Ξεκινώ με ένα προσωπικό σχόλιο.
Το ενδιαφέρον μου για τον πλατωνισμό ήταν κατ' αρχήν το ενδιαφέρον του φιλοσόφου της επιστήμης, και μάλιστα του φιλοσόφου που προσπαθεί να αναλύσει τις συνιστώσες της επιστημονικής επανάστασης του 16ου και του 17ου αιώνα. Μελετώντας την πορεία των ιδεών από τον Κοπέρνικο στον Νεύτωνα, υπέθεσα ότι ο καλύτερος τρόπος για να αναλυθεί η πολύπλοκη αυτή συγκυρία ήταν να ειδωθεί ως διαμάχη αριστοτελισμού και πλατωνισμοί;: η ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης είναι η βαθμιαία επικράτηση του Πλάτωνα επί του Αριστοτέλη, η μετάβαση από τον κλειστό κόσμο της ανθρώπινης εμπειρίας στο ανοικτό σύμπαν της μαθηματικής τάξης, η διάδοση της πεποίθησης ότι το βιβλίο της φύσης έχει γραφεί με γεωμετρικούς χαρακτήρες. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής ο Τίμαιος αντιπροσώπευε το ευαγγέλιο του πλατωνισμού.
Γρήγορα ωστόσο αντιλήφθηκα ότι ο πλατωνισμός που με ενδιέφερε, ο πλατωνισμός του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, ήταν ένας μόνο από τους πολλούς ιστορικούς πλατωνισμούς. Στον Τίμαιο βεβαίως βρήκα διατυπωμένη την οπτική που αναζητούσα. 0 πλατωνικός Δημιουργός του κόσμου είναι πάνω απ' όλα ένας προικισμένος γεωμέτρης που εγκαθιστά μαθηματική τάξη σε ένα σύμπαν αταξίας και αναρχίας. Βρήκα όμως κατά κάποιο τρόπο και την άρνηση αυτής της οπτικής, όταν διαπίστωσα ότι αυτό που ο Πλάτων στον Τίμαιο περιγράφει ως αταξία, αναρχία και τύχη - ο χώρος δράσης της πλατωνικής «ανάγκης» - δεν είναι παρά το μηχανιστικό κοσμοείδωλο των φυσικών νόμων που με τόσο κόπο και τόσες αντιστάσεις προσπάθησαν να θεμελιώσουν 20 αιώνες αργότερα οι πρωταγωνιστές της επιστημονικής επανάστασης.
Υποψιάζομαι ότι κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβαίνει και σε όσους οδηγούνται στον 7’ίμαιο από άλλες διαδρομές - σε όποιον λ.χ. αναζητά στον πλατωνισμό τις ρίζες του μεταγενέστερου μυστικισμού. του Χριστιανισμού ή του δυτικού ιδεαλισμού. Το αναχρονιστικό οπτικό πρίσμα συνήθως δικαιώνεται: ο ενήμερος αναγνώστης γοητεύεται ανακαλύπτοντας πίσω από τις γραμμές του πλατωνικού κειμένου άλλοτε τον Ficino. άλλοτε τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο και άλλοτε τον Καντ. Η γοητεία διατηρείται παρά τη διαπίστωση ότι το πλατωνικό έργο φαίνεται εκ των υστέρων να στηρίζει ακόμη και αποκλίνουσες ή και αντιφατικές κοσμοθεωρήσεις.
Δεν αμφιβάλλω ότι μια τέτοια, ευθεία ή υπόρρητη «προκατειλημμένη». ανάγνωση μπορεί να είναι ιδιαίτερα γόνιμη για τη διαμόρφωση της προσωπικής μας σκέψης. Ούτε αμφισβητώ ότι. αν ο Πλάτων διαβάζεται ακόμη σήμερα με τόσο ενδιαφέρον, αυτό οφείλεται στον πλούτο των νοημάτων και την υπαινικτικότητα των διατυπώσεων που προ- φυλάσσουν σε μεγάλο βαθμό τα κείμενά του από την απονέκρωση. Αν δεν υπήρχε αυτή η διάσταση, το πλατωνικό έργο θα ήταν ένα ακόμη δευτερεύον και λησμονημένο κεφάλαιο της παλαιότερης φιλοσοφίας - και ευτυχώς δεν είναι. Είμαι λοιπόν πρόθυμος να συμφωνήσω ότι το κίνητρο για να στραφούμε προς τον Πλάτωνα, τόσο σήμερα όσο και στο παρελθόν, μας το προσφέρει η ελπίδα ότι θα βρούμε στα κείμενά του κάποια κλειδιά για την ερμηνεία του δικού μας παρόντος.
Παρ' όλα αυτά. εξακολουθώ να πιστεύω ότι. όσο κι αν είναι εύλογες αυτές οι διαπιστώσεις, δεν νομιμοποιούν την μετατροπή της προσωπικής διαδρομής σε ερμηνευτικό πρίσμα. Επιμένω ότι αξίζει να διατηρήσουμε ενεργή τη διάκριση δημιουργικής ανάγνωσης (ή έμπνευσης) και αποδεκτής ερμηνείας ενός φιλοσοφικού κειμένου του παρελθόντος, μολονότι είναι δύσκολη η αμοιβαία οριοθέτησή τους. Εκτός και αν είμαστε συμφιλιωμένοι με τον αυτάρεσκο μηδενισμό που επιφέρει η αποδοχή της ισοδυναμίας και της νομιμότητας όλων των δυνατών προσεγγίσεων. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης. ο Πλωτίνος. ο Heidegger ή ο Derrida διάβασαν δημιουργικά τον Πλάτωνα είναι αναμφισβήτητο - με την έννοια ότι η ανάγνωση αυτή συνέτεινε στην οικοδόμηση των δικών τους φιλοσοφικών ιδεών. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι φιλόσοφοι αυτοί είχαν την πρόθεση να λειτουργήσουν και ως σχολιαστές, να ανοίξουν δηλαδή μια δίοδο για την πρόσβαση του αναγνώστη στα ίδια τα πλατωνικά κείμενα. Και πρακτικά, αν έχει νόημα να πλησιάζει κάποιος τον Πλάτωνα μέσω αυτών των διασήμων μεσαζόντων. Διαβάζοντας τις πλατωνικές σελίδες του Heidegger, κατανοείς καλύτερα τον Πλάτωνα ή τον Heidegger; Αντιθέτως δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι εμβαθύνεις στον Cornford διαβάζοντας το πολύτιμο υπόμνημά του στον πλατωνικό Τίμαιο.[1]
Γιατί όμως να μην προτιμηθεί η άμεση πρόσβαση στο πλατωνικό κείμενο χωρίς τη βοήθεια οποιουδήποτε σχολιαστή ή μεσάζοντα; Στο κάτω κάτω ο Πλάτων κατέθεσε ολοκληρωμένα και περίτεχνα έργα. γεγονός που υποδηλώνει ότι τον ενδιαφέρει αυτή η μοναδική συνάντηση έστω και ως πάγκαλη παιδιά και εϊδωλον της πραγματικής επικοινωνίας των ζωντανών ψυχών (Φαιδρός 276a-e). Η συνάντηση με το αυθεντικό κείμενο είναι αναγκαία και αναντικατάστατη, δεν μπορεί όμως να λειτουργήσει παρά μόνο σε ένα δεύτερο στάδιο. Θα πρέπει ο αναγνώστης να υπερβεί πρώτα δυο τουλάχιστον εμπόδια: την ανοικειότητα της γλώσσας, που καθιστά τη μετάφραση αναγκαία (χρειάζεται να επιμείνουμε στη θέση ότι κάθε μετάφραση είναι και ερμηνεία;)· και την ασάφεια του διανοητικού πλαισίου που ο κάθε διάλογος συστήνει, καθώς ο Πλάτων δεν διευκρινίζει τις αναφορές του και απεχθάνεται την ειδική ορολογία. Για την υπέρβαση αυτών των εμποδίων πιστεύω ότι απαιτείται ένας οδηγός. Και η κριτική τοποθέτηση του αναγνώστη απέναντι στον οδηγό - η βαθμιαία αποδέσμευση από τον σχολιαστή - καταλήγει στη συγκρότηση μιας προσωπικής μεθόδου πρόσβασης στο αυθεντικό πλατωνικό κείμενο.[2]
Έναν τέτοιο οδηγό θέλησα να προσφέρω όταν κάποτε αποφάσισα να μεταφράσω και να σχολιάσω τον Τίμαιο. Δεν είμαι σίγουρος αν τα κατάφερα. αν δηλαδή πέτυχα να καταστήσω αδιαφανή τα προσωπικά μου κίνητρα. Η βοήθεια στην περίπτωσή μου ήρθε από τη βαθμιαία αλλαγή των ίδιων των ενδιαφερόντων μου. καθώς η πολύχρονη συναναστροφή μου με το πλατωνικό κείμενο - και η σημασία της διδακτικής πρακτικής είναι στο σημείο αυτό καθοριστική - το μετέτρεψε σε αντικείμενο ιδιαίτερης γοητείας και εμμονής· τόσο ώστε εκ των υστέρων να φοβάμαι όχι τόσο τον κίνδυνο της αναχρονιστικής ανάγνωσης όσο την πιθανή μείωση της κριτικής αντιμετώπισης που επιφέρει η υπερβολική οικείωση.[3]
Στις αράδες που ακολουθούν θα προσπαθήσω να δείξω ότι. πέρα από την αμφισβητήσιμη «επαγγελματική» δεοντολογία. υπάρχει ένας ακόμη λόγος για «να τοποθετήσουμε το πλατωνικό κείμενο στα συμφραζόμενα του 4ου αιώνα και να το ερμηνεύσουμε με τα διανοητικά εργαλεία της εποχής του».[4]
Ας έρθουμε λοιπόν στον επίδοξο ερμηνευτή του Τίμαιου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Η πρώτη του διαπίστωση είναι ότι έχει στα χέρια του ένα ιδιαίτερα αξιόπιστο κείμενο. Οι φιλόλογοι βεβαίως εξακολουθούν να διαφωνούν για την ακριβή γραφή επιμέρους σημείων - διαφωνίες που αποκρυσταλλώνονται στο κριτικό υπόμνημα κάθε στερεότυπης έκδοσης, διαφωνίες που κατ' ανάγκην απασχόλησαν και μένα. Η πλούσια ωστόσο δευτερογενής παράδοση του κειμένου - το γεγονός δηλαδή ότι ο Τίμαιος πολύ νωρίς. αμέσως μετά τη συγγραφή του, παρατίθεται από άλλους συγγραφείς, σχολιάζεται εκτενώς. και αργότερα μεταφράζεται - μας βεβαιώνει ότι το αρχαίο κείμενο των σύγχρονων εκδόσεων του διαλόγου είναι πάρα πολύ κοντά σε αυτό που όντως έγραψε ο Πλάτων. Αρκεί να κάνει κανείς μια σύγκριση με τα κείμενα των Προσωκρατικών ή των Στωικών. τα οποία στη μορφή που τα διαβάζουμε σήμερα συνετέθησαν (κυριολεκτικά) μόλις τον 19ο αιώνα, ή με τα διάσημα κείμενα του Αριστοτέλη που ουδέποτε εκδόθηκαν ή και γράφηκαν με τη σημερινή τους δομή και ονομασία, για να αντιληφθεί την ανακούφιση του ερμηνευτή όταν βρίσκεται μπροστά, στο συγκεκριμένο πλατωνικό έργο.
Πρωτοφανώς πλούσια, αναμφίβολα χρήσιμη αν χρησιμοποιηθεί με κριτικό πνεύμα και περίσκεψη, ίσως όμως και διασπαστική είναι η σωζώμενη σχολιαστική παράδοση του Τίμαιου. Αποκαλύπτει με τον καθαρότερο δυνατό τρόπο την ποικιλία και την αντιφατικότητα των ερμηνειών που κατά καιρούς προκύπτουν από την ανάγνωση του ίδιου κειμένου. Στη δική μου τουλάχιστον περίπτωση πρέπει να ομολογήσω ότι λειτούργησε περισσότερο ως προτροπή για προσήλωση στο ίδιο το πλατωνικό κείμενο.
Υποθέτουμε λοιπόν ότι ο Πλάτων συλλαμβάνει το σενάριο του Τίμαιου, του δίνει τη γραπτή μορφή που και σήμερα γνωρίζουμε και, κατά κάποιον τρόπο, το εκδίδει - πιθανόν γύρω στο 357 π.Χ.. 10 χρόνια δηλαδή πριν από τον θάνατό του. Ας προσπαθήσουμε να ανασυγκροτήσουμε τη διανοητική συγκυρία θέτοντας τα ερωτήματα που τίθενται σε κάθε παρόμοια περίσταση:
Τι προϋπάρχει από τη λεγόμενη φιλοσοφική παράδοση και σε ποια μορφή; Σε ποιους απευθύνεται ο Πλάτων; Ποιούς πολεμά και ποιούς προσπαθεί να πείσει; Για ποιο πράγμα προσπαθεί να πείσει και με ποιον τρόπο;
Μας είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πόσο πρόσφατη ήταν η περιπέτεια της ελληνικής φιλοσοφίας τον καιρό που αρχίζει να γράφει ο Πλάτων - αλλά και πόσο μικρή προϊστορία είχε η γραπτή παράδοση στην Ελλάδα. Από τους τρεις στοχαστές που τον επηρέασαν και που δείχνει να τους αντιμετωπίζει με μεγάλο σεβασμό, ο Πυθαγόρας (ή οι πρώτοι Πυθαγόρειοι) και ο Σωκράτης δεν έγραψαν τίποτε. ενώ ο Παρμενίδης έγραψε μόνο ένα αποκαλυπτικό ποίημα. Στους χρησμούς του Ηράκλειτου δίνει μικρή σημασία. τους αντιμετωπίζει ως προφορική παράδοση και μάλλον τους παρερμηνεύει. Το σίγουρο είναι ότι ο Πλάτων είχε διαβάσει ένα τουλάχιστον βιβλίο, το βιβλίο του Αναξαγόρα - μας το αναφέρει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό χωρίο του Φαίδωνα (98b). Από τις ιδέες που κυκλοφορούν και κρίνονται στα γραπτά του μπορεί κανείς να υποθέσει με βεβαιότητα ότι ο Πλάτων γνώριζε από πρώτο χέρι. ίσως από ανάλογα βιβλία, τις θεωρίες του Ζήνωνα, του Δημόκριτου, του Εμπεδοκλή, του Φιλολάου και των Ιπποκρατικών, και σίγουρα τους φημισμένους λόγους όλων των γνωστών σοφιστών και ρητόρων (του Πρωταγόρα, του Πρόδικου. του Ιππία, του Τεισία. του Γοργία, του Λυσία, του Ισοκράτη).
Η παράθεση όλων αυτών των διάσημων ονομάτων δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις· η μακρά παράδοση γραπτού στοχασμού που αυτοί εμφανίζονται να αντιπροσωπεύουν εξαντλείται στα όρια μιας μόνο γενιάς, της αμέσως προηγούμενης από τον Πλάτωνα, της γενιάς του Σωκράτη. Ο γραπτός πεζός αποδεικτικός λόγος έχει την εποχή του Πλάτωνα προϊστορία μόλις 40 ή 50 χρόνων. Αν μάλιστα προσπαθήσουμε μέσα σε αυτήν τη σχετικά σύντομη παράδοση αποδεικτικοί; λόγου να οριοθετήσουμε το ειδικό βάρος εκείνου του λόγου που θα μπορούσε να ονομαστεί φιλοσοφικός. αντιδιαστέλλοντάς τον λ.χ. από τον ρητορικό λόγο ή τον ιατρικό, φοβάμαι ότι κάθε προσπάθειά μας θα ήταν καταδικασμένη. Πρέπει λοιπόν να παραδεχτούμε ότι ο Πλάτων καταθέτει το ευρύ (ακόμη και για τον σημερινό αναγνώστη) και επιβλητικό φάσμα των διαλόγων του σε ένα κοινό που ήταν ελάχιστα εθισμένο στην ανάγνωση φιλοσοφικών επιχειρημάτων ή φιλοσοφικών πραγματειών. Θα ήταν ίσως πιο ακριβής ο ισχυρισμός ότι ο Πλάτων είναι αυτός που με τα γραπτά του εγκαινειάζει ένα νέο πεδίο έκφρασης του στοχασμού, είναι αυτός που στην ουσία δημιουργεί τη φιλοσοφία.
Πώς εκφράζεται αυτή η ιδιοτυπία στα ίδια τα γραπτά του Πλάτωνα;
Τα πλατωνικά γραπτά είναι εμφανώς πολεμικά. Η διαλογική μορφή είναι ιδανική για να εκφραστεί η πολεμική αυτή ατμόσφαιρα. Ο Πλάτων όμως δεν αντιμάχεται φιλοσοφικές ιδέες, αφού η προηγούμενη φιλοσοφική παράδοση είναι ισχνή ή ανύπαρκτη· αντιμάχεται τρόπους ζωής. Η διαφορά με τον Αριστοτέλη είναι ήδη τεράστια. Ο προνομιακός άξονας ερμηνείας της αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι ο πλατωνισμός - η συνεχεία και η απόκκλιση από το πλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα -, αφού από τον Αριστοτέλη και μετά ο σημαντικός φιλόσοφος διαλέγεται κατά κύριο λόγο με σημαντικά φιλοσοφικά κείμενα. 0 άξονας όμως ερμηνείας της πλατωνικής φιλοσοφίας δεν είναι ένα προϋπάρχον φιλοσοφικό σύστημα αλλά μια ιστορική πολιτική συγκυρία: είναι τα ρεύματα ιδεών που διατρέχουν την αθηναϊκή κοινωνία μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι η πλατωνική φιλοσοφία είναι πάνω απ’ όλα πολιτική φιλοσοφία.
Η πλατωνική φιλοσοφία μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια υπεράσπισης ενός νέου τρόπου ζωής: του φιλοσοφικού βίου απέναντι στον βίο που ευαγγελίζονται αφενός οι ποιητές και αφετέρου οι σοφιστές. Η πολυσυζητημένη εξορία των ποιητών από την πλατωνική πολιτεία δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη μιας παιδείας και ενός τρόπου ζωής που στηριζόταν στη μνήμη, την προφορικότητα και το εθιμικό δίκαιο υπέρ μιας νέας παιδείας που στηρίζεται στο έλλογο επιχείρημα, στη γραφή και στον νόμο. Ο Πλάτων είναι ο πρώτος στοχαστής που θεματοποιεί την πρόσφατη ανάδυση της ατομικής ψυχής, με την έννοια της αυτόνομης συνείδησης και του σκεπτόμενου εγώ. της ατομικής ψυχής που δεν ταυτίζεται πλέον συγκινησιακά με το αντικείμενό της όπως στην επική ποίηση, αλλά τοποθετείται απέναντι του. το συγκροτεί ως αυτόνομη οντότητα και το ελέγχει.[5] Από την άλλη πλευρά, η έντονη και ως έναν βαθμό υπερβολική αντίθεση του Πλάτωνα προς τους σοφιστές δείχνει την αγωνία του να οριοθετήσει τον φιλοσοφικό βίο -τον βίο που έζησε ο Σωκράτης- από μορφές ζωής που στα μάτια των συμπολιτών του ήταν φυσικό να θεωρούνται παράλληλες. Για τον Πλάτωνα ο σοφιστής είναι καινοτόμος, είναι έλλογος, είναι πολιτικός, δεν είναι όμως φιλόσοφος: αδιαφορεί για το ενοποιητικό στοιχείο που βρίσκεται πίσω από τη νέα θριαμβεύουσα εμπιστοσύνη στον Λόγο. Δεν αντιλαμβάνεται ότι χωρίς σταθερές αρχές -οι περίφημες πλατωνικές Ιδέες- η νέα στάση ζωής εκφυλίζεται σε έναν απλό σχετικισμό και οδηγεί στην επιβολή του φορέα όχι της αλήθειας αλλά της ισχύος.
II επιλογή του διαλόγου ως όχημα μετάδοσης της φιλοσοφίας είναι σημαίνουσα. Πιστεύω ότι πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τις επικρίσεις κατά της γραφής που διατυπώνει ο Πλάτων στον Φαιδρό (274c-277a). Η πραγματική φιλοσοφία θα έπρεπε να μεταδίδεται μόνο με τον προφορικό λόγο. αφού είναι πρωτίστως ανταλλαγή βιωμάτων και κρίσεων ανάμεσα σε ζωντανές ψυχές. Τα γραπτά κείμενα στην ιδανική αυτή περίπτωση θα λειτουργούσαν απλώς ως «υπομνήματα» που θα βοηθούσαν την παράθεση και την αποκρυστάλλωση των επιχειρημάτων. Καθώς όμως το φιλοσοφικό επιχείρημα μέσα από το ίδιο το πλατωνικό έργο καθίσταται όλο και πιο πολύπλοκο, τα γραπτά αυτά υπομνήματα γίνονται εντελώς απαραίτητα. 0 Πλάτων καταφεύγει συστηματικά στη γραφή, επινοεί όμως ένα είδος γραφής το οποίο τείνει να διατηρήσει την προφορικότητα αναιρώντας τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου. Ο φιλοσοφικός διάλογος θα δώσει τη θέση του στη φιλοσοφική πραγματεία αμέσως μετά τον θάνατο του Πλάτωνα. Είναι ωστόσο λάθος να αντιμετωπίζουμε τη διαλογική μορφή στην οποία μας παραδόθηκε η πλατωνική φιλοσοφία ως απλό συγγραφικό καπρίτσιο. Η μορφή του πλατωνικοί; λόγου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο του πλατωνικού επιχειρήματος. Και είναι καθήκον του ερμηνευτή να παίρνει σοβαρά υπόψη του αυτήν τη μορφή, αντιμετωπίζοντας κάθε πλατωνικό έργο ως αποκρυστάλλωση μιας δεδομένης και ανεπανάληπτης εμπειρίας λόγου και όχι ως ένα από τα διαδοχικά κεφάλαια μιας ενιαίας πραγματείας.
Φθάνοντας τώρα στον Τίμαιο θα απομονώσω τρία γνωστά και κεντρικά προβλήματα. Συνδέονται με τα προκαταρκτικά ερωτήματα που έθεσα προηγουμένως, δηλαδή για ποιον λόγο γράφει ο Πλάτων τον Τίμαιο και γιατί τον γράφει έτσι όπως τον γράφει. Θα επιχειρήσω να δείξω, με σχηματικό κατ’ ανάγκην τρόπο, ότι ικανοποιητική απάντηση σε αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να δοθεί μόνο με τα δεδομένα του συγκεκριμένου έργου. Ο ερμηνευτής θα πρέπει να καλύψει συλλογιστικά κενά. να αποκαταστήσει χαμένα νοήματα και άρρητες προθέσεις καταφεύγοντας σε υλικά και εργαλεία που δεν θα μπορούσαν ούτε καν να χαρακτηριστούν φιλοσοφικά - με τη σημερινή τουλάχιστον αντίληψη της φιλοσοφίας.
Το πρόβλημα. Αν κάποιος επιχειρούσε να απομονώσει τον βασικό στόχο του πολύπλοκου αυτού κειμένου, ίσως η πειστικότερη απάντηση να ήταν ότι αποσκοπεί στην κατάδειξη της προτεραιότητας της τελεολογίας απέναντι στη μηχανική αιτιότητα. Κρίνοντας από τα τελευταία γραπτά του Πλάτωνα αλλά και από τα φυσικά συγγράμματα του Αριστοτέλη, υποθέτουμε ότι το ρεύμα του μηχανιστικού υλισμού, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει σχεδιασμός και έλλογη τάξη στη δομή του σύμπαντος, θα πρέπει να είχε αποκτήσει μεγάλη διάδοση στις αρχές του 4ου αιώνα για να αποτελεί κοινό στόχο της ευρύτερης Ακαδημίας. Η απάντηση αυτή είναι μεν σωστή αλλά είναι πολύ φτωχή. Στόχος του Πλάτωνα στον Τίμαιο δεν είναι απλώς οι μηχανιστικές ιδέες, τις οποίες άλλωστε ενσωματώνει και ο ίδιος στο σύστημά του ως δευτερεύουσα πλευρά της πραγματικότητας. όσο οι συνέπειες αυτών των ιδεών στο επίπεδο της πολιτικής και της ηθικής· δεν είναι τόσο οι εισηγητές αυτών των ιδεών όσο οι πρόθυμοι αποδέκτες τους και η τρέχουσα πρακτική τους. Αν δεν υπάρχει τάξη στον κόσμο, κάθε προσπάθεια να εμπεδοθεί τάξη στην πολιτεία και στην ανθρώπινη ψυχή είναι εξ ορισμού καταδικασμένη. Η φυσική και η κοσμολογία δεν επιζητούν την αυτονομία τους' συνδέονται κατ’ ανάγκην με την πολιτική και την ηθική και υποτάσσονται ουσιαστικά σ' αυτές. Η τελεολογία ανήκει στο οπλοστάσιο της πλατωνικής πολιτικής φιλοσοφίας. Το γεγονός ότι ο Πλάτων αγνοεί επιδεικτικά τους προσωκρατικούς «φυσιολόγους», μολονότι δανείζεται πολλές από τις ιδέες τους, σημαίνει ότι δεν τους θεωρεί εχθρούς· τους τοποθετεί απλώς στην προϊστορία της φιλοσοφίας. Η διαφορά με τον Αριστοτέλη είναι χαρακτηριστική.
2ο πρόβλημα. Έχει συζητηθεί πολύ το ερώτημα γιατί ο Πλάτων επιλέγει να παρουσιάσει τον εγγυητή της κοσμικής τάξης ως θείο δημιουργό, να του προσδώσει δηλαδή τα αινιγματικά και εκ πρώτης όψεως αντιφατικά κατηγορήματα του χειρώνακτα τεχνίτη και του θεού. Είναι ένα από τα σημεία όπου συνειδητοποιούμε καθαρά ότι καμία βοήθεια δεν μπορεί να μας προσφέρει η ιστορία της φιλοσοφίας, ενώ οι μεταγενέστερες χριστιανικές συνεκδοχές λειτουργούν εμφανώς αποπροσανατολιστικά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλοί σύγχρονοι σχολιαστές προσπάθησαν να δείξουν ότι η αμηχανία μας ανάγεται ουσιαστικά στη δυσκολία να κατανοήσουμε μια κοινωνία, που οι εξειδικευμένες ανάγκες της έχουν καταστήσει σημαντικό τον ρόλο της τεχνικής (και του εμπορίου) χωρίς όμως ποτέ να αποκτήσει ο τεχνίτης (και ο έμπορος) το ελάχιστο κοινωνικό κύρος. Εξίσου δύσκολη φαίνεται και η κατανόηση της επιλογής του Πλάτωνα να παρουσιάσει έναν θεό σε δημιουργική δράση, τη στιγμή που απευθύνεται σε μια κοινωνία που ουσιαστικά στερείται θρησκείας. Η λύση που πρότεινα ήταν ότι ο τεχνίτης, παρά την ταπεινή κοινωνική του θέση και τον μονομερή προσανατολισμό του στην πρακτική, αντιπροσωπεύει στον πλατωνικό μύθο το υπόδειγμα της σκόπιμης δραστηριότητας, της υποταγής των μέσων στην επίτευξη του τελικού σκοπού. Η θεϊκή του φύση - όπου το «θεός» χρησιμοποιείται, όπως σε όλη την ελληνική παράδοση, ως επίθετο και όχι ως ουσιαστικό - εγγυάται την τελειότητα των έργων του. Ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία αυτή είναι σωστή ή όχι. το σημαντικό είναι ότι προσπαθεί να συνδυάσει την εσωτερική νομοτέλεια του πλατωνικού εγχειρήματος με τον διανοητικό περίγυρο του πλατωνισμού.
3ο πρόβλημα. Η υποκατάσταση του έντονου διαλόγου από τη μονολογική εύλογη εξιστόρηση. η προσφυγή στην αφηγηματική τεχνική του μύθου, αλλά και ο φαινομενικά μετέωρος πρόλογος με την παρουσία του Κριτία και του Ερμοκράτη και την αναφορά στην ιδανική πολιτεία και την Ατλαντίδα είναι δεδομένα με τα οποία είναι υποχρεωμένος να αναμετρηθεί ο ερμηνευτής του Τίμαιου. Όλα αυτά τα στοιχεία εντάσσονται τυπικά στη μορφή του συγκεκριμένου έργου. Η πεποίθησή μου όμως είναι, όπως ήδη είπα. ότι η μορφή δεν ντύνει απλώς το φιλοσοφικό περιεχόμενο αλλά το διαμορφώνει. Αν δεν αντιληφθούμε τι σημαίνει η προγραμματική δήλωση του Τίμαιου ότι θα εκθέσει την κοσμολογία του με την μορφή «εἰκότος λόγου» (29cd). δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε το επιστημολογικό κύρος των προτάσεων του. Ο πλατωνικός όμως «εἰκώς λόγος» θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένα νέο λογοτεχνικό είδος που συνδυάζει τους κανόνες της ακμάζουσας κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα επαγγελματικής ρητορικής με τις συλλογιστικές τεχνικές και την εσωτερική συνέπεια των αναδυόμενων μαθηματικών επιστημών. Από την άλλη πλευρά, αν δεν πάρουμε σοβαρά υπόψη μας την προσφυγή στον μύθο. είμαστε υποχρεωμένοι, να θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων εγκαταλείπει στον Τίμαιο την εμπιστοσύνη του προς την κοινή γλωσσική χρήση και εισάγει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο καινοφανών οντοτήτων και εννοιών: «εικός». «δημιουργός», «ανάγκη», «ψυχή του κόσμου», «υποδοχή» ή «χώρα». Είναι ωστόσο προφανές ότι οι ίδιες εκφράσεις θα είχαν διαφορετικό νόημα έξω από το μυθικό πλαίσιο, στα συμφραζόμενα λ.χ. ενός σωκρατικού ή ενός κριτικού διαλόγου. Τέλος. αν δεν αντιληφθούμε ότι ο πρόλογος του Τίμαιου αποτελεί οργανικό κομμάτι της όλης σύνθεσης, θα προσπεράσουμε χωρίς ιδιαίτερη σημασία τις υπαινικτικές αντιθέσεις που διατρέχουν τον πρόλογο ανάμεσα στον μύθο και τον λόγο. ανάμεσα στην επινοημένη ιστορία και την αλήθεια, ανάμεσα στη γέννηση του κόσμου και τη λειτουργία της πολιτείας. Στην περίπτωση αυτή θα θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων καλύπτει με τον Τίμαιο ένα σημαντικό κενό στη φιλοσοφία του αναπτύσσοντας μια φυσική επιστήμη και μια κοσμολογία. Η έκπληξή μας όμως και η απογοήτευση θα είναι μεγάλη, όταν θα τον δούμε να υπονομεύει το θαυμαστό οικοδόμημα που μόλις ύψωσε δηλώνοντας προς το τέλος του διαλόγου ότι η φυσική του θεωρία είναι απλό παιχνίδι που στόχο έχει την ανάπαυση του πνεύματος από τις σοβαρές του αναζητήσεις (59cd). ένα παιχνίδι χωρίς αξιώσεις αντικειμενικής αλήθειας.
Η παράθεση αυτών των προβλημάτων δείχνει κατ’ αρχήν ότι η ανασύνθεση του διανοητικού πλαισίου μέσα στο οποίο εντάσσεται ο Τίμαιος προηγείται και διαφωτίζει την ανάλυση των επιμέρους επιχειρημάτων που ο Πλάτων αναπτύσσει στο συγκεκριμένο έργο. Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια προκαταρκτική εργασία. Η υπέρβαση του κειμένου και της συλλογιστικής το ο είναι μια διαδικασία από την οποία δεν μπορεί να αποδεσμευτεί ο σχολιαστής του Τίμαιου. Για να αναφέρω μερικά παραδείγματα: μάταια 0α αναζητήσει κανείς τους φιλοσοφικούς λόγους που αιτιολογούν την προτεραιότητα της τάξης επί της αταξίας (30a), την κυκλική και ομαλή κίνηση του ουρανού (ή την ισοδύναμη θέση στην ορολογία του Τίμαιου ότι η κίνηση του νου είναι η ομαλή περιστροφή, 34a) ή την τριγωνική δομή των στοιχειωδών σωμάτων (53c). Οι θέσεις αυτές δεν αποδεικνύονται στο κείμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι παράλογες ή αυθαίρετες. Ούτε σημαίνει ότι βρίσκονται έξω από το βεληνεκές της δυνατής ερμηνείας - αρκεί να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι το φιλοσοφικό πρόβλημα δεν τίθεται σε όλες τις εποχές με τον ίδιο τρόπο.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα ζητήματα αποτελούν ερμηνευτικά. προβλήματα μόνο για όσους πιστεύουν ότι έχει ακόμη ενδιαφέρον και νόημα η αναζήτηση των στόχων, των προθέσεων και των εκφραστικών τρόπων που ο ίδιος ο Πλάτων προέκρινε. Οι υπόλοιποι δικαιούνται να θεωρούν την πλατωνική σκέψη παρωχημένη ή παράλογη· ή να ασκούν την αναλυτική τους δεξιότητα για να καταδείξουν τις ατέλειες και τα λάθη της πλατωνικής «φιλοσοφικής» συλλογιστικής.[6]
------------------------
[1] Cornford [1937].
[2] Όταν έχει πλέον κανείς κατοχυρώσει μια προσωπική μέθοδο πρόσβασης στον Πλάτωνα, μόνο τότε μπορεί να εκτιμήσει τις απρόσμενες πλευρές του πλατωνισμό») που έρχονται στο φως από αναγνώσεις σαν αυτές του Heidegger ή του Derrida - με την προϋπόθεση ότι το ενδιαφέρον του παραμένει επικεντρωμένο στον Πλάτωνα.
[3] Την αφορμή για τις σκέψεις αυτές την έδωσε η κριτική του βιβλίου μου (Πλάτων Τίμαιος, εκδ. Πόλις. Αθήνα 1995) από τον Ηλία Μαρκολέφα στο περιοδικό Νεύσις, τεύχος 3. σελ. 214-24. Ας πω ότι θεωρώ τη βιβλιοκριτική αυτή πρότυπο δημιουργικής ανάγνωσης, με την έννοια που αναπτύσσεται παραπάνω. Θα ήμουν πρόθυμος να συμμεριστώ την τελική προτροπή του Μαρκολέφα προς τους αναγνώστες του Τίμαιου «να προχωρήσουν κατευθείαν στο ερώτημα που αφορά τη σημασία του παρόντος καθώς αυτό στέκεται αντιμέτωπο με τον Πλάτωνα» (σελ. 224), αρκεί να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα: ότι αυτό το «παρόν» είναι το δικό τους παρόν, δεν είναι δηλαδή και πολύ περισσότερο αντικειμενικό ή δια- γνώσιμο από το παρόν του Πλάτωνα· και ότι μπορεί. για ορισμένους τουλάχιστον (ίσως και λόγω επαγγελματικής διαστροφής), να είναι και λιγότερο ενδιαφέρον από το παρόν του Πλάτωνα.
[4] Κάλφας [1995], 12, με μια σημαίνουσα παράλειψη: τα «φιλοσοφικά συμφραζόμενα» του αρχικού κειμένου γίνονται εδώ απλά «συμφραζόμενα». Ο λόγος ελπίζω ότι θα φανεί παρακάτω.
[5] Πρβ. Havelock [1963],
[6] Ένα πρόσφατο δείγμα τέτοιας αντιμετώπισης: «Αλλά οι φιλοσοφικές θέσεις του Πλάτωνα είναι συνήθως λανθασμένες, και στην πλειοψηφία τους εμφανώς λανθασμένες· τα επιχειρήματα του είναι συνήθως κακά. και στην πλειοψηφία τους εμφανώς κακά. Η μελέτη του Πλάτωνα σε κάνει όντως να καταλάβεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι η φιλοσοφία, και είναι ιδιαίτερα γοητευτική και ευχάριστη. Μπορεί όμως να είναι και αποθαρρυντική: κατά κανόνα ο μελετητής του Πλάτωνα καταπιάνεται με ένα ιδιότυπο ερώτημα: πώς και γιατί έφθασε ο Πλάτων σε τέτοιες εξωτικές απόψεις, πώς και γιατί αναπτύσσει τέτοια παράδοξα επιχειρήματα;» (Barnes [1995]. xvi).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου