Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΠΛ Πολ 517a–519b

(ΠΛ Πολ 514a–521b: Η αλληγορία του σπηλαίου) Η ερμηνεία της αλληγορίας: η παιδεία στροφή της ψυχής προς την ιδέα του αγαθού.

Ταύτην τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, τὴν εἰκόνα, ὦ φίλε Γλαύκων,
[517b] προσαπτέον ἅπασαν τοῖς ἔμπροσθεν λεγομένοις, τὴν μὲν
δι’ ὄψεως φαινομένην ἕδραν τῇ τοῦ δεσμωτηρίου οἰκήσει
ἀφομοιοῦντα, τὸ δὲ τοῦ πυρὸς ἐν αὐτῇ φῶς τῇ τοῦ ἡλίου
δυνάμει· τὴν δὲ ἄνω ἀνάβασιν καὶ θέαν τῶν ἄνω τὴν εἰς
τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδον τιθεὶς οὐχ ἁμαρτήσῃ
τῆς γ’ ἐμῆς ἐλπίδος, ἐπειδὴ ταύτης ἐπιθυμεῖς ἀκούειν. θεὸς
δέ που οἶδεν εἰ ἀληθὴς οὖσα τυγχάνει. τὰ δ’ οὖν ἐμοὶ
φαινόμενα οὕτω φαίνεται, ἐν τῷ γνωστῷ τελευταία ἡ τοῦ
[517c] ἀγαθοῦ ἰδέα καὶ μόγις ὁρᾶσθαι, ὀφθεῖσα δὲ συλλογιστέα
εἶναι ὡς ἄρα πᾶσι πάντων αὕτη ὀρθῶν τε καὶ καλῶν αἰτία,
ἔν τε ὁρατῷ φῶς καὶ τὸν τούτου κύριον τεκοῦσα, ἔν τε νοητῷ
αὐτὴ κυρία ἀλήθειαν καὶ νοῦν παρασχομένη, καὶ ὅτι δεῖ ταύτην
ἰδεῖν τὸν μέλλοντα ἐμφρόνως πράξειν ἢ ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ.

Συνοίομαι, ἔφη, καὶ ἐγώ, ὅν γε δὴ τρόπον δύναμαι.

Ἴθι τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ τόδε συνοιήθητι καὶ μὴ θαυ-
μάσῃς ὅτι οἱ ἐνταῦθα ἐλθόντες οὐκ ἐθέλουσιν τὰ τῶν ἀνθρώπων
πράττειν, ἀλλ’ ἄνω ἀεὶ ἐπείγονται αὐτῶν αἱ ψυχαὶ διατρίβειν·
[517d] εἰκὸς γάρ που οὕτως, εἴπερ αὖ κατὰ τὴν προειρημένην εἰκόνα
τοῦτ’ ἔχει.

Εἰκὸς μέντοι, ἔφη.

Τί δέ; τόδε οἴει τι θαυμαστόν, εἰ ἀπὸ θείων, ἦν δ’ ἐγώ,
θεωριῶν ἐπὶ τὰ ἀνθρώπειά τις ἐλθὼν κακὰ ἀσχημονεῖ τε
καὶ φαίνεται σφόδρα γελοῖος ἔτι ἀμβλυώττων καὶ πρὶν
ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ ἀναγκαζόμενος
ἐν δικαστηρίοις ἢ ἄλλοθί που ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν τοῦ
δικαίου σκιῶν ἢ ἀγαλμάτων ὧν αἱ σκιαί, καὶ διαμιλλᾶσθαι
[517e] περὶ τούτου, ὅπῃ ποτὲ ὑπολαμβάνεται ταῦτα ὑπὸ τῶν αὐτὴν
δικαιοσύνην μὴ πώποτε ἰδόντων;

Οὐδ’ ὁπωστιοῦν θαυμαστόν, ἔφη.

[518a] Ἀλλ’ εἰ νοῦν γε ἔχοι τις, ἦν δ’ ἐγώ, μεμνῇτ’ ἂν ὅτι
διτταὶ καὶ ἀπὸ διττῶν γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε
φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων καὶ ἐκ σκότους εἰς φῶς.
ταὐτὰ δὲ ταῦτα νομίσας γίγνεσθαι καὶ περὶ ψυχήν, ὁπότε
ἴδοι θορυβουμένην τινὰ καὶ ἀδυνατοῦσάν τι καθορᾶν, οὐκ
ἂν ἀλογίστως γελῷ, ἀλλ’ ἐπισκοποῖ ἂν πότερον ἐκ φανο-
τέρου βίου ἥκουσα ὑπὸ ἀηθείας ἐσκότωται, ἢ ἐξ ἀμαθίας
πλείονος εἰς φανότερον ἰοῦσα ὑπὸ λαμπροτέρου μαρμαρυγῆς
[518b] ἐμπέπλησται, καὶ οὕτω δὴ τὴν μὲν εὐδαιμονίσειεν ἂν τοῦ
πάθους τε καὶ βίου, τὴν δὲ ἐλεήσειεν, καὶ εἰ γελᾶν ἐπ’ αὐτῇ
βούλοιτο, ἧττον ἂν καταγέλαστος ὁ γέλως αὐτῷ εἴη ἢ ὁ
ἐπὶ τῇ ἄνωθεν ἐκ φωτὸς ἡκούσῃ.

Καὶ μάλα, ἔφη, μετρίως λέγεις.

Δεῖ δή, εἶπον, ἡμᾶς τοιόνδε νομίσαι περὶ αὐτῶν, εἰ ταῦτ’
ἀληθῆ· τὴν παιδείαν οὐχ οἵαν τινὲς ἐπαγγελλόμενοί φασιν
εἶναι τοιαύτην καὶ εἶναι. φασὶ δέ που οὐκ ἐνούσης ἐν τῇ
[518c] ψυχῇ ἐπιστήμης σφεῖς ἐντιθέναι, οἷον τυφλοῖς ὀφθαλμοῖς
ὄψιν ἐντιθέντες.

Φασὶ γὰρ οὖν, ἔφη.

Ὁ δέ γε νῦν λόγος, ἦν δ’ ἐγώ, σημαίνει ταύτην τὴν
ἐνοῦσαν ἑκάστου δύναμιν ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τὸ ὄργανον ᾧ
καταμανθάνει ἕκαστος, οἷον εἰ ὄμμα μὴ δυνατὸν ἦν ἄλλως
ἢ σὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν πρὸς τὸ φανὸν ἐκ τοῦ
σκοτώδους, οὕτω σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ ἐκ τοῦ γιγνομένου περι-
ακτέον εἶναι, ἕως ἂν εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὄντος τὸ φανότατον
δυνατὴ γένηται ἀνασχέσθαι θεωμένη· τοῦτο δ’ εἶναί φαμεν
[518d] τἀγαθόν. ἦ γάρ;

Ναί.

Τούτου τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, αὐτοῦ τέχνη ἂν εἴη, τῆς
περιαγωγῆς, τίνα τρόπον ὡς ῥᾷστά τε καὶ ἀνυσιμώτατα
μεταστραφήσεται, οὐ τοῦ ἐμποιῆσαι αὐτῷ τὸ ὁρᾶν, ἀλλ’ ὡς
ἔχοντι μὲν αὐτό, οὐκ ὀρθῶς δὲ τετραμμένῳ οὐδὲ βλέποντι
οἷ ἔδει, τοῦτο διαμηχανήσασθαι.

Ἔοικεν γάρ, ἔφη.

Αἱ μὲν τοίνυν ἄλλαι ἀρεταὶ καλούμεναι ψυχῆς κινδυ-
νεύουσιν ἐγγύς τι εἶναι τῶν τοῦ σώματος ―τῷ ὄντι γὰρ
[518e] οὐκ ἐνοῦσαι πρότερον ὕστερον ἐμποιεῖσθαι ἔθεσι καὶ ἀσκή-
σεσιν― ἡ δὲ τοῦ φρονῆσαι παντὸς μᾶλλον θειοτέρου τινὸς
τυγχάνει, ὡς ἔοικεν, οὖσα, ὃ τὴν μὲν δύναμιν οὐδέποτε
ἀπόλλυσιν, ὑπὸ δὲ τῆς περιαγωγῆς χρήσιμόν τε καὶ ὠφέλιμον
[519a] καὶ ἄχρηστον αὖ καὶ βλαβερὸν γίγνεται. ἢ οὔπω ἐννενόηκας,
τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ, ὡς δριμὺ μὲν βλέπει
τὸ ψυχάριον καὶ ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ’ ἃ τέτραπται, ὡς
οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν, κακίᾳ δ’ ἠναγκασμένον ὑπηρετεῖν,
ὥστε ὅσῳ ἂν ὀξύτερον βλέπῃ, τοσούτῳ πλείω κακὰ ἐργα-
ζόμενον;

Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.

Τοῦτο μέντοι, ἦν δ’ ἐγώ, τὸ τῆς τοιαύτης φύσεως εἰ
ἐκ παιδὸς εὐθὺς κοπτόμενον περιεκόπη τὰς τῆς γενέσεως
[519b] συγγενεῖς ὥσπερ μολυβδίδας, αἳ δὴ ἐδωδαῖς τε καὶ τοιούτων
ἡδοναῖς τε καὶ λιχνείαις προσφυεῖς γιγνόμεναι [περὶ] κάτω
στρέφουσι τὴν τῆς ψυχῆς ὄψιν· ὧν εἰ ἀπαλλαγὲν περιε-
στρέφετο εἰς τὰ ἀληθῆ, καὶ ἐκεῖνα ἂν τὸ αὐτὸ τοῦτο τῶν αὐτῶν
ἀνθρώπων ὀξύτατα ἑώρα, ὥσπερ καὶ ἐφ’ ἃ νῦν τέτραπται.

Εἰκός γε, ἔφη.

***
Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, πρέπει να την εφαρμόσης σ' όλα που λέγαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσης αυτό τον κόσμο, που βλέπομε, με την δράση, με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και την αντιλαμπή της φωτιάς μες σ' αυτήν με τη δύναμη του ήλιου· αν ακόμα δεχτής, πως εκείνος ο δεσμώτης που ανεβαίνει εδώ πάνω και βλέπει όσα βλέπει, παρασταίνει το ανέβασμα της ψυχής από τον ορατό στο νοητό κόσμο, θα είσαι μέσα σε κείνο που πιστεύω εγώ τουλάχιστο, αφού αυτό επιθυμούσες νακούσης. Κι ο θεός πια το ξέρει, αν τυχαίνη να είναι αληθινή η ιδέα μου. Οπωσδήποτε για μένα έτσι φαίνονται πως είναι αυτά: πως μέσα στο νοητό κόσμο τελευταία που παρουσιάζεται είναι η ιδέα του αγαθού, μόλις και μετά βίας ορατή· όταν όμως μια φορά τη δη κανείς, δεν μπορεί να μη συμπεράνη πως αυτή είναι γενικώς η αιτία του κάθε καλού και ωραίου, πως αυτή είναι που γέννησε και μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και μέσα στον νοητό αυτή είναι η δέσποινα που χαρίζει την αλήθεια και το νου, και ότι σ' αυτήν πρέπει να αποβλέπη όποιος το έχει σκοπό με φρόνηση να κυβερνηθή και στον ιδιωτικό του και στο δημόσιο βίο.

Συμμερίζομαι κ' εγώ τη γνώμη σου, με τον τρόπο τουλάχιστο που μπορώ.

Έλα τώρα λοιπόν να συμμεριστής κι αυτήν ακόμα τη γνώμη και να μην παραξενεύεσαι, αν όσοι έφτασαν ως εδώ δε βρίσκουν πια ευχαρίστηση να καταγίνουνται με τις συνηθισμένες ανθρώπινες ασχολίες, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να ζουν πάντα εκεί επάνω οι ψυχές των· και είναι φυσικό να γίνεται έτσι, αν πάλι είναι σύμφωνο κι αυτό με την εικόνα που είπαμε πριν. Είναι βέβαια φυσικό.

Τί λοιπόν; σου φαίνεται τίποτα παράξενο, αν ένας που κατεβαίνει από εκείνη τη θεϊκιά θεωρία στις ανθρώπινες αθλιότητες, δε γνωρίζει πώς να φερθή και φαίνεται φοβερά γελοίος, καθώς δεν βλέπει ακόμη καλά πριν συνηθίση οπωσδήποτε με το σκοτάδι αυτού του κόσμου, και αναγκάζεται, ή στα δικαστήρια ή όπου αλλού, να υποστηρίξη την ιδέα του για τις σκιές του δικαίου και για τα είδωλα που παρασταίνουν οι σκιές και να πολεμά τις δοξασίες που έχουν για τη δικαιοσύνη όπου ποτέ του ποτέ δεν την είδαν;

Μα καθόλου βέβαια παράξενο.

Αλλ' αν έχη κανείς νου, θα μπορούσε να θυμηθή, πως είναι δυο ειδών και από δυο αφορμές προέρχεται η διατάραξη της δράσης: όταν μεταβαίνη κανείς από το σκοτάδι στο φως, και όταν από το φως στο σκοτάδι. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να παραδεχτή πως γίνεται και με την ψυχή και όταν δη καμιά να τα χάνη και να μη μπορή να διακρίνη κάτι καθαρά, να μη γελά χωρίς λόγο, αλλά να εξετάζη τι από τα δυο συμβαίνει, τάχα επειδή ήρθε από φωτεινότερη ζωή έχουν σκοτισθή τα μάτια της που δεν ήταν συνηθισμένα στο σκοτάδι, ή μήπως, αμάθητη στο περισσότερο, έφτασε σε πολύ δυνατώτερο φως και έχουν γεμίσει τα μάτια της από ζωηρότερη φεγγοβολή; Και τότε βέβαια τη μια θα τη μακαρίση για το πάθημά της και τη ζωή της και την άλλη θα την ελεεινολογήση, κι αν είχε τη διάθεση να γελά μαζί της, το γέλοιο του θα ήταν λιγώτερο καταγέλαστο, παρά αν γελούσε με την ψυχή που έχει φτάσει από το επάνω εκεί φως.

Πολύ λογικά τα λες.

Πρέπει λοιπόν, αν είν' αυτά αληθινά, να παραδεχτούμε πως η παιδεία δεν είναι τέτοια όπως την λένε πως είναι μερικοί που την έχουν επάγγελμα τους. Γιατί ισχυρίζονται πως επιστήμη δεν υπάρχει μέσα στην ψυχή, αλλά αυτοί την βάζουν, όπως σαν να βάζουν σε τυφλούς την όραση.

Αυτό πραγματικώς λένε.

Ενώ ο δικός μας τώρα ο λόγος θέλει να πη, πως ο καθένας έχει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνη και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο· και όπως, αν δεν ήταν δυνατό να γίνη διαφορετικά, θα έπρεπε να στρέφη κανείς το μάτι του με όλο μαζί το σώμα του από το σκοτεινό στο φωτεινό, έτσι πρέπει να στρέφη γύρω κι αυτή τη δύναμη και το όργανό της με όλη μαζί την ψυχή του από εκείνο που γίνεται προς το καθαυτό ον, ώσπου να κατορθώση επί τέλους να ατενίζη, χωρίς να υποφέρη, το φωτεινότατο του όντος, που εμείς λέμε πως αυτό είναι το αγαθό· δεν είν' έτσι;

Ναι.

Αυτής λοιπόν της περιστροφής θα ήταν τέχνη η παιδεία, με ποιο τρόπο να καταφέρη να μεταστραφή όσο μπορεί ευκολώτερα και ωφελιμώτερα η ψυχή, όχι για να της βάλη κανείς μέσα της τη δύναμη να βλέπη, γιατί αυτή την έχει, άλλα για να διορθώση την κατεύθυνσή της, που δεν είναι σωστά στραμμένη ούτε βλέπει εκεί που έπρεπε.

Έτσι φαίνεται.

Οι άλλες λοιπόν αρετές που λένε της ψυχής φαίνεται να είναι επάνω κάτω όχι πολύ διαφορετικές από του σώματος· γιατί, ενώ πραγματικώς δεν υπάρχουν από μιας αρχής, τις αποκτά κανείς ύστερα με το συνηθισμό και με την άσκηση· ενώ η αρετή της φρόνησης φαίνεται πως έχει κάποια θεϊκώτερη απ' όλα τ' άλλα φύση, που ποτέ δε χάνει τη δύναμή της και που αναλόγως της περιαγωγής της άλλοτε γίνεται ωφέλιμη και χρήσιμη και άλλοτε απεναντίας άχρηστη και βλαβερή. Ή δεν έχεις προσέξει ακόμα, αυτών των ανθρώπων, που τους λένε πονηρούς μα και έξυπνους μαζί, με πόσο διαπεραστική ματιά η μικρή τους η ψυχή και με τι φωτιά μάτι βλέπει όσα την ενδιαφέρουν, γιατί δεν έχει αδύνατη όραση, μα επειδή είναι αναγκασμένη να υπηρετή την κακία τους, όσο μεγαλύτερη είναι η οξυδέρκειά τους τόσο και μεγαλύτερο κακό κάνουν;

Βέβαια το 'χω παρατηρήσει.

Av όμως στις τέτοιες φύσεις, ευθύς από την παιδική τους ηλικία ήθελε κανείς κόψει σύριζα τις έμφυτες από γενετής κακίες των, που σαν τα μολυβένια βαρίδια των διχτυών, είναι πια κολλημένες επάνω τους και με τις πολυφαγίες και τις παρόμοιες απολαύσεις και καταχρήσεις τραβούν προς τα κάτω την όραση της ψυχής· αν, λέγω, ήθελαν απαλλαχθή απ' όλ' αυτά και στραφή προς τα αληθινά, θα τα 'βλεπαν βέβαια κι αυτά με την ίδια οξυδέρκεια, όπως και τώρα εκείνα που τους ενδιαφέρουν.

Πολύ φυσικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου