Στον πόλεμο αυτόν δεν πολέμησαν μόνον δύο αντίπαλα κράτη, αλλά και δυο αντίθετες πολιτικές αρχές, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Σχεδόν σε κάθε πόλη της αθηναϊκής κυριαρχίας υπήρχαν άτομα που ήταν δυσαρεστημένα με το πολίτευμα που τους είχαν επιβάλει οι Αθηναίοι και ανυπόμονα περίμεναν να τους βοηθήσουν οι Σπαρτιάτες, για να σφάξουν το δημοκρατικό όχλο, να αλλάξουν το πολίτευμα και να ενωθούν με τη Σπάρτη, για να διατηρούν την εξουσία. Αλλά και σε πάρα πολλές πόλεις της σφαίρας της σπαρτιάτικης επιρροής υπήρχαν πλήθη από φτωχούς που νόμιζαν ότι δε θα μπορούσαν να δουν καλή μέρα, αν δεν έσφαζαν τους ολιγαρχικούς. Και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ή να ζητήσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, που υποστήριζαν τα δημοκρατικά κόμματα.
Οι Σπαρτιάτες λοιπόν υποστήριζαν τους ολιγαρχικούς και οι Αθηναίοι τους δημοκρατικούς, κι έτσι μέσα στον γενικό πόλεμο των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες παρουσιάζεται σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη και από μία πολιτειακή πάλη. Αλλά επειδή δεν έλειπε και η εξωτερική ένοπλη βοήθεια των δημοκρατικών από τους Αθηναίους και των ολιγαρχικών από τους Σπαρτιάτες, πάψανε πια οι αντίπαλοι να επιβάλονται με ειρηνικά και νόμιμα συνταγματικά μέσα και έφτασαν σε εμφύλιους πολέμους, που είναι το πιο φρικτό κακό για μια χώρα.
Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι, με τη μεταφορά του πολέμου μέσα στα σπλάχνα των υπηκόων ή των συμμάχων πόλεων, κινδύνευε η ηγεμονία τους και τους έπιανε και ένας ανίκητος και ίσως όχι παράλογος φόβος και για την ίδια ακόμα τη ζωή τους. Και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν στον πόλεμο χωρίς κανένα δισταγμό κάθε άγριο μέσο που αιτιολογείται μόνον από την ηθική αλλοίωση κι από τη φοβία που είχε απλώσει σε όλη την Ελλάδα ο πόλεμος από το 431 π.Χ.
Το 422 εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά της Τορώνης και έφεραν όλους τους άνδρες αιχμάλωτους στην Αθήνα (Θουκυδίδης Ε’ 3,3). Για το 421, μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης (Ε’ 32,1) ότι οι Αθηναίοι ανέβηκαν ένα σκαλί ακόμα πιο ψηλά: «Οι Αθηναίοι αφού κατέλαβαν μετά από πολιορκία την πόλη των Σκιωναίων, σκότωσαν τους άνδρες και εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά».
Από το βήμα της εκκλησίας του δήμου ακούγονται βέβαια συνετοί και μετριοπαθείς λόγοι, αλλά ο δήμος δεν τους προσέχει. Η ψυχή του είναι πλημμυρισμένη από τρομακτικούς εφιάλτες. Η αθηναϊκή πολιτεία, όπως την είχε συλλάβει στο πνεύμα του ο Περικλής, θα είχε για στήριγμά της την πλειοψηφία ενός λαού που είχε δημιουργήσει και καλλιεργούσε έναν ανώτερο πολιτισμό και είχε κάνει την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου σχολείο της Ελλάδας. Απαλλαγμένος αυτός ο λαός από ταπεινωτικά ελαττώματα και αποκρουστικές φοβίες θα είχε απεριόριστη πεποίθηση στην αρετή του και θα ήταν όχι μόνον ατρόμητος υπερασπιστής της δικής του ελευθερίας, αλλά σύμφωνα με την παλιά αττική παράδοση θα έπρεπε να είναι και αδιάλλακτος υπερασπιστής και όλων των αδικημένων και όλων των ελεύθερων, που με την ευεργετική φιλία του θα τους έκανε δικούς του.
Αλλά όταν πέθανε ο Περικλής, οι πολιτικοί που ήρθαν μετά από αυτόν, άφησαν την κατεύθυνση που είχε χαράξει ο πολιτικός αυτός για τη διαπαιδαγώγηση του δήμου. Δεν οδηγούν το δήμο προς τα πάνω, αλλά αντίθετα σέρνονται από το δήμο, που του κολακεύουν τις κατώτερες ορμές. Εκείνο που είπε ο Ηράκλειτος για άλλους, εφαρμόζεται και σ’ αυτούς: «Τον όχλο έχουν για οδηγό τους» (απ.104).
Την ίδια εποχή εμφανίζονται και οι σοφιστές που με τη διδασκαλία τους ξεθεμελιώνουν τους παλαιούς κανόνες της διαγωγής των ανθρώπων και παρέχουν επιχειρήματα σ’ εκείνους που δε θα ήθελαν να αντιστέκονται στους πειρασμούς που εμφανίζει η ζωή στην ηθική αντοχή μας. Κι ο καθένας ξέρει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογικότητα αυτών των επιχειρημάτων. Το δίκαιο του δυνατού πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, διακηρύττει ο Καλλικλής, πρόδρομος του υπεράνθρωπου, στον «Γοργία» του Πλάτωνα. Κι έγιναν κάτι τέτοια διδάγματα «δόγματα των πολλών», χωρίς όμως να πέσει και στις ψυχές τους μια φωτεινή ακτίνα και από τα διδάγματα του διαφωτισμού των χρόνων εκείνων.
Ποτισμένος ο δήμος με την ιδέα του δικαίου του ισχυρού, παρασύρθηκε σε μια «ύβρη» τον χειμώνα του 416-415. Τιμώρησε τη Μήλο με το να σφάξει τους άνδρες και να εξανδραποδίσει τις γυναίκες, γιατί είχε διαπράξει το προκλητικό ανοσιούργημα να είναι μικρή και άκακη και γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, είχε την αφόρητη επιθυμία να διατηρήσει την ουδετερότητά της μέσα στην κοσμοχαλασιά του Πελοποννησιακού πολέμου και γιατί είχε ακόμα και την πρωτάκουστη θρασύτητα να μη θέλει να υποταχθεί στους Αθηναίους, που δεν είχαν καμιά όρεξη να επιτρέψουν να υπάρχουν νησιά ανεξάρτητα και αυτόνομα, μια και κυριαρχούσαν αυτοί στη θάλασσα.
Αλλά η όρεξη έρχεται τρώγοντας, και γι’ αυτό τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να εκστρατεύσουν στη Σικελία.
Πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης το μεγάλο έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των κατοίκων της Μήλου και την εκστρατεία, την αλαζονική, την άδικη αλλά και επικίνδυνη, που ετοιμάζουν για τη Σικελία, καταλαβαίνουμε από το ότι την άνοιξη του 415 ελέγχει την πολιτική του δήμου με τη διδασκαλία των «Τρωάδων», όπου μια σειρά από παθητικές εικόνες φρίκης δείχνει το φοβερό δράμα των γυναικών των Τρώων, όταν πάρθηκε το Ίλιο από τους Αχαιούς.
Όταν μιλάμε για μια κατάκτηση ή για μια άλωση, φέρνουμε στο νου μας την έξαψη της μάχης, τη χαρά των νικητών. Ποιος συλλογίζεται τον πόνο του νικημένου; Οι κραυγές της νίκης δεν αφήνουν να ακουστεί το κλάμα των νικημένων.
Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη εικόνα. Από το πλήθος των αιχμαλωτισμένων Τρωάδων, που πνίγονται στους στεναγμούς, ξεχωρίζει και φέρνει πιο κοντά στο θεατή τον πόνο της χαροκαμένης Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, που η άστοργη φιλία του Φοίβου της είχε χαρίσει το πικρό προνόμιο να βλέπει στα σκοτεινά βάθη του μέλλοντος όλες τις συμφορές που οδεύανε προς την πατρίδα και το πατρικό της σπίτι. Την Ανδρομάχη, που οι θεατές της τραγωδίας την είχαν συμπαθήσει στα Μ. Παναθήναια, όταν είχαν ακούσει την τόσο συγκινητική με τον Έκτορα συνάντησή της, μας την παρουσιάζει με όλο τον πόνο της γυναίκας που έχασε τον άνδρα της και της μάνας που της άρπαξαν το παιδί για να το σκοτώσουν, σε μια σκηνή από τις πιο συγκλονιστικές των δραμάτων του Ευριπίδη.
Τη μεγάλη νίκη των παλληκαριών, που πήδησαν μια νύχτα από την κοιλιά του Δούρειου ίππου και που οι Αθηναίοι την είχαν για δόξα και των δικών τους προγόνων, ακατάληπτη από το χρόνο, ο Ευριπίδης την απογυμνώνει από τη λάμψη που της είχαν δώσει ο θρύλος και το έπος, και την παρουσιάζει μπρος στους κατάπληκτους Αθηναίους, που είχαν κυριεύσει ένα νησί και από τώρα μελετούσαν άλλη κατάκτηση, σαν μια ιστορία ληστείας, γεμάτη από ωμότητες, άγριες σφαγές και εμπρησμούς. Είναι σαν να λέει: «Να τι είναι μια κυρίευση! Να τι κάνατε στη Μήλο! Νιώθετε ήσυχη τη συνείδησή σας; Να τι μελετάτε να κάνετε στη Σικελία!» Ο ποιητής βροντοφώναξε την καταδικαστική του γνώμη στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου κατά τα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. προς τους Αθηναίους και τους έδειξε ότι μέρα με την ημέρα ξεστράτιζαν από το δρόμο της ιστορικής τους αποστολής που ήταν να ελευθερώνουν κι όχι να υποδουλώνουν, να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν.
Leo Tolstoy, Εισαγωγή στις Τρωάδες
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου