάλεγε στρατόπεδα ανάλογα με την δικιά του ιδιοσυγκρασία. Στον πόλεμο της Τροίας, για παράδειγμα, άλλοι θεοί ήταν με το μέρος των Τρώων και άλλοι με τους Αχαιούς. Πώς λοιπόν θα ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι τι είναι όσιο, αφού και οι θεοί οι ίδιοι διαφωνούν γι’ αυτό;
Η απάντηση που δίνει ο Ευθύφρων είναι πως όσιο είναι αυτό που όλοι οι θεοί θεωρούν αρεστό. Είναι κάποια πράγματα δηλαδή, για τα οποία ξέρουμε ότι σίγουρα είναι αρεστά σε όλους τους θεούς και άλλα που σίγουρα όλοι οι θεοί μισούν. «Οι θεοί δεν διαφωνούν μεταξύ τους σχετικά με το θέμα τούτο, ότι δεν πρέπει να τιμωρείται όποιος σκοτώνει κάποιον άδικα»σελ.73 του λέει για να του δείξει πόσο σίγουρος είναι πως έχει δίκιο που κατηγορεί τον πατέρα του για άδικο φόνο. Ο Σωκράτης όμως δεν αρκείται σε αυτήν την απάντηση, ούτε στο παράδειγμα του άδικου φόνου: «Γιατί, μήπως άκουσες, Ευθύφρων, κάποιον άνθρωπο να αμφισβητεί ότι δεν πρέπει να τιμωρείται όποιος διαπράττει φόνο άδικα;». Δεν χρειαζόμαστε τους θεούς να μας πουν αν πρέπει να τιμωρείται ο αδικοπραγήσας. Κανένας δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του λέγοντας ότι, ναι μεν έπραξε άδικα, αλλά δεν του αρμόζει τιμωρία μόνο υποστηρίζει ότι δεν αδίκησε. Το πρόβλημα παραμένει: πώς θα ξέρουμε αν κάτι είναι δίκαιο ή όχι; Ο Σωκράτης λοιπόν αναρωτιέται αν όσιο είναι κάτι επειδή αρέσει στους θεούς, ή αν αρέσει στους θεούς επειδή είναι όσιο.
Ο Σωκράτης κάνει μια πολύ σημαντική ερώτηση, που ακόμα μας προβληματίζει. Από πού προέρχεται η ηθική; Ο θεός είναι ο συγγραφέας των ηθικών αξιών ή απλά τις επαναλαμβάνει και τις επιβάλλει; Και αν ισχύει το δεύτερο, ποια είναι η πηγή τους; (Σ’ αυτήν την περίπτωση η απάντηση ίσως βρίσκεται στους μεταφυσικούς στοχασμούς ηθικών φιλοσόφων ή στις υλιστικές προσεγγίσεις βιολόγων και κοινωνιολόγων ή ίσως τελικά ανιχνευτεί μετά από χιλιάδες σελίδες ερευνών της νευροεπιστήμης˙ αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…)
Ο Σωκράτης (σε αυτόν τον διάλογο) επικεντρώνεται στη σχέση του δικαίου με τη θεϊκή επιθυμία. Και αν προβληματίζεται από το γεγονός ότι οι θεοί δε συμφωνούν μεταξύ τους, ο μονοθεϊσμός προσφέρει φαινομενικά μια λύση, με την ύπαρξη ενός μόνο, αιώνιου και παντογνώστη θεού, που πρέπει να γνωρίζει τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο και προτείνεται να μας το πει, ώστε να ζήσουμε σωστά. Αν ο θεός έχει απαγορεύσει κάτι, σίγουρα είναι αμαρτία. Αρκεί όμως αυτό; Θα έπαυε ο Σωκράτης τη συζήτηση εδώ; Γιατί κάτι είναι αμαρτία; Επειδή το απαγορεύει ο θεός; Ή μήπως ο θεός το απαγορεύει επειδή είναι αμαρτία; Ο θεός μας δίνει ηθικές αξίες, ή τις γνωρίζουμε από πριν και τις βάζουμε στο στόμα του;
Στον Χριστιανισμό, ο μονοθεϊστικός θεός μας έχει δώσει τις απόψεις του γραπτά˙ ξέρουμε τι είναι θεάρεστο και τι θεομίσητο από τη Βίβλο. Ένας θεολόγος ίσως να έλεγε πως, ό,τι προστάζει ο θεός είναι καλό και ταυτόχρονα ό,τι είναι καλό το προτείνει και ο θεός. Αυτό όμως δεν φαίνεται να πείθει τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος απορρίπτει ρητά τη Βίβλο, όταν σε αυτήν αναγράφεται, π.χ., πως αν κάποιος βρει ότι η σύζυγός του δεν είναι παρθένα την πρώτη νύχτα του γάμου τους, πρέπει να τη λιθοβολήσει μέχρι θανάτου έξω από τη πόρτα του πατέρα της (Δευτερονόμιο 22:13-21). Αυτό σίγουρα δεν το θεωρούμε σωστό, δίκαιο, καλό, ηθικό. Αντιθέτως, το θεωρούμε ανήθικο και χυδαίο. Κι όμως, είναι κάτι που προστάζει ο θεός. Άρα, το «ό,τι λέει ο θεός είναι ηθικό» δεν ισχύει.
Ούτε ισχύει όμως και το «ό,τι είναι ηθικό, αυτό προτείνει και ο θεός». Στην Βίβλο, για όποιον ψάχνει σαν τον Σωκράτη να ορίσει την ηθική με θεολογικούς όρους, υπάρχουν πολλές άλλες προσταγές και απαγορεύσεις όπου μπορεί να απευθυνθεί, με κύριο σημείο τον Δεκάλογο.
Όμως, στην εντολή «ουκ επιθυμήσεις το σπίτι, την γυναίκα, τους είλωτες, τα ζώα ή οτιδήποτε άλλο του γείτονα» (Έξοδος 20:17), βρίσκουμε την ομαδοποίηση της γυναίκας μαζί με ζώα, δούλους και υλικά αγαθά του άλλου (και μάλιστα με τη γυναίκα δεύτερη στη σειρά), κάτι που μάλλον προδίδει την ταυτότητα του συγγραφέα (άνδρας), παρά μας προσφέρει μια χρήσιμη οδηγία για το πώς να ζήσουμε μια καλή ζωή. Ποιος θα έλεγε σήμερα αυτήν την πρόταση χωρίς να συναντήσει την απέχθειά μας για τον προφανή μισογυνισμό του, αφού περιλαμβάνει τη γυναίκα στην περιουσία του συζύγου της; Η απαγόρευση δε της ίδιας της σκέψης απόκτησης κάποιου πράγματος που ανήκει σε άλλον (δηλαδή η απαγόρευση της επιθυμίας) είναι μάλλον αποπροσανατολιστική. Οι ποινικοποίηση των επιθυμιών μας θυμίζει περισσότερο τα «εγκλήματα σκέψης» του 1984 που συνέβαλαν στην ολοκληρωτική υποδούλωση των υποτελών του Μεγάλου Αδερφού, παρά τα λόγια ενός πανάγαθου θεού. Γιατί οι πράξεις είναι που κάνουν κακό, όχι οι σκέψεις.
Το «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να γίνεις μακροχρόνιος επάνω στη γη, που σου δίνει ο Κύριος ο θεός σου» (Έξοδος 20:12), το συναντάμε και σε άλλες θρησκείες, αν και όχι σε τόσο απόλυτη μορφή. Προφανώς, ένας αλκοολικός γονιός που κακοποιεί τα παιδιά του δεν αξίζει τον σεβασμό τους, και ο κοσμικός νόμος δεν θεωρεί τέτοια σχέση σαν ελαφρυντικό σε περιπτώσεις κακοποίησης (μάλλον το αντίθετο). Ο σεβασμός, όπως και η αγάπη, είναι κάτι που το κερδίζουμε, δεν μπορεί να απαιτηθεί. Αν λοιπόν η φράση αναγνωστεί απόλυτα είναι άτοπη, ενώ αν αναγνωστεί κριτικά γίνεται κοινότοπη˙ ποιος χρειάζεται κάποιον θεό για να νιώσει το χρέος του προς τους γονείς που τον μεγάλωσαν δίκαια; Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η αρετή συνοδεύεται από την υπόσχεση ανταμοιβής (μακροζωίας), και όπως και άλλες εντολές που μας έρχονται με την απειλή τιμωρίας, δεν προτείνεται ως αυτοσκοπός. Δεν αρκεί να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι επειδή είναι καλό ή κακό, αλλά για να κερδίσουμε μια ανταμοιβή ή να αποφύγουμε μια τιμωρία.
Το μόνο που μένει* είναι το τρίπτυχο «ου κλέψεις, ου φονεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις». Είναι εντολές που συναντάμε σε κάθε θρησκεία που λατρεύεται στη Γη, και δεν εξαρτώνται από την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε θεού. Σε ποιον θεό θα αναγνωρίζαμε σοφία, αν δεν καταδίκαζε το ψέμα, το κλέψιμο ή τον φόνο; Ποια θρησκεία που θα έλεγε ότι το ψέμα δεν είναι αμαρτία (ή έστω ότι «δεν πειράζει») θα άξιζε τη λατρεία οποιουδήποτε; Όπως λέει κι ο Σωκράτης «κανένας θεός ή άνθρωπος δεν τολμά να πει τούτο, ότι δεν πρέπει να τιμωρείται ο άδικος». Και όλοι οι άνθρωποι ξέρουν ότι το να σκοτώνεις είναι άδικο, γιατί οι άνθρωποι ξέρουν από μόνοι τους τι είναι ηθικό και τι είναι κακό. Αν οι Εβραίοι της Παλιάς Διαθήκης περίμεναν τον θεό να τους πει ότι ο φόνος «είναι κάτι κακό», μάλλον δεν θα είχαν καταφέρει να φτάσουν καν μέχρι το Όρος Σινά για να παραλάβουν τις Δέκα Εντολές. Ο θεός δεν έχει τη δύναμη να μην καταδικάσει το φόνο.
Οι ηθικές αξίες λοιπόν δεν πηγάζουν από τη διδασκαλία του θεού ή του Ιησού. Και δεν χρειάζεται να μείνουμε στις Δέκα Εντολές˙ ούτε οι υπόλοιπες ηθικές αξίες του Χριστιανισμού δεν οφείλονται σε αυτόν, αλλά μπορούν να ανιχνευτούν σε παλιότερους πολιτισμούς. Ο λεγόμενος Χρυσός Κανόνας («κάνε στους άλλους ό,τι θα ήθελες να κάνουν σε σένα») προέρχεται από τον Κομφούκιο (απ’ όσο γνωρίζουμε – μπορεί να είχε ήδη διατυπωθεί και νωρίτερα) και το «αγάπα τους εχθρούς σου» το βρίσκουμε στον Τζαϊνισμό, τον Βουδισμό, τον Ταοϊσμό και αλλού. Άρα ο Χριστιανισμός όχι μόνο δεν δημιούργησε τις διδαχές αυτές, αλλά ούτε την αποκλειστικότητά τους έχει, είτε ιδωθεί σαν θρησκεία είτε σαν σύστημα ιδεών (ο Βουδισμός για παράδειγμα δεν είναι θρησκεία και μοιράζεται πολλές ηθικές αξίες των αβρααμικών θρησκειών).
Θα μπορούσε κάποιος να πει βέβαια, πως όσα από τα παραπάνω αποτελούν προτροπές σε πράξεις (όπως ο λιθοβολισμός της μη παρθένας) ή σκέψεις (όπως η θέαση της γυναίκας σαν περιουσία) που σήμερα θεωρούνται ανήθικες, προκύπτουν ως τέτοιες μόνο αν τις δούμε αναχρονιστικά. Ότι δηλαδή είναι άδικο να κρίνουμε τις απόψεις ανθρώπων που ζούσαν 3.000 χρόνια πριν, με σύγχρονη οπτική. Πρέπει λοιπόν να επιλέξουμε τις ηθικές προσταγές του θεού με τις οποίες συμφωνούμε κι εμείς. Αυτό παρουσιάζει ένα λογικό πρόβλημα, αφού αναιρούμε εδώ, κάτι που μέχρι τώρα, σιωπηλά, το θεωρήσαμε δεδομένο (ότι η Βίβλος είναι ο λόγος του θεού, στον οποίον δεν μπορούμε να παρέμβουμε). Ακόμα κι έτσι όμως, προκύπτει ότι οι ηθικές προσταγές δεν μπορεί να προέρχονται από τον θεό, αλλά οι άνθρωποι τις ξέρουν ήδη, και καλούνται μόνο να διαγράψουν από τη Βίβλο όσες δεν περιλαμβάνονται στο σύστημα αξιών της εποχής. Ή, όπως θα έλεγε ο Σωκράτης σε έναν μονοθεϊστή Ευθύφρωνα, «κάτι, αρέσει στον θεό, επειδή είναι ηθικό», και όχι «είναι ηθικό επειδή αρέσει στον θεό». Άρα από ό,τι φαίνεται, η θεϊκή ηθική ακολουθεί την ανθρώπινη, και όχι το αντίστροφο. Έτσι όμως, παραμένει το ερώτημα «γιατί κάτι είναι αμαρτία;» ή «από πού προέρχεται η ηθική;». Η επιμονή να την συνδέουμε με τον θεό δεν μας δίνει απαντήσεις. Δεν χρειαζόμαστε καμιά θρησκεία για να μάθουμε τι είναι ηθικό ή για να γίνουμε ηθικοί, μόνο νομίζουμε ότι τις χρειαζόμαστε.
Αλλά και να μην κάνουμε την παραπάνω παραδοχή, αν δηλαδή αναζητήσουμε τις ηθικές αρχές αποκλειστικά στις διδαχές της θρησκείας (με τον ίδιο τρόπο που και ο Σωκράτης και ο Ευθύφρων προσεγγίζουν τον προβληματισμό τους για το τι είναι δίκαιο, στη σχέση των ανθρώπων με τα θεία), παραμένουν οι Δέκα Εντολές, και άλλες προτροπές του θεού και του Ιησού, σαν προσταγές συμπεριφοράς ενός παντοδύναμου θεού, που αν τον παρακούσουμε θα μας τιμωρήσει με τη χειρότερη δυνατή τιμωρία, και αν τον υπακούσουμε θα μας ανταμείψει με τη μεγαλύτερη δυνατή ανταμοιβή, ακόμα κι αν διαφωνούμε με κάποιες από αυτές. Η έννοια της αμαρτίας δηλαδή, παραμένει και διαφοροποιείται από την έννοια της ανηθικότητας. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, μας διδάσκει η θρησκεία (ή τουλάχιστον, η Βίβλος), δεν είναι κάτι που θα αυξήσει την ανθρώπινη ευημερία, αλλά αυτό που λέει ο θεός. Καλός Χριστιανός δεν είναι ο ηθικός Χριστιανός, αλλά ο υπάκουος.
Ο Σωκράτης, σαν πολυθεϊστής, μπορούσε να αναζητήσει μόνος του τι είναι καλό και τι όχι, αφού δεν υπήρχε μία αυθεντία που θα του δώσει μια τελεσίδικη απάντηση. Ίσως να έκανε την ίδια αναζήτηση αν εντόπιζε τις αντιφάσεις στα λόγια ενός μοναδικού θεού, όπως τις βρίσκουμε στη Βίβλο. Οι δικοί του θεοί, που όλους αναγνώριζε σαν σοφούς, ήταν ιδιοσυγκρασιακοί, ο καθένας έλεγε άλλα. Ίσως γι’ αυτό και ο διάλογος δεν καταλήγει σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα για το τι είναι όσιο και τι ανόσιο. Ο Ξενοφώντας στην Απολογία Σωκράτους παρουσιάζει τον φιλόσοφο να λέει σχετικά με τον χρησμό της Πυθίας πως «έκρινε ότι υπερτερώ κατά πολύ από τους άλλους ανθρώπους. Εσείς, ούτε σε αυτό να πιστεύετε αβασάνιστα τον θεό, αλλά να εξετάζετε χωριστά καθεμιά από τις φράσεις του»
Έτσι κι εμείς, αν αναζητήσουμε κάποιον ηθικό προσανατολισμό στη βιβλική αφήγηση, είτε θα απογοητευτούμε αν κάνουμε μια κυριολεκτική ανάγνωσή της (αφού θα συναντήσουμε πράγματα που θεωρούμε ανήθικα να παρουσιάζονται σαν προσταγές) είτε θα αναγκαστούμε να ερμηνεύσουμε, να εκλογικεύσουμε ή να παραφράσουμε αυτά που θα βρούμε, για να ταιριάζουν στα δικά μας προϋπάρχοντα ηθικά κριτήρια. Μα αν έχουμε ήδη ηθικά κριτήρια, γιατί να αναζητήσουμε την ηθική στη Βίβλο; Ποια είναι η ιδιαιτερότητά της σε αυτό το πλαίσιο; Γιατί να μην την θεωρήσουμε σαν ένα ακόμα βιβλίο όπως τόσα άλλα, από το οποίο μόνο να εμπνευστούμε μπορούμε, κόβοντας και ράβοντας ό,τι ήδη μας αρέσει, συμφωνώντας με άλλα, και με άλλα διαφωνώντας;
Γιατί και τον Ιησού να συναντούσε ο Σωκράτης, μην ξέροντας πως είναι γιος του θεού, δεν θα του αναγνώριζε κάποια σοφία αυθαίρετα, αφού θα του παρουσιαζόταν στην ανθρώπινη μορφή του, όπως και τόσοι άλλοι που θεωρούνταν σοφοί από τους συνανθρώπους τους. Αλλά θα τον εξέταζε για να βρει αν όντως δικαιολογείται αυτή η φήμη του ή αν νόμιζε πως είναι κάτι που δεν είναι (πώς ξέρει ο Ιησούς αυτά που λέει ότι ξέρει; Έχει πρόσβαση σε γνώση που δεν έχει ο Σωκράτης;). Είναι να αναρωτιέται κανείς, αν αυτός ο διάλογος θα ήταν ο μόνος όπου δεν θα επαληθευόταν ο χρησμός της Πυθίας, πως δεν υπάρχει σοφότερος από τον αυτόν.
---------------------------
* Παραβλέπουμε τις αρχικές εντολές του δεκαλόγου, όπου βρίσκουμε πιο «αυθαίρετες» απαγορεύσεις, όπως το να μην λατρεύουμε άλλους θεούς, να μην φτιάχνουμε είδωλα και να μην αναφέρουμε το όνομα του θεού άσκοπα, όπως και την προσταγή να τηρούμε το Σάββατο σαν «ιερή μέρα» (με πρώτη εντολή το «εγώ είμαι ο θεός» που δεν είναι καν εντολή, αλλά μάλλον δήλωση). Αυτές οι εντολές λίγη σχέση έχουν με την ηθική, αφού οι πράξεις που μας απαγορεύονται δεν βλάπτουν κανέναν συνάνθρωπο, ούτε και τον θεό φυσικά (πώς θα μπορούσαμε να απειλήσουμε τον θεό εξάλλου;).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου