Τι απέγινε το υπόλοιπο είναι γνωστό σ’ όλους, πλην του χριστιανικού κόσμου. Το 391 η βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Αλεξάνδρειας λεηλατήθηκαν από τον χριστιανικό όχλο, που παρέδωσε στην πυρά τη μεγαλύτερη στον κόσμο συλλογή έργων της ελληνικής γραμματείας.
Το «θεοσεβές αυτό έργο» αποτελείωσε ο επίσκοπος Κύριλλος το 415, ο οποίος εξαπέλυσε ιερωμένους και μοναχούς για να δολοφονήσουν την Υπατία, η οποία δίδασκε ακόμη στο Μουσείο την ελληνική φιλοσοφία και τα μαθηματικά.
Το τι ακολούθησε μας το περιγράφει ο Σωκράτης Σχολαστικός στην Εκκλησιαστική του Ιστορία 7. 15. «άνθρωποι θερμοκέφαλοι… την παραμόνεψαν την ώρα που επέστρεφε σπίτι της. Αφού την έριξαν κάτω από την άμαξά της, την έσυραν στη εκκλησία, όπου την γύμνωσαν και την σκότωσαν με όστρακα. Και αφού την διαμέλισαν, πήραν τα κομμάτια της και τα έκαψαν..» (μετάφρ. Γ. Αβραμίδης, βιβλίο «Επίκουρος, εκδ. «Θύραθεν»).Ο εγκληματίας αυτός Κύριλλος εορτάζεται από τους χριστιανούς ως άγιος!!! Ένα διπλό χριστιανικό έγκλημα. Πρώτον η δολοφονία της Υπατίας και δεύτερο, και πιο αποτρόπαιο, η ανακήρυξή του σε άγιο. Ένα ακόμα επεισόδιο στη εγκληματική κατά του Ελληνισμού ιστορία της θρησκείας αυτής.
Παρ’ όλο λοιπόν το 1,8% των διασωθέντων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, και στο θέμα της αρχαίας ελληνικής μουσικής, διαθέτουμε τόσες σχετικές πληροφορίες, ώστε να πούμε εντελώς αβασάνιστα ότι οι Έλληνες δεν άφησαν καμμιά πτυχή του μουσικού θέματος, που όχι μόνον να μην ασχοληθούν μ’ αυτή, αλλά να μην την εξαντλήσουν, βλέποντάς την από κάθε σκοπιά και από κάθε οπτική γωνία. Επί πλέον υπάρχουν και άπειρα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία επιβεβαιώνουν απόλυτα τις γραπτές μαρτυρίες
Για να ξεκαθαρίσουμε μια και καλή τον ισχυρισμό μας αυτόν, προβάλλουμε ως ατράνταχτο αποδεικτικό ντοκουμέντο την «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» του Σόλωνα Μιχαηλίδη, εκδ. «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», μέσα στην οποία αναφέρονται όλα τα σχετικά στοιχεία. Δεν υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία τίποτε απολύτως σχετικό ή ανάλογο που ν’ αφορά στα μουσικά πράγματα ενός λαού.
Παρ’ όλα αυτά προσέξτε παρακαλώ την χριστιανική αναίδεια μέχρι σε πόσο δυσθεώρατα ύψη μπορεί να ανέλθει: «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», σελ. 101 στο λήμμα «Ιουδαίος» γράφει ο βυζαντινοκτυπημένος μουσικολόγος Γ. Σκλάβος (όνομα και πράγμα)«ολίγοι λαοί εκαλλιέργησαν την μουσικήν όσον οι Εβραίοι. Εν τούτοις τίποτε συγκεκριμένο δεν γνωρίζουμε περί της μουσικής των, εφ’ όσον ουδέν λείψανον ή τεκμήριον των αποτάτων χρόνων έχει περισωθεί». Ολόκληρη η απάτη του ιουδαιοχριστιανισμού ξεσκεπασμένη εντελώς. Εκτεθειμένη στο φως του ήλιου. Κι αυτό δεν είναι τίποτε ακόμη. Η χριστιανική ξεδιαντροπιά δεν έχει φραγμούς και όρια. Να τι γράφει στη συνέχεια: «το βέβαιον είναι ότι πολύ προ των Ελλήνων είχον καλλιεργήσει οι Εβραίοι την τέχνην των ήχων»!!! Προσέξτε το «βέβαιον» και το «πολύ». Δηλαδή από την πλευρά των Εβραίων τίποτε ενώ από την πλευρά των Ελλήνων ολόκληρο βουνό. Και παρ’ όλ’ αυτά «το βέβαιον είναι ότι πολύ προ των Ελλήνων είχον καλλιεργήσει οι Εβραίοι την τέχνην των ήχων»!!! Είναι πραγματικά να σιχαίνεται κανείς.
Με την μέθοδο αυτή της πλήρους διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας, και της ελληνικής και της ιουδαϊκής, κατόρθωσαν οι πατέρες της χριστιανικής εκκλησίας να ρίξουν το Ελληνικό έθνος σε κατάσταση πλήρους αμάθειας και υποταγής στο αλλότριο θρησκευτικό τους ιουδαιοχριστιανικό δόγμα.
Η εγκυκλοπαίδεια που προαναφέραμε για το κάθε τι που αναγράφει, αναφέρει και τις γραπτές πηγές, ώστε να μην υπάρχει κανένα σκοτεινό σημείο στο κάθε θέμα. Μελετώντας το «έργο ζωής» του Ευεργέτη του Ελληνισμού Σ. Μιχαηλίδη, διαπιστώνει τα εξής εντυπωσιακά και απίστευτα πράγματα:
- Οργανωμένο και πλήρες μουσικό σύστημα.
- Σύστημα διδασκαλίας πρακτικό και θεωρητικό.
- Φυσικομαθηματική διερεύνηση και ανάλυση των στοιχείων της μουσικής.
- Παιδαγωγική και ηθολογική αξιολόγηση της μουσικής γενικώς αλλά και ειδικώς.
- Εσωτερική και εξωτερική μουσικοχορευτική πολιτική.
- Θεολογική προσέγγιση της μουσικής.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο λαός αυτός έταξε τους μισούς σχεδόν θεούς του θεράποντες των μουσικοχορευτικών του θεμάτων και ζητημάτων. Ο τραγόμορφος και πρωτόγονος Πάνας ανακάλυψε την Σύριγγα, την κατηγορία των πνευστών . Ο πανέξυπνος και πανούργος Ερμής την λύρα, την κατηγορία των εγχόρδων. Ο Απόλλων, οι Μούσες. Η Καλλιόπη, η Τερψιχόρη. Ο Διόνυσος, οι Σάτυροι.
Παγκοσμίως όλη η μουσική ορολογία λέγεται με ελληνικά ονόματα: μουσική, μελωδία, αρμονία, ρυθμός, χορός (mysic, rhythm, melody, harmony, chorus).
Δεν αντέχει η δυνατότητα του παρόντος πονήματος την ανάλυση όλων αυτών των στοιχείων του μουσικού ελληνικού πολιτισμού. Εξ άλλου, το ξανατονίζουμε, όλ’ αυτά υπάρχουν στην προαναφερθείσα εγκυκλοπαίδεια. Θα αναφέρουμε μόνον κάποια βασικά χαρακτηριστικά άμα και εντυπωσιακά στοιχεία της ιστορίας αυτής.
Μιά αναφορά, συμπυκνωτικής και αποστακτικής φύσεως, περί της μουσικής πολιτικής των Αθηναίων (οι Σπαρτιάτες διέθεταν ακόμη πιο εντυπωσιακή, όπως θα δούμε), μας αναφέρει ο Πλάτων: «ουδαμού γαρ κινούνται μουσικής τρόποι άνευ πολιτικών νόμων των μεγίστων, ως φησί τε Δάμων και εγώ πείθομαι» (γιατί πουθενά δεν θα μπορούσαν οι τρόποι της μουσικής ν’ αλλάξουν, χωρίς να κλονιστούν οι θεμελιακοί νόμοι της πολιτείας) Πολιτεία Δ΄, 424 c.
Οι απόψεις του Δάμωνα, μεγάλου μουσικολόγου και συμβούλου του Περικλή, εκφράζονται στον Αθήναιο (ΙΔ΄, 624 c, 25). Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλή, θεωρούσαν ότι οι μεταβολές στα μουσικά πράγματα της πόλης τους ισοδυναμούσαν με πολιτικό πραξικόπημα! Και δεν πρόκειται για μιά στενοκέφαλη πολιτική, διότι εάν μελετήσουμε τα σχετικά τους επιχειρήματα θα αντιληφθούμε αμέσως ότι επρόκειτο περί της προστασίας του είδους ανθρώπου που ήθελαν να καλλιεργήσουν, επειδή γνώριζαν άριστα τον κεφαλαιώδη ρόλο της μουσικής στην διάπλαση του χαρακτήρα των νέων. Κάτι ασύλληπτο μπροστά στην νεοελληνική εκπαιδευτική χυδαιότητα.
Την τεράστια σημασία της μουσικής πολιτικής αντιλήφθηκε καλά η χριστιανική εκκλησία η οποία την εφάρμοσε στο κατηχητικό της πρόγραμμα. Απόδειξη η ίδια η λέξη κατήχηση, η οποία συνίσταται από τις λέξεις κατά και ήχος. Γνωρίζουν οι παλαιότεροι το γνωστό σουξέ «τα χριστιανόπουλα …».
Υπερβολές θα πούμε σήμερα εμείς οι άσχετοι, απαίδευτοι και καταπλακωμένοι από την μουσική – ξενόφερτη κι εντόπια – χυδαιότητα της εποχής μας. Εάν όμως γνωρίζαμε και εφαρμόζαμε στοιχειωδώς την μουσική πολιτική των προγόνων μας, σίγουρα δεν θα καταντούσαμε στην ελεεινή αυτή κατάσταση, την ανάξια για Έλληνες. Έλληνες οι οποίοι έχουν λησμονήσει εντελώς την τεράστια σημασία της μουσικής, στην διάπλαση της ψυχής και του χαρακτήρα των νέων.
Ο Στράβων ο γεωγράφος αναφέρει ότι: «και τους παίδας αι των Ελλήνων πόλεις πρώτιστα και μάλιστα δια της μουσικής παιδεύουσιν». Αυτονόητα δε ο άνθρωπος αυτός δεν διευκρινίζει το «δια της Ελληνικής μουσικής». Διότι γνώριζαν άριστα οι άνθρωποι εκείνοι ότι η κάθε διαφορετική μουσική διαμορφώνει και το ανάλογο χαρακτήρα. Και οι ελληνικές πόλεις είχαν ξεκάθαρες βλέψεις για τον τύπο ανθρώπου που ήθελαν να καλλιεργήσουν. Πώς να διαμορφώσει κανείς Ελληνικής φύσης και χαρακτήρα άνθρωπο με Ιουδαϊκή μουσική παιδεία; Μόνο δόλιοι άνθρωποι μπορούν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Ας το πούμε ξεκάθαρα: όση σχέση έχει το «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» του ιουδαιοχριστιανισμού με το «αρχή βλακείας φόβος θεού» του Επίκουρου, τόση ακριβώς σχέση έχει και η βυζαντινή μουσική με την Ελληνική.
Ας δούμε μόνο την στάση των πατέρων της χριστιανικής εκκλησίας απέναντι στη μουσική των Ελλήνων. Στο βιβλίο του Αλέξη Σολωμού με τον τίτλο «Ο Άγιος Βάκχος» διαβάζουμε, μεταξύ των άλλων σχετικών, για τον αρχιπατέρα της χριστιανικής εκκλησίας Χρυσόστομο: «δεν τον ενοχλούσαν μονάχα οι παραστάσεις των χορευτών και των μίμων. Ζητούσε από τους χριστιανούς να ξεγράψουν οριστικά κάθε λαϊκό τους τραγούδι. Οι αγωγιάτες να μην τραγουδάνε πάνω στο κάρο τους ούτε οι κοπέλες στον αργαλειό τους ούτε οι μανάδες νανουρίζοντας τα μωρά τους. Τα λείψανα αυτά της αρχαίας Ελληνικής ζωής έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με ψαλμούς του Δαβίδ».
Χίλια χρόνια αργότερα οι μαθητές του μισέλληνα και ανώμαλου αυτού ανθρώπου έψελναν τα εξής: «Σίγησον Ορφεύ, ρίψον Ερμή την λύραν, τρίπους ο Δελφοίς δύνον εις λήθην έτι. Δαβίδ γαρ ημίν πνεύματος κρούων λύραν…».
Να όμως τι έψελνε ο Δαβίδ με την λύρα του αλλά και οι συνάδελφοί του μεταξύ των άλλων: «και επεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω ρομφαίαν μαχητού. Και κύριος έσται επ’ αυτούς και εξελεύσεται ως αστραπή βολής» (Ζαχαρίας Θ, 13-15). Στο «ΠΗΔΑΛΙΟ» (εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσς/νίκη)
Κατά τον χριστιανικό κόσμο το «ΠΗΔΑΛΙΟ» «είναι η Διαθήκη μετά την καινή και την παλαιά, η μετά τας αγίας γραφάς αγία Γραφή»).
Διαβάζουμε από την εν Λαοδικεία τοπική σύνοδο εν έτει 364,
- κανών 53ος: «ότι ου δει χριστιανούς εις γάμους απερχομένους βαλλίζειν ή ορχήσθαι αλλά σεμνώς δειπνείν ή αιριστείν ως πρέπει Χριστιανοίς». Κατηγορηματική δηλαδή απαγόρευση του τραγουδιού και του χορού, των κατ’ εξοχήν Ελληνικών αυτών στοιχείων. Η διαταγή του βυζαντινού αυτοκράτορα Αρκάδιου στα τέλη του 4ου αιώνα, το περίφημο «ες έδαφος φέρειν», το οποίο αφορούσε στην ισοπέδωση κάθε ελληνικού ναού και δημοσίου κτίσματος, δεν ίσχυσε καθόλου λιγότερο και για το ελληνικό τραγούδι, απ’ ότι διαπιστώνουμε.
- Στον 55ο κανόνα διαβάζουμε: «ότι ου δει ιερατικούς ή κληρικούς, αλλ’ ουδέ λαϊκούς, εκ συμβολής συμπόσια επιτελείν». Απαγόρευση των συμποσίων στους πάντες: κληρικούς και λαϊκούς. Μας είναι γνωστό όμως τι συνέβαινε στα συμπόσια: «μολπή τ’ ορχηστός τε, τα γαρ αναθήματα δαιτός», μας πληροφορεί ο Όμηρος. Ότι το τραγούδι κι ο χορός είναι τα στολίδια του συμποσίου. Οι στείροι, ανώμαλοι, απάτριδες, ευνούχοι, μισάνθρωποι, κηφήνες και κακούργοι επίσκοποι της χριστιανικής εκκλησίας, όταν επιχειρούν να δολοφονήσουν την χαρά και την διασκέδαση του καθημερινού βίου. Τον κατ’ εξοχήν ελληνικό αλλά και πανανθρώπινο φυσιολογικό τρόπο ζωής. Όταν επιχειρούν να υποβιβάσουν την ανθρώπινη καθημερινή συμπεριφορά πιο κάτω κι απ’ την ζωώδη.
Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Η΄) αναλύει τρεις απόψεις για την αποστολή της μουσικής και την σκοπό για τον οποίο πρέπει να διδάσκεται στους νέους («τίνος δει χάριν μετέχειν αυτής»):
. «παιδιάς ένεκα και αναπαύσεως»
. «… προς αρετήν τι τείνειν την μουσικήν… και το ήθος ποιόν τι ποιεί» (γιατί μπορεί να ασκήσει ευεργετική επίδραση στην διαμόρφωση του χαρακτήρα).
. «προς διαγωγήν… και προς φρόνησιν» (γιατί μπορεί να συμβάλλει στη διανοητική και αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια).
Πλούταχος (Περί Μουσικής 1140 B-C, 26) «Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι δικαιολογημένα οι παλιοί Έλληνες έδιδαν μεγαλύτερη την προσοχή τους στη μουσική εκπαίδευση. Γιατί πίστευαν ότι έπρεπε να πλάθουν και να ρυθμίζουν τις ψυχές των νέων σε ευπρεπή ηθική με την μουσική («… δια της μουσικής πλάττειν τε και ρυθμίζειν επί το εύσχημον»).
Πλάτων (Πρωταγόρας 326 Α-Β) ότι οι δάσκαλοι της κιθάρας «… κατορθώνουν να κάμουν τους ρυθμούς και τις αρμονίες οικείες στις ψυχές των παιδιών, ώστε να γίνουν ημερότεροι άνθρωποι και, επειδή γίνονται πιο εύρυθμοι και πιο προσαρμοστικοί, να είναι χρήσιμοι και στο λόγο και στην πράξη». Και συνεχίζει: «πας γαρ ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται».
Ο Αριστείδης λέει για μια μέθοδο σύνθεσης (πεττεία): «μαθαίνουμε ποιές νότες να παραλείψουμε και ποιές να χρησιμοποιήσουμε. Και από ποιά ν’ αρχίσουμε και σε ποιά να τελειώσουμε. Αυτό επίσης δημιουργεί ήθος». Τεράστιο θαυμασμό επίσης προκαλεί η επέκταση του προβληματισμού των αρχαίων σε λεπτομέρειες, οι οποίες, για τους σημερινούς ανθρώπους, ανήκουν στη σφαίρα της τρελοελλάδας.
Πλάτων (Νόμοι Β΄, 670 Α): «… η αύληση και η κιθάριση (χωρίς όρχηση και τραγούδι) δείχνει έλλειψη μουσικής καλλιέργειας και θαυματοποιία»! Αλλά και (Νόμοι Β΄, 654 Α-Β): «ουκούν ο μεν απαίδευτος αχόρευτος έσται, τον δε πεπαιδευμένον κεχορευκότα θετέον;» (να δεχτούμε πως ο απαίδευτος άνθρωπος είναι χωρίς εξάσκηση στο χορό και ο μορφωμένος με εξάσκηση;).
Ο Μέγας Παν, πρώτος κατασκευάσας μουσικόν αυλόν, και διαθέτων γαμηστικόν τοιούτον, ως πουλί αείποτε κελαϊδόν, έναντι εύκαιρων και μη θηλυκών φωλεών. Ο Πολύβιος Μεγαλοπολίτης (Ιστορ. Βιβλ. Δ΄ 20,21 , σχολιάζει ο Ευγένιος Βούλγαρης) «επαρατήρησε περί του των Αρκάδων έθνους και των Κυναιθών.
Οι Αρκάδες είχον εκ νομοθεσίας προστεταγμένην την μελέτην της μουσικής. Την εδιδάσκοντο παρ’ αυτοίς εκ νηπίων οι παίδες και οι νεανίσκοι, και εφεξής οι άνδρες έως της ηλικίας τριάκοντα ετών. Δεν ήτον αισχρόν εις τον Αρκάδα αν άλλο τι ερωτάς ήτον άτιμος.
Ερωτηθείς απεκρίνατο δεν ηξεύρω. Όμως αν έλεγε δεν ηξεύρω να ψάλλω ή να μουσουργήσω, ήταν αισχρότατον και ο πολίτης Αρκάςς Εξ εναντίας οι Κυναιθείς κατεφρόνουν την μουσικήν και την απέρριπτον ως μάταιον και ανωφελέστατον επιτήδευμα. Τι ηκολούθησεν; Οι Αρκάδες εγνωρίζοντο παρά πάσι τοις Έλλησιν ερασταί της αρετής, επιεικείς και κόσμιοι εις τα ήθη, δίκαιοι, φιλάνθρωποι, φιλόξενοι θεοσεβείς. Οι Κυναιθείς (αγκαλά και μέρος ομολογουμένως και αυτοί του Αρκαδικού γένους και πλησιόχωροι) εγνωρίζοντο ωσάν οι αντίποδες των Αρκάδων. Κατά τας προαιρέσεις και το πολίτευμα, φαυλόβιοι, δύστροποι, πάντες διεφθαρμένοι τας ψυχάς και τας γνώμας, άδικοι, βίαιοι, ανδροφόνοι και προς τους θεούς ασεβέστατοι».
Στην Σπάρτη ο ένας από τους πέντε Εφόρους, οι οποίοι ήσαν εκλεγμένοι με μονοετή θητεία και κυβερνούσαν ουσιαστικά την πόλη, είχε αποκλειστική αρμοδιότητα να ελέγχει τα μουσικοχορευτικά πράγματα της πόλης.
Οι ρυθμοί και οι κλίμακες της μουσικής κατατάχτηκαν σε γένη, το ήθος των οποίων περιγράφεται με «εκνευριστικές» λεπτομέρειες. Πλούταρχος (Λακωνικά αποφθέγματα 238 Β, 16): «και οι εμβατήριοι ρυθμοί προτρέπουν προς ανδρεία, θάρρος και περιφρόνηση του θανάτου. Τους χρησιμοποιούσαν και στους χορούς με συνοδεία αυλού, διεγείροντας τους πολεμιστές». Δεν θα αναφέρουμε τα χίλια μύρια που λέχτηκαν για το ήθος και τον χαρακτήρα των μουσικών κλιμάκων. Θ’ αρκεστούμε στους χαρακτηρισμούς των τριών γενών τους.
. Διατονικό: φυσικό, αρρενωπό, αυστηρό, σεμνό, εύτονο, απλό, γενναίο, φυσικό.
. Χρωματικό: ήπιο, γλυκύτατο, παραπονιάρικο, από άλλους δε άνανδρο, χυδαίο, ανάξιο για ελεύθερους πολίτες.
. Εναρμόνιο: διεγερτικό, ήπιο, αριστοκρατικό, λιτό, διαυγές, αυστηρό, δεσποτικό, άλλοι δε το απέρριπταν τελείως.
Αλλά και τα τραγούδια, ως σύνθεση όλων των μουσικών στοιχείων, αξιολογούνταν κατά το ήθος τους. Πλούταρχος (Πώς δει των νέων ποιημάτων ακούειν, 19F – 20 Α): «φαύλη μουσική και πονηρά τραγούδια δημιουργούν ήθη ακόλαστα και διεφθαρμένες ζωές, και ανθρώπους που αγαπούν τη μαλθακή ζωή, τη νωθρότητα και την υποταγή στις γυναίκες».
Τέλος πάντων είναι ν’ απορεί και να εξίσταται κανείς μ’ αυτό το ατελείωτο ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων, γενικώς και ειδικώς, σε ότι αφορούσε στα μουσικοχορευτικά τους πράγματα. Μιά ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια έγραψε ο Σ. Μιχαηλίδης και πάλι δεν περιέλαβε και το κάθε τι.
Ας έλθουμε τώρα στο σήμερα. Πώς τα βλέπουμε εμείς όλ’ αυτά; Τα βλέπουμε υπερβολικά, και μας δημιουργούν και μιά αίσθηση λογοκρισίας. Τόσο μας κόφτει και τόσο καταλαβαίνουμε με τα μυαλά που κουβαλάμε. Οι άνθρωποι είχαν κατά νου κάτι που σε μας είναι άγνωστο. Ξέρανε τι είδους άνθρωπο θέλανε να δημιουργήσουν και πώς να καλλιεργήσουν τον τύπο αυτόν. Μεταξύ δε των άλλων γνώριζαν άριστα την διαπαιδαγωγική δυνατότητα της μουσικής. Πού βρίσκεται δηλαδή το μυστήριο της υποθέσεως; Η αίσθηση του υπερβολικού που μας δημιουργείται οφείλεται στην αμορφωσιά και στην άγνοιά μας και πουθενά αλλού. Μήπως ξέρουμε τι λογής θέλουμε να είναι τα παιδιά μας. Ρωτάς λοιπόν τον Νεοέλληνα: θέλεις τα παιδιά σου να είναι πατριώτες; Φυσικά σου απαντά, θέλει και ρώτημα. Ξέρεις ότι η λέξη πατριώτης και πατρίδα προέρχεται από την λέξη πατέρας; Δεν το είχα σκεφτεί, σου απαντά, αλλά τώρα που το λες μου φαίνεται ότι έχεις δίκιο, είναι ολοφάνερο.
Δε μου λες, όταν πηγαίνεις στην εκκλησία και ακούς τον παπά να λέει «των αγίων πατέρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ» ο πατριωτισμός σου δεν παθαίνει τίποτε; Το βρίσκεις φυσιολογικό να είσαι Έλληνας πατριώτης με πατέρες Εβραίους; Αφού ο πατριωτισμός έχει να κάνει με τους πατέρες μας. Άσε τώρα τα θρησκευτικά, αυτά είναι άλλη δουλειά, αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Έτσι θα σου απαντήσει ο Έλλην πατριώτης της σήμερον. Ουδέποτε του πέρασε η ιδέα ότι ούτε καν τα ονόματα των προπατόρων του δεν γνωρίζει. Διαπαιδαγωγεί τα παιδιά του με χριστιανικούς ψαλμούς που βρίζουν τους παππούδες του κι αυτός κάνει τον σταυρό του και προσκυνά τους δολοφόνους του Ελληνικού γένους. Γιορτάζει τον προστάτη της παιδείας του τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που αποκαλούσε τους προπάτορες του, «μωρούς», τόμος 18 σελ. 17, εκφέροντες «λόγους μάταιους κι ακάθαρτους», 18. 113, «δεισιδαίμονες» 34. 429, αιμομίκτες μετά μητέρων και αδελφών, 34. 497, ασοφότερους από τα ζώα, 34. 497. Επί πλέον «στιγματισμένους, χειρότερους από τους χοίρους που πασαλείβονται με περιττώματα», «κυνικά καθάρματα», «πανάθλιους», «παμμίαρους, αδιάντροπους» και χίλιες δυο άλλες ανυπόστατες λοιδορίες. («ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», εκδ. «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» 1980.).
Απ’ αυτή την κατάσταση μέχρι του σημείου της βούλησης για εφαρμογή μουσικής πολιτικής υπάρχει απροσμέτρητη απόσταση. Το αλλουνού παπά ευαγγέλιο που μας απάντησε προηγουμένως ο Έλλην πατριώτης της σήμερον μας οδήγησε στην κατάσταση που θα μας περιγράψει σε λίγο ένας ακέραιος Έλλην πατριώτης.
Θα κλείσουμε το παρόν πόνημα με τον επίλογο του άρθρου με τίτλο «Η Ελληνική μουσική υπό την καταδυνάστευση του ράσου» του Γιώργου Λεωτσάκου («Ημερησία» 18-19/ 9/1999). Στο άρθρο αυτό ο Λεωτσάκος παρουσιάζει ντοκουμέντα για την άλωση της ελληνικής μουσικής παιδείας από τους ρασοφόρους και τους υποτακτικούς τους μουσικούς και βιασμένους μουσικολόγους της δεκάρας.
Τελειώνει λοιπόν ως εξής: «Ναι, τέτοιες αλυσίδες πνευματικής δουλείας από σκληρότατο μεταλλικό κράμα σφυρηλατούνται έσωθεν! Μοιραία, αναλογιζόμαστε τους κατά Κέλσον Χριστιανούς του 178 μ.Χ.: Παντοδαπά συμπλάσσοντες δείματα επισπώνται τους ανθρώπους. Πάντα μεν σοφόν απεραύνουσι του λόγου της πίστεως αυτών, μόνους δε ανοήτους και ανδραποδώδεις καλούσι». («Ετούτοι, όμως, επινοώντας κάθε λογής φόβητρα προσελκύουν κόσμο στις γραμμές τους. Και κάθε έξυπνο άνθρωπο απομακρύνουν από τη διδασκαλία της πίστης τους, ενώ καλοδέχονται τους ανόητους και τους δουλοπρεπείς»). (Κέλσου: «Αληθής Λόγος», εκδ. «Θύραθεν», Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 58-59). Και συνεχίζει: «Το οποίο ράσο, αιώνες τώρα, φαρμακώνει το χωράφι της μουσικής μας, τρέμει τη Δύση ως φυσικό κληρονόμο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού που αφάνισαν τα χριστεπώνυμα στίφη του Αλάριχου, οι φονιάδες του Ιλαρίου και της Υπατίας, ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, οι εκτροπές της Δ΄ Σταυροφορίας στην Κωνσταντινούπολη το 1204, οι Νοταράδες και Σχολάριοι που μετά τη σύνοδο της Φλωρεντίας και της Φεράρας το 1438, άνοιξαν Κερκόπορτες και προσκύνησαν τον Πορθητή.
Φοβάται, μέσα από την μουσική, τη νεκρανάσταση του ελληνισμού, από τον τάφο που αιώνες τώρα του σκάβει».
Ας αναλογιστούν λοιπόν τώρα το Παπαδαριό, οι Βυζαντινόπληκτοι, οι κάθε λογής και απόχρωσης Βυζαντινολιγούρηδες και οι Ψαλτάδες το μερίδιο της ευθύνης τους απέναντι στην διαπίστωση του Λεωτσάκου: επιμένουν στην Ιουδαιοχριστιανική τους νοοτροπία και συμπεριφορά διότι φοβούνται την νεκρανάσταση του Ελληνισμού, από τον τάφο που αιώνες τώρα του σκάβουν; Να αναλογιστούν αν ανήκουν στη κατηγορία αυτών των ανθρώπων που περιγράφει ο Κέλσος: «Ετούτοι, όμως, επινοώντας κάθε λογής φόβητρα προσελκύουν κόσμο στις γραμμές τους. Και κάθε έξυπνο άνθρωπο απομακρύνουν από τη διδασκαλία της πίστης τους, ενώ καλοδέχονται τους ανόητους και τους δουλοπρεπείς».
. «… προς αρετήν τι τείνειν την μουσικήν… και το ήθος ποιόν τι ποιεί» (γιατί μπορεί να ασκήσει ευεργετική επίδραση στην διαμόρφωση του χαρακτήρα).
. «προς διαγωγήν… και προς φρόνησιν» (γιατί μπορεί να συμβάλλει στη διανοητική και αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια).
Πλούταχος (Περί Μουσικής 1140 B-C, 26) «Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι δικαιολογημένα οι παλιοί Έλληνες έδιδαν μεγαλύτερη την προσοχή τους στη μουσική εκπαίδευση. Γιατί πίστευαν ότι έπρεπε να πλάθουν και να ρυθμίζουν τις ψυχές των νέων σε ευπρεπή ηθική με την μουσική («… δια της μουσικής πλάττειν τε και ρυθμίζειν επί το εύσχημον»).
Πλάτων (Πρωταγόρας 326 Α-Β) ότι οι δάσκαλοι της κιθάρας «… κατορθώνουν να κάμουν τους ρυθμούς και τις αρμονίες οικείες στις ψυχές των παιδιών, ώστε να γίνουν ημερότεροι άνθρωποι και, επειδή γίνονται πιο εύρυθμοι και πιο προσαρμοστικοί, να είναι χρήσιμοι και στο λόγο και στην πράξη». Και συνεχίζει: «πας γαρ ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται».
Ο Αριστείδης λέει για μια μέθοδο σύνθεσης (πεττεία): «μαθαίνουμε ποιές νότες να παραλείψουμε και ποιές να χρησιμοποιήσουμε. Και από ποιά ν’ αρχίσουμε και σε ποιά να τελειώσουμε. Αυτό επίσης δημιουργεί ήθος». Τεράστιο θαυμασμό επίσης προκαλεί η επέκταση του προβληματισμού των αρχαίων σε λεπτομέρειες, οι οποίες, για τους σημερινούς ανθρώπους, ανήκουν στη σφαίρα της τρελοελλάδας.
Πλάτων (Νόμοι Β΄, 670 Α): «… η αύληση και η κιθάριση (χωρίς όρχηση και τραγούδι) δείχνει έλλειψη μουσικής καλλιέργειας και θαυματοποιία»! Αλλά και (Νόμοι Β΄, 654 Α-Β): «ουκούν ο μεν απαίδευτος αχόρευτος έσται, τον δε πεπαιδευμένον κεχορευκότα θετέον;» (να δεχτούμε πως ο απαίδευτος άνθρωπος είναι χωρίς εξάσκηση στο χορό και ο μορφωμένος με εξάσκηση;).
Ο Μέγας Παν, πρώτος κατασκευάσας μουσικόν αυλόν, και διαθέτων γαμηστικόν τοιούτον, ως πουλί αείποτε κελαϊδόν, έναντι εύκαιρων και μη θηλυκών φωλεών. Ο Πολύβιος Μεγαλοπολίτης (Ιστορ. Βιβλ. Δ΄ 20,21 , σχολιάζει ο Ευγένιος Βούλγαρης) «επαρατήρησε περί του των Αρκάδων έθνους και των Κυναιθών.
Οι Αρκάδες είχον εκ νομοθεσίας προστεταγμένην την μελέτην της μουσικής. Την εδιδάσκοντο παρ’ αυτοίς εκ νηπίων οι παίδες και οι νεανίσκοι, και εφεξής οι άνδρες έως της ηλικίας τριάκοντα ετών. Δεν ήτον αισχρόν εις τον Αρκάδα αν άλλο τι ερωτάς ήτον άτιμος.
Ερωτηθείς απεκρίνατο δεν ηξεύρω. Όμως αν έλεγε δεν ηξεύρω να ψάλλω ή να μουσουργήσω, ήταν αισχρότατον και ο πολίτης Αρκάςς Εξ εναντίας οι Κυναιθείς κατεφρόνουν την μουσικήν και την απέρριπτον ως μάταιον και ανωφελέστατον επιτήδευμα. Τι ηκολούθησεν; Οι Αρκάδες εγνωρίζοντο παρά πάσι τοις Έλλησιν ερασταί της αρετής, επιεικείς και κόσμιοι εις τα ήθη, δίκαιοι, φιλάνθρωποι, φιλόξενοι θεοσεβείς. Οι Κυναιθείς (αγκαλά και μέρος ομολογουμένως και αυτοί του Αρκαδικού γένους και πλησιόχωροι) εγνωρίζοντο ωσάν οι αντίποδες των Αρκάδων. Κατά τας προαιρέσεις και το πολίτευμα, φαυλόβιοι, δύστροποι, πάντες διεφθαρμένοι τας ψυχάς και τας γνώμας, άδικοι, βίαιοι, ανδροφόνοι και προς τους θεούς ασεβέστατοι».
Στην Σπάρτη ο ένας από τους πέντε Εφόρους, οι οποίοι ήσαν εκλεγμένοι με μονοετή θητεία και κυβερνούσαν ουσιαστικά την πόλη, είχε αποκλειστική αρμοδιότητα να ελέγχει τα μουσικοχορευτικά πράγματα της πόλης.
Οι ρυθμοί και οι κλίμακες της μουσικής κατατάχτηκαν σε γένη, το ήθος των οποίων περιγράφεται με «εκνευριστικές» λεπτομέρειες. Πλούταρχος (Λακωνικά αποφθέγματα 238 Β, 16): «και οι εμβατήριοι ρυθμοί προτρέπουν προς ανδρεία, θάρρος και περιφρόνηση του θανάτου. Τους χρησιμοποιούσαν και στους χορούς με συνοδεία αυλού, διεγείροντας τους πολεμιστές». Δεν θα αναφέρουμε τα χίλια μύρια που λέχτηκαν για το ήθος και τον χαρακτήρα των μουσικών κλιμάκων. Θ’ αρκεστούμε στους χαρακτηρισμούς των τριών γενών τους.
. Διατονικό: φυσικό, αρρενωπό, αυστηρό, σεμνό, εύτονο, απλό, γενναίο, φυσικό.
. Χρωματικό: ήπιο, γλυκύτατο, παραπονιάρικο, από άλλους δε άνανδρο, χυδαίο, ανάξιο για ελεύθερους πολίτες.
. Εναρμόνιο: διεγερτικό, ήπιο, αριστοκρατικό, λιτό, διαυγές, αυστηρό, δεσποτικό, άλλοι δε το απέρριπταν τελείως.
Αλλά και τα τραγούδια, ως σύνθεση όλων των μουσικών στοιχείων, αξιολογούνταν κατά το ήθος τους. Πλούταρχος (Πώς δει των νέων ποιημάτων ακούειν, 19F – 20 Α): «φαύλη μουσική και πονηρά τραγούδια δημιουργούν ήθη ακόλαστα και διεφθαρμένες ζωές, και ανθρώπους που αγαπούν τη μαλθακή ζωή, τη νωθρότητα και την υποταγή στις γυναίκες».
Τέλος πάντων είναι ν’ απορεί και να εξίσταται κανείς μ’ αυτό το ατελείωτο ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων, γενικώς και ειδικώς, σε ότι αφορούσε στα μουσικοχορευτικά τους πράγματα. Μιά ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια έγραψε ο Σ. Μιχαηλίδης και πάλι δεν περιέλαβε και το κάθε τι.
Ας έλθουμε τώρα στο σήμερα. Πώς τα βλέπουμε εμείς όλ’ αυτά; Τα βλέπουμε υπερβολικά, και μας δημιουργούν και μιά αίσθηση λογοκρισίας. Τόσο μας κόφτει και τόσο καταλαβαίνουμε με τα μυαλά που κουβαλάμε. Οι άνθρωποι είχαν κατά νου κάτι που σε μας είναι άγνωστο. Ξέρανε τι είδους άνθρωπο θέλανε να δημιουργήσουν και πώς να καλλιεργήσουν τον τύπο αυτόν. Μεταξύ δε των άλλων γνώριζαν άριστα την διαπαιδαγωγική δυνατότητα της μουσικής. Πού βρίσκεται δηλαδή το μυστήριο της υποθέσεως; Η αίσθηση του υπερβολικού που μας δημιουργείται οφείλεται στην αμορφωσιά και στην άγνοιά μας και πουθενά αλλού. Μήπως ξέρουμε τι λογής θέλουμε να είναι τα παιδιά μας. Ρωτάς λοιπόν τον Νεοέλληνα: θέλεις τα παιδιά σου να είναι πατριώτες; Φυσικά σου απαντά, θέλει και ρώτημα. Ξέρεις ότι η λέξη πατριώτης και πατρίδα προέρχεται από την λέξη πατέρας; Δεν το είχα σκεφτεί, σου απαντά, αλλά τώρα που το λες μου φαίνεται ότι έχεις δίκιο, είναι ολοφάνερο.
Δε μου λες, όταν πηγαίνεις στην εκκλησία και ακούς τον παπά να λέει «των αγίων πατέρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ» ο πατριωτισμός σου δεν παθαίνει τίποτε; Το βρίσκεις φυσιολογικό να είσαι Έλληνας πατριώτης με πατέρες Εβραίους; Αφού ο πατριωτισμός έχει να κάνει με τους πατέρες μας. Άσε τώρα τα θρησκευτικά, αυτά είναι άλλη δουλειά, αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Έτσι θα σου απαντήσει ο Έλλην πατριώτης της σήμερον. Ουδέποτε του πέρασε η ιδέα ότι ούτε καν τα ονόματα των προπατόρων του δεν γνωρίζει. Διαπαιδαγωγεί τα παιδιά του με χριστιανικούς ψαλμούς που βρίζουν τους παππούδες του κι αυτός κάνει τον σταυρό του και προσκυνά τους δολοφόνους του Ελληνικού γένους. Γιορτάζει τον προστάτη της παιδείας του τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που αποκαλούσε τους προπάτορες του, «μωρούς», τόμος 18 σελ. 17, εκφέροντες «λόγους μάταιους κι ακάθαρτους», 18. 113, «δεισιδαίμονες» 34. 429, αιμομίκτες μετά μητέρων και αδελφών, 34. 497, ασοφότερους από τα ζώα, 34. 497. Επί πλέον «στιγματισμένους, χειρότερους από τους χοίρους που πασαλείβονται με περιττώματα», «κυνικά καθάρματα», «πανάθλιους», «παμμίαρους, αδιάντροπους» και χίλιες δυο άλλες ανυπόστατες λοιδορίες. («ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», εκδ. «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» 1980.).
Απ’ αυτή την κατάσταση μέχρι του σημείου της βούλησης για εφαρμογή μουσικής πολιτικής υπάρχει απροσμέτρητη απόσταση. Το αλλουνού παπά ευαγγέλιο που μας απάντησε προηγουμένως ο Έλλην πατριώτης της σήμερον μας οδήγησε στην κατάσταση που θα μας περιγράψει σε λίγο ένας ακέραιος Έλλην πατριώτης.
Θα κλείσουμε το παρόν πόνημα με τον επίλογο του άρθρου με τίτλο «Η Ελληνική μουσική υπό την καταδυνάστευση του ράσου» του Γιώργου Λεωτσάκου («Ημερησία» 18-19/ 9/1999). Στο άρθρο αυτό ο Λεωτσάκος παρουσιάζει ντοκουμέντα για την άλωση της ελληνικής μουσικής παιδείας από τους ρασοφόρους και τους υποτακτικούς τους μουσικούς και βιασμένους μουσικολόγους της δεκάρας.
Τελειώνει λοιπόν ως εξής: «Ναι, τέτοιες αλυσίδες πνευματικής δουλείας από σκληρότατο μεταλλικό κράμα σφυρηλατούνται έσωθεν! Μοιραία, αναλογιζόμαστε τους κατά Κέλσον Χριστιανούς του 178 μ.Χ.: Παντοδαπά συμπλάσσοντες δείματα επισπώνται τους ανθρώπους. Πάντα μεν σοφόν απεραύνουσι του λόγου της πίστεως αυτών, μόνους δε ανοήτους και ανδραποδώδεις καλούσι». («Ετούτοι, όμως, επινοώντας κάθε λογής φόβητρα προσελκύουν κόσμο στις γραμμές τους. Και κάθε έξυπνο άνθρωπο απομακρύνουν από τη διδασκαλία της πίστης τους, ενώ καλοδέχονται τους ανόητους και τους δουλοπρεπείς»). (Κέλσου: «Αληθής Λόγος», εκδ. «Θύραθεν», Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 58-59). Και συνεχίζει: «Το οποίο ράσο, αιώνες τώρα, φαρμακώνει το χωράφι της μουσικής μας, τρέμει τη Δύση ως φυσικό κληρονόμο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού που αφάνισαν τα χριστεπώνυμα στίφη του Αλάριχου, οι φονιάδες του Ιλαρίου και της Υπατίας, ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, οι εκτροπές της Δ΄ Σταυροφορίας στην Κωνσταντινούπολη το 1204, οι Νοταράδες και Σχολάριοι που μετά τη σύνοδο της Φλωρεντίας και της Φεράρας το 1438, άνοιξαν Κερκόπορτες και προσκύνησαν τον Πορθητή.
Φοβάται, μέσα από την μουσική, τη νεκρανάσταση του ελληνισμού, από τον τάφο που αιώνες τώρα του σκάβει».
Ας αναλογιστούν λοιπόν τώρα το Παπαδαριό, οι Βυζαντινόπληκτοι, οι κάθε λογής και απόχρωσης Βυζαντινολιγούρηδες και οι Ψαλτάδες το μερίδιο της ευθύνης τους απέναντι στην διαπίστωση του Λεωτσάκου: επιμένουν στην Ιουδαιοχριστιανική τους νοοτροπία και συμπεριφορά διότι φοβούνται την νεκρανάσταση του Ελληνισμού, από τον τάφο που αιώνες τώρα του σκάβουν; Να αναλογιστούν αν ανήκουν στη κατηγορία αυτών των ανθρώπων που περιγράφει ο Κέλσος: «Ετούτοι, όμως, επινοώντας κάθε λογής φόβητρα προσελκύουν κόσμο στις γραμμές τους. Και κάθε έξυπνο άνθρωπο απομακρύνουν από τη διδασκαλία της πίστης τους, ενώ καλοδέχονται τους ανόητους και τους δουλοπρεπείς».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου