ΠΛ Πολ 346e–348b
Κίνητρα των άξιων αρχόντων – Συμφωνία με τον Γλαύκωνα για χρήση της διαλεκτικής μεθόδου
Στη συζήτηση για τη φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας, μετά τον Πολέμαρχο τον λόγο πήρε ο σοφιστής Θρασύμαχος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου. Επέμεινε ότι ο δίκαιος βγαίνει πάντοτε χαμένος και θεώρησε αφελή τον Σωκράτη που πίστευε ότι οι άρχοντες κυβερνούν για χάρη των υπηκόων τους και όχι για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Ο Σωκράτης, που δεν πείστηκε από την επιχειρηματολογία του, αναφέρθηκε στις "τέχνες" και υποστήριξε ότι η καθεμιά από αυτές προσφέρει στους ανθρώπους διαφορετικά οφέλη, που είναι εντελώς ανεξάρτητα και διάφορα ως προς τη φύση τους από τις ωφέλειες που απολαμβάνουν όσοι τις ασκούν, δηλαδή τα χρήματα της αμοιβής τους.
Οὐκοῦν, ὦ Θρασύμαχε, τοῦτο ἤδη δῆλον, ὅτι οὐδεμία
τέχνη οὐδὲ ἀρχὴ τὸ αὑτῇ ὠφέλιμον παρασκευάζει, ἀλλ’,
ὅπερ πάλαι ἐλέγομεν, τὸ τῷ ἀρχομένῳ καὶ παρασκευάζει
καὶ ἐπιτάττει, τὸ ἐκείνου συμφέρον ἥττονος ὄντος σκο-
ποῦσα, ἀλλ’ οὐ τὸ τοῦ κρείττονος. διὰ δὴ ταῦτα ἔγωγε, ὦ
φίλε Θρασύμαχε, καὶ ἄρτι ἔλεγον μηδένα ἐθέλειν ἑκόντα
ἄρχειν καὶ τὰ ἀλλότρια κακὰ μεταχειρίζεσθαι ἀνορθοῦντα,
[347a] ἀλλὰ μισθὸν αἰτεῖν, ὅτι ὁ μέλλων καλῶς τῇ τέχνῃ πρά-
ξειν οὐδέποτε αὑτῷ τὸ βέλτιστον πράττει οὐδ’ ἐπιτάττει
κατὰ τὴν τέχνην ἐπιτάττων, ἀλλὰ τῷ ἀρχομένῳ· ὧν δὴ
ἕνεκα, ὡς ἔοικε, μισθὸν δεῖν ὑπάρχειν τοῖς μέλλουσιν
ἐθελήσειν ἄρχειν, ἢ ἀργύριον ἢ τιμήν, ἢ ζημίαν ἐὰν μὴ
ἄρχῃ.
Πῶς τοῦτο λέγεις, ὦ Σώκρατες; ἔφη ὁ Γλαύκων· τοὺς
μὲν γὰρ δύο μισθοὺς γιγνώσκω, τὴν δὲ ζημίαν ἥντινα λέγεις
καὶ ὡς ἐν μισθοῦ μέρει εἴρηκας, οὐ συνῆκα.
Τὸν τῶν βελτίστων ἄρα μισθόν, ἔφην, οὐ συνιεῖς, δι’ ὃν
[347b] ἄρχουσιν οἱ ἐπιεικέστατοι, ὅταν ἐθέλωσιν ἄρχειν. ἢ οὐκ
οἶσθα ὅτι τὸ φιλότιμόν τε καὶ φιλάργυρον εἶναι ὄνειδος
λέγεταί τε καὶ ἔστιν;
Ἔγωγε, ἔφη.
Διὰ ταῦτα τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἐθέ-
λουσιν ἄρχειν οἱ ἀγαθοὶ οὔτε τιμῆς· οὔτε γὰρ φανερῶς
πραττόμενοι τῆς ἀρχῆς ἕνεκα μισθὸν μισθωτοὶ βούλονται
κεκλῆσθαι, οὔτε λάθρᾳ αὐτοὶ ἐκ τῆς ἀρχῆς λαμβάνοντες
κλέπται. οὐδ’ αὖ τιμῆς ἕνεκα· οὐ γάρ εἰσι φιλότιμοι. δεῖ δὴ
[347c] αὐτοῖς ἀνάγκην προσεῖναι καὶ ζημίαν, εἰ μέλλουσιν ἐθέ-
λειν ἄρχειν ―ὅθεν κινδυνεύει τὸ ἑκόντα ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἰέναι
ἀλλὰ μὴ ἀνάγκην περιμένειν αἰσχρὸν νενομίσθαι― τῆς δὲ
ζημίας μεγίστη τὸ ὑπὸ πονηροτέρου ἄρχεσθαι, ἐὰν μὴ αὐτὸς
ἐθέλῃ ἄρχειν· ἣν δείσαντές μοι φαίνονται ἄρχειν, ὅταν
ἄρχωσιν, οἱ ἐπιεικεῖς, καὶ τότε ἔρχονται ἐπὶ τὸ ἄρχειν οὐχ
ὡς ἐπ’ ἀγαθόν τι ἰόντες οὐδ’ ὡς εὐπαθήσοντες ἐν αὐτῷ, ἀλλ’
[347d] ὡς ἐπ’ ἀναγκαῖον καὶ οὐκ ἔχοντες ἑαυτῶν βελτίοσιν ἐπι-
τρέψαι οὐδὲ ὁμοίοις. ἐπεὶ κινδυνεύει πόλις ἀνδρῶν ἀγα-
θῶν εἰ γένοιτο, περιμάχητον ἂν εἶναι τὸ μὴ ἄρχειν ὥσπερ
νυνὶ τὸ ἄρχειν, καὶ ἐνταῦθ’ ἂν καταφανὲς γενέσθαι ὅτι τῷ
ὄντι ἀληθινὸς ἄρχων οὐ πέφυκε τὸ αὑτῷ συμφέρον σκοπεῖ-
σθαι ἀλλὰ τὸ τῷ ἀρχομένῳ· ὥστε πᾶς ἂν ὁ γιγνώσκων τὸ
ὠφελεῖσθαι μᾶλλον ἕλοιτο ὑπ’ ἄλλου ἢ ἄλλον ὠφελῶν
πράγματα ἔχειν. τοῦτο μὲν οὖν ἔγωγε οὐδαμῇ συγχωρῶ
[347e] Θρασυμάχῳ, ὡς τὸ δίκαιόν ἐστιν τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον.
ἀλλὰ τοῦτο μὲν δὴ καὶ εἰς αὖθις σκεψόμεθα· πολὺ δέ μοι
δοκεῖ μεῖζον εἶναι ὃ νῦν λέγει Θρασύμαχος, τὸν τοῦ ἀδίκου
βίον φάσκων εἶναι κρείττω ἢ τὸν τοῦ δικαίου. σὺ οὖν
ποτέρως, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, αἱρῇ; καὶ πότερον ἀλη-
θεστέρως δοκεῖ σοι λέγεσθαι;
Τὸν τοῦ δικαίου ἔγωγε λυσιτελέστερον βίον εἶναι.
[348a] Ἤκουσας, ἦν δ’ ἐγώ, ὅσα ἄρτι Θρασύμαχος ἀγαθὰ διῆλθεν
τῷ τοῦ ἀδίκου;
Ἤκουσα, ἔφη, ἀλλ’ οὐ πείθομαι.
Βούλει οὖν αὐτὸν πείθωμεν, ἂν δυνώμεθά πῃ ἐξευρεῖν, ὡς
οὐκ ἀληθῆ λέγει;
Πῶς γὰρ οὐ βούλομαι; ἦ δ’ ὅς.
Ἂν μὲν τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, ἀντικατατείναντες λέγωμεν
αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον, ὅσα αὖ ἀγαθὰ ἔχει τὸ δίκαιον
εἶναι, καὶ αὖθις οὗτος, καὶ ἄλλον ἡμεῖς, ἀριθμεῖν δεήσει
[348b] τἀγαθὰ καὶ μετρεῖν ὅσα ἑκάτεροι ἐν ἑκατέρῳ λέγομεν, καὶ
ἤδη δικαστῶν τινων τῶν διακρινούντων δεησόμεθα· ἂν δὲ
ὥσπερ ἄρτι ἀνομολογούμενοι πρὸς ἀλλήλους σκοπῶμεν, ἅμα
αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα.
***
Έγινε λοιπόν φανερό, Θρασύμαχε, πως καμιά τέχνη και καμιά εξουσία δεν αποβλέπει σε κείνο, που της είναι ωφέλιμο της ιδίας, αλλά, καθώς ελέγαμε εξ αρχής, εκείνου που έχει στη δικαιοδοσία της, και του το επιβάλλει, γιατί το θεωρεί συμφέρον αυτού, αν και είναι ασθενέστερος, και όχι ότι αποβλέπει στο συμφέρον του ισχυρότερου. Γι' αυτό είναι λοιπόν που έλεγα και πριν, αγαπητέ Θρασύμαχε, πως κανείς δεν αναλαμβάνει μιαν αρχή με ευχαρίστησή του, ούτε παίρνει επάνω του ξένες έγνοιες στα καλά καθούμενα, αλλ' απαιτεί μισθό, επειδή ένας που πρόκειται να εξασκήση μια τέχνη καθώς πρέπει, δεν έχει να περιμένη τίποτα καλό για τον εαυτό του από κείνα που κάνει και προστάζει, αλλά όλα γίνονται για κείνον που έχει στην εξουσία του· γι' αυτό, καθώς φαίνεται, έγινε ανάγκη να οριστή αμοιβή για όσους θέλουν να αναλάβουν μιαν εξουσία, χρήματα και τιμές, ή ακόμα και τιμωρία για κείνους που αρνούνται να την αναλάβουν.
Πώς το εννοείς, Σωκράτη, αυτό; είπε ο Γλαύκων· γνωρίζω πραγματικώς αυτά τα δυο είδη τις αμοιβές που είπες· δεν εννοώ όμως και την τιμωρία, που λες σαν ένα τρίτο είδος αμοιβής.
Δε γνωρίζεις λοιπόν την αμοιβή των αρίστων, που τους κάνει και αποφασίζουν ν' αναλάβουν καμιάν αρχή, όταν την αναλαβαίνουν; ή δε γνωρίζεις πως το να αγαπά κανείς την αρχή, για τα κέρδη που μπορούν να βγουν απ' αυτή, θεωρείται και είναι τωόντι επονείδιστο πράγμα;
Το γνωρίζω, είπε.
Γι' αυτό λοιπόν και οι άριστοι δεν επιζητούν την τιμή της εξουσίας, ούτε τη θέλουν, για να ωφεληθούν χρήματα από αυτήν· γιατί δεν επιθυμούν ούτε φανερά να παίρνουν μισθό και να τους λένε μισθωτούς, ούτε κρυφά να σφετερίζωνται τα δημόσια και να λέγουνται κλέφτες· ούτε πάλι την επιζητούν για την τιμή, επειδή δεν είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν να υπάρχη καμιά επιτακτική ανάγκη, ή ο φόβος καμίας τιμωρίας, για να το αποφασίσουν να αναλάβουν εκουσίως μιαν αρχή· και γι' αυτό καταντά να θεωρήται επονείδιστο πράγμα το να αναδέχεται κανείς εκουσίως μιαν αρχή, χωρίς να του το επιβάλλη κάποια ανάγκη· και η μεγαλύτερη τιμωρία γι' αυτόν, όταν δεν θέλη να κυβέρνηση ο ίδιος, είναι να κυβερνάται από άλλους χειροτέρους του· και απ' αυτό το φόβο είναι που αναλαβαίνουν την αρχή οι άριστοι, όταν την αναλαβαίνουν, και όχι επειδή την επιζητούν σαν ένα πράγμα καλό για τον εαυτό τους, ούτε για να τα καλοπεράσουν από την εξουσία, άλλα επειδή από ανάγκη τη δέχονται, αφού δεν έχουν να την αναθέσουν σε άλλους καλυτέρους των και ομοίους των. Έτσι που, αν ήταν δυνατό να βρεθή μια πολιτεία όλο από τέλειους ανθρώπους, όλοι θα βάζαν τα δυνατά τους να 'μεναν έξω από την αρχή, όπως τώρα όλοι επιζητούν να είναι μέσα στα πράγματα· και τότε ήθελε αποδειχθή φως φανερό πως το φυσικό του πραγματικώς αληθινού άρχοντος είναι ν' αποβλέπη όχι στο συμφέρον το δικό του, αλλά των υπηκόων και κάθε άνθρωπος με γνώση θα προτιμούσε καλύτερα να ωφελήται ο ίδιος από έναν άλλον, παρά να κοπιάζη και να βασανίζεται για τους άλλους. Διόλου λοιπόν δεν συμφωνώ με τον Θρασύμαχο ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου· αλλ' αυτό θα το εξετάσωμε και άλλη φορά· πολύ όμως πιο σπουδαίο μου φαίνεται αυτό που λέγει τώρα ο Θρασύμαχος, ότι δηλαδή η ζωή του αδίκου είναι προτιμότερη από του δικαίου. Εσύ, Γλαύκων, ποιαν από τις δυο προτιμάς, και ποια σου φαίνεται η αλήθεια;
Το να είναι κανείς δίκαιος, μου φαίνεται πως είναι ωφελιμώτερο, αποκρίθηκε ο Γλαύκων.
Άκουσες όμως, πόσα αγαθά μας απαρίθμησε προλίγου ο Θρασύμαχος πως έχει ο άδικος;
Άκουσα, είπε, μα δε μένω σύμφωνος. Θέλεις λοιπόν να δοκιμάσωμε μήπως βρούμε κανένα τρόπο να τον πείσωμε πως δεν είναι αλήθεια αυτά που μας λέει;
Γιατί να μη θέλω;
Ναι, αν όμως στο λόγο που παρατέντωσε αυτός, αντιπαρατάξωμε και μεις κανένα άλλο όμοιο, για να απαριθμήσωμε τα καλά της δικαιοσύνης, και έπειτα άλλον αυτός, και μεις πάλι άλλον, θα γίνη ανάγκη να μετρήσωμε ένα προς ένα και να ζυγιάσωμε τα καλά και της δικαιοσύνης και της αδικίας και στο τέλος θα χρειαστούμε και δικαστάς, για να βγάλουν την απόφαση· ενώ αν, όπως το κάναμε ως τώρα, προχωρούμε στην εξέταση όσο συμφωνούμε σε κάτι ο ένας με τον άλλο, θα είμαστε δικασταί μαζί και δικηγόροι οι ίδιοι.
Έγινε λοιπόν φανερό, Θρασύμαχε, πως καμιά τέχνη και καμιά εξουσία δεν αποβλέπει σε κείνο, που της είναι ωφέλιμο της ιδίας, αλλά, καθώς ελέγαμε εξ αρχής, εκείνου που έχει στη δικαιοδοσία της, και του το επιβάλλει, γιατί το θεωρεί συμφέρον αυτού, αν και είναι ασθενέστερος, και όχι ότι αποβλέπει στο συμφέρον του ισχυρότερου. Γι' αυτό είναι λοιπόν που έλεγα και πριν, αγαπητέ Θρασύμαχε, πως κανείς δεν αναλαμβάνει μιαν αρχή με ευχαρίστησή του, ούτε παίρνει επάνω του ξένες έγνοιες στα καλά καθούμενα, αλλ' απαιτεί μισθό, επειδή ένας που πρόκειται να εξασκήση μια τέχνη καθώς πρέπει, δεν έχει να περιμένη τίποτα καλό για τον εαυτό του από κείνα που κάνει και προστάζει, αλλά όλα γίνονται για κείνον που έχει στην εξουσία του· γι' αυτό, καθώς φαίνεται, έγινε ανάγκη να οριστή αμοιβή για όσους θέλουν να αναλάβουν μιαν εξουσία, χρήματα και τιμές, ή ακόμα και τιμωρία για κείνους που αρνούνται να την αναλάβουν.
Πώς το εννοείς, Σωκράτη, αυτό; είπε ο Γλαύκων· γνωρίζω πραγματικώς αυτά τα δυο είδη τις αμοιβές που είπες· δεν εννοώ όμως και την τιμωρία, που λες σαν ένα τρίτο είδος αμοιβής.
Δε γνωρίζεις λοιπόν την αμοιβή των αρίστων, που τους κάνει και αποφασίζουν ν' αναλάβουν καμιάν αρχή, όταν την αναλαβαίνουν; ή δε γνωρίζεις πως το να αγαπά κανείς την αρχή, για τα κέρδη που μπορούν να βγουν απ' αυτή, θεωρείται και είναι τωόντι επονείδιστο πράγμα;
Το γνωρίζω, είπε.
Γι' αυτό λοιπόν και οι άριστοι δεν επιζητούν την τιμή της εξουσίας, ούτε τη θέλουν, για να ωφεληθούν χρήματα από αυτήν· γιατί δεν επιθυμούν ούτε φανερά να παίρνουν μισθό και να τους λένε μισθωτούς, ούτε κρυφά να σφετερίζωνται τα δημόσια και να λέγουνται κλέφτες· ούτε πάλι την επιζητούν για την τιμή, επειδή δεν είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν να υπάρχη καμιά επιτακτική ανάγκη, ή ο φόβος καμίας τιμωρίας, για να το αποφασίσουν να αναλάβουν εκουσίως μιαν αρχή· και γι' αυτό καταντά να θεωρήται επονείδιστο πράγμα το να αναδέχεται κανείς εκουσίως μιαν αρχή, χωρίς να του το επιβάλλη κάποια ανάγκη· και η μεγαλύτερη τιμωρία γι' αυτόν, όταν δεν θέλη να κυβέρνηση ο ίδιος, είναι να κυβερνάται από άλλους χειροτέρους του· και απ' αυτό το φόβο είναι που αναλαβαίνουν την αρχή οι άριστοι, όταν την αναλαβαίνουν, και όχι επειδή την επιζητούν σαν ένα πράγμα καλό για τον εαυτό τους, ούτε για να τα καλοπεράσουν από την εξουσία, άλλα επειδή από ανάγκη τη δέχονται, αφού δεν έχουν να την αναθέσουν σε άλλους καλυτέρους των και ομοίους των. Έτσι που, αν ήταν δυνατό να βρεθή μια πολιτεία όλο από τέλειους ανθρώπους, όλοι θα βάζαν τα δυνατά τους να 'μεναν έξω από την αρχή, όπως τώρα όλοι επιζητούν να είναι μέσα στα πράγματα· και τότε ήθελε αποδειχθή φως φανερό πως το φυσικό του πραγματικώς αληθινού άρχοντος είναι ν' αποβλέπη όχι στο συμφέρον το δικό του, αλλά των υπηκόων και κάθε άνθρωπος με γνώση θα προτιμούσε καλύτερα να ωφελήται ο ίδιος από έναν άλλον, παρά να κοπιάζη και να βασανίζεται για τους άλλους. Διόλου λοιπόν δεν συμφωνώ με τον Θρασύμαχο ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου· αλλ' αυτό θα το εξετάσωμε και άλλη φορά· πολύ όμως πιο σπουδαίο μου φαίνεται αυτό που λέγει τώρα ο Θρασύμαχος, ότι δηλαδή η ζωή του αδίκου είναι προτιμότερη από του δικαίου. Εσύ, Γλαύκων, ποιαν από τις δυο προτιμάς, και ποια σου φαίνεται η αλήθεια;
Το να είναι κανείς δίκαιος, μου φαίνεται πως είναι ωφελιμώτερο, αποκρίθηκε ο Γλαύκων.
Άκουσες όμως, πόσα αγαθά μας απαρίθμησε προλίγου ο Θρασύμαχος πως έχει ο άδικος;
Άκουσα, είπε, μα δε μένω σύμφωνος. Θέλεις λοιπόν να δοκιμάσωμε μήπως βρούμε κανένα τρόπο να τον πείσωμε πως δεν είναι αλήθεια αυτά που μας λέει;
Γιατί να μη θέλω;
Ναι, αν όμως στο λόγο που παρατέντωσε αυτός, αντιπαρατάξωμε και μεις κανένα άλλο όμοιο, για να απαριθμήσωμε τα καλά της δικαιοσύνης, και έπειτα άλλον αυτός, και μεις πάλι άλλον, θα γίνη ανάγκη να μετρήσωμε ένα προς ένα και να ζυγιάσωμε τα καλά και της δικαιοσύνης και της αδικίας και στο τέλος θα χρειαστούμε και δικαστάς, για να βγάλουν την απόφαση· ενώ αν, όπως το κάναμε ως τώρα, προχωρούμε στην εξέταση όσο συμφωνούμε σε κάτι ο ένας με τον άλλο, θα είμαστε δικασταί μαζί και δικηγόροι οι ίδιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου