Αν και σχετικά άγνωστος στην Eλλάδα, αποτέλεσε μια από τις εμβληματικότερες μορφές του επιστημονικού κόσμου, που κατάφερε να συνδέσει την οικονομική επιστήμη με την ανάλυση του δικαίου. Η ανάλυση του Coase πήρε προεκτάσεις πολύ διαφορετικές και μεγαλύτερες από ότι επεδίωκε ο ίδιος. Κυρίως, λόγω των θεωριών του για την οικονομική ανάλυση του δικαίου. Πάνω στις δικές του θεωρίες βασίστηκε η συμφωνία του Kyoto, για τα δικαιώματα ρύπανσης, και τις αγοραπωλησίες αυτών μεταξύ των διαφόρων χωρών.
Ο θάνατός του μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί, και ως το τέλος της περιόδου που η οικονομική ανάλυση του δικαίου πέρασε από το περιθώριο στο προσκήνιο. Η ηλικία, σε συνδυασμό με τη γραφικότητα του χαρακτήρα του, τον μετέτρεψαν σε έναν «Τειρεσία» της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου. Ο ίδιος προσπάθησε να μεταβάλλει τις βολικές τάσεις της επιστημονικής κοινότητας σε παραδοσιακές θεωρίες που οδηγούσαν σε λάθη και προβλήματα.
Ως εναλλακτικό πνεύμα, έκανε συχνά κριτική στις ιδεολογίες που επικρατούσαν στους κύκλους των οικονομολόγων. Σε άρθρο του, για την σημασία της ανάλυσης και της κατανομής των περιουσιακών δικαιωμάτων, το 1960, με τίτλο «The Problem of Social Cost», προκάλεσε την επανάσταση στην διεύρυνση και εμπλουτισμό της νομικής επιστήμης, ανοίγοντας το δρόμο για την καθιέρωση του πιο επιστημονικού και πιο φιλελεύθερου χαρακτήρα της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου. Με τον τρόπο αυτό πρόφερε στο δίκαιο, νέο χαρακτήρα και περιεχόμενο. Ο Coase τόνισε, μέσω της έρευνας του, ότι, ο κρατικός πατερναλισμός δεν είναι απαραίτητος. Αντίθετα, το αποτέλεσμα είναι πολύ προτιμότερο, όταν το δίκαιο εμπιστεύεται τις ιδιωτικές συναλλαγές και βασίζεται σε φιλελεύθερες οικονομικές αρχές.
Το βραβείο
Το 1991 έλαβε το βραβείο Νόμπελ. Το άρθρο για το οποίο τιμήθηκε, κυρίως, «The Problem of Social Cost», άνοιξε την πόρτα στην οικονομική ανάλυση του δικαίου. Επίσης, τιμήθηκε και για ένα άρθρο του 1937: «The Nature of the Firm» («Η Φύση της Επιχείρησης»), το οποίο έμεινε ξεχασμένο ως άρθρο για δεκαετίες. Ίσως, επειδή ήταν πολύ έξω από το πλαίσιο της οικονομικής σκέψης της εποχής. Η ανάλυση που κάνει ο Coase στη «Φύση της Επιχείρησης», είναι το θεμέλιο για τη μελλοντική του αποκωδικοποίηση περί κατανομής των περιουσιακών δικαιωμάτων από το δίκαιο στο «Ζήτημα του Κοινωνικού Κόστους». Για να κατανοήσουμε βαθύτερα, λοιπόν, την πηγή της κατοπινής ανάλυσης στο «Ζήτημα του Κοινωνικού Κόστους», πρέπει να αρχίσουμε από τη «Φύση της Επιχείρησης».
Η φύση της επιχείρησης και το ζήτημα του κοινωνικού κόστους από τον Coase
Στη «Φύση της Επιχείρησης», ο Coase εξετάζει τα όρια της κάθε αυτοτελούς παραγωγικής μονάδας. Η ανάλυση ξεκινάει από μια απλούστατη παρατήρηση. Ότι δηλαδή, ένα σύνθετο τελικό προϊόν δεν είναι απαραίτητο να έχει συντεθεί από μια μόνο επιχείρηση που παράγει τις πρώτες ύλες, τις φέρνει στην τελική εμπορεύσιμη μορφή τους, τις συνθέτει σε τμήματα του σύνθετου προϊόντος, και τέλος, τις συνδυάζει σε τελικό προϊόν. Σε μερικές βιομηχανίες, αυτή η κατακόρυφη ενοποίηση μπορεί να είναι ένας γενικός κανόνας, αλλά σε πολλές άλλες τα βήματα επιμερίζονται σε διάφορες επιχειρήσεις μέχρι τη δημιουργία του τελικού προϊόντος. Έτσι, θέτεται το ερώτημα του ιδανικού μεγέθους μιας επιχείρησης ως ερώτημα κατακόρυφης ενοποίησης. Ο Coase, σε αυτό το ερώτημα, ανακάλυψε ένα πολύ πιο περίπλοκο περιβάλλον από αυτό που συνήθιζαν να αναλύουν οι σύγχρονοί οικονομολόγοι. Οι συγκεκριμένοι αναζητούσαν, χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο, το ιδανικό μέγεθος επιχείρησης σε κάθε βιομηχανία.
Η απάντηση του Coase στο παραπάνω ερώτημα, είναι ότι το ιδανικό μέγεθος της επιχείρησης εξαρτάται από τη σύγκριση της ανάθεσης του κάθε βήματος παραγωγής στην αγορά και της ανάθεσης του σε εσωτερική παραγωγή. Αν η εσωτερική παραγωγή είναι πιο συμφέρουσα, τότε το ιδανικό μέγεθος της επιχείρησης συμπεριλαμβάνει αυτό το βήμα. Αλλιώς, το ιδανικό μέγεθος της επιχείρησης είναι το μικρότερο, που δεν συμπεριλαμβάνει, δηλαδή, αυτό το παραγωγικό βήμα, το οποίο θα πρέπει να αφεθεί στην αγορά.
Με άλλα λόγια, ο Coase διέκρινε το πρόβλημα με ένα σχεδόν χαοτικό τρόπο. Κάθε τομέας της οικονομίας ακολουθεί διαφορετική πρακτική, που εξαρτάται από τα συγκριτικά κόστη και οφέλη της κατακόρυφης ενοποίησης έναντι της αγοράς, χωρίς κάποια ορατή αρχή που να διέπει όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες.
Ronald Harry Coase και το ζήτημα του κοινωνικού κόστους
Το 1960, ο Coase έστρεψε την ίδια μέθοδο που εφάρμοσε στην ανάλυση του μεγέθους της επιχείρησης προς την κατανομή των περιουσιακών δικαιωμάτων. Το κίνητρό του, ήταν να αποδείξει για μια ακόμη φορά, τη λάθος κατεύθυνση της επιστημονικής έρευνας. Θέτοντας ουσιαστικά τα θεμέλια για την άνοδο μιας νέας επιστήμης. Αυτής της επιστημονικής οικονομικής ανάλυσης του δικαίου.
Όσον αφορά το ζήτημα του κοινωνικού κόστους, ο Coase ανέτρεψε μια σειρά μελετών και ερευνών, με μια διαφορετική ερμηνεία της πραγματικότητος, σχετικά με τα συγκριτικά κόστη, ανάμεσα στα κοινωνικά μέλη. Για το πώς, δηλαδή, το δίκαιο (δικαιοσύνη) οφείλει να κατανείμει τα περιουσιακά δικαιώματα με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις σε τρίτα πρόσωπα. Για τον Coase η κατανομή των περιουσιακών δικαιωμάτων ορίζεται από το πώς και ποιόν μπορούν να αποκτηθούν και όχι από το ποιος μπορεί να τα κρατήσει. Το συγκριτικό όφελος δεν έχει σημασία για την κατανομή αυτή (εκτός πολλών και σημαντικών εξαιρέσεων). Τα μέρη της κατανομής, που θα καταλήξουν να κρατούν το κάθε περιουσιακό τους δικαίωμα, θα είναι εκείνα για τα οποία έχει τη μεγαλύτερη αξία, άσχετα από το σε ποιον τα απένειμε το δίκαιο αρχικά. Όταν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συμμετέχουν σε αυτή τη διαπραγμάτευση, εξ ορισμού δεν υπάρχει επιρροή σε τρίτους.
Το δίκαιο έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ορισμό των δικαιωμάτων των μερών. Σκοπός είναι τα μέρη, να καταφέρουν να συμφωνήσουν στη μεταβίβαση ή τη συμβατική μεταβολή των δικαιωμάτων τους με το μικρότερο δυνατό κόστος συναλλαγής (εφόσον κάθε τέτοιο κόστος είναι πηγή δυνητικού λάθους κατανομής).
Τα συμπεράσματα του Coase για το δίκαιο πηγάζουν από την ανάλυση του και απευθύνονται, κυρίως, στην καθημερινότητα του ιδιωτικού και διοικητικού δικαίου και λιγότερο στις εξαιρέσεις των ελαττωμάτων της βουλήσεως. Ο Coase δεν αναφέρει πολλές λεπτομέρειες για το ποινικό δίκαιο ή για περιπτώσεις όπου τα άτομα δεν παίρνουν λογικές αποφάσεις.
Το Θεώρημα του Ronald Coase και η Προστασία των Δικαιωμάτων
Ο Ronald Coase, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ασχολήθηκε σχεδόν κατά αποκλειστικά, με την έννοια της εξωτερικότητας. Έννοια που οι περισσότεροι οικονομολόγοι είχαν θεωρήσει ως μια «κλασσική περίπτωση αποτυχίας της αγοράς». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, προκειμένου να γίνει πλήρως αντιληπτή η έννοια της εξωτερικότητας, αποτελεί το εξής:
«Όταν ένα εργοστάσιο μολύνει το περιβάλλον, «εξωτερικεύει» ένα μέρος του κόστους του (καπνός), σε άτομα που δεν έχουν σχέση με τις δραστηριότητές του. Αυτό δεν είναι μόνο ανήθικο ή παράνομο. Είναι και αναποτελεσματικό, διότι το εργοστάσιο καθώς μεταφέρει μέρος του κόστους του σε άλλα άτομα, δεν το αναλαμβάνει το ίδιο και έτσι συνεχίζει τις δραστηριότητές του ακόμα και όταν αυτές δεν θα το συνέφεραν εάν είχε εσωτερικεύσει το κόστος τους».
Το εργοστάσιο συνεχίζει να μολύνει το περιβάλλον με τον καπνό, που δεν τον αναπνέουν μόνο οι μέτοχοι, αλλά κατ’ επέκταση και οι άτομα που διαμένουν στην γύρω περιοχή, οι οποίοι παρ όλη την μόλυνση, δεν λαμβάνουν και κάποιο μέρισμα στο τέλος του χρόνου. Ο Arthur Pigou ανακάλυψε και πρότεινε διάφορες λύσεις γι’ αυτήν την αποτυχία της αγοράς, όπως φορολογία, αποζημίωση, απαγόρευση της όχλησης. Καμία όμως από αυτές δεν ικανοποίησε τον Coase. Η λύση του Pigou και των οικονομικών της ευημερίας, που ουσιαστικά έψαχναν τρόπους για να εσωτερικεύσουν τις εξωτερικές επιδράσεις, ήταν προσωρινές, χωρίς να αντιμετωπίζουν δραστικά το πρόβλημα. Ο Coase, αντίθετα, είχε μία ιδέα ανατρεπτική, που βασιζόταν, χωρίς να το ξέρει και ο ίδιος αρχικά, σε μία μεγάλη νομική παράδοση.
Η ουσία του θεωρήματος του Ronald Coase
Πιο συγκεκριμένα, ο Ronald Coase διατύπωσε την άποψη, πως το δίκαιο δεν μπορεί να επηρεάσει την κατανομή των δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα δεν θα ανήκουν σε εκείνον στον οποίο τα παραχώρησε το δίκαιο, αλλά σε εκείνον που τα αξιολογεί περισσότερο (σ’ εκείνον δηλαδή που τα θέλει, είναι πρόθυμος και μπορεί να τα αγοράσει). Με άλλα λόγια, η αγορά είναι ισχυρότερη από το δίκαιο, αγνοώντας ότι, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο μεγάλος Γερμανός νομικός Rudolf Jhering, είχε θέσει τα θεμέλια αυτής της προσέγγισης επηρεασμένος από τον ωφελιμισμό του Bentham και του Marx.
Σύμφωνα με τον Jhering, δεν υπάρχουν φυσικά δικαιώματα (δικαιώματα δηλαδή που συνδέονται με τη φύση του ανθρώπου), αλλά ζωτικά συμφέροντα και ανάγκες. Όταν αυτά τα συμφέροντα και οι ανάγκες έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, το δίκαιο θα πρέπει να επιλέξει ποια από αυτά θα προστατεύσει. Διότι, με την προστασία που θα τους δώσει θα τα μετατρέψει σε δικαιώματα. Τα δικαιώματα, λοιπόν, είναι ουσιαστικά έννομα προστατευόμενα συμφέροντα.
Συνοπτικά, το θεώρημα του Ronald Coase είναι καθαρά περιγραφικό. Περιγράφει μια πραγματικότητα χωρίς να την αξιολογεί. Ο Ronald Coase δεν λέει ότι αυτό είναι καλό ή κακό. Λέει ότι έτσι συμβαίνει. Τα δικαιώματα, δηλαδή, να καταλήγουν σ’ αυτόν που είναι διατεθειμένος να πληρώσει γι’αυτά τα περισσότερα χρήματα. Οι όροι της ανθρώπινης συνύπαρξης, συνήθως, είναι καλύτεροι όταν τους ορίζουν τα ίδια τα άτομα, παρά όταν τους επιβάλλει κάποιος νομοθέτης ή δικαστής. Το δίκαιο, όμως, είναι απαραίτητο όταν η διαπραγμάτευση (δηλαδή η διαδικασία επίτευξης συναίνεσης) αποτυγχάνει.
Ο εναλλακτικός Coase
Ο ίδιος ο Ronald Coase, προτιμούσε την ανάλυση περίπλοκων θεσμών, χωρίς τη χρήση αυστηρής και αφαιρετικής μαθηματικής λογικής. Η προσέγγισή του, όμως, άνοιξε το δρόμο επιτρέποντας στην οικονομική ανάλυση του δικαίου να ανθίσει και με τις δύο μορφές. Τόσο με τον επιστημονικό τρόπο, με δόκιμη θεωρία, όσο και μέσω της πειραματικής επιβεβαίωσης ή διάψευσης. Η νέα αυτή επιστήμη, με το να εστιάζεται στην εναλλακτική επιλογή της στροφής προς την αγορά, θέτει την ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας στον πυρήνα της ανάλυσης. Ο αυστηρός επιστημονικός χαρακτήρας της απορρέουσας ανάλυσης του δικαίου είναι αλληλένδετος με αυτόν το φιλελεύθερο χαρακτήρα της. Έτσι, λοιπόν, τέθηκαν τα θεμέλια για την δημιουργία μιας κοινωνίας πιο ελεύθερης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου