Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Σύγκριση πηγών ως προς την αξιοπιστία τους, για τον Απολλώνιο Τυανέα και τον Ιησού

Η Ιουλία Δόμνα, γνωστή για την επίδοσή της στην μελέτη της φιλοσοφίας, προστάτιδα των τεχνών, και φίλη των πνευματικών ανθρώπων κατά τον ιστορικό Εδουάρδο Γίββωνα, ανέθεσε στον Φιλόστρατο τον δεύτερο, την σύνταξη του βίου του Απολλωνίου του Τυανέως. Αυτό τοποθετείται πριν το 217 κ. ε. Δηλαδή, πριν το θάνατο της Δόμνας. Ο δε βίος του Απολλωνίου, σύμφωνα με τα εσωτερικά στοιχεία του βίου και των επιστολών του, τοποθετείται στον πρώτο αιώνα κ.ε.

Αυτό που θα μας απασχολήσει είναι η αξιοπιστία των πηγών που έχουμε σε σύγκριση με τις αντίστοιχες για τον Ιησού. Δεν θα αναφερθώ στο ίδιο το περιεχόμενο των ευαγγελίων, ούτε στις αντιφάσεις τους. Αυτό έχει ήδη καταδειχθεί στον παρόντα ιστότοπο μέσα από πληθώρα άρθρων σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, και τα στοιχεία είναι ήδη γνωστά στους τακτικούς αναγνώστες. Άλλωστε, θα μπορούσε ο καθένας -αφιερώνοντας χρόνο- να διαπιστώσει μετά από προσωπική του μελέτη τις αντιφάσεις που υπάρχουν στις τέσσερις επίσημες διηγήσεις περί του βίου του Ιησού. Χωρίζοντας κανείς σε θεματικές ενότητες τον βίο του Ιησού, μπορεί στη συνέχεια να συγκρίνει εκ παραλλήλου τα γραφόμενα στα τέσσερα ευαγγέλια.

Και για να ακριβολογούμε, τους βίους του Ιησού, διότι αν μελετηθεί κάθε ευαγγέλιο παράλληλα με το άλλο, μας δίνει αντιφατικές εκδοχές των γεγονότων. Ο Νίτσε στο έργο του «Αντιχριστιανός» (και όχι «Αντίχριστος» όπως αποδίδεται), παρατηρεί: «Ομολογώ πως λίγα βιβλία διαβάζω με τόση δυσκολία όσο τα Ευαγγέλια» (παρ. 28). Και αλλού, «Δεν μπορεί να διαβάσει κανείς αυτά τα Ευαγγέλια παίρνοντας επαρκείς προφυλάξεις· κάτω από κάθε λέξη υπάρχει μια δυσκολία. Ομολογώ – και μη με παρεξηγήσετε γι’ αυτό- ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα Ευαγγέλια είναι μια απόλαυση πρώτου μεγέθους για έναν ψυχολόγο» (παρ. 44).

Ο Φιλόστρατος είναι γνωστός και έγκυρος φιλόσοφος και λόγιος της εποχής, έχοντας στο ενεργητικό του και άλλα αξιόλογα έργα, όπως το «Βίοι φιλοσόφων». Η γέννησή του τοποθετείται μεταξύ του 160- 170 κ.ε. στην Λήμνο, και η δράση του στην Αθήνα και έπειτα στην Ρώμη, επί αυτοκράτορος Σεπτίμου Σεβήρου, κατά τα έτη 222-235 κ.ε. Αντιθέτως, δεν ξέρουμε τίποτα για τους συγγραφείς των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων. Οι τίτλοι «κατά Μάρκον», «κατά Ματθαίον», «κατά Λουκάν», «κατά Ιωάννην», δόθηκαν μεταγενέστερα από τους αντιγραφείς. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Π. Τρεμπέλα, «Η επιγραφή κατά Ματθαίον ευαγγέλιον είναι μεν παλαιοτάτη, φαίνεται όμως επιτεθείσα υπό των αντιγραφέων και ίσως ουχί υπό του πρώτου εκ τούτων» (Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον, σ. 7). Η πρώτη σαφής καταγεγραμμένη απόδοση των ευαγγελίων στους συγκεκριμένους ευαγγελιστές, γίνεται από τον Ειρηναίο της Λυών το 185 κ. ε στο «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως». Υπάρχουν βέβαια στοιχεία μέσα από τα ίδια τα ευαγγέλια που προδίδουν ότι αυτά δεν γράφτηκαν από αυτόπτες. Αν όμως είναι έτσι, τότε ποιες είναι οι πηγές τους; Οι Γραφές σιωπούν. Σύμφωνα με τους ειδικούς, πρέπει να υπήρχε κάποια πηγή (που την έχουν ονομάσει «Q» και σήμερα είναι χαμένη), από την οποία άντλησε ο συγγραφέας που έγραψε το πρώτο χρονικά ευαγγέλιο, το «κατά Μάρκον». Να σημειωθεί ότι αυτό τοποθετείται περίπου 30 χρόνια μετά τα υποτιθέμενα συμβάντα, κατά συντηρητική χρονολόγηση.

Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι το επόμενο ευαγγέλιο (το «κατά Ματθαίον»), είναι μια βελτιωμένη εκδοχή του προηγουμένου. Για παράδειγμα, αναφέρεται στο «κατά Μάρκον»: «Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν οὐδὲ οἱ ἄγγελοι οἱ ἐν οὐρανῷ οὐδὲ ὁ υἱός εἰ μὴ ὁ πατήρ» (13.32). Την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας την ξέρει μόνο ο Πατήρ. Αυτό όμως είναι προβληματικό όσον αφορά την σχέση μεταξύ Υιού και Πατρός. Για αυτό, ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον», το τροποποιεί: «Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν εἰ μὴ ὁ πατὴρ μου μόνος» (24.36). Το «οὐδὲ ὁ υἱός» έχει απαλειφτεί. Αν διαβάσουμε το αντίστοιχο εσχατολογικό κεφάλαιο από το «κατά Λουκάν», θα διαπιστώσουμε ότι λείπει κάθε επίμαχη αναφορά.

Αλλά και το «κατά Λουκάν» διορθώνει το «κατά Ματθαίον» και το «Κατά Μάρκον». Όταν ανακρίνεται ο Ιησούς, απαντάει στον αρχιερέα: «πλὴν λέγω ὑμῖν ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (26.64). Έρχεται όμως το «κατά Λουκάν» (που γράφεται αργότερα) να πει: «ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ» (22.69). Το «καὶ ἐρχόμενον» απαλείφθηκε για ευνόητους λόγους. Έχουμε μαρτυρία από πρωτοχριστιανικά κείμενα ότι ορισμένοι χριστιανοί έκαναν παράπονα για την μη επικείμενη έλευση του Ιησού κατά την εποχή εκείνη, όπως διακήρυσσαν τα συνοπτικά ευαγγέλια. «καὶ λέγοντες, Ποῦ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τῆς παρουσίας αὐτοῦ» (Β΄ Πέτρου, 3.4). Στο τέταρτο κανονικό και ακόμα μεταγενέστερο ευαγγέλιο, το «κατά Ιωάννην», που έχει τελείως διαφορετική θεολογία (τότε για πρώτη φορά συνδέεται ο Ιησούς με τον Λόγο που έγινε σάρξ, η ημέρα της ελεύσεως του Ιησού μετατίθεται στο εντελώς αόριστο «εν τη Εσχάτη ημέρα»).

Ο δεύτερος συγγραφέας, επειδή θέλει να συνδέσει περισσότερο το πρόσωπο του Ιησού με την Παλαιά Διαθήκη, προσθέτει μια γενεαλογία (αντιφατική), και παραθέτει προφητείες των Ιουδαίων που τάχα εκπλήρωσε ο Ιησούς (που όπως έχω αποδείξει, είναι παραποιημένες). Αυτό το κάνει διότι απευθύνεται σε χριστιανικές κοινότητες που προήλθαν από τον Ιουδαϊσμό. Ο επόμενος που γράφει το «Κατά Λουκάν», παραλείπει τις υπερβολές του προηγούμενου (για παράδειγμα, δεν αναφέρει ούτε τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, ούτε την ανάσταση των πεθαμένων αγίων που περίμεναν έξω από την Ιερουσαλήμ μέχρι την ανάσταση του Ιησού). Αλλάζει όμως και χωρία τα οποία θεωρεί επικίνδυνα, όπως είδαμε. Ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον», δεν θα μπορούσε να είναι ο αυτόπτης Ματθαίος, καθώς η κλήση του Ματθαίου στο «κατά Ματθαίον» περιγράφεται στο τρίτο ενικό πρόσωπο. Ο συγγραφέας του τελευταίου χρονικά κανονικού ευαγγελίου, δεν μπορεί να είναι ο αυτόπτης Ιωάννης, διότι στο βιβλίο των Πράξεων μαθαίνουμε ότι ήταν «αγράμματος», ενώ το συγκεκριμένο ευαγγέλιο κρίνεται ως το πιο θεολογικό από τα ευαγγέλια. Εκτός αυτού, απουσιάζει το περιστατικό της μεταμόρφωσης του «Σωτήρος», κάτι που θα το γνώριζε καλύτερα από τους άλλους ευαγγελιστές, εφόσον ήταν ο μόνος από αυτούς που ήταν παρών. Και ερχόμαστε τώρα στο εξής παράλογο: Πως είναι δυνατόν ο αυτόπτης του Ιησού «Ματθαίος» να εξαρτά την διήγησή του από τον μη αυτόπτη «Μάρκο», και ο «Λουκάς» που υποστηρίζει ότι έμαθε από τους αυτόπτες, να παραγκωνίζει σε σημεία τον «αυτόπτη» «Ματθαίο», είτε παραθέτοντας διαφορετική γενεαλογική γραμμή για τον Ιησού, είτε γράφοντας περισσότερες λεπτομέρειες για την γέννηση του Ιησού, αλλά παραθέτοντας στην ουσία μια διαφορετική ιστορία; Αυτά εξηγούνται μόνο με την θέση ότι από τους συγγράψαντες τα ευαγγέλια, δεν ήσαν κανείς τους αυτόπτης. Και για να το εκφράσω καλύτερα, οι ευαγγελιστές δεν εξιστορούν τα περί του Ιησού αλλά τα επινοούν, όπως έγραψε και ο φιλόσοφος Πορφύριος. Έχουμε να κάνουμε με ανακάτεμα άγνωστων πηγών, και εν συνεχεία τροποποίηση αυτών. Αυτό το τελευταίο το αναφέρει και ο Ωριγένης στα σχόλια του στο «κατά Ματθαίον». Επειδή το θεωρώ σημαντικότατη απόδειξη ότι τα ευαγγέλια πλαστογραφούνταν ήδη από την πρώιμη εκείνη εποχή (κάτι που επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του Κέλσου), το παραθέτω. Το υπόμνημα του Ωριγένους «Σχόλια εις το κατά Ματθαίον», βρίσκεται στον τόμο 11 της Ελληνικής Πατρολογίας (P. G), σελίδα 57.

«Και ει μεν μη και περί άλλων πολλών διαφωνία ην προς άλληλα των αντιγραφέων, ώστε πάντα τα κατά Ματθαίον μη συνάδειν αλλήλοις, ομοίως δε και τα λοιπά Ευαγγέλια. Νυνί δε δηλονότι πολλή γέγονεν η των αντιγραφέων, είτε από τόλμης τινών μοχθηρίας της διορθώσεως των γραφομένων, είτε και από των τα εαυτοίς δοκούντα εν τη διορθώσει προστιθέντων ή αφαιρούντων».

Αυτό που μας λέει ο Ωριγένης, είναι ότι διαπίστωσε διαφωνία μεταξύ των χειρογράφων των ευαγγελίων. Αυτή την ασυμφωνία την αποδίδει είτε στην τολμηρή μοχθηρία κάποιων να διορθώσουν τα γραφόμενα, είτε να τα διορθώσουν σύμφωνα με όσα εκείνοι θεωρούσαν ορθά προσθέτοντας ή αφαιρώντας.

Άλλη μια διαφορά, είναι ότι ενώ για τον Απολλώνιο γράφεται ένα έργο, για τον Ιησού γράφονται πολλά, εκ των οποίων μόνο τέσσερα θα χαρακτηριστούν πολύ αργότερα ως «κανονικά» ευαγγέλια. Ευαγγέλια δηλαδή, που θα μπουν επίσημα στον κανόνα των Γραφών. Μια διαδικασία που ολοκληρώθηκε τον 6ο αιώνα, στην λεγόμενη Πενθέκτη Οικουμενική. Γιατί όμως πολλά και όχι ένα; Για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι απευθύνονταν σε διαφορετικές κοινότητες ή και μεμονωμένα πρόσωπα. Δεύτερον, διότι όταν γράφονταν, δεν γράφονταν με την προοπτική ότι κάποτε αυτά θα έμπαιναν σε έναν επίσημο κανόνα και θα διαβάζονταν από μια ενιαία κοινότητα που σήμερα καλούμε «Εκκλησία». Έτσι εξηγούνται οι διαφορές (και) ως προς το θεολογικό μέρος (εφόσον ο χριστιανισμός εν τη γενέσει του αποτελούνταν από διαφορετικά ρεύματα, όπως μαρτυρεί ο φιλόσοφος Κέλσος στον «Αληθή λόγο»). Η ύπαρξη διαφορετικών ευαγγελίων, δεν αποδεικνύεται μόνο από την ίδια την ανεύρεσή τους στο Νάγκ Χαμαντί και στο Κουμράν, αλλά και από όσα αναφέρουν οι χριστιανοί συγγραφείς. Ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου, γράφει στο προοίμιο του βιβλίου: «Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου ἔδοξεν κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν» (1:1-4).

Το συγκεκριμένο ευαγγέλιο είναι το τρίτο κατά χρονική σειρά. Έχουν ήδη προηγηθεί το «Κατά Μάρκον» και «Κατά Ματθαίον». Το «πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν» δεν συνάδει με το γεγονός της συγγραφής μόνο των δύο προαναφερθέντων ευαγγελίων. Ο Ωριγένης αργότερα θα παραδεχτεί την ύπαρξη περισσοτέρων ευαγγελίων, αλλά θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί την άποψη ότι τα «γνήσια» ευαγγέλια είναι τέσσερα. «Επειδή υπέρογκον ην το επιχείρημα άνθρωπον όντα Θεού διδασκαλίαν και ρήματα συγγραφείν, εικότως απολογείται εν τω προοιμίω. Ώσπερ δε ουν τω παλαιώ λαώ πολλοί προφητείαν επηγγέλλοντο, αλλά τούτων μεν τινές ήσαν ψευδοπροφήται, τινές δε αληθώς προφήται. Και ην τω λαώ χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων· ούτω και νυν εν τη Καινή Διαθήκη τα Ευαγγέλια πολλοί εθέλησαν γράψαι, αλλά οι δόκιμοι τραπεζίται ου πάντα ανέκριναν, αλλά τα τέσσερα μόνον επελέξαντο. Τάχα ουν το επεχείρησαν, λεληθυίαν έχει κατηγορίαν των προπετώς και χωρίς χαρίσματος ελθόντων επί την αναγραφήν των Ευαγγελίων» (P. G 11, σ. 1801).

Βέβαια, αν ξαναδιαβάσουμε το προοίμιο του «Κατά Λουκάν», ο συγγραφέας δεν αναφέρεται επικριτικά σε αυτά. Αντιθέτως, εφόσον κάποιοι επιχείρησαν να γράψουν, από αυτό έλαβε αφορμή και ο συγγραφέας για να γράψει το ευαγγέλιό του. Όταν γράφει ο Ωριγένης ότι στην εποχή του τέσσερα ευαγγέλια μόνο έχουν επιλέξει οι «δόκιμοι τραπεζίτες» (δηλαδή, οι επίσκοποι), δεν είναι απολύτως ειλικρινής, καθώς ήταν σε ευρύτατη χρήση το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου», που γράφτηκε δεύτερο με τρίτο αιώνα (εποχή Ωριγένους), για να υπερασπίσει το «αειπάρθενο» της Μαρίας. Αλλά και για τα τέσσερα ευαγγέλια, πάλι ο ίδιος ο Ωριγένης σε ανύποπτο χρόνο αναφέρει ότι τα χειρόγραφα είναι μεταξύ τους διαφορετικά λόγω νοθείας, κάτι που είδαμε πριν από λίγο! Πού οφείλεται αυτό; Στους «δόκιμους τραπεζίτες»! Τέτοια προβλήματα δεν έχουμε με το σύγγραμμα του βίου του Απολλωνίου, διότι δεν υπήρχε λόγος για τέτοιου είδους αλχημειών.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο Φιλόστρατος είναι ξεκάθαρος ως προς τις πηγές που χρησιμοποιεί. «Μερικά από τα στοιχεία μου συγκεντρώθηκαν από τις πόλεις που τον αγάπησαν, άλλα από ιερά στα οποία επανέφερε τους παραμελημένους πια θεσμούς, άλλα απ’ όσα είπαν άλλοι γι’ αυτόν και μερικά από επιστολές που εκείνος έστειλε σε βασιλείς, σοφιστές, φιλοσόφους, στους Ηλείους, στους Δελφούς, στους Ινδούς, στους Αιγυπτίους, σχετικές με τους θεούς, τους θεσμούς, τα ήθη και τους νόμους, όπου διόρθωνε οτιδήποτε εσφαλμένο» (Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον Α΄ΙΙ).

Ο ίδιος ο Φιλόστρατος φρόντισε να συγκεντρώσει τα στοιχεία του για να ανασυνθέσει τον βίο του Απολλωνίου. Στην συνέχεια μας αποκαλύπτει και άλλες πηγές. Είναι τα όσα κατέγραψε υπό μορφήν ημερολογίου ο ακόλουθος του Απολλωνίου, ο Δάμις. Επίσης, όσα έγραψε ο ίδιος ο Απολλώνιος, όσα έγραψε ο Μάξιμος ο Αιγιεύς (και που αναφέρονται στα πρώιμα χρόνια του Απολλωνίου, πριν τη γνωριμία του με τον Δάμι).

«Υπήρξε ένας άνδρας, ο Δάμις, που δεν ήταν άσοφος και κατοικούσε κάποτε στην αρχαία Νίνο. Αυτός υπήρξε μαθητής του Απολλωνίου και έγραψε σχετικά με τις περιοδείες του, στις οποίες λέει πως τον συνόδευσε κι ο ίδιος, και επίσης σχετικά με τις γνώμες, τις ομιλίες και τις προβλέψεις του. Κάποιος συγγενής του Δάμιδος, αυτά τα βιβλία του, που ήταν ακόμη άγνωστα, έκανε γνωστά στην βασίλισσα Ιουλία. Σε εκείνης τον κύκλο έτυχε να ανήκω- επαινούσε και ασπαζόταν όλους τους ρητορικούς λόγους- και γι’ αυτό με διέταξε να αντιγράψω αυτές τις διατριβές και να δώσω λογοτεχνικό ύφος, γιατί ο καταγόμενος από τη Νίνο τις έγραψε με σαφήνεια, αλλά χωρίς δεξιοτεχνία. Βρήκα κατά τύχη και κάποιο βιβλίο του Μάξιμου του Αιγιέως, που περιελάμβανε όσα έκανε ο Απολλώνιος στις Αιγές, και επίσης τη διαθήκη του Απολλωνίου, απ’ όπου μπορούμε να διαπιστώσουμε πως είχε κάτι το θεϊκό που τον ώθησε στη φιλοσοφία. Δεν πρέπει να δίνουμε μεγάλη προσοχή στα τέσσερα βιβλία που έγραψε ο Μοιραγένης για τον Απολλώνιο γιατί αγνοούσε πολλά σχετικά με αυτόν. Έχω πει λοιπόν πως συγκέντρωσα τα διάσπαρτα τούτα στοιχεία και φρόντισα για τη σύνθεσή τους» (ο.π. ΙΙΙ).

Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο Φιλόστρατος μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε, μας δείχνει τις πηγές που χρησιμοποίησε, και μας δίνει το χρονικό πλαίσιο. Να σημειώσουμε ότι μέσα στα έργα που μας άφησε ο ίδιος ο Απολλώνιος, πέρα από τις επιστολές και τη διαθήκη, μας άφησε την απολογία που συνέταξε για να εκφωνήσει ενώπιον του Δομετιανού (81- 96 κ.ε.) την οποία τελικά δεν χρειάστηκε να εκφωνήσει (την διασώζει ο Φιλόστρατος στο βιβλίο Θ΄VII).

Άλλο ένα αξιοπρόσεκτο σημείο του έργου που δείχνει την διαύγεια των διηγήσεων, είναι ότι ο Φιλόστρατος παραθέτει μια περίπτωση κατά την οποία ο Δάμις αναφέρει στις σημειώσεις του ότι έλειπε κατά τη συνάντηση του Ινδού βασιλιά με τον σοφό Ιάρχα και τον Απολλώνιο. Όσα κατέγραψε, τα κατέγραψε εκ των υστέρων από όσα άκουσε από τον Απολλώνιο (ο.π. Γ΄, XXVII).

Σε άλλη περίπτωση, υπάρχει ρητή αναφορά του Δάμιδος στις σημειώσιες του, ότι υπήρξαν απόρρητες συζητήσεις μεταξύ Απολλωνίου και Ιάρχα, οι οποίες δεν καταγράφηκαν. Με βάση αυτές, ο Απολλώνιος αργότερα θα γράψει τέσσερα βιβλία περί «αστρομαντείας» (ο.π. Γ΄, XLI). Τα βιβλία αυτά δεν σώζονται σήμερα. Όμως αναφέρονται από τον Μοιραγένη, ο οποίος έγραψε ενάντια στον Απολλώνιο. Όμως, ούτε τα γραπτά του Μοιραγένη σώζονται. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από τον Ωριγένη στο «Κατά Κέλσου». Εκεί αναφέρεται: τα επικαιρότερα χρη λέγειν προς το Κέλσου σύγγραμμα, περί μαγείας φαμέν, ότι ο βουλόμενος εξετάσαι, πότερον πότε και φιλόσοφοι αλωτοί εισίν αυτή ή μη, αναγνώτω τα γεγραμμένα Μοιραγένει των Απολλωνίου του Τυανέως μάγου και φιλοσόφου απομνημονευμάτων» (P. G 11, 1357-1360). Οι κατηγορίες αυτές αναιρούνται βέβαια στον ίδιο τον βίο του Απολλωνίου. Τέλος, υπάρχει αναφορά για συζητήσεις των οποίων το περιεχόμενο αγνοεί ο Δάμης, και έτσι δεν καταγράφτηκαν ποτέ (ο.π. Ε΄, X).

Αντιθέτως, στα ευαγγέλια καταγράφονται πράγματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να καταγράφονταν. Για παράδειγμα, ο διάλογος που διαμείφθηκε μεταξύ Ιούδα και ιερέων, όταν μεταμελήθηκε ο πρώτος μετά την καταδίκη του Ιησού, χωρίς να είναι μπροστά κανένας ευαγγελιστής (ο Ιούδας αμέσως μετά αυτοκτόνησε), ο διάλογος με την Σαμαρείτιδα ή τον Νικόδημο όπου καταγράφονται όλα αυτολεξεί αν και δεν ήταν μπροστά κανένας άλλος, τα λόγια της προσευχής του Ιησού στον κήπο της Γεσθημανής (αν και ήταν μόνος του), ή ο διάλογος του Ιησού με τον σατανά στην έρημο! Κάποιος ίσως να ισχυριστεί ότι αυτά έγιναν γνωστά μετά, από τον ίδιο τον Ιησού. Κάτι τέτοιο είναι αυθαίρετο και δεν μπορεί να στηριχτεί σε κανένα χωρίο.

Διασώζονται ενενήντα επτά επιστολές του Απολλωνίου. Οι αριθμούμενες από την εβδομηκοστή ένατη μέχρι και την ενενηκοστή έβδομη, διασώζονται από τον ανθολόγο και λόγιο Ιωάννη Στοβαίο (5ος αι.). Από αυτές, άλλες γράφονται και στέλνονται από τον ίδιο τον Απολλώνιο είτε σε συγκεκριμένο παραλήπτη είτε είναι γενικές προς μια ομάδα προσώπων. Άλλες είναι μεταξύ ετέρων προσώπων που αναφέρονται στον Απολλώνιο, όπως για παράδειγμα η επιστολή του Κλαυδίου (41- 54 κε) προς τη Βουλή των Τυανέων. Άλλες είναι προς τον Απολλώνιο (όπως η επιστολή των Λακεδαιμονίων προς αυτόν), και τέλος υπάρχει η επιστολή υπ’ αριθμόν πενήντα εννέα που είναι άσχετη με τον Απολλώνιο (είναι μεταξύ δύο βασιλέων, της Βαβυλώνας και των Ινδών). Αυτή παρεισέφρησε από λάθος των αντιγραφέων στην χειρόγραφη παράδοση. Τέλος, ότι ο Φιλόστρατος περιλαμβάνει μέσα στην βιογραφία του Απολλωνίου, μια επιστολή του αυτοκράτορα Βεσπασιανού (69- 79 κε) προς τον πρώτο.

Σε αντίθεση με αυτά, ο Ιησούς όχι μόνο δεν γράφει τίποτα, αλλά ο Ευσέβιος επιχείρησε να αποδώσει στον Ιησού την υποτιθέμενη αλληλογραφία του με τον Άβγαρο. Αυτή η άγνωστη ως τότε αλληλογραφία, παρουσιάζεται για πρώτη φορά από τον Ευσέβιο Καισαρείας στην «Εκκλησιαστική Ιστορία». Κανείς όμως δεν καταφέρθηκε φανερά, λόγω του ότι ο Ευσέβιος όσο αδύνατος ήταν στα θεολογικά ζητήματα, τόσο δυνατός ήταν όσον αφορά τις γνωριμίες του με τους ισχυρούς (ήταν κόλακας του Κωνσταντίνου και του βασιλικού περιβάλλοντος). Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι ο Ευσέβιος καθιέρωσε και θεμελίωσε τον λεγόμενο καισαροπαπισμό, την εξάρτηση δηλαδή της Εκκλησίας από την πολιτεία. Έτσι, στο έργο του «παντρεύει» αυτές τις δύο εξουσίες. Η επίγεια εξουσία που αντιπροσωπεύεται από τον αυτοκράτορα, είναι αντανάκλαση της ουράνιας. Η δε αυτοκρατορία, αντανάκλαση της βασιλείας «των ουρανών». Αυτό που έκαναν οι λοιποί εκκλησιαστικοί, είναι ότι με τη σιγή τους, κατέδειξαν την πλαστογραφία. Κανείς τους δεν αναφέρθηκε σε αυτήν. Κανείς δεν την υπομνημάτισε. Και τελικά, δεν αναφέρεται από κανέναν κανόνα ως μέρος των Γραφών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α'

Ερευνώντας στο διαδίκτυο σχετικά με την προσωπικότητα του Απολλωνίου Τυανέα, βρήκα ένα άρθρο του κου Δ. Τσινικόπουλου, στο οποίο επιχειρείται σύγκριση ανάμεσα στον Απολλώνιο και τον Ιησού. Αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον και θέλησα να διαβάσω για να εξακριβώσω ποια είναι η επιχειρηματολογία υπέρ του Ιησού και ποια κατά του Απολλωνίου. Διαπίστωσα όμως ότι ο αρθρογράφος στηρίζεται σε ανακρίβειες και λάθη, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε λανθασμένα και άδικα συμπεράσματα, κατά τη γνώμη μου. Αρχικά, σκόπευα να συντάξω ένα μόνο απαντητικό άρθρο, σχολιάζοντας τα βασικότερα σημεία. Επειδή όμως τα επιμέρους θιγόμενα θέματα ήταν αρκετά, ο χώρος που αρχικά υπολόγιζα, βγήκε μεγαλύτερος. Όταν ολοκλήρωσα την εργασία μου, διαπίστωσα ότι το άρθρο θα ήταν ένα πολύ μεγάλο κείμενο, που δεν ήθελα. Όμως, όσο συνοπτικά και συμπτυγμένα και να γράψει κανείς, τα στοιχεία είναι πάμπολλα. Παρόλα αυτά δεν παρατέθηκαν όλα, ωστόσο, τα στοιχεία που δίδονται είναι αρκετά ώστε να αναιρέσουν όλη την επιχειρηματολογία του κρινόμενου άρθρου, κατά τη γνώμη μου. Ήθελα να δώσω στον αναγνώστη όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να μπορεί να έχει ευρύτερη εικόνα και να κρίνει δικαιότερα. Ακολουθώντας τη σειρά των επιμέρους θεμάτων, όπως την θέτει ο κος Τσινικόπουλος στο δικό του άρθρο, καταχώρησα και εγώ τις απαντήσεις μου.

Θεώρησα όλο αυτό το εγχείρημα ως μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να ξεκαθαριστούν πολλά πράγματα. Φυσικά, ο κος Τσινικόπουλος ενημερώθηκε δια ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και είναι ευπρόσδεκτος -εάν το επιθυμεί- για έναν γόνιμο διάλογο.

Να υπογραμμίσω, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι στα άρθρα καταθέτω τις προσωπικές μου απόψεις, πάντοτε με την αντίστοιχη τεκμηρίωση.

Η εξέταση της εγκυρότητας των πηγών

Το πρώτο πράγμα που επιχειρείται, είναι η διάκριση των πηγών σε «έγκυρες» και σε μη. Ποιές οι μεν και ποιές οι δε, κατά τον αρθρογράφο; Αφενός «έγκυρες» είναι οι σύγχρονοι ερευνητές, αφετέρου οι αναξιόπιστες αφορούν όσα λέγονται από «κάποιον που ανήκει στους νεοπαγανιστικούς ή εσωτεριστικούς κύκλους» (όπως γράφει ο συγκεκριμένος αρθρογράφος). Όμως, ο ερευνητής (όποιος και αν είναι αυτός), δεν μπορεί να είναι ανώτερος από την ίδια την πηγή. Θα πρέπει όσα θα γράψει και θα υποστηρίξει, να στηρίζονται σε πηγές, και μάλιστα πρωτογενείς. Επίσης, δεν θα έπρεπε να κρίνονται τα πράγματα με βάση τις προσωπικές προκαταλήψεις και «πιστεύω», αλλά αντικειμενικά. Μόνο στην περίπτωση που υπάρχει διαφωνία μεταξύ των πηγών αυτών, τότε και μόνο μπορεί ο ερευνητής να απορρίψει ή να δεχτεί , αφού λάβει υπόψη του διάφορα άλλα στοιχεία.

Για παράδειγμα, υπάρχει η πολυθρύλητη «Φλαβιανή» μαρτυρία για την ιστορικότητα του Ιησού. Αυτή βρίσκεται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας και υποτίθεται ότι είναι παράθεση από τον Ιώσηπο, τον Ιουδαίο ιστορικό. Όμως, δεν είναι αυθεντική, αλλά χαλκευμένη. Αφενός η γλώσσα είναι χριστιανική, αφετέρου φαίνεται από το «Κατά Κέλσου» του Ωριγένους, ότι ο Ιώσηπος ποτέ δεν ασπάστηκε την άποψη ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ή ότι εκπλήρωσε τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Λέει το απόσπασμα: «γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς, σοφὸς ἀνήρ, εἴ γε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή. ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν τῶν Ἰουδαίων, πολλοὺς δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο. ὁ Χριστὸς οὗτος ἦν, καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ᾿ ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου, οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες• ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν, τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένων οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον». Ποτέ ένας Ιουδαίος δεν θα έλεγε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Πολύ περισσότερο ότι είναι ο «Χριστός» και ότι για αυτόν μίλησαν οι προφήτες! Και επειδή οι μελετητές γνωρίζουν τις πλαστογραφίες του Ευσεβίου αλλά και τις αντιφάσεις σε όλο το έργο του, έχουν απορρίψει την παραπάνω μαρτυρία ως τεκμήριο της ιστορικότητας του Ιησού. Ο Ωριγένης, αν πράγματι υπήρχε στην εποχή του (3ος αιώνας) η μαρτυρία αυτή, δεν θα έγραφε κατηγορηματικά: «Ἐν γὰρ τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ τῆς ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας ὁ Ἰώσηπος μαρτυρεῖ τῷ Ἰωάννῃ ὡς βαπτιστῇ γεγενημένῳ καὶ καθάρσιον τοῖς βαπτισαμένοις ἐπαγγελλο μένῳ. Ὁ δ’ αὐτός, καίτοι γε ἀπιστῶν τῷ Ἰησοῦ ὡς Χριστῷ, ζητῶν τὴν αἰτίαν τῆς τῶν Ἱεροσολύμων πτώσεως καὶ τῆς τοῦ ναοῦ καθαιρέσεως». Εφόσον τα χειρόγραφα του κειμένου του Ιώσηπου χρονολογούνται αιώνες μετά το πρωτότυπο (συγκεκριμένα, ο Αμβροσιανός κώδικας τον 11ο αιώνα, ο Βατικανός τον 14ο, και ο Μαρκιανός τον 15ο), ενώ ο Ωριγένης δεν το γνωρίζει και για πρώτη φορά το βρίσκουμε στον Ευσέβιο, έπεται ότι η πλαστογραφία έγινε από αυτόν.

Δηλαδή, με βάση τα στοιχεία και τα δεδομένα απορρίπτεται από τους ειδικούς η «Φλαβιανή» μαρτυρία, και όχι με βάση τις πεποιθήσεις τους. Όμως, όπως θα δούμε και παρακάτω, απορρίπτεται η ιστορικότητα του βίου του Απολλωνίου όπως έχει καταγραφτεί, ακριβώς εξαιτίας πεποιθήσεων και όχι αποδεικτικών στοιχείων. Τώρα, αν ο ερευνητής θέλει να αγνοεί και να μην λαμβάνει υπόψη του όλα αυτά, τότε μοιραία αποδυναμώνεται η επιχειρηματολογία του σε επίπεδο απλής άποψης και ισχυρισμού.

Η θέση ορισμένων μη χριστιανών που αναφέρει ο κος Τσινικόπουλος ότι «οι χριστιανοί παραχάραξαν την ιστορία και δημιούργησαν τον Χριστό γύρω στον 4ο αι. μ.Χ., και μάλιστα στη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ., με βάση και πρότυπο τη ζωή του Απολλώνιου του Τυανέα!» (όπως αναφέρεται στο άρθρο), προσωπικά δεν με βρίσκει σύμφωνο. Όπως έχει καταδειχθεί στο άρθρο «Η κατασκευή του χριστιανικού θεού, κατά τις δύο πρώτες οικουμενικές συνόδους», κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, υπήρχε σύγχυση μεγάλη όσον αφορά την μεταξύ των σχέση των προσώπων της «Τριάδος», αλλά και περί της φύσεως του Υιού και του «Αγίου» Πνεύματος. Στον βίο του Απολλωνίου δεν υπάρχουν αυτά. Οι χριστιανοί είχαν προβεί σε αντιγραφές, με υλικό που είχαν ήδη στην διάθεσή τους· την ελληνική μυθολογία. Άλλωστε οι σημειώσεις του Δάμιδος («Εκφατνίσματα») δεν ήταν ευρέως διαδεδομένες, αν υπολογίσουμε την συγγραφή των ευαγγελίων κατά τη συντηρητική χρονολόγηση. Αν δεχτούμε την πιο νεωτεριστική για μετά το 100 κ.ε., ακόμα και τότε οι σημειώσεις αυτές κυκλοφορούσαν σε πολύ στενό κύκλο ανθρώπων.

Οι ομοιότητες είναι τόσο μεγάλες, που οδηγούν τον χριστιανό Ιουστίνο σε τρείς διαφορετικές και αντιφατικές -μεταξύ τους- εκδοχές, για να εξηγηθούν. Στον ισχυρισμό ότι αυτές οφείλονται στον λεγόμενο «σπερματικό λόγο» (Β΄ Απολογία, 10.1-8). Δηλαδή, στην αποκάλυψη του Θεού των Χριστιανών προς τον εθνικό κόσμο με μορφή σπερμάτων αληθείας, προκειμένου να ετοιμαστεί ο δρόμος για την αποδοχή του Ιησού. Αλλού, ο Ιουστίνος αποδίδει τις ομοιότητες στο ότι ο διάβολος προσπάθησε να παραπλανήσει τα έθνη για να μην πιστέψουν στον Χριστό! (Α΄ Απολογία, 54.1-10, Διάλογος προς Τρύφωνα, 69.1-4). Αλλού, ότι οι Έλληνες έλαβαν τους λόγους τους από τον Μωυσή και τους προφήτες (Α΄ Απολογία, 44.8-11). Λίγο αργότερα, αυτές οι θέσεις, επειδή έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση τους εκπροσώπους της χριστιανικής εκκλησίας, εγκαταλείφθηκαν με την θεολογία της «ανακεφαλαιώσεως», που θεμελίωσε ο Ειρηναίος της Λυών και που ταιριάζει καλύτερα σε αυτό που εκφράζουν οι Γραφές. Πέρα από την ανεπιτυχή προσπάθεια δικαιολόγησης εκ μέρους του Ιουστίνου (που σήμερα έχουν απορριφθεί και οι τρείς), το ασφαλές συμπέρασμα είναι ένα· το γεγονός των ομοιοτήτων του υποτιθέμενου βίου του Ιησού με πρόσωπα της μυθολογίας. Επομένως, δεν χρειάστηκε οι χριστιανοί να προστρέξουν στον βίο του Απολλωνίου, γιατί είχαν ήδη λάβει από την μυθολογία!

Έτσι, με μια κολοσσιαία απάτη, έκαναν τον κόσμο να πιστέψει ότι ο Ιησούς και η χριστιανική εκκλησία είχαν ξεκινήσει τον 1ο αι. μ.Χ., ενώ ξεκίνησαν τον 4ο, και η επιτυχία του χριστιανικού ιερατείου ήταν να κρατήσει στο μαύρο σκοτάδι όλες τις αποδείξεις σχετικά με τον βίο και τη διδασκαλία του Απολλώνιου. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται ο R.W. Bernard στο βιβλίο του Απολλώνιος ο Ναζωραίος και τον ακολουθούν κατά πόδας πολλοί σύγχρονοι νεοπαγανιστές και εσωτεριστές, επαναφέροντας στο προσκήνιο τα επιχειρήματα του χριστιανομάχου Ιεροκλή, επάρχου της Βιθυνίας του 4ου αι., που με το έργο του Ο Φιλαλήθης, υπήρξε, πρώτος που έκανε τέτοιους συσχετισμούς, και βρήκε τάχα αναλογίες μεταξύ Ιησού και Απολλώνιου και ότι ο τελευταίος υπήρξε ανώτερος του πρώτου.

Το ότι παίχτηκε απάτη κολοσσιαίων διαστάσεων, διαπιστώνεται από την μελέτη της ιστορίας τόσο της επικράτησης των δογμάτων στις λεγόμενες «οικουμενικές συνόδους», όσο και της ίδιας της χριστιανικής εκκλησίας, αλλά και των κειμένων του Νάγκ Χαμαντί και του Κουμράν, που επί αιώνες αγνοούνταν. Η ίδια η μελέτη των κειμένων αυτών, κάνει τους αμερόληπτους καθηγητές, όπως την Ιλέην Πέιτζελς, να γράψει μεταξύ των άλλων: «Αυτό που αποκαλούμε Χριστιανισμό -και ό,τι αναγνωρίζουμε ως χριστιανική παράδοση- στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μόνο μια μικρή συλλογή συγκεκριμένων πηγών, επιλεγμένων ανάμεσα από δεκάδες άλλες» («Τα Γνωστικά Ευαγγέλια», σ. 43). Η επιλογή ορισμένων πηγών από δεκάδες άλλες, δεν αποτελεί απάτη; Η ίδια η καθηγήτρια δηλώνει πιστή Χριστιανή Καθολική.

Ο Βασίλειος Στεφανίδης που ήταν αρχιμανδρίτης και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών, στην «Εκκλησιαστική» ιστορία, γράφει ότι «Ο Αυτοκράτωρ συνεκάλει τας οικουμενικάς συνόδους, διηύθυνεν αυτάς προσωπικώς ή δι’ αντιπροσώπων, τας συνοδικάς αποφάσεις καθίστα νόμους του κράτους και εκ των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών αυτός ενίοτε ώριζε, τις θα επεκράτει. Ούτως ο Κωνστάντιος και ο Ουάλης επέβαλον τον αρειανισμόν, ο Μέγας Θεοδόσιος την ορθοδοξίαν, ο Βασιλίσκος τον μονοφυσιτισμόν, ο Ζήνων παραμέρισε την Δ΄ οικουμενικήν σύνοδον, ο Ιουστινιανός δια δογματικών διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων αυτού και, τέλος, επέβαλε τον μονοφυσιτισμόν, ο Ηράκλειος επέβαλε τον μονοθελητισμόν και ο Λέων ο Ίσαυρος την εικονομαχίαν» (σ. 149).

Σκανδαλωδώς, δεν σώζονται τα πρακτικά της πρώτης «οικουμενικής» για να ξέρουμε ακριβώς τι έγινε. Αυτά που σώζονται είναι μόνο οι αποφάσεις-κανόνες. Αλλά ξέρουμε από τους ίδιους τους ιστορικούς της εκκλησίας (δηλαδή, από πρωτογενείς πηγές), ότι ακόμα και μετά την καταδίκη του Αρειανισμού, πολλοί επίσκοποι την αρειανική πίστη αναγνώριζαν ως την πίστη που παραδόθηκε από τους αποστόλους. «ούτοι συν τοις άλλοις ομόφροσι κατά ταυτόν γενόμενοι χρήναι τας εκκλησίας έλεγον εις μιαν συναγαγείν συμφωνίαν. Ου γαρ μόνον αυτάς οι ταναντία φρονούντες επολιόρκουν, αλλά και αυταί προς εαυτάς εστασίαζον. Και γαρ εν Αντιοχεία διχή το υγιαίνον σώμα της εκκλησίας διήρητο» (Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητου Κύρου, 3,180). Και, «Ημείς ούτε ακόλουθοι Αρείου γεγόναμεν· πως γαρ επίσκοποι όντες ακολουθήσομεν πρεσβυτέρω; Ούτε άλλην τινά πίστιν παρά την εξ αρχής εκτεθείσα εδεξάμεθα. Αλλά και ημείς εξετασταί και δοκιμασταί της πίστεως αυτού γενόμενοι, μάλλον αυτόν προσηκάμεθα ήπερ ηκολουθήσαμεν» (Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους, 2,10).

Αυτά δεν δείχνουν απάτη; Ο Στεφανίδης αναφέρεται στα γεγονότα τα προ της Δ΄ «οικουμενικής συνόδου», χαρακτηρίζοντάς τα ως «έκτροπα». Διαμάχες Ορθοδόξων, μονοφυσιτών, νεστοριανών. Όλοι διεκδικούσαν για τον εαυτό τους την αλήθεια και την ορθή ερμηνεία των Γραφών. Ένα συνονθύλευμα δοξασιών που υπήρχαν στο σώμα της Εκκλησίας, που για φορείς τους είχαν μεγαλόσχημους ιερωμένους και αποδέκτες τον απλό λαό. Αναφέρεται σε καύσεις μοναστηριών και εκκλησιών, σε φόνους νεστοριανών επισκόπων από τους μονοφυσίτες. Για οπλισμένους μοναχούς με φτυάρια και αξίνες, για ταραχές και άσκηση τρομοκρατίας, για χειροδύναμους ναύτες στο πλευρό επισκόπων. Για πράξεις βίας, και για θρόνους που υπερίσχυσαν έναντι άλλων, πάντα με την αυτοκρατορική αρωγή. «Τα έκτροπα δεν αναφέρονται υπό των περισωθέντων πρακτικών της συνόδου, αλλ’ είναι γνωστά εκ μαρτυριών, γενομένων εν τη Δ΄ οικουμενική συνόδω (Mansi, 6, 828). Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Β΄ εκύρωσε τας αποφάσεις, αλλ’ ο Ρώμης Λέων απέρριψε την σύνοδον, αποκαλέσας αυτήν ληστρικήν. Εντός του επομένου έτους απέθανεν ο αυτοκράτωρ, πεσών εκ του ίππου. Την εξουσίαν ανέλαβεν η αδελφή αυτού Πουλχερία, διατάξασα την θανάτωσιν του πρωθυπουργού Χρυσαφίου, υποστηρικτού του μονοφυσιτισμού» (ο. π σ. 223).

Οι πολιτικές σκοπιμότητες σε συνέργεια πάντα με τους εκκλησιαστικούς ταγούς «έπαιρναν και έδιναν», σύμφωνα και με τον βυζαντινολόγο Βασίλιεφ, αλλά και τον Οστρογκόρσκυ. «Ωστόσο το Βυζάντιο δεν το χαρακτηρίζει η διαμάχη μεταξύ του imperium και του sacerdotium, αλλά ο στενός και βαθύς σύνδεσμος μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, δηλαδή η ουσιαστική αλληλεξάρτηση του ορθόδοξου κράτους και της ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα σε ένα ενιαίο κρατικό- εκκλησιαστικό οργανισμό. Η σύμπραξη αυτή παρασύρει αναπόδραστα την Εκκλησία κάτω από την άμεση κηδεμονία του παντοδύναμου αυτοκράτορα. Έτσι η υπεροχή της αυτοκρατορικής εξουσίας σε σχέση με την εκκλησιαστική θα καταστεί η χαρακτηριστική και κανονική πια σχέση για όλες τις εποχές του Βυζαντίου. Ο αυτοκράτορας δεν είναι μόνο ο ανώτατος διοικητής στρατού, ο ανώτατος δικαστής και ο νομοθέτης, είναι ακόμη ο προστάτης της Εκκλησίας και της ορθής πίστεως. Είναι ο εκλεκτός του Θεού, και γι’ αυτό όχι μόνο ο αυθέντης και δεσπότης, αλλά και η ζωντανή εικόνα του χριστιανικού κράτους που του εμπιστεύθηκε ο Θεός» («Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», σελ. 88- 89).

Αλλά και ο Βλάσιος Φειδάς γράφει: «Η οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού στον ελληνορωμαϊκό κόσμο κατά τον Δ’ αιώνα υπήρξε αναμφιβόλως η άμεση συνέπεια της μεταβολής της επίσημης θρησκευτικής πολιτικής της αυτοκρατορίας. Η σταδιακή εξέλιξη της μεταβολής αυτής από την αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας (313) μέχρι την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως της μόνης επίσημης και προστατευόμενης θρησκείας της αυτοκρατορίας (380) υπήρξε καθοριστική για την ένταξη ολοκλήρου του ελληνορωμαϊκού κόσμου στο σώμα της Εκκλησίας» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α’ τόμος, σελ. 356).

Όπως είχε διαπιστώσει ο Ιουλιανός, «των Γαλιλαίων η σκευωρία πλάσμα εστίν υπό κακουργίας συντεθέν» («Κατά Γαλιλαίων» Α΄, 39a).

Για τον Ιεροκλή (όχι τον γνωστό νεοπλατωνικό φιλόσοφο που υπομνημάτισε τα «Χρυσά έπη του Πυθαγόρα»), δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τι ακριβώς έγραψε στον «Φιλαλήθη», αφού έχουμε από αυτό μόνο αποσπάσματα που βρίσκονται στο «Κατά Ιεροκλέους». Αλλά ακόμα και από αυτά (σε σύγκριση με τις απαντήσεις του Ευσεβίου), βγαίνει το εξής συμπέρασμα για το γραπτό του Ευσεβίου: «Η μορφή του κειμένου είναι ωραία, αλλά η φιλοσοφική του επιχειρηματολογία αδύνατη και ασυνεπής» (Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τ. Β΄ σ. 128).

Το πρώτο πράγμα που έχει να κάνει ένας ερευνητής, είναι να εξετάσει εάν υπήρξε πράγματι ο Απολλώνιος, ποιές πηγές διαθέτουμε για τη ζωή του και τη δράση του και κατά πόσον είναι αξιόπιστες. Αν κάνει λοιπόν τον κόπο και ανατρέξει στα εγκυρότερα ιστορικά έργα, τις μονογραφίες και σε σχετικά λήμματα στις μεγάλες εγκυκλοπαίδειες, θα πληροφορηθεί έκπληκτος ότι η μοναδική πηγή που διαθέτουμε για να μάθουμε για τον Απολλώνιο, είναι ο νεοπλατωνικός ρήτορας Φλάβιος Φιλόστρατος, ο οποίος στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. έγραψε κατ’ εντολήν της Ιουλίας Δόμνας, συζύγου του Αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, το έργο του «Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον» σε οκτώ βιβλία.

Είναι παραπλανητικός ο ισχυρισμός ότι για τον Απολλώνιο διαθέτουμε μόνο μια πηγή. Διότι το ότι ο Φιλόστρατος στηρίζεται σε χαμένες (για μας) πηγές, δεν σημαίνει ότι δεν μας τις μεταφέρει. Και αυτό ακριβώς κάνει, όπως ο ίδιος μας το εξηγεί! Ο ίδιος αντιγράφει από τις πρωτογενείς πηγές. Μέσω του Φιλοστράτου, έχουμε πρόσβαση σε αυτές. Ο Φιλόστρατος έχει την ειλικρίνεια να καταδείξει τις πηγές του. Μάλιστα, σε ένα σημείο, αναφέρει το όνομα του βιβλίου του Δάμιδος, που λέγονταν «Εκφατνίσματα («Τα ες τον Τυανέα», Ά, XIX).

Όποιος λοιπόν ισχυρίζεται ότι η μοναδική πηγή είναι ο Φιλόστρατος, υπονοώντας ότι εξαιτίας της χρονικής αποστάσεώς του με τα περιγραφόμενα, τίθεται σε αμφισβήτηση η συγγραφή, τότε είτε δεν έχει διαβάσει τον Φιλόστρατο, είτε δεν πρόσεξε τι γράφει, είτε το κάνει εσκεμμένα. Διότι ο συγγραφέας του βίου είναι ξεκάθαρος για το τι του δόθηκε εντολή να κάνει και έκανε: «Μετέχοντι δε μοι του περί αυτήν κύκλου- και γαρ τους ρητορικούς πάντας λόγους επήνει και ησπάζετο- μεταγράψαι τε προσέταξε τας διατριβάς ταύτας και της απαγγελίας αυτών επιμεληθήναι, τω γαρ Νινίω σαφώς μεν, ου μην δεξίως γε απηγγέλλετο» («Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον» Α΄, ΙΙΙ). Η Ιουλία Δόμνα είχε δημιουργήσει γύρω της έναν κύκλο ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για τα γράμματα και την φιλοσοφία, μέσα στον οποίο ανήκε και ο Φιλόστρατος. Εκείνη τον πρόσταξε να μεταγράψει, δηλαδή να αντιγράψει τις διατριβές του Δάμιδος, επειδή αυτός έγραψε μεν με σαφήνεια, αλλά όχι με λογοτεχνική δεξιότητα. Συνεπώς, η κύρια πηγή του Φιλοστράτου είναι ο ακόλουθος του Τυανέως, ο Δάμις. Ο Δάμις όμως μόνο από ένα σημείο και ύστερα γνωρίστηκε με τον Απολλώνιο. Για τα όσα προηγήθηκαν, ο Φιλόστρατος στηρίχτηκε στα γραπτά του Μάξιμου του Αιγιέως (και αυτός επίσης σύγχρονος του Τυανέα όπως και ο Δάμις), όπως λέει αμέσως παρακάτω. Σε αυτά τα κείμενα στηρίχθηκε ο Φιλόστρατος για να γράψει για τα εφηβικά χρόνια του Απολλωνίου. Συγκεκριμένα, για όσα αναφέρει από τα δεκατέσσερα μέχρι τα είκοσι χρόνια του Τυανέως. Αλλά και σε επιστολές, είτε του Απολλωνίου, είτε επιστολές που έγραψαν στον Απολλώνιο (όπως των Λακεδαιμονίων στον Απολλώνιο), και επιστολές που ανταλλάσσονται μεταξύ άλλων με θέμα τον Απολλώνιο τον Τυανέα (όπως του Κλαύδιου στη βουλή των Τυανέων). Γιατί και πάλι είναι σαφής, ότι πήγε ο ίδιος στις βασικότερες πόλεις και ιερά από όπου πέρασε ο Απολλώνιος, για να συλλέξει πληροφορίες, για όσα δεν μπορούσε να βρει στον Δάμι. Και στις πόλεις μεν ερεύνησε για τις προφορικές παραδόσεις, στα δε ιερά ερεύνησε στα καταγεγραμμένα υπό των ιερέων αρχεία. Ο Φιλόστρατος πρόσφερε τεράστιο έργο και μόνο από αυτό αν κριθεί.

Από το λεξικό Σούδα, μαθαίνουμε ότι ο Απολλώνιος έγραψε βιβλία που σήμερα δυστυχώς δεν μας σώζονται. «συνέταξε δε τοσαύτα, τελετάς ή περί θυσιών, διαθήκην, χρησμούς, επιστολάς, Πυθαγόρου βίον». Φυσικά, οι συντάκτες του μεσαιωνικού αυτού λεξικού, δεν τα βγάζουν αυτά από το κεφάλι τους. Για παράδειγμα, ο Ευσέβιος παραθέτει στην «Ευαγγελική προπαρασκευή» απόσπασμα από το έργο «Περί θυσιών» («εν τω περί θυσιών ο παρά τοις πολλοίς αδόμενος αυτός εκείνος ο Τυανεύς Απολλώνιος τάδε γράφειν λέγεται»).

Στο πρώτο ερώτημα που τίθεται, αν όντως υπήρξε Απολλώνιος ο Τυανεύς, ή είναι ένα μυθιστορηματικό δημιούργημα του συγγραφέα Φιλόστρατου, δια του οποίου προβάλλει ο ίδιος τις θέσεις του και τη φιλοσοφία του, πολλοί έγκυροι ερευνητές θα απαντούσαν καταφατικά στη δεύτερη άποψη. Ότι, δηλαδή ο Απολλώνιος, όπως περιγράφεται, υπήρξε περισσότερο αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα.

Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Φιλόστρατος δεν θα ξεκινούσε το έργο του με το να μας κάνει σαφές τον λόγο για τον οποίο μετάγραψε στοιχεία από το ημερολόγιο του Δάμιδος. Γενικότερα δεν θα μας εξηγούσε τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε. Αν ήταν φανταστικά και από το μυαλό του Φιλοστράτου, ο Φιλόστρατος θα μας ανέφερε τις απόρρητες συζητήσεις του Απολλωνίου με τον Ιάρχα. Δεν το κάνει όμως, διότι απλούστατα αυτές δεν καταγράφτηκαν, εφόσον ο Δάμις ως ακόμα αμύητος, δεν επιτρέπονταν να παραβρίσκεται, να ακούει, και να καταγράφει. «Όμως ο Δάμις λέει ότι στις συζητήσεις για τα απόρρητα, στις οποίες προσπαθούσαν να συλλάβουν την έννοια της αστρονομίας ή της μαντείας και ασχολούνταν με το θέμα της εκ των προτέρων γνώσης, όταν άγγιζαν τα θέματα των θυσιών και των επικλήσεων, με τα οποία χαίρονται οι θεοί, ο Απολλώνιος συζητούσε μόνος με τον Ιάρχα και έγραψε με βάση αυτές τις συζητήσεις τέσσερα βιβλία περί αστρομαντείας που τα ανέφερε και ο Μοιραγένης» (ο. π. Βιβλίο Γ’ XLI). Ο Μοιραγένης ήταν εχθρός του Απολλωνίου. Τα βιβλία αυτά, αν και δεν σώζονται σήμερα, μαρτυρούνται από τον Μοιραγένη, ο οποίος μνημονεύεται από τον Ωριγένη στο «Κατά Κέλσου». Αν ήταν φανταστικά και αυτά, τότε πως ένας εχθρός του Απολλωνίου (ο Μοιραγένης) βασίζει τις κατηγορίες εναντίον του στα βιβλία του Απολλωνίου; Και πως αυτό μνημονεύεται από τον χριστιανό Ωριγένη; Κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ τα γραφόμενα ως φανταστικά. Η κατηγορία ήταν μόνο ότι αυτά ήσαν αγυρτείες, γοητείες, και μαγείες. Κατηγορίες που υποστηρίχθηκαν από τον Μοιραγένη, τον Ευφράτη, και τους χριστιανούς συγγραφείς. Όμως και πάλι, ο Φιλόστρατος αναφέρεται σε αυτά, και δεν τα αποκρύπτει: «Ο Απολλώνιος είχε απόψεις ανάλογες με αυτούς και πλησίασε τη φιλοσοφία με τρόπο θεϊκότερο απ’ ότι ο Πυθαγόρας, αποδείχθηκε ανώτερος από τους τυράννους και έζησε σε μια εποχή ούτε πολύ παλιά ούτε πολύ πρόσφατη. Οι άνθρωποι ωστόσο δεν τον γνωρίζουν ακόμη από την αληθινή σοφία του που την άσκησε με ορθότητα και τρόπο φιλοσοφικό. Άλλοι τον επαινούν γι’ αυτό, άλλοι για κείνο. Άλλοι εξ αιτίας της συναναστροφής του με τους Βαβυλώνιους μάγους, τους Ινδούς Βραχμάνες και τους Γυμνούς Αιγυπτίους, τον θεωρούν μάγο και τον διαβάλλουν κατηγορώντας τον πως έγινε σοφός με δόλο. Δεν μπορεί να κατηγορεί κανείς τον Απολλώνιο επειδή προαισθάνθηκε και προέβλεψε (κειμ. προγνώναι) πολλά, διότι τότε θα έπρεπε να κατηγορηθεί και ο Σωκράτης για όσα γνώριζε εκ των προτέρων με τη βοήθεια του δαιμονίου του και ο Αναξαγόρας για όσα προέβλεπε. Ενώ αυτά τα θεωρούν ως δείγματα της σοφίας του Αναξαγόρα, από τον Απολλώνιο προσπαθούν να αφαιρέσουν την ικανότητα πρόβλεψης με τη βοήθεια της σοφίας και λένε πως προέβλεπε με τη βοήθεια κάποιας μαγικής τέχνης» (ο. π. Α΄ ΙΙ).

Αλλά και ο ίδιος ο Απολλώνιος γράφει στον εχθρό του τον Ευφράτη σχετικά: «Νομίζεις πως όσοι ασπάζονται τη φιλοσοφία του Πυθαγόρα πρέπει να ονομάζονται μάγοι. Το ίδιο λες για όσους ακολουθούν τα διδάγματα του Ορφέως. Εγώ νομίζω ότι και αυτοί που ακολουθούν τη φιλοσοφία του δείνα πρέπει να ονομάζονται μάγοι, αν πρόκειται να γίνουν θείοι και δίκαιοι». Σε άλλη επιστολή προς τον ίδιο: «Οι Πέρσες ονομάζουν μάγους τα θεϊκά όντα. Μάγος λοιπόν είναι όποιος τιμά τους θεούς ή όποιος έχει θεϊκή φύση, ενώ εσύ δεν είσαι μάγος αλλά άθεος» (Επιστολές ιστ και ιζ, αντίστοιχα). Στο δε βίο του, ο Φιλόστρατος δίνει πολλές πληροφορίες βασισμένες στον Δάμι, για το πώς από σύντροφοι του Απολλωνίου κατέληξαν συκοφάντες του.

Ακόμα, αν ο Δάμις ήταν κατασκεύασμα του Φιλοστράτου και όχι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς, ο Φιλόστρατος ποτέ δεν θα έγραφε ότι ο Δάμις αγνοεί τις απόρρητες συνομιλίες του με τους μάγους (ιερείς μύστες) της Βαβυλώνας. Αντιθέτως, αν ήταν φανταστικά, δεν θα δίσταζε να γράψει ότι θα του κατέβαινε στην κεφαλή. «Ο Δάμις αγνοεί αυτές τις συνομιλίες με τους μάγους γιατί δεν του επέτρεπε να τον συνοδεύει όταν πήγαινε σ’ αυτούς» («Τα ες τον Τυανέα, Α΄», XXVI).

Όμως, ακόμα και με την εκδοχή ότι υπήρξε πραγματικά ο ήρωάς του συγγραφέα, άποψη που δέχονται διάφοροι ιστορικοί, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι ο Φιλόστρατος έγραψε μια «μυθιστορηματική βιογραφία», με στοιχεία παραμυθιού και μυθιστορίας, παρουσιάζοντας θεωρίες σχετικά με την τέχνη τάχα του Απολλωνίου, αλλά στην ουσία δικές του, όπως ακριβώς εκθέτει και τις δικές του ιστορικές, γεωγραφικές και φιλολογικές γνώσεις, σαν γνώσεις του ήρωά του.

Εδώ τώρα, διάφοροι ιστορικοί (που από τα συμφραζόμενα είναι οι λιγότεροι), δέχονται την ιστορικότητα του Απολλωνίου. Πριν γράφτηκε ότι έγκυροι ερευνητές λένε ότι ο Απολλώνιος είναι κατασκεύασμα του Φιλοστράτου! Πόσο έγκυροι μπορεί να είναι όμως όταν ανατρέπει ο ένας τον άλλο; Τα ίδια στοιχεία δεν υποτίθεται ότι μελέτησαν; Γιατί καταλήγουν σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα συμπεράσματα; Διότι, κρίνουν το ζήτημα έχοντας προκαταλήψεις.

Τα περί του Ιησού δεν κρίνονται απορριπτέα- τουλάχιστον για μένα, εξαιτίας του ότι εγώ προσωπικά δεν μπορώ ή δεν θέλω να τα αποδεχτώ εξαιτίας προκαταλήψεων. Κρίνονται ως τέτοια εξαιτίας του τρόπου δημιουργίας δια πλαστογραφιών, αντιφάσεων, και δολοπλοκιών. Και τελικά, στις ιδιοποιήσεις που συντέλεσαν στην δημιουργία της χριστιανικής θρησκείας, και της επιβολής της «δια πυρός και σιδήρου». Ο Τυανέας όμως δεν επιβλήθηκε πουθενά, ούτε φτιάχτηκε μια νέα θρησκεία στο όνομά του, ενώ θα μπορούσε εύκολα να γίνει, εφόσον η εποχή εκείνη ήταν εποχή θρησκευτικό- φιλοσοφικού συγκρητισμού.

Είναι ο βίος του Απολλωνίου αντιγραφή από χριστιανικό υλικό;

Επίσης οι έγκυροι ερευνητές εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι ο Φιλόστρατος για τη συγγραφή του βίου του εκ Τυάνων σοφού, στηρίχτηκε σε πολλές αβέβαιες λαϊκές παραδόσεις αλλά και στα απόκρυφα Ευαγγέλια που άρχισαν να γράφονται τον 2ο μ.Χ. αι., και ακόμη, και στα κανονικά Ευαγγέλια, τα οποία φαίνεται ότι είχε υπ’ όψη του ο συγγραφέας, αφού περιγράφει τον Απολλώνιο σε μερικές περιπτώσεις να διενεργεί θαύματα που μοιάζουν κατά πολύ τα θαύματα του Χριστού, κάτι που δεν μπορεί να είναι τελείως συμπτωματικό. Περισσότερα επ’ αυτού θα ειπωθούν παρακάτω. Εδώ αρκούμαι να σημειώσω ότι ακόμα και η αρχική πηγή του Φιλόστρατου, το σημειωματάριο του Δάμιδος που χάρισε τάχα στον πρώτο, η Ιουλία Δόμνα, αναγνωρίζεται ως «λογοτεχνικό μυθιστόρημα» (Maria Dzielska, σελ. 193). Αναγνωρίζεται ακόμη ότι ο Φιλόστρατος, δεν είχε καμιά αξιόπιστη πηγή γραμμένη από κάποιον που διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Απολλώνιο. Μόνο μια τέτοια πηγή θα μπορούσε να προσδώσει αυθεντικότητα στη βιογραφία που έγραψε.

Προφανώς, δεν έχουν προσέξει τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος ισχυρίζεται στο «Κατά Ιεροκλέους» ότι κανένας πριν από τον Ιεροκλή δεν είχε αποπειραθεί να προβάλλει τον Απολλώνιο ως αντίπαλο του Ιησού. Άρα, δεν κανείς δεν είχε μπει καν στον κόπο να «αντιγράψει» δήθεν χριστιανικές πηγές, για την δημιουργία του Τυανέα. Συνεπώς, ούτε ο Φιλόστρατος. Βέβαια, θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αν παραθέτονταν από τα απόκρυφα ευαγγέλια κομμάτια που θα αποδείκνυαν αντιγραφή, γιατί από τα λεγόμενα κανονικά, δεν φαίνεται να προκύπτει κάτι τέτοιο. Μέχρι να γίνει όμως αυτό (αν γίνει), κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παραπληροφορεί με αυτόν τον τρόπο. Όσον αφορά τον Δάμι και το αν υπήρξε ή όχι, παραθέτω από το βιβλίο του ερευνητή και συγγραφέα Ντάνιελ Τρέντγουελ «Απολλώνιος Τυανεύς», που γράφει: «Η αφήγηση του Δάμι είναι τόσο λεπτομερειακή και ακριβής στην περιγραφή και φέρει τέτοιες αποδείξεις ειλικρινείας και αληθείας, ώστε είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν θα μπορούσε να έχει γραφτεί από κανέναν άλλον εκτός από έναν αυτόπτη μάρτυρα. Πολλοί από τους τόπους και τα γεγονότα που περιγράφονται από τον Δάμι δεν ήταν γνωστά στην Ελλάδα πριν από την επίσκεψη του Απολλωνίου και την αλήθεια επιβεβαίωσε η σύγχρονη έρευνα».

Συνεχίζει στο άρθρο του ο κος Τσινικόπουλος:

Έτσι, μαζί με την Ιουλία Δόμνα όπως φαίνεται, δημιούργησε τον Σύριο Δάμι από τη Νινευή… στον οποίο απέδωσε τη συγγραφή της ιστορίας του Τυανέα, την οποία είχε γράψει ο ίδιος (όπ. π. σελ. 194). Δεν μπορεί ν’ αποκλεισθεί και η υπόθεση ότι ο ίδιος ο Φιλόστρατος επινόησε το όνομα του συγγραφέα της φανταστικής πηγής του, δηλαδή του Δάμιδος.

Από πού τεκμαίρεται ότι η Ιουλία Δόμνα δημιούργησε τον Δάμι; Από πουθενά. Δεν υπάρχει κανένα πρωτογενές στοιχείο που να το αποδεικνύει. Κανένας χριστιανός εκκλησιαστικός συγγραφέας δεν είπε ποτέ τέτοιο πράγμα. Ούτε ο κος Τσινικόπουλος καταθέτει αντίστοιχη μαρτυρία, πέρα από απόψεις κάποιων ερευνητών που θα δούμε παρακάτω. Ωστόσο, υπάρχουν και οι αντίθετες που αποσιωπούνται. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι δήθεν ο Φιλόστρατος απέδωσε τη συγγραφή της ιστορίας στον ανύπαρκτο Δάμι, ενώ την είχε γράψει ο ίδιος. Ο αρθρογράφος στηρίζεται μόνο σε υποθέσεις και σε αναπόδεικτους ισχυρισμούς. Όχι σε επιχειρήματα. Για αυτό και από την μια υποστηρίζεται η δήθεν αντιγραφή από τους χριστιανούς, από την άλλη ότι είναι αυθαιρεσίες του Φιλοστράτου, ο οποίος είναι πολύ έγκυρος ως συγγραφέας.

Οι ερευνητές και ο δήθεν μυθιστορηματικός βίος του Απολλωνίου

Οι σοβαροί και έγκυροι ερευνητές, είναι σαφείς και κατηγορηματικοί επ’ αυτού:

«Η ζωή και προσωπικότητα του (Απολλώνιου) περιγράφονται μυθιστορηματικά από τον Φιλόστρατο (αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα) (Α.Δ. Σκιαδάς, λήμμα, στην Πάπυρος, Λαρούς Μπριτάνικα).

«Η Ιουλία Δόμνα ανέθεσε στο Φιλόστρατο να γράψει Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, μια βιογραφία του σε 8 βιβλία, με πάρα πολλά μυθιστορηματικά και φανταστικά στοιχεία (Ε.Ν. Ρούσσος, Απολλώνιος ο Τυανεύς, στην Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια).

Καταλήξαμεν…ότι υπάρχουν δύο μορφαί του Απολλωνίου• η μία ιστορική και η ετέρα μυθιστορηματική (Αντ. Παπαδόπουλος, σελ. 124).

Ο καθηγητής Βυζαντινολογίας Β.Ν. Τατάκης παρατηρεί: «Είναι φανερό ότι το έργο του Φιλόστρατου είναι μυθοποιημένη βιογραφία του Απολλώνιου… Η φαντασία κεντά τα στολίδια της πάνω σε καμβά ιστορικό. Δύσκολο βέβαια, είναι το ξεχώρισμα» (σελ. 39).

Ο διάσημος Ελληνιστής sir Richard Livingstone, στο έργο του Η αποστολή της Ελλάδας (Θύραθεν, 2001, σελ. 262, 263) σημειώνει: «Ο Φιλόστρατος αντιμετώπισε τον Απολλώνιο ως ήρωα περιπετειώδους μυθιστορήματος… Σήμερα μπορούμε να δούμε τη βιογραφία του ως ψυχαγωγικό μυθιστόρημα, ενός χαρισματικού στο είδος του συγγραφέα… δεν πρέπει να τον θεωρήσουμε υπεύθυνο για τα μυθεύματα, που η ευλάβεια και η ψευδολογία και η λογοτεχνία επισώρευσαν γύρω απ’ το όνομά του».

Και ο Renan έγραψε: «Κανείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στον βίο του Απολλώνιου του Τυανέως αφού η ιστορία αυτή γράφτηκε πολύ αργότερα μετά τον ήρωα και υπό συνθήκες καθαρού ρομάντζου» (Η ζωή του Ιησού, σελ. 52).

Παρατηρούμε ότι στις παραπάνω παραθέσεις υπάρχουν προσωπικές εκτιμήσεις, που στηρίζονται σε προκαταλήψεις. Ότι δεν χωράει στο μυαλό μου, το βαφτίζω «μυθιστόρημα». Υπάρχουν όμως και ανακρίβειες. Για παράδειγμα, η Ιουλία Δόμνα δεν ενέθεσε στον Φιλόστρατο να γράψει τον βίο του Απολλωνίου, αλλά να τον μεταγράψει («μεταγράψαι τε προσέταξε τας διατριβάς ταύτας και της απαγγελίας αυτών επιμεληθήναι, τω γαρ Νινίω σαφώς μεν, ου μην δεξίως γε απηγγέλλετο»). Αυτό σημαίνει ότι ο Φιλόστρατος είχε μπροστά του τα κείμενα του Δάμιδος, τα οποία αντέγραψε και τους έδωσε δεξιότητα γραφής. Επίσης, από τον ίδιο τον Ευσέβιο, γνωρίζουμε ότι πριν από αυτόν δεν είχε επιχειρηθεί καμία σύγκριση μεταξύ Απολλωνίου και Ιησού, πράγμα που σημαίνει ότι ο Φιλόστρατος δεν είχε κάτι τέτοιο κατά νου. «μόνα δὲ εἰκότως νυνὶ τὰ περὶ τὸν Ἀπολλώνιον ἐποψόμεθα, ἐπεὶ καὶ μόνῳ παρὰ τοὺς πώποτε καθ’ ἡμῶν γεγραφότας ἐξαίρετος νῦν τούτῳ γέγονεν ἡ τοῦδε πρὸς τὸν ἡμέτερον σωτῆρα παράθεσίς τε καὶ σύγκρισις» (Ευσέβιος, «Προς τα υπό του Φιλοστράτου εις Απολλώνιον τον Τυανέα δια την Ιεροκλεί παραληφθείσα αυτού τε και του Χριστού σύγκρισιν»). Η μαρτυρία του Ευσεβίου είναι σημαντική και δεν θα έπρεπε να παραβλέπεται, διότι θα είχε κάθε λόγο να κατηγορήσει τον Ιεροκλή ή τον Φιλόστρατο, κατασκευάζοντας την κατηγορία ότι δήθεν τα έργα τους είναι προϊόντα μυθοπλασίας και αντιγραφής του Ιησού. Δεν χρειάστηκε να το κάνει, διότι απλά δεν έγινε ποτέ από πλευράς εθνικών μια τέτοια σύγκριση, πριν τον Ιεροκλή τον Σωσιανό (σύγχρονο του Ευσεβίου).

Ας δούμε τώρα τι αναφέρεται σχετικά με τον Δάμι:

«Δάμις ανήρ ουκ άσοφος, την αρχαίαν οικών Νίνον. Ούτος τω Απολλωνίω προσφιλοσοφήσας αποδημίας τε αυτού αναγέγραφεν, ων κοινωνήσαι και αυτός φησί, και γνώμας και λόγους και οπόσα ες πρόγνωσιν είπεν. Ο γαρ Απολλώνιος από Αντιοχείας ήκεν εις Νίνον, προσεφοίτησε δε αυτώ Δάμις ο Νίνιος, και συνήν αυτώ, ό τι μάθοι μνημονεύων. Φωνήν δε τω Ασσυρίω ξυμμέτρως πράττουσα· το γαρ λογοειδές ουκ είχεν άτε παιδευθείς εν βαρβάροις, διατριβήν δε αναγράψαι και ξυνουσίαν, και ό τι ήκουσεν ή είδεν ανατυπώσαι, και υπομνήματα τοιάδε ξυνθείναι σφόδρα ικανός ην» (Λεξικό «Σούδα», I. Bekeri 1854, σ. 265).

Βλέπουμε ότι το λεξικό δέχεται τόσο την ιστορική ύπαρξη του Δάμιδος όσο και το ότι κατέγραψε απομνημονεύματα (υπομνήματα). Δέχεται δηλαδή, όσα αναφέρει ο Φιλόστρατος στον πρόλογό του.

«Δάμις, μαθητής Απολλωνίου του Τυανέως, το γένος Βαβυλώνιος, όστις συνέγραψε τον βίον και τας τερατώδεις πράξεις του διδασκάλου του Απολλωνίου» (Λεξικό «Αρχαίων μυθολογικών, Ιστορικών, και Γεωγραφικών ονομάτων» Ν. Λορέντη, 1837, σ. 117).

Στο ίδιο λεξικό αναφέρεται: «τας παραδόξους και τερατώδεις (δηλ. ασυνήθιστες και μεγαλειώδεις) διδασκαλίας του, εις των οποίων Δάμις καλούμενος, έγραψε και τον βίον του φιλοσόφου τούτου» (ο. π. σ. 58).

Κανένας από όσους έγραψε κατά του Απολλωνίου, είτε χριστιανός είτε εθνικός, είτε σύγχρονος του Απολλωνίου είτε όχι, ποτέ δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη του Δάμιδος.

Συνεχίζοντας την απάντηση στο άρθρο του κου Τσινικόπουλου «Ιησούς και Απολλώνιος ο Τυανεύς», θα ασχοληθώ απαντώντας στο ζήτημα της ιστορικότητας, του τρόπου ζωής, την διδασκαλία, τα θαύματα, και τις προγνώσεις.

Οι νεοπαγανιστές, οι εσωτεριστές και αποκρυφιστές που τον τελευταίο καιρό έχουν ξεσπαθώσει, επαναφέροντας «παλιά ξινά σταφύλια», και παρουσιάζοντάς τα για εκλεκτά κλήματα, αρέσκονται κατά κόρον να υπογραμμίζουν τις ομοιότητες και τις δήθεν αναλογίες που υπάρχουν μεταξύ του φανταστικού, μυθιστορηματικού αυτού Απολλώνιου και του ιστορικού Ιησού από τη Γαλιλαία, που έδρασε σε συγκεκριμένο τόπο και χώρο (Παλαιστίνη μεταξύ 30-33 μ.Χ.) και για τον οποίον έχουμε πληροφορίες όχι από μια μεταγενέστερη μυθιστορηματική πηγή, αλλά από 30 και πλέον συγγραφείς που έγραψαν μεταξύ του 50-200 μ.Χ. μεταξύ των οποίων και οι χριστιανομάχοι Κέλσος και Λουκιανός (2ος αι. μ.Χ.)

Προηγουμένως εξετάστηκαν οι πηγές και καταδείχτηκε ότι ο Φιλόστρατος μεταγράφει (δηλαδή αντιγράφει) από τον Δάμι και τον Μάξιμο από τις Αιγές, ενώ κάνει επιτόπια έρευνα σε πόλεις και ιερά για να συλλέξει επιπρόσθετο υλικό. Επίσης, είχε πρόσβαση στις συλλογές των επιστολών τις οποίες συγκέντρωσε ο αυτοκράτορας Αδριανός. Συνεπώς, ότι έχουμε για τον Απολλώνιο δεν είναι ούτε μεταγενέστερο ούτε μυθιστορηματικό. Επίσης, αναφέρθηκε η «φλαβιανή μαρτυρία», δηλαδή το μικρό εκείνο πλαστογραφημένο απόσπασμα που παρουσιάζει ο Ευσέβιος Καισαρείας που βάζει τον Ιουδαίο Ιώσηπο να αποδέχεται την μεσσιανικότητα του Ιησού και να κατηγορεί το έθνος του ότι καταδίκασε τον Μεσσία τους.

Αλλά και ο ιστορικός Σουητώνιος (γράφει περίπου μεταξύ 100- 125 κ. ε), αναφέρει ότι ο Κλαύδιος (41- 54 κ. ε) έδιωξε όλους τους Ιουδαίους από τη Ρώμη επειδή προκαλούσαν συνεχώς ταραχές, υποκινούμενοι από κάποιον Chresto. Γράφει: «Indaeos impulsore Chresto assidue tumultuantis Roma expulit». Όμως, δεν θα μπορούσε να αναφέρεται στον Ιησού καθώς η δράση του δεν τοποθετείται επί εποχής Κλαυδίου αλλά όταν ήταν έπαρχος ο Πόντιος Πιλάτος (26- 36 κ. ε). Υπάρχει διαφορά τουλάχιστον πέντε χρόνων. Επίσης, όπως μας λένε τα ευαγγέλια, το όνομά του δεν ήταν «Χριστός», αλλά Ιησούς. Το «Χριστός» δεν είναι κύριο όνομα, αλλά ιδιότητα. Δείχνει εκείνον που έχει χριστεί διά ελαίου, όπως έχριαν οι Εβραίοι τους βασιλείς τους και τους προφήτες τους. Εάν συνυπολογίσουμε ότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να προέρχονται από σύγχρονους του Ιησού, ότι επιχειρήθηκε πλαστογραφία στον Ιώσηπο, ότι οι υπόλοιπες προβαλλόμενες μαρτυρίες (στο άρθρο που παραπέμπει ο κος Τσινικόπουλος) δεν προέρχονται από εθνικούς συγγραφείς συγχρόνους του Ιησού (όπως θα περίμενε κανείς), αλλά είτε από χριστιανούς συγγραφείς είτε από μεταγενεστέρους, τότε ο αριθμός των «τριάντα και πλέον συγγραφέων» ξεφουσκώνει.

Όμως, ακόμα ανάμεσα και σε αυτές τις χριστιανικές πηγές, δεν λείπουν τα σημεία εκείνα που προκαλούν έκπληξη και απορία. Και αναφέρομαι σαφώς στα στοιχεία που μαρτυρούν ιστορικότητα. Για παράδειγμα, ο απολογητής Αθηναγόρας που δραστηριοποιείται κατά τον δεύτερο μεταχριστιανικό αιώνα. Γράφει σχετικά ο πατρολόγος Στυλιανός Παπαδόπουλος: «Στην αρχή της “Πρεσβείας” του σημειώνει ότι θα πληροφορήσει τα αφορώντα στους χριστιανούς. Εν τούτοις απουσιάζει κάθε τι περί του Χριστού και του έργου του (ακόμη απουσιάζει και το όνομα Χριστός)…» (Πατρολογία, τ. Ά, σ. 272). Ίδια απορία και για τον Θεόφιλο, επίσκοπο Αντιοχείας που δραστηριοποιείται επίσης κατά τον δεύτερο αιώνα. Γράφει ο ίδιος καθηγητής στο ίδιο έργο ότι «κινείται στα περιθώρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως και να μην αναφέρεται ούτε στο έργο ούτε στο πρόσωπο ούτε καν στο όνομα του Χριστού. Το όνομα Χριστιανός δεν οφείλεται στο Χριστό, αλλά στο ότι χριόμεθα έλαιον θεού» (ο. π. σ. 280). Αλλά και ο Ειρηναίος της Λυών, αναφέρει ότι ο Ιησούς έζησε μέχρι τα πενήντα του! Αυτό αναφέρεται στο δεύτερο βιβλίο «Κατά αιρέσεων», στο δεύτερο κεφάλαιο. Σχολιάζοντας την περικοπή από το «κατά Ιωάννην» (κεφ. 8, στ.54-57), που οι Ιουδαίοι λένε στον Ιησού: «Πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας;», γράφει: «Για εκείνους που ήθελαν να τον καταδικάσουν ως ψεύτη, δεν θα του πρόσθεταν χρόνια σ’ αυτό που έβλεπαν να έχει φτάσει, αλλά αναφέρουν μια περίοδο κοντά στην πραγματική του ηλικία… Εκφράσανε αυτό που είδαν».

Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην απόδειξη της ιστορικότητος του Ιησού με στοιχεία και αποδείξεις χρονολογικές. Διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνουν τα ευαγγέλια, ο Ιησούς γεννήθηκε όταν βασίλευε ο Ηρώδης τουλάχιστον δύο έτη πριν πεθάνει. Δηλαδή, γεννήθηκε μεταξύ 4- 6 π.κ.ε. Ενώ πέθανε επί Ποντίου Πιλάτου που ήταν έπαρχος στην Ιουδαία από το 26- 36 κ.ε. Άρα, ο Ιησούς πεθαίνει μεταξύ 30- 42 ετών (κατά τον «Ματθαίο). Κατά τον «Λουκά» όμως, γεννιέται ενώ ήταν διοικητής της Συρίας ο Κυρήνιος. Αυτό συνέβη το 7 κ.ε. Άρα, το εύρος μεταβάλλεται. Ο Ιησούς πεθαίνει το πολύ στα 29! Βέβαια, αν υπεισέλθει κανείς σε ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία των ευαγγελίων, το πράγμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να τα δει αναλυτικά στο βιβλίο του κου Κ. Θεοδωρίδη, «Η Απάτη των ευαγγελίων».

Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, περιττεύει νομίζω, κάθε συζήτηση για το αν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε πραγματική αντιπαραβολή… μεταξύ ενός ιστορικά γνωστού προσώπου, και ενός αναπλασμένου από τη φαντασία, σαν του Απολλώνιου. Αλλ’ ακόμη, αν κάνουμε τον κόπο να μπούμε πιο βαθιά, θα διαπιστώσουμε ότι οι προβαλλόμενες ομοιότητες είναι ελάχιστες και εξηγήσιμες. Οι δε διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών, είναι τεράστιες και αγεφύρωτες, όπως άλλωστε, παρόμοιες διαφορές υπάρχουν μεταξύ του Χριστού και όλων των αρχαίων Ελλήνων σοφών. Αναφέρω μερικές απ’ αυτές, τις σπουδαιότερες.

Είναι από τα ελάχιστα σημεία του άρθρου που με βρίσκει σύμφωνο. Δηλαδή, με την άποψη ότι οι ομοιότητες είναι ελάχιστες και ότι οι διαφορές είναι τεράστιες και αγεφύρωτες. Με τη διαφορά όμως ότι είναι υπέρ του Απολλωνίου και όχι υπέρ του Ιησού.

1) Σύμφωνα με τα θρυλούμενα κι αναφερόμενα για τον Απολλώνιο, ο νεοπυθαγόρειος αυτός σοφός, έζησε σαν ασκητής με αυστηρή πειθαρχία αποφεύγοντας το κρέας και το κρασί, τον έρωτα και το σεξ, ζώντας σύμφωνα με τις πυθαγόρειες αρχές και κανόνες διαβίωσης. Ο από Ναζαρέτ Ιησούς, όμως, παρόλον που μερικοί σήμερα τον θέλουν φυτοφάγο γιατί είναι οι ίδιοι, και έτρωγε κρέας και έπινε κρασί (Ματθ. 11:19), ευλόγησε τον οίνο στην Κανά της Γαλιλαίας, και κατηγορήθηκε από τους Φαρισαίους ως «υιός φάγος και οινοπότης ως φίλος των πορνών και των τελωνών», σε αντίθεση με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, που ήταν όντως ασκητής. Επίσης, παρόλο που ο Ιησούς δεν νυμφεύτηκε, δεν ζούσε ασκητικά αλλά απολάμβανε τις χαρές της ζωής, διέθετε χιούμορ, μετείχε σε κοινωνικά δρώμενα, είχε μαθήτριες, ευλόγησε το γάμο και τα παιδιά, και αποδεχότανε την σαρκική σεξουαλική ένωση («ό ο θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω», και, «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν, ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά σαρξ μία». Ματθ. 19:5-6, Μάρκος 10:7, 13-16). Μεγαλύτερη διαφορά στον τρόπο ζωής των δύο ανδρών, δε θα μπορούσε να υπάρχει.

Ο Απολλώνιος αφού δέχονταν την διδασκαλία της μετενσαρκώσεως, επόμενο ήταν να μην καταναλώνει κρέας σεβόμενος την ζωή. Όσον αφορά τον οίνο, «καθαρόν μεν έφασκε είναι πώμα», αλλά «τη του νου συστάσει διαθολούντα τον εν τη ψυχή αιθέρα» (Τα ες τον Τυανέα, Α΄, VIII). Σε κάποιο σημείο λέει στον Δάμι· «Όσα σου είπα Δάμι, είναι για μένα, γιατί δεν μπορώ να σε αποτρέψω να πιείς απ’ αυτό το κρασί ούτε στους συνοδούς μας. Θα σας επέτρεπα μάλιστα να φάτε και κρέας, γιατί δεν βλέπω σε τι θα σας ωφελούσε η αποχή από αυτά, σε μένα όμως δεν επιτρέπεται γιατί από παιδί ορκίστηκα να ζω ως φιλόσοφος» (ο. π. Β΄, VII).

Όσον αφορά τον έρωτα και το σεξ, ο Απολλώνιος δεν μετείχε διότι θεωρούσε ότι ήταν άλλη η αποστολή του. Πουθενά δεν κατέκρινε αυτή την φυσιολογική δραστηριότητα του ανθρώπου. Ωστόσο, αυτό δεν είναι μέρος των πυθαγορείων αρχών, αφού βλέπουμε τον ίδιο τον Πυθαγόρα να είναι νυμφευμένος με την Θεανώ και έχουν και παιδιά (βλ. Λεξικό Σούδα). Όσον αφορά τις τροφές που έπρεπε να μην τρώει ένας Ιουδαίος, είναι καταγεγραμμένες στην Πεντάτευχο, την οποία ακολουθούσε και ο Ιησούς. Οι βάσεις όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν φιλοσοφικές. Μια από τις αποδείξεις είναι ότι ο νόμος επέτρεπε τη βρώση του αρνιού, αλλά απαγόρευε του χοιρινού. Όσον αφορά το ζήτημα του οίνου, ο Ιουστίνος γράφει στον «Διάλογο προς Τρύφωνα», ότι ο Ιησούς είναι «προσδοκία των εθνών», όπως αναφέρεται (υποτίθεται προφητικά) στο κεφάλαιο 49 της «Γενέσεως», στίχοι 8-12. Μέσα στην υποτιθέμενη προφητεία (που φυσικά δεν εκπληρώθηκε, διότι υπήρξαν περίοδοι που έλειψε ο άρχων από Ιούδα), υπάρχει και η συνέχεια που λέει: «χαροποί οι οφθαλμοί αυτού από οίνου». Ενδιαφέρον! Διότι σύμφωνα με την «προφητεία», ο Μεσσίας θα το «έτσουζε» ολίγον. Σχετικά με το χιούμορ, αναφέρεται πολλές φορές στον βίο του Απολλωνίου, ότι ο Απολλώνιος και γέλασε, και αστειεύτηκε. Για να καταλάβουμε πόσο εύχαρις ήταν, μας παραδίδει ο Φιλόστρατος για την περίοδο των πέντε ετών που τηρούσε την άσκηση της πυθαγόρειας σιωπής: «Όσο καιρό τηρούσε σιωπή, δεν ήταν άχαρος στις συναναστροφές του, αλλά μιλούσε με την έκφραση των ματιών του και με τα νεύματα των χεριών και του κεφαλιού. Ούτε φαινόταν αμειδής και σκυθρωπός» (ο. π. Α΄, XIV). Αντιθέτως κατά τα ευαγγέλια, ο Ιησούς ποτέ δεν γέλασε. Γράφει ο Νικόδημος ο αγιορείτης: «Επομένως, ποιό συμπέρασμα εξάγουμε από αυτή την απορία; Ότι, όχι η εμπαθής ιδιότητα του γέλιου, αλλά η ιδιότητα του κλάματος είναι ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου και για αυτό ο Κύριός μας, εκείνο όχι μόνο δεν το εφάρμοσε ο ίδιος, αλλά εμπόδισε με απειλή και τους άλλους λέγοντας· “Αλλοίμονο σε σας που τώρα γελάτε γιατί θα πενθήσετε και θα κλάψετε”» («Περί της φυλακής των πέντε αισθήσεων», σ. 107). Στο ίδιο έργο αναφέρεται επίσης: «Οι θεολόγοι, ορίζοντας τον Χριστό κατά την ανθρώπινη φύση ότι είναι λογικό ον, δεν προσθέτουν ότι έχει και την ιδιότητα του γέλιου· επειδή αυτό δεν αποκαλύφθηκε από τις Γραφές» (ο. π. σ. 108).

Όσον αφορά την ύπαρξη μαθητριών του Ιησού, το «κατά Λουκάν» είναι σαφέστατο ως προς την αιτία: «και έτεραι πολλαί αίτινες διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς» (8:3). Οικονομικά τα κίνητρα, λοιπόν! Αντιθέτως, ο Απολλώνιος ούτε ζήτησε χρηματικές συνδρομές, ούτε διατηρούσε ταμείο από το οποίο να επωφελούνταν και ο ίδιος, όπως ο Ιησούς με τους μαθητές του (βλ. «κατά Ιωάννην», 13. 27-30). Σχετικά με την οικογένεια, να τι γράφει σε επιστολή του ο Απολλώνιος: «Τα παιδιά σας χρειάζονται τους γονείς τους, οι νέοι τους γέροντες, οι γυναίκες τους άνδρες» (επιστολή 33). Σε αντίθεση με τον Ιησού, όπως θα δούμε παρακάτω. Πράγματι, «Μεγαλύτερη διαφορά στον τρόπο ζωής των δύο ανδρών, δε θα μπορούσε να υπάρχει».

Ο Ιησούς καταδικάζει τον έρωτα και ταυτόχρονα το σώμα εξισώνοντας την έλξη του ωραίου με την…μοιχεία, απειλώντας –κατά το σύνηθες- με μεταθανάτιες τιμωρίες! «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ• συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ• συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν» («Κατά Ματθαίον», 5:28-30).

2) Ο Απολλώνιος, πάντα κατά τα αναφερόμενα, ζούσε με μυστικιστικό τρόπο. Επέβαλε κατ’ αρχάς στον εαυτό του 5ετή σιγή, όπως ήθελαν οι αρχές του Πυθαγορισμού και σ’ όλη του τη ζωή ζούσε εν σιγή ως μυστικιστής, και εσωτεριστής. Ο Ιησούς, αντίθετα, έζησε φυσιολογικά μέχρι τα τριάντα του στη Ναζαρέτ εργαζόμενος ως τέκτων (Ματθ. 13:54, Μαρκ. 6:1-3) και μετά τα 30, και επί τριάμισι χρόνια, κήρυττε μαζί με τους μαθητές του στα χωριά και σε πλατείες και σε λόφους και ακροθαλασσιές, το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών. Και τους έδωσε οδηγίες πώς να κηρύττουν κι αυτοί με απλότητα (Ματθ. 10:5-15). Σε μια περίπτωση, μάλιστα, είπε: «Όσα ακούσετε από εμένα ιδιαιτέρως, κηρύξατέ το δημοσία. Κι αυτό που ακούτε μυστικά στο αυτί, κηρύξτε το στις ταράτσες, ώστε να το ακούσουν όλοι» (Ματθ. 10:27). Αργότερα, είπε ότι το ευαγγέλιό του και η διδασκαλία του θα έπρεπε να διακηρυχτούν σ’ όλα τα έθνη φανερά (Ματθ. 24:14, 28:18).

Πουθενά δεν αναφέρουν τα κανονικά ευαγγέλια ότι ο Ιησούς έζησε στην Ναζαρέτ εργαζόμενος ως τέκτων, έως τα τριάντα του. Αυτό που αναφέρουν είναι ότι εργάστηκε ως τέκτων. Το πόσα χρόνια, είναι άγνωστο στοιχείο. Αυτό όμως που προκαλεί έντονη εντύπωση, είναι ότι ο Παύλος αγνοεί φυσιογνωμικά τον Ιησού και τη δράση του, αν και μαθήτευσε στην Ιερουσαλήμ κοντά στον φημισμένο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ. Πουθενά δεν εμφανίζεται στα ευαγγέλια. Ας δεχτούμε όμως χάριν οικονομίας, ότι μέχρι τα τριάντα του ήταν στην Ναζαρέτ. Μετά τα τριάντα όμως, τι έκανε, πάντα κατά τα ευαγγέλια; Πήρε μαζί του και αποχώρησε από τις οικογένειές τους ανθρώπους που ως τότε εργάζονταν, και τους έκανε να αφήσουν τις εργασίες τους. Άρα, τον βιοπορισμό τους. Να γιατί δημιούργησαν ένα κοινό ταμείο όπου μάζευαν χρήματα από τους αφελείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Πέτρος, ο οποίος άφησε την αλιεία και την οικογένειά του, καθώς αναφέρεται ότι είχε πεθερά την οποία θεράπευσε ο Ιησούς! Μάλιστα, να τι τους είχε υποσχεθεί ο Ιησούς: «τότε αποκριθείς ο Πέτρος είπεν αυτώ· Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμεν σοι τι άρα έσται ημίν; Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντες μοι εν τη παλιγγενεσία όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. Και πας όστις ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» («Κατά Ματθαίον», 19.27-29). Ο ορισμός της ιδιοτέλειας μεταξύ δασκάλου-μαθητού. Πώς θα σας φαίνονταν αν ο σύζυγός σας ή η σύζυγός σας, σας άφηνε με τα παιδιά, και συντασσόταν με μια ομάδα ανθρώπων οπλοφορούντων, που διακήρυτταν ότι οσονούπω έρχεται η συντέλεια του αιώνος και η βασιλεία του Θεού; Όταν ο Ιησούς αργότερα θα τους πει να πουλήσουν ότι έχουν και δεν έχουν και να αγοράσουν μάχαιρα, εκείνοι του αποκρίθηκαν ότι υπάρχουν δύο. Και ο Ιησούς τους απάντησε ότι είναι αρκετό. Πράγμα που σημαίνει ότι οι περισσότεροι οπλοφορούσαν. Αργότερα βλέπουμε τον Πέτρο να βγάζει το μαχαίρι του, και να κόβει το αφτί του Μάλχου, υπερασπιζόμενος τον κύριό του κατά τη σύλληψή του. Η αποστολή των μαθητών ήταν να τρώνε και πίνουν ότι θα τους παρέθεταν τα ανυποψίαστα θύματα: Στο «κατά Λουκάν» αναφέρεται: «εν αυτή δε τη οικία μένετε εσθίοντες και πίνοντες τα παρ’ αυτών· άξιος γαρ ο εργάτης του μισθού αυτού εστίν· μη μεταβαίνετε εξ οικίας εις οικείαν και εις ην δ’ αν πόλιν εισέρχησθε και δέχωνται υμάς εσθίετε τα παρατιθέμενα υμίν» (10.7-8). Είναι και αυτά μέσα στις οδηγίες…

Και συμφωνώ και πάλι ότι «Μεγαλύτερη διαφορά στον τρόπο ζωής των δύο ανδρών, δεν θα μπορούσε να υπάρχει». Αυτά, κατά τους χριστιανούς, είναι…φυσιολογικά πράγματα.

Στην συνέχεια του άρθρου υποστηρίζεται ότι ο Ιησούς δεν είχε στοιχεία νεοπυθαγορικού μυστικισμού. Δεν έχω παρά να συμφωνήσω, και να επαυξήσω παραθέτοντας χωρίο που επικυρώνει τον ισχυρισμό: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» («Κατά Ματθαίον», 5.3).

Έπειτα, περνάει στο θέμα της «βασιλείας των ουρανών». Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι «Η βασιλεία αυτή εμφανίζεται στα Ευαγγέλια, ως παρούσα (στο πρόσωπο του Ιησού) και ως μέλλουσα, εσχατολογικά». Το ζήτημα είναι τεράστιο και καθοριστικό -κατά την άποψή μου- όσον αφορά την ανάδειξη της πλάνης του Χριστιανισμού (και) στο εσχατολογικό κομμάτι. Για περισσότερες λεπτομέρειες, παραπέμπω στα άρθρα «Η πλάνη και η απάτη της χριστιανικής εσχατολογίας – Μέρος Α΄ και Μέρος Β΄», όπου υπάρχει πλήρης τεκμηρίωση ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Στην συνέχεια, ο κος Τσινικόπουλος, αναφέρει ορθά ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της διδασκαλίας της μετεμψύχωσης και της ανάστασης. Δεν είναι όμως στα πλαίσια του άρθρου να εξηγηθούν οι φιλοσοφικό- θρησκευτικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται. Ωστόσο, δεν είναι πρωτάκουστη. Ως απόδειξη για το εσφαλμένο της θέσεως του συγγραφέα ότι η διδασκαλία της ανάστασης «και δεν έχει καμιά σχέση βέβαια με τις μυθολογικές νεκραναστάσεις θεών της φύσης (Άδωνις, Διόνυσος, Άττις), που λάτρευαν οι εθνικοί», επικαλούμαι όσα ισχυρίζεται ο Ιουστίνος: «Ιησούν Χριστόν τον διδάσκαλον ημών, και τούτον σταυρωθέντα και αποθανόντα και αναστάντα ανεληλυθέναι εις τον ουρανόν, ου παρά τους παρ’ υμίν λεγομένους υιούς τω Διί καινόν τι φέρομεν» (Ά Απολογία, 21.1). Άρα, όχι μόνο ήταν γνωστά από την μυθολογία, τόσο η σταύρωση, όσο και η ανάσταση και η ανάληψη, αλλά ο Xριστιανισμός δεν έφερε κάτι νέο!

Στην συνέχεια, η σύγκριση μεταφέρεται στο επίπεδο των θαυμάτων. Υποτίθεται ότι τα θαύματα του Απολλωνίου έγιναν προς εντυπωσιασμό, σε αντίθεση με εκείνα του Ιησού που «είναι άρρηκτα δεμένα με τη διδασκαλία του». Όμως, τι ακριβώς δίδαξε ο Ιησούς όταν παραβρέθηκε στο γάμο στην Κανά, και μετέτρεψε το νερό σε κρασί; Προσέξτε τι αναφέρεται στο «κατά Ιωάννην»: «Ταύτην ἐποίησεν τὴν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσεν τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ» (2:11). Είναι η αρχή των σημείων του Ιησού, δια των οποίων φανέρωσε την δόξα του και πίστεψαν σε αυτόν οι μαθητές του. Δηλαδή, δεν τους έπεισε με την διδασκαλία, αλλά με τα σημεία! Βλέπουμε εδώ, ότι τα σημεία δεν έρχονται να επιβεβαιώσουν την αλήθεια της διδασκαλίας, αλλά να πείσουν! Αλλά θα ήθελα να σταθώ σε κάτι ουσιαστικότερο. Στις αντιφάσεις που υπάρχουν στις σχετικές αναφορές των ευαγγελιστών. Στο προαναφερόμενο παράδειγμα, ο Ιησούς παρουσιάζεται να είναι στον γάμο, ενώ στα συνοπτικά ευαγγέλια είναι στην έρημο και πειράζεται υπό του σατανά. Άλλο παράδειγμα, η θεραπεία του λεπρού, που σύμφωνα με τον «Ματθαίο» (αυτόπτης του Ιησού), γίνεται αμέσως μετά από την επί του όρους ομιλία. Όμως, σύμφωνα με τον «Λουκά», ο οποίος μας διαβεβαιώνει ότι οι πληροφορίες του προέρχονται από αυτόπτες, λέει ότι έγινε πριν από αυτήν. Ακόμα, ο Ιησούς πηγαίνει στο σπίτι του Πέτρου για να θεραπεύσει την πεθερά του, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη («κατά Μάρκον» 1.29), ενώ σύμφωνα με το «κατά Λουκάν» τους γνώρισε μετά την συγκεκριμένη θεραπεία (4.38- 39/ 5.10-11). Οι τρείς συνοπτικοί γράφουν ότι το σπίτι όπου έγινε αυτή η θεραπεία (και ήταν του Πέτρου) βρίσκονταν στην Καπερναούμ. Ο «Ιωάννης» όμως μας λέει ότι η πόλη που έμενε ο Πέτρος ήταν η Βηθσαϊδά (1.45). Αν λοιπόν κανείς προχωρήσει σε συγκρίσεις, θα διαπιστώσει αντιφάσεις στον χρόνο, τον τόπο, και τα πρόσωπα που εμπλέκονται στα ίδια περιστατικά θαυμάτων. Εκτός αυτών, τα θαύματα που υποτίθεται ότι έκανε ο Ιησούς είναι αναρίθμητα κατά τον «Ιωάννη»: «Ἔστιν δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὃσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία ἀμήν» (21:25). Σε πλήρη αντίθεση, αναφέρονται ελάχιστα στον βίο του Απολλωνίου.

Αναφέρονται και μαρτυρούνται τα θαύματά του, όχι μόνο από τους 4 ευαγγελιστές αλλά και από τον απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. 15:3-8, Εβρ. 2:4) τον απόστολο Πέτρο (Πράξ. 2:22-23, Β’ Πέτρου 1:16-18) τον Ιουδαίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο (Αρχαιότητες, XVIII 3 § 3) που αποκαλεί τον Ιησού «ποιητή θαυμαστών έργων», το Ταλμούδ (Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, Σάνχεδρίν 43α, Ταναΐμ), τους απολογητές του 2ου μ.Χ. αι. Ιουστίνο και Κοδράτο (Διάλογος με τον Τρύφωνα, και Ευσεβίου, Εκκλησιαστική ιστορία IV, 3) αλλά και από τους χριστιανομάχους εθνικούς Κέλσο (Ο Αληθής Λόγος, Ωριγένης κατά Κέλσου, βιβλία Ι 34, 37 και ΙΙ) και Ιουλιανό (Κατά Γαλιλαίων, Λόγος Α’, 191ε).

Αν υπάρχουν αντιφάσεις στα ίδια τα ευαγγέλια, τότε τ;i να μας πουν όσοι από τους μεταγενεστέρους απολογητές απλά τα αναπαράγουν; Η δε αναφορά στον Ιώσηπο, προέρχεται από ένα χαλκευμένο χωρίο (από τον Ευσέβιο), στο οποίο ο Ιησούς αναφέρεται ως «Χριστός», δηλαδή αναγνωρίζεται ως ο προφητευόμενος Μεσσίας, από τον Ιουδαίο Ιώσηπο! «γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς, σοφὸς ἀνήρ, εἴ γε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή. ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν τῶν Ἰουδαίων, πολλοὺς δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο. ὁ Χριστὸς οὗτος ἦν, καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ᾿ ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου, οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες• ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν, τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένων οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον». Σχετικά με το Ταλμούδ, δυστυχώς δεν το διαθέτω και έτσι δεν μπορώ να ελέγξω την ορθότητα όσων γράφει ο κος Τσινικόπουλος. Για να παραπέμπει όμως εκεί, σημαίνει ότι το διαθέτει. Για αυτό, θα τον παρακαλέσω πολύ να παραθέσει τα ακριβή λόγια.

Ο δε Κέλσος, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να παίρνει τα θαύματα ως «υπόθεση εργασίας». Δεν τα παραδέχεται στην πραγματικότητα. Δυστυχώς, δεν έχουμε αυτούσιο το έργο του Κέλσου παρά μόνο έμμεσα από την αναίρεση που επιχείρησε ανεπιτυχώς ο Ωριγένης (μετά το θάνατο του Κέλσου… ). Γράφει ο Ωριγένης για τον Κέλσο: «Εξής δε τούτοις ο Κέλσος, υπιδόμενος τα επιδειχθησόμενα υπό του Ιησού γεγενημένα μεγάλα, περί ων ολίγα από πολλών ειρήκαμεν, προσποιείται συγχωρείν αληθή είναι, όσα περί θεραπειών, ή αναστάσεως, ή περί άρτων ολίγων θρεψάντων πολλούς αναγέγραπται, αφ’ ων λείψανα πολλά καταλέλειπται, ή όσα άλλα οίεται τερατευσάμενος τους μαθητάς ιστορηκέναι» (PG τ. 11, σ. 788 ). Ο δε Ιουλιανός, κινείται κατά τον ίδιο τρόπο. Στο συγκεκριμένο χωρίο που μας παραπέμπει ο κος Τσινικόπουλος, γράφει: «Ο δε Ιησούς αναπείσας το χείριστον των παρ’ υμίν, ολίγους προς τοις τριακοσίοις ενιαυτοίς ονομάζεται, εργασάμενος παρ’ ον έζη χρόνον ουδέν ακοής άξιον, ει μη τις οίεται τους κύλλους και τυφλούς ιάσασθαι και δαιμονώντας εξορκίζειν εν Βησθαιδά και εν Βηθανία ταις κώμαις των μεγίστων έργων είναι». Δεν έκανε τίποτα άξιο ακοής, εκτός και αν κάποιος νομίζει ότι έπραξε τα όσα του αποδίδονται. Και λίγο παρακάτω, συνεχίζει αναφερόμενος στον Ιησού και στον Παύλο: «ηγάπων, γαρ, ει θεραπαίνας εξαπατήσουσι και δούλους και δια τούτων τας γυναίκας άνδρας τε, οίους Κορνήλιος και Σέργιος. Ων εις εάν φανή των τηνικαύτα γνωριζομένων επιμνηθείς- επί Τιβερίου γαρ ήτοι Κλαυδίου ταύτα εγίνετο, περί πάντων ότι ψεύδομαι νομίζετε». Δυστυχώς, και πάλι δεν έχουμε ατόφιο το έργο του Ιουλιανού, αλλά μια πετσοκομμένη ανασύνθεση (κατά την ομολογία του ίδιου του Κυρίλλου Αλεξανδρείας!) από τους λόγους «κατά Ιουλιανού».

Τα θαύματα άλλωστε, του Ιησού, δεν ήταν αυτοσκοπός. Δεν γινόταν για να προκαλέσουν απλά και μόνο κατάπληξη ή δέος στους παρευρισκομένους. Ήταν έργα, και σημεία όπως λέγονται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (10:38, 7:31), σημεία, για ν’ ανοίξει η διάνοια των αποδεκτών και να καταλάβουν ότι αυτός που τα διενεργούσε ήταν ο υποσχεμένος μεσσίας, «υιός θεού εν δυνάμει», και ότι μπορεί να επιτελέσει αυτά που υποσχότανε στο μέλλον (Ιωάν. 5:28). Γι’ αυτό, κι αρνήθηκε ο ίδιος να κάνει καταχρηστική άσκηση της θαυματουργικής δύναμής του (Ματθ. 4:3-7), και να κατεβεί απ’ τον σταυρό για να ικανοποιήσει ιδιοτελείς επιθυμίες ή να εξαναγκάσει κάποιους να τον πιστέψουν (Ματθ. 27:40-42).

Αν δεν ήταν αυτοσκοπός, τότε γιατί τα προβάλει ως επιχείρημα προκειμένου να κατακρίνει τις πόλεις και τις περιοχές όπου δεν μετανόησαν, δηλαδή δεν πείστηκαν από αυτόν; Και μάλιστα, τις απειλεί κιόλας! «Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ ὅτι οὖ μετενόησαν• Οὐαί σοι Χοραζίν, οὐαί σοι Βηθσαϊδάν• ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ μετενόησαν πλὴν λέγω ὑμῖν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ ὑμῖν καὶ σύ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ• ὅτι εἰ ἐν Σοδόμοις ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν σοί ἔμειναν ἂν μέχρι τῆς σήμερον πλὴν λέγω ὑμῖν ὅτι γῇ Σοδόμων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ σοί» («Κατά Ματθαίον», 11:20-24).

Σύμφωνα με όσα γράφονται στο Δευτερονόμιον, ο πιστός Ιουδαίος δεν θα έπρεπε να παρασυρθεί από τα θαυματουργά σημεία προφητών. «Εάν δε αναστή εν σοι προφήτης ή ενυπνιαζόμενος ενύπνιον και δω σοι σημείον ή τέρας και έλθη το σημείον ή το τέρας ο ελάλησεν προς σε λέγων· πορευθώμεν και λατρεύσωμεν θεοίς ετέροις ους ουκ οίδατε, ουκ ακούσεσθε των λόγων του προφήτου εκείνου ή του ενυπνιαζομένου το ενύπνιον» (Δευτερονόμιο, 13.1- 3). Σε καμία των περιπτώσεων δεν θα έπρεπε ο Ιουδαίος να βγει έξω από τη διδασκαλία. Όταν λοιπόν ο Ιησούς ισχυρίζονταν ότι ήταν ο Μεσσίας χωρίς να εκπληρώνει τίποτα από όσα θα έπρεπε, εάν κάποιος τον ακολουθούσε, θα σήμαινε ότι εκτρέπεται από την πίστη. Αυτό που ήθελαν οι Ιουδαίοι, δεν ήταν τα σημεία-θαύματα κάποιου, αλλά να δουν την εκπλήρωση των μεσσιανικών προφητειών που βρίσκονται στα βιβλία των Γραφών, και που ήθελαν τον Μεσσία ως στρατιωτικό εθνικό τους απελευθερωτή. Πρέπει λοιπόν να κατηγορήσουμε τους Ιουδαίους που απλά υπάκουσαν στις πατρικές τους διδασκαλίες και δεν ακολούθησαν έναν πλάνο; Οι Ιουδαίοι μάλιστα του ζήτησαν ένα σημείο, σημάδι από την διδασκαλία ότι είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Μάλιστα τον αποκάλεσαν «Διδάσκαλο», κάτι που δείχνει ότι ήταν καλοπροαίρετοι. Ο Ιησούς όμως τους αποκάλεσε «πονηρούς», και τους έδωσε έναν «προφητικό τύπο». Τους είπε ότι θα μπει στην καρδιά της γης για τρία μερόνυχτα, όσο παρέμεινε και ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους. Και κατά το σύνηθες, τους απείλησε ότι θα κατακριθούν κατά την τελική Κρίση! («Κατά Ματθαίον», 12:38-42). Ωστόσο, ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ ενταφιασμού και ανάστασης του Ιησού, είναι πολύ λιγότερο από τρία μερόνυχτα.

6) Οι αναφερόμενες προγνώσεις του μέλλοντος από τον Απολλώνιο δεν έχουν καμιά σχέση με τις αληθινές προφητείες του μέλλοντος από τον Ιησού. Αν πιστέψουμε στα υπό του Φιλόστρατου λεγόμενα, ήταν απλές μαντείες, ή προγνώσεις ενός σοφού παρατηρητή γεγονότων, που θα μπορούσε να κάνει οιοσδήποτε άλλος. Οι αναφερόμενες προβλέψεις του Απολλώνιου, είναι γενικές, αόριστες και ανεπιβεβαίωτες.

Ας δούμε λοιπόν δειγματοληπτικά, συγκεκριμένες περιπτώσεις προφητειών που αποδίδονται στον Ιησού. Ο Ιησούς προφήτευσε ότι η γενεά εκείνη θα έβλεπε όλα όσα τους αναφέρει στα λεγόμενα «εσχατολογικά» κεφάλαια των τριών συνοπτικών κανονικών ευαγγελίων. «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ πάντα ταῦτα γένηται» («Κατά Μάρκον» 13.30/ «Κατά Ματθαίον» 24.34/ «Κατά Λουκάν» 21. 32). Προφήτευσε όμως και πράγματα σχετικά με τους μαθητές, τα οποία δεν συνέβησαν ποτέ. Για παράδειγμα, είπε ότι κάποιοι από αυτούς που τον άκουγαν, δεν θα πέθαιναν μέχρι να έρθει η βασιλεία του θεού. «λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων οἳ οὐ μὴ γεύσονται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ» («Κατά Λουκάν» 9.27/ «Κατά Μάρκον» 9.1/ «Κατά Ματθαίον» 16.28). Οι θεολόγοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα πράγματα και να μην φανεί ότι ο Ιησούς ψευδοπροφήτευσε, λένε ότι ο Ιησούς εννοούσε την μεταμόρφωσή του στο όρος Θαβώρ. Διότι μετά από αυτά τα λόγια, οι ευαγγελιστές προχωρούν σε εκείνη την διήγηση. Αν όμως αυτή η ερμηνεία ήταν ορθή, τότε θα έπρεπε πριν την μεταμόρφωση να είχαμε την απώλεια κάποιων από αυτούς, εφόσον «τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων» δεν θα πέθαιναν (άρα, κάποιοι άλλοι θα πέθαιναν). Δεν είχαμε καμία! Το χωρίο αναφέρεται σαφώς σε μελλοντικό χρόνο, όχι όμως τόσο μακρινό, εφόσον κάποιοι από αυτούς θα έβλεπαν την βασιλεία ζωντανοί.

Έτσι, αν δεχθούμε τα υπό του Φιλόστρατου, ο Απολλώνιος, προείπε τον λοιμόν της Εφέσου, αλλά αυτός ήταν αναπόφευκτος για ένα παρατηρητικό, βλέποντας την αθλιότητα των κατοίκων και την άγνοια στοιχειωδών όρων ζωής. Αναφέρεται ακόμη ότι προέβλεψε τάχα το σεισμό της Σμύρνης, αλλά επρόκειτο μάλλον περί ευχής. Η πρόγνωσή του, για τη Ρώμη, «έσται τι μεγα κουκ εσται», είναι τόσο γενική και αόριστη, που θα μπορούσε ν’ αποδοθεί σ’ οποιοδήποτε γεγονός. Φαίνεται καθαρά ότι επρόκειτο για μαντεία.

Τα ζήτημα της μαντείας και πως αυτή συνδέεται με τον φιλοσοφικό λόγο και τα ελληνικά μυστήρια, είναι ζήτημα τεράστιο. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να μελετήσει τους πυθικούς διαλόγους του Πλουτάρχου και το «Περί Μυστηρίων» του Ιαμβλίχου. Εδώ, θα σχολιαστούν όσα συγκεκριμένα αναφέρει ο κος Τσινικόπουλος. Όσον αφορά λοιπόν τον λοιμό, πράγματι ο Απολλώνιος τον προέβλεψε πριν εκδηλωθεί. Αυτή η πρόγνωση στηρίχθηκε στην γνώση του παρόντος. Ο Φιλόστρατος είναι σαφής: «ξυνήκε μεν ο Απολλώνιος της προσβολής (εν. του λοιμού), ξυνείς δε προύλεγε πολλαχού τε των διαλέξεων…» (Τα ες τον Τυανέα, Δ΄, IV). Αυτή ακριβώς είναι μια από τις πολλές διαφορές μεταξύ «προφητείας» και «μαντείας». Ποιος είπε ότι στην μαντική τέχνη αποκλείεται η παρατήρηση και η λογική; Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι εξαντλείται εκεί. Γράφει ο Πλούταρχος στο «Περί του Ει του εν Δελφοίς»: «Ο θεός βέβαια (εννοεί τον Απόλλωνα) είναι μάντης και η μαντική τέχνη έχει να κάνει με το μέλλον με βάση δεδομένα παρόντα ή παρωχημένα, διότι κανενός πράγματος δεν είναι αναίτια η γένεση ούτε πέρα από τη λογική η πρόγνωση· επειδή σε όλες τις περιπτώσεις τα όσα έχουν γίνει και τα όσα θα γίνουν ακολουθούν αυτά που γίνονται και είναι συναρτημένα μαζί τους, σύμφωνα με διαδοχή που ξεκινά από την αρχή και τερματίζει στο τέλος, αυτός που ξέρει να συνδέει τις αιτίες μεταξύ τους σε ένα και να τις συμπλέκει σύμφωνα με τη φύση γνωρίζει και προλέγει τα όσα είναι, τα όσα θα είναι και τα πριν απ’ αυτά που είναι» (387 E). Άλλωστε, η μαντική καλείται «τέχνη», κάτι δηλαδή που εμπεριέχει «νου». Αυτό όμως δεν μπορούν να το κάνουν όλοι, αλλά μόνο οι οξυδερκείς. Για την περίπτωση του σεισμού της Σμύρνης, γράφει ο Φιλόστρατος ότι ο Απολλώνιος σήκωσε τον πανιώνιο κρατήρα και έκανε σπονδή. Πράγματι ευχήθηκε, αλλά η ευχή του ήταν πολύ συγκεκριμένη: «μηδέ τη γη κακόν εξ αυτής προσκωμάσαι, μηδ’ Αιγαίωνα σεσίχθονα τινάξαι ποτέ τας πόλεις». Και συνεχίζει ο Φιλόστρατος: «Τοιαύτα επεθείαζε προορών, οίμαι, τα χρόνοις ύστερον περί Σμύρναν περί Μίλητον περί τε Χίον και Σάμον και πολλάς των Ιάδων (δηλ. Ιώνων) ξυμβάντα». Ο Φιλόστρατος μας λέει την γνώμη του, δεν την επιβάλλει. Δεν μιλάει κατηγορηματικά (ο. π. Δ΄, VI). Όσο για τη φράση «έσται τι μεγα και ουκ εσται», να πω ότι δεν ήταν για τη Ρώμη αλλά για τον Νέρωνα. Γράφει ο Φιλόστρατος: «όταν δηλαδή έγινε κάποτε έκλειψη ηλίου που συνοδεύονταν από βροντή- κάτι που φαίνεται να συμβαίνει σπάνια στις εκλείψεις- σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε: ‘’έσται τι μέγα και ουκ έσται’’. Οι παρευρισκόμενοι θεώρησαν παράλογο αυτό που είχε ειπωθεί, όμως την τρίτη μέρα μετά την έκλειψη όλοι κατάλαβαν αυτά τα λόγια. Ο Νέρωνας καθόταν κι έτρωγε, όταν έπεσε κεραυνός στο τραπέζι κι έσπασε σε κομμάτια το κύπελλο που κρατούσε στα χέρια του και είχε φέρει κοντά στο στόμα του. Τότε ο Νέρων, εξαιτίας του γεγονότος ότι λίγο έλειψε να χτυπηθεί από κεραυνό, είπε ότι κάτι θα είχε συμβεί και δεν συνέβη» («Τα ες τον Τυανέα», Δ΄, XLIII).

Υπάρχει, βέβαια, και η τηλοψία του φόνου του Δομιτιανού από μέρους του, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει τι είπε και τι δεν είπε πραγματικά, αφού η μοναδική πηγή μας, ο Φιλόστρατος, γράφει 100 και πλέον χρόνια μετά, και βάζει στο στόμα του, αυτά που θέλει ο ίδιος; Τα ίδια, μπορούν να λεχθούν για την δήθεν ανάσταση και ανάληψή του στον ουρανό (Κιτρινιάρης, σελ. 91).

Όπως έχει ήδη αναλυθεί από το κείμενο, ο Φιλόστρατος μεταγράφει το κείμενο του Δάμιδος. Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να αμφισβητηθεί η μαρτυρία του. Ο Δίων ο Κάσσιος ο ιστορικός (155- 235 κ. ε) πάντως το αποδέχεται, αν και κάποιος- όπως λέει- θα το αμφισβητούσε χιλιάδες φορές: «This is what actually happened, though one should doubt it ten thousand times over» («Ρωμαϊκή Ιστορία», Επιτομή του βιβλίου LXVII, 67.18.2). Άλλωστε, αν κάποιος μελετήσει σχετικά με το φαινόμενο της τηλοψίας (travelling clairvoyance), θα διαπιστώσει ότι έχουν γίνει πειράματα, και σε αρκετές περιπτώσεις έχει αποδειχτεί πραγματική. Για παράδειγμα, στο βιβλίο «Psychic Warrior», ο Ντέιβιντ Μόρχαουζ, περιγράφει πως εκπαιδεύτηκε να χρησιμοποιεί την τηλοψία για κατασκοπία στον στρατό. Αν είναι να βαπτίζουμε κάθε τι που αγνοούμε τον τρόπο λειτουργίας του ως «ψέμα», τότε … καλή επιστροφή στα σκοτάδια του μεσαίωνα. Αν κάτι ισχύει, τότε μπορεί επίσης και να εξηγηθεί.

Σ’ αντίθεση μ’ όλα αυτά, ο Ιησούς αναγνωρίστηκε εξ’ αρχής ως αληθινός μεσσιανικός και εσχατολογικός «προφήτης εκ της Ναζαρέτ» (Λουκ. 24:19, Πράξ: 3:22, Εβρ. 1:1 επ.). Ο Ιησούς προφήτεψε και προέβλεψε γεγονότα κατά τρόπον ελέγξιμο μέχρι σήμερα, από οιονδήποτε καλόπιστο, τρίτο.

Ακριβώς και για αυτό διαψεύστηκε σε όλα όσα φέρεται ότι ισχυρίστηκε, όπως σχολιάστηκε παραπάνω. Και αυτό είναι επόμενο. Πως είναι δυνατόν να ξέρει ο Ιησούς το μέλλον και να το προφητεύει, από την στιγμή που λέει ότι ο μικρότερος σπόρος που υπάρχει είναι του σιναπιού («Κατά Ματθαίον», 13.32) ενώ στην πραγματικότητα το μέγεθος του σπόρου της παπαρούνας είναι πολύ μικρότερος; Πως είναι δυνατόν να ξέρει το μέλλον, από τη στιγμή που ο ίδιος φέρεται να δηλώνει άγνοια για την δεύτερη έλευσή του («Κατά Μάρκον», 13.32); Δυστυχώς για τους Χριστιανούς, ο Ιησούς αναγνωρίστηκε μόνο από όσους τον κατασκεύασαν ως «προφήτη». Επειδή ακριβώς δεν εκπλήρωσε τίποτα, για αυτό το λόγο ο Ισραήλ δεν τον αποδέχτηκε ποτέ ούτε ως Μεσσία, ούτε ως «προφήτη». Και όταν λέω ότι τον κατασκεύασαν ως τέτοιο, θα φέρω το παράδειγμα περί της υποτιθέμενης προφητείας του για την καταστροφή του Ναού και την άλωση της Ιερουσαλήμ. Υποτίθεται ότι τα ευαγγέλια διηγούνται την ιστορία του Ιησού, και ότι ο Ιησούς προλέγει πράγματα που θα συμβούν περίπου σαράντα χρόνια μετά. Η άλωση της Ιερουσαλήμ και η καταστροφή του Ναού τοποθετούνται στο 70 κ.ε. Όμως, ένα κεφάλαιο πριν από αυτά, στο κεφάλαιο 23 του «Κατά Ματθαίον» στίχοι 31-35, αναφέρεται η δολοφονία κάποιου Ζαχαρία γιού του Βαραχία, που τον σκότωσαν ανάμεσα στο Ναό και το θυσιαστήριο. Αυτά τα λόγια αποδίδονται στον Ιησού. Πράγματι, αυτό το γεγονός της δολοφονίας είναι ιστορικό, και αναφέρεται από τον Ιώσηπο στον «Ιουδαϊκό πόλεμο». Όμως, το περιστατικό αυτό τοποθετείται στο 69 κ. ε, σε εποχή μεταγενέστερη της υποτιθέμενης δράσης του Ιησού! Και ο Ιησούς το αναφέρει στους Φαρισαίους για να τους δείξει τις άδικες πράξεις τους. Εάν ο Ιησούς δραστηριοποιείται στο 30- 33 κ. ε, τότε πως είναι δυνατόν να αναφέρει στους Φαρισαίους μια γνωστή σε αυτούς και τετελεσμένη πράξη που τοποθετείται ιστορικά στο… 69 κ.ε.;

Ο Ιησούς υπήρξε όχι μόνον θαυμαστό αντικείμενο προφητείας —πάνω από 300 προφητείες και τυπολογίες έχουν επισημανθεί για το πρόσωπό του, που προφητεύουν τον χρόνο και τον τόπο της γέννησής του, την θεία του προέλευση, τη ζωή του, τη φύση του έργου του, τα θαύματά του, το θάνατό του και την ανάστασή του (βλ. π.χ. Γεν. 49:10, Ησαΐα 9:7, 7:14, Μιχ. 5:2, Ησ. 53, 1, 4, 8, Δανιήλ 9:1, 24, Ψαλμ. 2:2-9, 22:16-18 κ.ά.)—, αλλά ο ίδιος προφήτευσε, ενεργώντας ως ο μεγαλύτερος από τον Μωυσή προφήτης (Δευτ. 18:15, Πράξ.:3:22) για ν’ αποδείξει τη μεσσιανικότητά του. Οι αξιοθαύμαστες προφητείες του, μπορούν να καταταγούν σε πέντε κύκλους. α) Σ’ αυτές που αφορούν το πρόσωπό του (σταύρωση, προδοσία Ιούδα, ανάσταση), β) Αυτές που αφορούσαν το μέλλον της εκκλησίας του (Ματθ. 16:18, 19 κ.λπ.) και τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας σ’ όλα τα έθνη, όπως κι έγινε και γίνεται μέχρι σήμερα (Ματθ. 24:14 πρβλ. Ιωάν. 12:24), γ) προφητείες σχετικά με την Β’ παρουσία του που είναι θέμα εσχατολογικό, μελλοντολογικό, δ) προφητείες σχετικά με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού, ε) προφητείες σχετικά με την τύχη και το μέλλον του Ισραήλ (Λουκ. 21:20-20, Μάρκος 13, Ματθ. 24).

Όσον αφορά τις υποτιθέμενες «προφητείες» για τον Ιησού και τον τρόπο δράσεως των ανωνύμων πλαστογράφων (ειδικά του «κατά Ματθαίον» ευαγγελίου), παραπέμπω στο άρθρο «Εξετάζοντας τις «προφητείες» για τον Ιησού». Εκεί μπορεί κανείς να διαβάσει τον τρόπο που οι ανώνυμοι συγγραφείς παραποίησαν, χάλκευσαν, και διαστρέβλωσαν τα γραφόμενα στην Παλαιά Διαθήκη.

Ας δούμε όμως τι σημαίνει «τυπολογία». Τυπολογία σημαίνει ότι παίρνω δύο άσχετα μεταξύ τους θέματα, και προσπαθώ να βρω αντιστοιχίες. Για παράδειγμα, έχουμε την «ιστορία» του Ιωσήφ στην Παλαιά Διαθήκη, όπου προδίδεται και πωλείται από τα αδέλφια του στους Ισμαηλίτες για είκοσι αργύρια. Αυτό, θεωρείται «προφητικός» τύπος της προδοσίας του Ιησού από τον Ιούδα. Όπως καταλαβαίνει ο κάθε αναγνώστης που έχει ανοικτό νου, αυτή η σύνδεση είναι αυθαίρετη. Εξυπακούεται ότι μόνο εκ των υστέρων αναγνωρίζονται τέτοιας φύσεως ζητήματα. Άλλο παράδειγμα που θα μπορούσε να αναφερθεί, είναι ο Παύλος. Στην προς «Γαλάτας» επιστολή, μέσω της τυπολογίας-αλληγορίας, προσπαθεί να πείσει τους εκεί χριστιανούς ότι δεν σώζονται με τα έργα του Νόμου, αλλά με την πίστη στο λυτρωτικό έργο του Χριστού. Και φέρει ως τύπο, τον Αβραάμ που έδιωξε τον Ισμαήλ που γεννήθηκε από την δούλη Άγαρ (και είναι τύπος της Παλαιάς Διαθήκης και του Νόμου), ενώ κράτησε τον Ισαάκ από την ελεύθερη Σάρα (που είναι τύπος της Καινής Διαθήκης της χάριτος), διότι δεν είναι δυνατόν να κληρονομήσουν τις επαγγελίες και τα δύο παιδιά (4.21-31). Αλλού, ο χάλκινος όφις που υψώθηκε στην έρημο από τον Μωυσή, είναι τύπος της σταύρωσης του Ιησού («Κατά Ιωάννην», 3,14). Πολλά τέτοια αναφέρονται τόσο στα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, στην επιστολή (δήθεν) Βαρνάβα, όσο και στον Ιουστίνο κ.ά. Οπότε, κατανοεί κανείς εύκολα ότι ο αριθμός «300» που αναφέρει ο κος Τσινικόπουλος, είναι άκρως αυθαίρετος, παραπλανητικός, και ξεφουσκώνει αμέσως μετά από ενδελεχή μελέτη των πηγών.

Στέκομαι πολύ λίγο, στις τελευταίες δύο ομάδες. Όταν είπε τις προφητείες αυτές ο Ιησούς (33 μ.Χ.), κανείς δεν διανοούνταν ότι σε 37 χρόνια, δηλαδή το 70 μ.Χ., θα καταστρέφονταν ολοσχερώς ο ναός και η Ιερουσαλήμ, οι Ιουδαίοι θα διασκορπιζόνταν σ’ όλα τα έθνη και η Ιερουσαλήμ θα παρέμενε υπό την κυριαρχία πολλών εθνών. Αν κάποιος νομίζει ότι δεν τα είπε, πάντως, τα Ευαγγέλια περιέχουν τα λόγια του, και γράφτηκαν στην ακρότατη περίπτωση γύρω στο 100 μ.Χ. Αργότερα, και να θέλει κανείς να τα χρονολογήσει, δεν μπορεί γιατί υπάρχουν χειρόγραφα και μαρτυρίες άλλες, για την ύπαρξή τους.

Ο αναχρονισμός που αποδεικνύεται από τα γραφόμενα περί του θανάτου του Ζαχαρία, όπως είδαμε παραπάνω, δείχνουν απάτη και όχι προφητεία. Δραστηριοποιείται στο 33 κ. ε (κατά τον κ. Τσινικόπουλο), αναφέρει το περιστατικό του Ζαχαρία, αλλά αυτό τοποθετείται ένα χρόνο πριν την άλωση της Ιερουσαλήμ (δηλ. το 69 κ. ε) από τον Ιώσηπο! Για τέτοια αξιοπιστία «προφητειών» μιλάμε!

Και πάλι, ο χρόνος εκπλήρωσης της προφητείας είναι πολύ μεταγενέστερος, αφού από το 70 μ.Χ. μέχρι το 1948 μ.Χ. που οι Ισραηλίτες επέστρεψαν στην Παλαιστίνη, ήταν διασκορπισμένοι στα πέρατα της γης ως περιπλανώμενοι Ιουδαίοι και η Ιερουσαλήμ πατήθηκε από διάφορα έθνη (Ρωμαίους, βυζαντινούς, σταυροφόρους, Άραβες, Τούρκους, Άγγλους κ.λπ.) όχι μία, αλλά 35 φορές! Όποιος αμφιβάλλει, ας ανατρέξει στα ανάλογα ιστορικά έργα.

Ο Ιησούς, πουθενά δεν αναφέρει καθαρά ότι οι Ισραηλίτες θα επιστρέψουν στην Παλαιστίνη και θα κάνουν κράτος. Αναφέρεται στο «κατά Λουκάν»: «Ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τήν Ἰερουσαλήμ τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς· τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη καὶ οἱ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν καὶ οἱ ἐν ταῖς χώραις μὴ εἰσερχέσθωσαν εἰς αὐτήν ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί εἰσιν τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα· οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις• ἔσται γὰρ ἀνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὀργὴ ἐν τῷ λαῷ τούτῳ καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη καὶ Ἰερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι πληρωθῶσιν καιροὶ ἐθνῶν» (21:20-24).

Σύμφωνα με το παραπάνω χωρίο, αυτό που υποτίθεται ότι προλέγει ο Ιησούς είναι ότι θα ερημωθεί η Ιερουσαλήμ, ο Ισραήλ θα διασκορπιστεί σε όλα τα έθνη, και ότι τα έθνη θα πατούν πια την Ιερουσαλήμ μέχρι να συμπληρωθούν οι καιροί των εθνών. Τι θα συμβεί όμως μετά από αυτό; Μας το λέει η συνέχεια του χωρίου. «Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ αἱ γὰρ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς» (21:25-27).

Όταν συμπληρωθούν οι καιροί των εθνών, τότε θα υπάρξουν σημεία στον ήλιο και τη σελήνη, θα απορούν τα έθνη και θα βρίσκονται σε αγωνία και τρόμο, θα σαλευτούν οι ουράνιες δυνάμεις, και τότε θα δουν την Δεύτερη έλευση του Ιησού στον κόσμο. Εάν θεωρήσουμε ότι ο Ιησούς προφητεύει την επανίδρυση του Ισραήλ που έγινε το 1948, αυτό σημαίνει ότι και τα προηγούμενα έπρεπε να είχαν συμβεί τότε! Και για να αναιρέσω τεέιωτικά τον ψευδή ισχυρισμό του κου Τσινικόπουλου, παραθέτω την συνέχεια του χωρίου! «ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν» (21:28).

Ότι είπε στα προηγούμενα θα γίνονταν στην γενιά εκείνη! Για αυτό και τους λέει ότι μόλις τα δουν αυτά, να αρχίσουν να ετοιμάζονται. Και ως κερασάκι στην τούρτα: «οὕτως καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται» (21:31-32).

Κατόπιν τούτων, δεν υπάρχει χρόνος για την ίδρυση κανενός Ισραήλ, σύμφωνα με όσα αποδίδονται στον ψευδοπροφήτη Ιησού! Αλλά του ερχομού της Βασιλείας.

Συνεχιζοντας ασχολούμαι με τα όσα τελευταία θίγει ο κος Τσινικόπουλος στο άρθρο του. Και κλείνω, δίνοντας ξεκάθαρα και συγκεκριμένα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Κ. Διαθήκη που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας είναι πλαστογραφημένη, κυρίως για δογματικούς-θεολογικούς λόγους. Μέσα στις παραθέσεις, είναι τα λόγια του κου Τσινικόπουλου.

7) Ως προς την ανάσταση και ανάληψη και εμφάνιση τάχα του Απολλώνιου στους μαθητές του, όπως τις αναφέρει ο Φιλόστρατος (8, 12) η έρευνα κατέδειξε, ότι είχε προ οφθαλμών, τα Ευαγγέλια από τα οποία είχε εξάρτηση και εμιμείτο (Αντ. Παπαδόπουλος, σελ. 87 επ.), και επιδίωκε να τον περιβάλει με αίγλη και θρύλο θαυμαστών εμφανίσεων. Η ανάληψη του ήρωά του, έχει περισσότερο σχέση με τις μεταβάσεις των ουράνιων θεών, στον Όλυμπο. Δεν έχει καμιά σχέση με την πορεία νίκης και θριάμβου του Χριστού, ο οποίος πρώτα κατέβηκε, και ταπεινώθηκε ως άνθρωπος (Πράξ. 2:32-35, Ιωάν. 3:13).

Παχυλά ψεύδη. Για του λόγου το αληθές, ας προχωρήσουμε στην σύγκριση με βάση τις πηγές. Θα αναφερθώ μόνο στα ζητήματα που θίγονται.

Ανάσταση

«Κατά Ματθαίον»: Για πρώτη φορά, πήγαν δύο μυροφόρες (28.1), όταν άρχιζε να φωτίζει αμυδρά, και είδαν ένα άγγελο έξω από τον τάφο (28.2-3). Οι μυροφόρες αναγνώρισαν τον Ιησού και προσκύνησαν τα πόδια του (28.9). Αργότερα, οι μαθητές συναντήθηκαν με τον Ιησού για πρώτη φορά σε ένα όρος στην Γαλιλαία (28.7/10/16), όπως είχε παραγγείλει σε αυτές να τους πουν. Επιπροσθέτως (και μόνο στο συγκεκριμένο ευαγγέλιο), αναφέρεται η δωροδοκία των φυλάκων για να μην ομολογήσουν την ανάσταση.

«Κατά Μάρκον»: Για πρώτη φορά, πήγαν τρείς μυροφόρες (16.1), όταν ο ήλιος είχε ανατείλει, και είδαν έναν άγγελο που βρίσκονταν μέσα στον τάφο (16.5). Αργότερα οι μαθητές συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην Γαλιλαία, αλλά από τις αναφορές φαίνεται ότι ήταν σπίτι όπου τους βρήκε να τρώνε (16.7/14). Το συγκεκριμένο ευαγγέλιο είναι το πρώτο που γράφτηκε χρονικά, και τελειώνει απότομα στον στίχο 8. Από τον στίχο 9- τέλος, είναι προσθήκη σύμφωνα με τους ειδικούς.

«Κατά Λουκάν»: Για πρώτη φορά, οι μυροφόρες που πήγαν στον τάφο ήταν παραπάνω από τρείς (24.10), όταν ήταν ακόμα σκοτάδι. Εκεί είδαν δύο αγγέλους, χωρίς να μας λέει αν ήταν μέσα ή έξω από τον τάφο (24.4). Οι μαθητές συναντούν τον Ιησού στην Ιερουσαλήμ (δηλαδή στην Ιουδαία), σε σπίτι (24.33/36). Αφού οι μυροφόρες μίλησαν στους υπόλοιπους μαθητές, πήγε ο Πέτρος στο μνημείο (24.12). Επιπροσθέτως, αναφέρεται το περιστατικό με τους δύο μαθητές που πήγαιναν προς Εμμαούς (24.13-35).

«Κατά Ιωάννην»: Για πρώτη φορά, μια μυροφόρα πήγε στον τάφο, όταν ήταν ακόμα σκοτάδι (20.1). Δεν είδε αρχικά κανέναν άγγελο να περιμένει, και ο Ιησούς δεν επέτρεψε στην μυροφόρα να τον προσκυνήσει (20.17). Η μυροφόρα γύρισε πίσω, είπε στον Πέτρο για τον άδειο τάφο, τον επισκέπτονται ο Πέτρος και ο Ιωάννης, φεύγουν, και όταν η μυροφόρα έμεινε μόνη της, τότε την συναντά ο Ιησούς. Αναφέρεται η εμφάνιση του Ιησού στον Θωμά την επόμενη Κυριακή.

Δείτε πόσες αντιφάσεις, πόσα στοιχεία που δεν είναι δυνατόν να συνδεθούν μεταξύ τους, όπως επιχειρούν οι διάφοροι απολογητές του διαδικτύου. Και είμαστε μόνο στο κομμάτι της «ανάστασης». Ο δε Παύλος, μάς λέει εντελώς άλλα πράγματα. Ο Ιησούς μετά την ανάσταση, πρώτα φανερώθηκε στον Πέτρο, μετά στους δώδεκα (ενώ κατά τα ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων ο Ιούδας είχε αυτοκτονήσει και η εκλογή δια κλήρου του Ματθία έγινε μετά την «ανάληψη»), μετά σε πάνω από πεντακοσίους, μετά στον Ιάκωβο και σε όλους τους αποστόλους, και τελευταία στον Παύλο. Ο Παύλος δεν μιλάει καθόλου για μυροφόρες (Ά Κορινθίους, 15.5-8).

Όσον αφορά το αν αναγνώρισαν τον Ιησού μετά την ανάσταση, και πάλι έχουμε διαφορετικές εκδοχές. Η Μαρία Μαγδαληνή τον αναγνωρίζει αμέσως στο «κατά Ματθαίον», ενώ στο «κατά Ιωάννη τον περνά για τον κηπουρό.

Ανάληψη

«Κατά Ματθαίον»: Δεν αναφέρεται καμία ανάληψη. Οι μαθητές έχουν πάει σε όρος στην Γαλιλαία, όπου παίρνουν τις τελικές οδηγίες του Ιησού (28.16).

«Κατά Μάρκον»: Απουσιάζει κάθε αναφορά. Μόνο στο επιπρόσθετο κομμάτι, όπου από τα συμφραζόμενα, φαίνεται ότι αναλήφθηκε την ίδια μέρα (16.14-19).

«Κατά Λουκάν»: Τους οδήγησε στην Βηθανία (περιοχή Ιουδαίας), και ανελήφθη την ίδια μέρα. Όποιος διαβάσει προσεκτικά το κεφάλαιο 24, θα το διαπιστώσει. Περιγράφει πράγματα σε μία συνέχεια, από τον βαθύ όρθρο μέχρι και προς την εσπέρα, όταν έδυε. Όμως στις «Πράξεις», ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται ότι η ανάληψη έγινε σαράντα μέρες μετά! Όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχει πλαστογραφία σε ένα σχετικό εδάφιο στο «κατά Λουκά».

Το δε «κατά Ιωάννην», δεν μιλάει για καμία ανάληψη.

«Αν θέλαμε να ερευνήσουμε τα ζητήματα αυτά με ακρίβεια, θα βρίσκαμε μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο», σύμφωνα με την κριτική του Πορφυρίου.

ΔΕΣΗ χριστιανική Ανάσταση και Ανάληψη

Έχουμε στην διήγηση για τον Απολλώνιο τέτοια στοιχεία; Όχι! Πουθενά. Άρα, από πού κι ως που ο Φιλόστρατος είχε προ οφθαλμών τις διηγήσεις αυτές τις οποίες δήθεν χρησιμοποίησε ως «οδηγό» για να συντάξει τον βίο του Απολλωνίου;

Αυτό που γράφει ο Φιλόστρατος (ασχέτως αν είναι αποδεκτό ή όχι από τον αναγνώστη), είναι ότι αφού έγινε η δίκη του Απολλωνίου από τον Δομετιανό, εκείνος εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε στην Δικαιαρχία. Αυτό λέγεται από-υλοποίηση και υλοποίηση. Και ενώ ο Δάμις με τον Δημήτριο ανέμεναν στο σπήλαιο των νυμφών, συζητούσαν για το τι τάχα να συνέβη στην δίκη. Δεν τους πήρε μαζί, γιατί ήθελε να τους προστατεύσει, καθώς είχε κατηγορηθεί στον αυτοκράτορα, ότι δήθεν ήθελε να ανατρέψει την εξουσία του. Όταν λοιπόν τον είδαν ξαφνικά στο σπήλαιο, ο Απολλώνιος ζήτησε από τον Δημήτριο να τον αγγίξει για να διαπιστώσει ότι δεν είναι οπτασία. Την επόμενη μέρα, πήρε τον Δάμι και αναχώρησαν με πλοίο στην Σικελία, και από εκεί για Πελοπόννησο. Όταν έφτασαν, επισκέφθηκαν την Ολυμπία. Υπήρχαν πολλές φήμες ότι ο Απολλώνιος είχε θανατωθεί και ο καθένας είχε και μια διαφορετική εκδοχή. Όμως σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, ήταν ζωντανός, και τον είδαν πολλοί άνθρωποι. Έμεινε σαράντα μέρες στην Ολυμπία διεξάγοντας φιλοσοφικές συζητήσεις. Έπειτα αναχώρησε για την Βοιωτία, πήγε στο μαντείο του Τροφωνίου, επισκέφθηκε την Αθήνα, την Ιωνία. Όταν δολοφονήθηκε ο Δομετιανός, ο Απολλώνιος έστειλε επιστολή στον νέο αυτοκράτορα Νέρβα, δίνοντάς του συμβουλές για να ασκήσει την εξουσία του με τρόπο δίκαιο. Την επιστολή την έστειλε με τον Δάμι. Ήταν σκόπιμο και ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Στο σημείο αυτό, ο Φιλόστρατος σημειώνει: «έτσι τελειώνουν αυτά που έγραψε ο Δάμις». Έπειτα, ο Φιλόστρατος αναφέρει διάφορες φήμες –αντιφατικές μεταξύ τους. Είτε ότι πέθανε στην Έφεσο, είτε ότι πέθανε στην Λίνδο, είτε ότι μπήκε στον εκεί ναό της Αθηνάς και εξαφανίστηκε, είτε αναλήφθηκε από το ιερό της Δίκτυννας στην Κρήτη. Αναφέρεται μια περίπτωση εμφάνισής του σε έναν νέο, ο οποίος δεν συμφωνούσε στην άποψη περί της αθανασίας της ψυχής και επικαλούνταν δέκα μήνες τον Απολλώνιο να τον πείσει. Τον είδε στον ύπνο του και όταν ξύπνησε είχε ακόμα την αίσθηση ότι ήταν εκεί. Και κλείνει το σύγγραμμά του ως εξής: «Τάφο ή κενοτάφιο του ανδρός δεν είδα πουθενά, παρ’ όλο που επισκέφθηκα το μεγαλύτερο τμήμα της γης. Παντού λέγονται ιστορίες παράδοξες που μιλούν για την δαιμονική φύση του. Στο ιερό του στα Τύανα γίνονται τελετές που ταιριάζουν σε βασιλιάδες γιατί ακόμα και αυτοί τον θεωρούσαν άξιο να τιμάται με τον τρόπο που τιμώνται οι ίδιοι» (Θ΄, X- XXI).

Δεν έχουμε θάνατο του Απολλωνίου (άρα, ούτε ανάσταση), καθώς ο ίδιος είχε πει στον Δομετιανό ότι δεν ήταν «μόρσιμος». Άσχετο αν κανείς δέχεται την διήγηση ή όχι, σίγουρα καταλαβαίνει ότι οι δύο ιστορίες δεν έχουν καμία σχέση εξάρτησης μεταξύ τους. Ο Φιλόστρατος διακρίνει τις πηγές, τις αξιολογεί, και μετέρχεται εκείνες που θεωρεί έγκυρες για το έργο του. Ξεχωρίζει σαφώς τα φημολογούμενα από τα γεγονότα, και παίρνει θέση βάζοντας σε λειτουργία την κριτική του δυνατότητα.

Προφανώς, όλοι ήθελαν μερίδιο από την δόξα του Τυανέως, για αυτό και έπλασαν τοπικές ιστορίες-θρύλους.

8) Κατά τον Φιλόστρατο, ο Απολλώνιος, υπήρξε ανώτερος όλων των σοφών και αυτού του δάσκαλού του, Πυθαγόρα. Είχε τέλεια γνώση των πάντων και γνώση όλων των γλωσσών των ανθρώπων και των ζώων. Αυτά τα γράφει και σ’ άλλο έργο του, Βίος των Σοφιστών. Ταξίδεψε πολύ και γνώρισε και επηρεάστηκε από τους βαβυλώνιους αστρολόγους και μάγους, τα μυστήρια των βραχμάνων, τους γυμνοσοφιστές, τα Ελευσίνια Μυστήρια κ.λπ. Φέρεται σαν μύστης, συγκρητιστής, όπως συγκρητιστικό ήταν άλλωστε, και το περιβάλλον της Ιουλίας Δόμνας και του Σεπτίμιου Σεβήρου.

Αναφερόμενος ο κος Τσινικόπουλος στις διαφορές, πράγματι ο Απολλώνιος (όπως και κάθε αληθινός μύστης), δεν ήταν προσκολλημένος σε κανένα δόγμα. Όλες οι παραδόσεις, λίγο έως πολύ, είναι κανάλια γνώσεως. Κάθε αρχαίος λαός, προσέγγισε τα υπαρξιακά προβλήματα με διαφορετικό τρόπο κάνοντας χρήση διαφορετικής ορολογίας, αλλά κατέληξε στα ίδια πράγματα. Ο Ιησούς, δογματικός και προσκολλημένος στον Μωσαϊκό Νόμο, ποτέ δεν μίλησε για θέματα όπως το σύμπαν, την ψυχή, την επαφή με το θείο, τον ορθό τρόπο ζωής και λατρείας, τη σύνδεσή μας με το φυσικό μας περιβάλλον. Αντιθέτως, ο Απολλώνιος αναλύει αυτά τα ζητήματα (και άλλα πολλά) με τρόπο φιλοσοφικό, και χωρίς να απειλεί και να τρομοκρατεί με αιώνιες καταδίκες και κολάσεις. Σε πολλά σημεία, τον βλέπουμε να συζητά ελεύθερα και να μαθαίνει, σε αντίθεση με τον Ιησού που πουθενά δεν διαλέγεται, πουθενά δεν εκτιμά τον επίγειο βίο ως μια δυνατότητα ανέλιξης. Ο Απολλώνιος είναι κοντά στην υπόλοιπη φύση, μιλά την γλώσσα των πουλιών, σε αντίθεση με τον Ιησού που προτιμά να ξεράνει μια συκιά επειδή ακόμα δεν ήταν η κατάλληλη εποχή για σύκα (για να διδάξει… την πίστη), ή να προτρέψει να βγάζουν τα μάτια τους οι πιστοί του, όταν αυτά τους σκανδαλίζουν. Ποτέ και πουθενά δεν βλέπουμε τον Ιησού να εκτιμά το όμορφο. Όσο και αν ψάξει κανείς, δεν θα βρει τέτοια πράγματα στον Τυανέα.

Ο μυθιστοριογράφος, απόβλεπε σαφώς, στην ηρωοποίηση και θεοποίηση του Απολλώνιου, αφού τον θεωρεί υιόν του Διός, τον προβάλλει ως «αθάνατον ψυχήν τε και σώματι» (Βίος Απολ. 8, 5) και θεωρεί τον ήρωά του, ως Απόλλωνα (= Απολλώνιος). Έτσι, αναζωπυρώνονταν η λατρεία του Απόλλωνα, Ήλιου, και ενισχύονταν η εθνική θρησκεία. Ο Απολλώνιος, βέβαια, μπορεί να δεχόταν έναν θεό, αλλά δεν απέκλειε και άλλους.

Ο λόγος που αντιγράφει -επί το λογοτεχνικότερο- από τις σημειώσεις του Δάμιδος, είναι όχι για να γίνουν γνωστά τα θαύματά του (που άλλωστε δεν είναι τόσα πολλά), όσο για να γίνουν περισσότερο γνωστές οι φιλοσοφικές του τοποθετήσεις και να αναιρεθούν τα ψεύδη και οι ανακρίβειες που διέδιδαν οι ορκισμένοι εχθροί του. Άλλωστε, ήδη πολύ πριν τον Φιλόστρατο, ο Απολλώνιος τιμούνταν με τιμές που αποδίδονται σε θείους άνδρες.

Το ότι όλα αυτά δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν καμιά σχέση με τον Ιησού και τη διδασκαλία του περί ενός μόνον Θεού, αυτού του γνωστού ως Γιαχβέ της Π.Δ., μόλις είναι ανάγκη να ειπωθεί αφού ο Ιησούς είχε εγκολπωθεί το περίφημο ιουδαϊκό «Άκουε Ισραήλ: Κύριος ο θεός ημών εις Κύριος» (Μαρκ. 12:29, Ματθ. 22:39). Ο Ιησούς, χωρίς να εξέλθει των συνόρων του, κήρυξε απλές αλήθειες, όπως ότι όλοι είμαστε παιδιά ενός Θεού και αδέρφια και πρέπει να αγαπάμε όλους ακόμη και τους εχθρούς μας.

Σαφέστατα και δεν έχουν. Ο Ιησούς εκπροσωπεί την ιουδαϊκή κοσμοαντίληψη, ενώ ο Απολλώνιος την ελληνική. Τί συμφωνία θα μπορούσε να υπάρξει ανάμεσά τους; Κήρυξε όμως πράγματι ότι «όλοι είμαστε παιδιά ενός Θεού»; Στο «κατά Ιωάννην», φέρεται να απευθύνεται στους Ιουδαίους που δεν τον δέχονταν και να τους λέει: «ὑμεῖς ἐκ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ» («Κατά Ιωάννην», 8.44). Επίσης, «ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα θεοῦ γενέσθαι τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (ο. π. 1.12). Δηλαδή, το «όλοι», δεν είναι ακριβώς «όλοι». Μόνο όσοι δέχτηκαν την χριστιανική πλάνη. Όσο για την αγάπη προς τους εχθρούς, απευθύνεται πάντα σε όσους ανήκουν στην κοινότητα. Παντού και πάντα στα ευαγγέλια υπάρχει διάκριση μεταξύ της «κοινότητας» και του κόσμου. Η αγάπη και η συγχώρεση για τα οποία μιλάει ο Ιησούς, αναφέρονται για τους ομόπιστους και μόνο. Τα χωρία που το αποδεικνύουν είναι πολλά, και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να τα δει αναλυτικά στο άρθρο «Ο μύθος της χριστιανικής αγάπης».

9) Ο Απολλώνιος δεν μιλούσε ως αυθεντία, αλλά έλεγε «νομίζω», «μου φαίνεται», κ.λπ. Και καλώς έπραττε. Ήθελε να διδάσκεται και να διδάσκει σαν σοφός νεοπυθαγόρειος. Αντίθετα, ο Ιησούς μιλούσε με απόλυτη αυθεντία, ως έχων εξουσίαν λέγοντας «εγώ λέγω υμίν» και, «εγώ είμαι η αλήθεια η οδός και η ζωή», «εγώ είμαι η ανάστασις…» «πριν γίνει ο Αβραάμ εγώ είμαι» κ.λπ., εκφράσεις που υποδηλώνουν το θείο κύρος του και την αυτοσυνειδησία του ως Μεσσία, αφού δίδασκε ότι θα έχει και μετα-ανθρώπινη ζωή και θα επανέλθει στο τέλος των ημερών μετά αγγέλων για κρίση (Ματθ. 24:31, 25:31). Γι’ αυτό, και ποτέ δεν χρησιμοποίησε φράσεις όπως, μου «φαίνεται», «νομίζω», «ίσως» κ.λπ., αφού ο ίδιος πίστευε και κήρυττε ότι ήταν, η αυτο-αλήθεια!

Ο Φιλόστρατος γράφει: «δεν μακρηγορούσε, δεν τον άκουσε ποτέ κανείς να ειρωνεύεται ή να απευθύνεται στους ακροατές διδάσκοντάς τους. Μιλούσε σαν από τρίποδα και έλεγε “γνωρίζω”, “μου φαίνεται”, “τι κάνετε”, “πρέπει να ξέρετε”. Οι φράσεις του ήταν σύντομες με ξεκάθαρα νοήματα, κυριολεκτούσε πάντα, χρησιμοποιούσε φράσεις κατάλληλες για κάθε περίπτωση και ό, τι έλεγε έμοιαζε με νόμους που ακούγονται από το στόμα βασιλιά» («Τα ες τον Τυανέα», Ά, XVII). Βλέπουμε λοιπόν ότι οι φράσεις του ήταν σαν από στόμα βασιλιά (κάτι που δείχνει αυθεντία), και ταυτόχρονα χωρίς να διδάσκει με ύφος τους ακροατές του, απευθυνόμενος προς αυτούς. Με άλλα λόγια, διαλέγονταν, αφήνοντας τον ακροατή να ξεχωρίσει την αλήθεια των λόγων του. Χωρίς να προσπαθεί να φέρει με το μέρος του τους ακροατές, είτε φοβίζοντάς τους είτε απειλώντας. «ὃς δ’ ἂν εἴπῃ Μωρέ ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» («Κατά Ματθαίον», 5:22). Στους δε μαθητές, παραγγέλλει τα εξής: «ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν ἐξερχόμενοι τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρων ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ» («Κατά Ματθαίον», 10:14-15). «οὐαί ὑμῖν, οἱ γελῶντες νῦν ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε» («Κατά Λουκάν», 6:25).

Όσον αφορά ότι «δίδασκε ότι θα έχει και μετα-ανθρώπινη ζωή και θα επανέλθει στο τέλος των ημερών μετά αγγέλων για κρίση», και σε αυτό το σημείο διαψεύστηκε πανηγυρικά. Είπε ρητά στον Καϊάφα ότι θα έβλεπε την ανάληψη και τον δεύτερο ερχομό του στη γη για να κρίνει. Η γενεά της εποχής εκείνης θα έβλεπε υποτίθεται την συντέλεια του αιώνος, και τον Ιησού να έρχεται ως κριτής! («Κατά Ματθαίον», 24:29- 34). Δεν αρκεί μόνο να λέει κανείς. Πρέπει να αποδεικνύονται επίσης και από την πραγματικότητα.

10) Ο Απολλώνιος πάντα, κατά τα λεγόμενα, πέθανε σε βαθιά γηρατειά το 96 μ.Χ. ή 98 μ.Χ., χωρίς να είναι γνωστός ο τόπος του θανάτου του, χωρίς καμία πράξη αυτοθυσίας για τους άλλους. Αυτό είναι και το βασικό που λείπει από τη ζωή του, ώστε να μπορεί να συγκριθεί ουσιαστικά, με την αυτοθυσιαστική σταυρική πρόσφορα του Ιησού στην ανθρωπότητα.

Το να «θυσιαστεί» κάποιος (δίκαιος) για χάριν άλλων (αδίκων και ανόμων), είναι από μόνο του αδικία και φυσικά ξένο προς την ελληνική παράδοση. Συνεπώς, η προσφορά του Ιησού κρίνεται ως άχρηστη και παράλογη. Αυτό που χρειάζεται η ανθρωπότητα και που πολέμησε επί αιώνες η χριστιανική λαίλαπα, είναι η γνώση και οι αξίες. Για αυτό, και μετά την τελική επικράτηση «δια πυρός και σιδήρου», ήρθαν τα μαύρα σκοτάδια. Αλλά, ας εξετάσουμε κατά πόσο είναι «αυτό-θυσιαστική» αυτή η προσφορά. Υπάρχουν χωρία που δείχνουν ότι δεν έγινε με τη θέληση του Ιησού. Στο σταυρό, φέρεται ότι είπε: «Ηλι ηλι λαμὰ σαβαχθανι;» («Κατά Ματθαίον», 27.46). Ο ευαγγελιστής το αποδίδει ως «Θεέ μου θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες», αλλά το «σαβαχθανί» σημαίνει «θυσίασες». Άλλωστε, τον βλέπουμε στον κήπο στη Γεσθημανή, να παρακαλάει τον πατέρα του να απομακρύνει το ποτήρι του θανάτου από αυτόν! «Πάτερ μου εἰ δυνατόν ἐστιν παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο• πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω ἀλλ’ ὡς σύ» («Κατά Ματθαίον», 26:39). Και μάλιστα, το έκανε τρείς φορές. Αλλού, λέει: «καθὼς ἐνετείλατο μοι ὁ πατήρ οὕτως ποιῶ» («Κατά Ιωάννην», 14:31). «τὸ ἔργον ετελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω» (ο. π. 17:4). Ο συγγραφέας της επιστολής προς «Εβραίους», το ξεκαθαρίζει ως εξής: «Οὕτως καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασεν γενηθῆναι ἀρχιερέα ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν “Υἱός μου εἶ σύ ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε”• καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει, “Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ”, ὃς ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ δεήσεις τε καὶ ἱκετηρίας πρὸς τὸν δυνάμενον σῴζειν αὐτὸν ἐκ θανάτου μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων προσενέγκας καὶ εἰσακουσθεὶς ἀπὸ τῆς εὐλαβείας καίπερ ὢν υἱὸς ἔμαθεν ἀφ’ ὧν ἔπαθεν τὴν ὑπακοήν καὶ τελειωθεὶς ἐγένετο τοῖς ὑπακούουσιν αὐτῷ πᾶσιν αἴτιος σωτηρίας αἰωνίου» (5:5-9). Εδώ μας αναφέρονται εκπληκτικά πράγματα που αναιρούν άρδην τα λεγόμενα περί «αυτό-θυσιαστικής» προσφοράς. Όπως εξηγείται σε άλλα σημεία της επιστολής αυτής (που είναι φυσικά μέρος του κανόνος με τα βιβλία της Κ. Διαθήκης), η νέα ιεροσύνη του Χριστού σχετίζεται άμεσα με την «θυσιαστική» προσφορά του. Όπως ο ιερέας στην Παλαιά Διαθήκη έσφαζε και ράντιζε με το αίμα του ζώου τον αμαρτωλό προς άφεση των αμαρτιών του, το ίδιο έκανε ο Ιησούς με το ίδιο του το αίμα. Άρα, οι χριστιανοί έχουν ανώτερη ιεροσύνη από εκείνην των Ιουδαίων, ανώτερη διαθήκη, και με αρχιερέα που μένει για πάντα και δεν χρειάζεται διαδοχή. Όμως, «αρχιερέα» τον κατέστησε ο θεός. Δεν έγινε με τη θέλησή του. Αντιθέτως, ο Ιησούς ικέτευε με δάκρια και με δεήσεις ώστε να τον σώσει από τον θάνατο (την θυσία του εαυτού του). Ο Ιησούς εκπαιδεύτηκε και έμαθε την υπακοή κατά τον επίγειο βίο του. Τότε, αφού τελειοποιήθηκε, έγινε αίτιος σωτηρίας για όσους τον υπακούουν. Είναι όμως η προσφορά αυτή για όλο το ανθρώπινο γένος; Σύμφωνα με τα ευαγγέλια, όχι, εφόσον «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθεν διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» («Κατά Ματθαίον», 20:28). Αν ήταν να δώσει την ζωή του ως λύτρα υφιστάμενος την σταύρωση για όλους, θα έπρεπε να πει «αντί όλων», άσχετο ποιοι τελικά θα πίστευαν και ποιοι όχι. Όταν παρέδιδε το μυστήριο της «θείας κοινωνίας» στον τελευταίο δείπνο, είπε: «τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (ο. π. 26:28). «Πολλών» δεν σημαίνει «όλων»!

Και τελειώνει ο κος Τσινικόπουλος το άρθρο του παραθέτοντας πέντε τελικά συμπεράσματα. Όταν όμως έχει κανείς λανθασμένα δεδομένα, μοιραία οδηγείται και σε λανθασμένα συμπεράσματα. Επειδή θεωρώ ότι έχουν ήδη απαντηθεί, θα σχολιάσω μόνο οτιδήποτε δεν έχει θιχτεί.

Η ύπαρξη δεκάδων χειρογράφων, αντιγράφων της Κ.Δ. από τα μέσα του 2ου αι. όπως οι πάπυροι Τσέστερ, Μπήττυ, ο Μπότμερ 2 κ.λπ. αλλά και οι παραθέσεις των αποστολικών πατέρων και απολογητών από την Κ.Δ., που υπολογίζονται μέχρι τον 3ο μ.Χ. αι. σε 87.000(!), δεν αφήνουν έδαφος αμφιβολίας για το ότι η Κ.Δ., υπήρχε όπως την ξέρουμε σήμερα και δεν αλλοιώθηκε ούτε πλαστογραφήθηκε, από κανέναν. Άλλωστε, την είχαν στα χέρια τους και οι Ιουδαίοι και οι αιρετικοί, και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν για οποιαδήποτε πλαστογραφία.

Τα παραπάνω είναι ψεύδη που δείχνουν την παχυλή άγνοια του αρθρογράφου. Επειδή το ζήτημα είναι εξειδικευμένο, θα παραθέσω όσα λένε οι κριτικοί καθηγητές του βιβλικού κειμένου. Όμως πριν γίνει αυτό, θα παραθέσω τέσσερεις «διαμαρτυρίες» για πλαστογράφηση των κειμένων των ευαγγελίων, του Ωριγένους και του Διονυσίου Κορίνθου (από πλευράς χριστιανών), μία του εθνικού Κέλσου και την προσπάθεια του Τατιανού (που κατέληξε «αιρετικός»).

Ο Ωριγένης στα σχόλια «εις το κατά Ματθαίον» γράφει ότι «πάντα τα κατά Ματθαίον μη συνάδειν αλλήλοις, ομοίως δε και τα λοιπά Ευαγγέλια». Δεν συμφωνούνε, δηλαδή, μεταξύ τους τα αντίγραφα των ευαγγελίων. Κάτι που αποδίδει στους αντιγραφείς· «πολλή γέγονεν η των αντιγραφέων, είτε από τόλμης τινών μοχθηρίας της διορθώσεως των γραφομένων, είτε και από των τα εαυτοίς δοκούντα εν τη διορθώσει προστιθέντων ή αφαιρούντων» (P. G, τ. 11, σ. 57).

Ο Διονύσιος Κορίνθου γράφει σε επιστολή του: «Πράγματι έγραψα επιστολάς κατόπιν αξιώσεως των αδελφών να γράψω. Αυτάς δε οι απόστολοι του διαβόλου έχουν γεμίσει με ζιζάνια, άλλα μεν αφαιρούντες, άλλα δε προσθέτοντες· τούτους αναμένει το ουαί. Δεν είναι λοιπόν θαυμαστόν το ότι μερικοί έχουν επιχειρήσει να νοθεύσουν και τας γραφάς του Κυρίου, αφού και τας κατωτέρας στάθμης έχουν επιβουλευθεί» (Εκκλ. Ιστορία Ευσεβίου, Δ΄, 23).

Ο Κέλσος στο χαμένο έργο του «Αληθής λόγος» όπου ασκούσε κριτική στον χριστιανισμό, σε απόσπασμα που βρίσκεται στο «Κατά Κέλσου» του Ωριγένους, αναφέρεται σε εσκεμμένες αλλαγές των ευαγγελικών κειμένων που επιχειρούσε το ιερατείο, προκειμένου να αποφεύγει την κριτική εθνικών και άλλων χριστιανικών ομάδων που διεκδικούσαν την «αλήθεια».

Ο Τατιανός, ένας Σύριος χριστιανός, επεχείρησε να εναρμονίσει τα τέσσερα ευαγγέλια, αλλά αυτό που τελικά πέτυχε, ήταν την νόθευσή τους. Το ευαγγελικό κείμενο έχει επιρροές από την προσπάθεια του Τατιανού. Γράφει ο Στυλιανός Παπαδόπουλος στην πατρολογία του τα εξής: «Το Διατεσσάρων. Το έργο τούτο, που το πρωτότυπό του έχει χαθεί, είναι είδος εναρμονίσεως του υλικού των τεσσάρων ευαγγελίων. Ακολουθεί τα χρονικά πλαίσια του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, παραλείπει τη διήγηση της γεννήσεως, τη γενεαλογία και ότι υπογραμμίζει την ανθρώπινη φύση του Κυρίου, χρησιμοποιεί σποραδικά υλικό απόκρυφο και ενσπείρει εγκρατητικές, δοκητικές και αντιουδαϊκές αντιλήψεις. Γράφτηκε στην ελληνική (όπως αποδεικνύεται από μικρό απόσπασμά του, που βρέθηκε στην Συρία) μάλλον περί το τέλος του 2ου αιώνος. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη λατρεία όχι μόνο των οπαδών του Τατιανού, αλλά συχνά και της Εκκλησίας μέχρι τον 5ο αιώνα. Έτσι εξηγείται γιατί το Διατεσσάρων Ευαγγέλιο επέδρασε πολύ στη μορφή γενικά του ευαγγελικού κειμένου» (τ. Α΄, σ. 289).

Ας περάσουμε τώρα σε αριθμούς και σε συγκεκριμένα παραδείγματα παραχάραξης των ευαγγελίων. Τα παρακάτω στοιχεία είναι παρμένα από το βιβλίο του Κ. Θεοδωρίδη, «Η απάτη των ευαγγελίων».

Για παράδειγμα, στο πρώτο χωρίο του «κατά Μάρκον» που λέει «Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ», η φράση «υἱοῦ τοῦ θεοῦ» δεν υπάρχει στον αρχαιότερο Κώδικα (τον σιναϊτικό). Πλαστό θεωρείται το τελευταίο κομμάτι του ίδιου ευαγγελίου (το οποίο είναι το πρώτο ευαγγέλιο), που αναφέρεται στην ανάσταση του Ιησού και την ανάληψή του, δηλ. οι στίχοι 9-20. Γράφεται στην Καθολική εγκυκλοπαίδεια: «Τα συμπεράσματα του Μάρκου είναι πράγματι πλαστά. Σχεδόν όλο το χωρίο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη». Επίσης μεταγενέστερη προσθήκη είναι το τελευταίο κεφάλαιο του «κατά Ιωάννην». Σύμφωνα με την Καθολική εγκυκλοπαίδεια εκδ. Farley, «Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι το 21ο κεφάλαιο προστέθηκε αργότερα και για αυτό πρέπει να θεωρείται παράρτημα του ευαγγελίου». Το χωρίο που μαρτυρεί καθαρά το δόγμα της «αγίας Τριάδας» στην Α΄ Ιωάννου, είναι πλαστογραφία. Δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο. «ὅτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες εν τῷ οὐρανῷ, ὁ πατήρ, ὁ λόγος, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα• καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσιν καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἕν τῇ γῇ, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἐν εἰσὶν» (5.7-8). Το τμήμα με την έντονη γραφή είναι πλαστογραφία. Προσθήκη είναι επίσης η ιστορίας της γυναίκας που κατηγορείται για μοιχεία («κατά Ιωάννη» 8.1-11). Ο F. Kenyon, στο βιβλίο «Our Bible and the ancient manuscripts» (1895), αναφέρει ενδεικτικά προσθήκες: στην δοξολογία της Κυριακής προσευχής το «ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοῦς αἰῶνας ἀμήν» («κατά Ματθαίον», 6.13), η συζήτηση με τους Φαρισαίους στο κομμάτι που τους λέει ότι είναι υποκριτές επειδή δεν διακρίνουν τα σημεία των καιρών (16.2-3), η παράδοση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας στο «κατά Λουκάν» 22.19-20, η επίσκεψη του Πέτρου στον τάφο (24.12), η αιματίδρωση του Ιησού στον κήπο στη Γεσθημανή (22.44), η κατάβαση του αγγέλου στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά («κατά Ιωάννην» 5.4). Ο Aland αναφέρει ως πλαστά τα εξής: Μτθ: 5.44, 6.13, 16.2-3, 17.21. 18.11, 20.16, 20.22, 20.23, 23.14, 25.13, 27.35. Μρκ: 7.16, 9.44, 9.46, 11.26, 15.28. Λκ: 4.4, 9.54- 56, 17.36, 23.17, 24.42. Ιν: 5. 3-4. Πρξ.: 8.37, 15.34, 24.6-8, 28.16, 28.29. Ρωμ: 16.24. («The text of New Testament», 1995). Όλα αυτά λείπουν από τα αρχαιότερα χειρόγραφα.

Από τις φιλολογικές μελέτες των καθηγητών Aland (προηγούμενο έργο) και Metzger («The text of the New Testament» 1964), προκύπτουν τα εξής ποσοστά στίχων με αλλαγές (έχοντας υπολογιστεί ο συνολικός αριθμός στίχων και αυτός των παραλλαγών): 45,4% για τα ευαγγέλια, 32,7% για τις «Πράξεις», 24,4% για τις επιστολές του Παύλου (και όσες αποδίδονται σε αυτόν), 29,9% για τα καθολικές επιστολές, 47,1% για την «Αποκάλυψη». Σε ένα σύνολο 7947 στίχων της Κ. Διαθήκης, έχουμε συνολικά 2948 στίχους με παραλλαγές, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξεως του 37.10% επί του κειμένου.

Ας περάσουμε στον πρόεδρο του Τμήματος Θρησκευτικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας στο Chapel Hill, Έρμαν Μπάρτ, γνώστη της ελληνικής γλώσσας. Τα στοιχεία που ακολουθούν είναι από το εξίσου ενδιαφέρον βιβλίο «Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού». Ας δούμε κάποιες αναφορές από τα γενικά συμπεράσματα.

«Αυτό που αξίζει να σημειωθεί, όμως, είναι ότι οι πρόσφατες μελέτες φανερώνουν ότι οι αποδείξεις από τα σωζόμενα χειρόγραφα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι αντιγραφείς που σχετίζονταν με την ορθόδοξη παράδοση άλλαζαν πολύ συχνά τα κείμενά τους…» (σ. 77).

«πολλοί κριτικοί κειμένων άρχισαν να ισχυρίζονται ότι θα ήταν καλύτερο να σταματήσουμε κάθε αναφορά στο πρωτότυπο κείμενο, διότι είναι απρόσιτο για εμάς» (σ. 83).

«Υπάρχουν περισσότερες διαφορές μεταξύ των χειρογράφων μας απ’ ότι οι λέξεις στην Κ. Διαθήκη» (σ. 124).

«ορισμένες φορές, τα κείμενα της Κ. Διαθήκης άλλαζαν για θεολογικούς λόγους. Αυτό συνέβαινε όποτε οι αντιγραφείς που αντέγραφαν τα κείμενα ήθελαν να διασφαλίσουν ότι τα κείμενα έλεγαν αυτό που εκείνοι ήθελαν να λένε. Ορισμένες φορές, αυτό οφειλόταν σε θεολογικές διαφωνίες που μαίνονταν την εποχή των αντιγραφέων» (σ. 202).

«Όσο περισσότερο μελετούσα τη χειρόγραφη παράδοση της Κ. Διαθήκης, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πόσο ριζικά έχει αλλαχθεί το κείμενο κατά την πάροδο των ετών στα χέρια των αντιγραφέων, οι οποίοι δεν συντηρούσαν απλώς τις γραφές, αλλά τις άλλαζαν» (σ. 273).

Ας δούμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα πλαστογραφίας που αναφέρει ο συγγραφέας.

«καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶν τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον• Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι ὤφθη ἀγγέλοις ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τιμόθεον, 3.16). Όπως μας εξηγεί, τα παλαιότερα χειρόγραφα γράφουν «ΟΣ» και όχι «ΘΣ», δηλαδή «ο οποίος» και όχι «θεός». Με την μετατροπή του «Ο» σε «Θ», διαβάζεται τώρα «Θεός», κάτι που αλλάζει ριζικά την διατύπωση. Ο Ιησούς μετά την αλλαγή των γραμμάτων, γίνεται «θεός». Ωστόσο, «τα αρχαιότερα και καλύτερα χειρόγραφά μας, όμως, αναφέρονται στον Χριστό, «ο οποίος» εκδηλώθηκε ως άνθρωπος, χωρίς να αποκαλούν τον Ιησού, σαφώς, Θεό» (σ. 209). Αυτή η πλαστογραφία (η απλή μετατροπή των γραμμάτων), πέρασε σε όλα τα μεταγενέστερα Βυζαντινά χειρόγραφα.

Στο χωρίο «καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ» (κατά «Λουκάν», 2.33), στα παλαιότερα χειρόγραφα αναφερόταν και ο Ιωσήφ ως «πατέρας» του Ιησού, κάτι που αφαιρέθηκε στα μεταγενέστερα αντίγραφα για δογματικούς λόγους (σ. 209-210).
«καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ» (2.43). Η αρχαιότερη γραφή ανέφερε «χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς του».

«Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν σοὶ ἠυδόκησα» (3.22). Σε πρώιμο χειρόγραφο λέει: «Σήμερον γεγένηκά σε». Βέβαια, προηγουμένως ο «Λουκάς» είχε πει ότι ο Ιησούς θα ονομάζονταν υιός θεού ήδη από τη γέννησή του. Μετά, φαίνεται ότι ο Ιησούς έγινε υιός θεού κατά τη βάπτιση. Όπως σχολιάζει ο Μπάρτ, «Φαίνεται ότι για τον Λουκά, ήταν σημαντικό να τονίσει τις βασικές στιγμές της ύπαρξης του Ιησού και να δώσει έμφαση στις στιγμές αυτές ως ζωτικής σημασίας για την ταυτότητα του Ιησού ως Χριστού» (σ. 213). Για αυτό παρουσιάζει τη μια τον Ιησού να γεννιέται ως Χριστός, την άλλη να γίνεται κατά τη βάπτιση, να γεννιέται ως Κύριος, και αλλού να γίνεται Κύριος με την ανάστασή του.

«καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν» («κατά Λουκάν», 24.51). Η έντονη γραφή είναι προσθήκη. Όπως έχουμε σήμερα τις αναφορές του «Λουκά» στην ανάληψη του Ιησού, προκύπτει το αστείο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς ανελήφθη την ίδια μέρα της αναστάσεως (σύμφωνα με το ομώνυμο ευαγγέλιο) και μετά από σαράντα μέρες (σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων που είναι η συνέχεια του ευαγγελίου αυτού). Πιθανότατα, αν βγάλουμε την προσθήκη, στο ευαγγέλιο αυτό δεν αναφέρεται καμία ανάληψη. Κάτι που σημαίνει, ότι ίσως τελικά κανένα ευαγγέλιο δεν αναφέρεται στο σημαντικό θέμα της αναλήψεως του Ιησού!

«τὸν δὲ βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν Ἰησοῦν διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον ὅπως χάριτι θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου» (Προς Εβραίους, 2.9). Η αρχική λέξη ήταν «χωρίς», το οποίο μετετράπη σε «χάριτι» (σ. 228). Διαφορετικά, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει την θεολογία του διαχωρισμού, κατά την οποία το θείο στοιχείο μέσα στον Ιησού, τον εγκατέλειψε κατά την σταύρωση. Είναι η γνωστική διδασκαλία που αργότερα θα μετεξελιχθεί στον νεστοριανισμό (δύο ξεχωριστές φύσεις στον Ιησού, δύο υποστάσεις). Επίσης, υπάρχουν χειρόγραφα που δεν λένε, «θεέ μου θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες», αλλά «γιατί με χλεύασες» (σ. 229).

Κάπου εδώ, τελειώνω το άρθρο. Ναι, να δεχόμαστε αυτό που γράφουν οι καθηγητές και οι ερευνητές. Αρκεί να στηρίζεται στις πηγές. Πρώτα αυτές και έπειτα οι απόψεις των άλλων. 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β'

O αρχαίος κόσμος ήταν το σπίτι, για μια σύντομη περίοδο, ενός αξιοπρόσεκτου θεϊκού προσώπου. Πριν ακόμα γεννηθεί, ήταν προφανές πως δεν επρόκειτο για έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Πριν την γέννησή του, μια ουράνια μορφή εμφανίστηκε στη μητέρα του και της αποκάλυψε πως το παιδί της δεν θα ήταν θνητό, αλλα θεϊκό ον.

‘Οταν μεγάλωσε, έγινε περιπλανώμενος δάσκαλος: ταξίδευε από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας το μήνυμά του. Μάζεψε ακολούθους, θεράπευσε τους άρρωστους, εξέβαλε δαιμόνια και ανέστησε νεκρούς. Οι πράξεις του, όμως, τράβηξαν αρνητική προσοχή. Οι αντίπαλοί του κατασκεύασαν κατηγορίες εναντίον του και τον εκτέλεσαν. Μετά τον θάνατό του κάποιοι μαθητές του ισχυρίστηκαν πως εμφανίστηκε σ’αυτούς. Ότι τον άγγιξαν ή ότι αναλήφθηκε στον ουρανό. Επίσης κάποιοι οπαδοί του συνέχισαν να διαδίδουν το μήνυμά του, ενώ ύστερα από κάποιο διάστημα η ζωή του καταγράφηκε σε κείμενα της εποχής.

Όλα όσα προηγήθηκαν δεν αφορούν την ιστορία του Ιησού. Ο άνθρωπος για τον οποίο μιλάμε γεννήθηκε στην κεντρική Ανατολία και έγινε ακόλουθος, όχι του Ιωάννη του Βαπτιστή, αλλά της σχολής του Πυθαγόρα, ενώ έστησε μία σχολή στον Ναό του Ασκληπιού. Τώρα, το Bible Conspiracies, ένα νέο ντοκιμαντερ του Amazon, ισχυρίζεται πως η ιστορία του Ιησού βασίζεται σε εκείνη του Απολλώνιου.

Είναι εύκολο να δεις το πρόβλημα: ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς της χριστιανοσύνης είναι πως ο Ιησούς είναι μοναδικός. Η γέννησή του ήταν ένα χωρίς ιστορικό προηγούμενο γεγονός, που αποτέλεσε την αφετηρία μιας περιοδείας η οποία κατέληξε σε έναν μαρτυρικό θάνατο και μια ένδοξη ανάσταση. Ο Απολλώνιος και ο Ιησούς έζησαν σχεδόν την ίδια περίοδο και δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε οτι κάποια στιγμή συναντήθηκαν. H ιδέα ότι υπήρχαν κι’άλλοι άγιοι άνθρωποι που περιφέρονταν στην αρχαία Μεσόγειο εγείρει το ερώτημα: ήταν απλά η επιτυχία των οπαδών του που κάναν ιδιαίτερο τον Ιησού;

Οι παραλληλισμοί μεταξύ Ιησού και Απολλώνιου είναι ακόμα πιο σύνθετοι απ’ότι περιέγραψα μέχρι τώρα. Υπερφυσικά σημεία εμφανίστηκαν κατά την γέννησή τους. Oπως και ο Ιησούς (τουλάχιστον στο Κατα Λουκάν), έτσι και ο Απολλώνιος ήταν κάτι σαν παιδί θαύμα. Είχε συνομιλίες με θρησκευτικούς εκπροσώπους όπου επέδειξε ανωτερότητα και υψηλό επίπεδο κατανόησης επί των πνευματικών ζητημάτων. Και όπως ο Ιησούς, έτσι και ο Απολλώνιος προέταξε την διδασκαλία της αποχής από την υλική κατοχή (αν και αυτή ήταν μια γενικότερη συμβουλή όλων των αρχαίων φιλοσόφων).

Υπάρχει όμως ένα σημαντικό πρόβλημα με την ιδέα ότι οι ακόλουθοι του Ιησού δανείστηκαν στοιχεία από την ζωή του Απολλώνιου. Ο Φιλόστρατος έγραψε το έργο του στον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα, μετά την συγγραφή των κανονικών ευαγγελίων που συναντάμε στην Καινή Διαθήκη. Αρα ακόμα και αν επηρρεάστηκαν απ’τις ιστορίες του Απολλώνιου, σίγουρα δεν τις αντιγράφαν. Ομως, αρκετά μετά τους θανάτους τους, οι οπαδοί και των δύο αυτών μορφών κατηγορούσαν τις ανταγωνιστικές ομάδες ως απατεώνες και υποστήριζαν ότι μόνο οι δικοί τους ιδρυτές ήταν οι πραγματικοί Υιοί του Θεού.

Ωστόσο, η ιστορία του Απολλώνιου εγείρει ένα σημαντικό ερώτημα: πόσοι Υιοι του Θεού υπήρχαν στην αρχαία Μεσόγειο; Και η απάντηση είναι: περισσότεροι απ’ότι νομίζετε.

Αρχικά υπήρχαν “θεϊκοί άντρες” όπως ο Απολλώνιος ο Τυανέας, ο Ασκληπιός και ο Πυθαγόρας. Αυτοί ήταν φαινομενικά ανθρώπινα όντα των οποίων οι δυνάμεις αψηφούσαν την πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των Απολλώνιου, άφησαν πίσω μια ομάδα ακολούθων. Παράλληλα υπήρχαν και άλλοι που απλά προέβαλαν τους εαυτούς τους ως “Υιους του θεού”. Ο πιο γνωστός ήταν ο Καίσαρας Αύγουστος, ο υιοθετημένος γιος του Ιούλιου, του οποίου η προπαγάνδα τον παρουσίαζε ως “υιο του θεϊκού Ιουλίου Καίσαρα”. Και, όπως και ο Απολλώνιος, υπήρξε σύγχρονος του Ιησού (πέθανε το 14 μ.α.χ.χ). Νομίσματα που τον περιγράφουν ως Υιό του θεού, είχαν πλυμμηρίσει την αρχαία Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας. Αλλοι αυτοκράτορες όπως ο Βεσπασιανός είχαν την φήμη του θαυματοποιού. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δίωνα Κάσσιο, οι φήμες για τα θαύματα θεραπείας του Βεσπασιανού είχαν κατακλύσει την Αίγυπτο. Αυτές οι ιστορίες ασφαλώς λειτουργούσαν ως προπαγάνδα, ενισχύοντας την γενική αίσθηση ότι οι εκλεκτοί άνθρωποι μπορούν να θεραπεύσουν τους αρρώστους.

Η ιδέα πως ένας άνθρωπος μπορεί να ειναι το παιδί ένας θεού πάει αρκετά πίσω, στην αρχαία Ελλάδα. Οχι μόνο ο Δίας θεωρούνταν ο πατέρας αναρίθμητων ηρωϊκών μορφών (όπως ο Ηρακλής), αλλά ακόμα και ο Μέγας Αλέξανδρος προέβαλε την ιδέα πως ήταν ο ίδιος θεϊκός. Ο Φίλιππος ο Β’ ο Μακεδών, ισχυριζόταν πως ήταν απόγονος του Ηρακλή, ενώ οι ιερείς της Σίβα είπαν στον Αλέξανδρο πως ήταν γιος του Δία. Και, σύμφωνα με τον θρύλο, όπως και με τον Ιησού, η γέννησή του συνοδεύτηκε από υπερφυσικά σημεία: κεραυνούς που έπεφταν χωρίς να κάνουν κακό, νικηφόρες μάχες και μια περίεργη καταστροφή του ναού της Αρτέμιδος στην Εφεσο.

Νωρίς στον 20 αιώνα, αρκετοί μελετητές που ακολουθούσαν το έργο του Γερμανού Ακαδημαϊκού Reitzenstein, πίστεψαν πως αυτές οι ιστορίες για τον Απολλώνιο επηρέασαν τον τρόπο που οι οπαδοί του Ιησού περιέγραψαν τον τελευταίο. Παρείχαν το κάδρο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να τοποθετηθεί ο χαρακτήρας του Ιησού. Ενας ήδη καθιερωμένος τρόπος παρουσίασης των ηρωϊκών “θεϊκών” μορφών επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο καταγράφτηκαν οι βιογραφίες του Ιησού. Πρόσφατα, μελετητές άσκησαν κριτική στο κατά πόσο οι εξελληνισμένοι Εβραίοι (όπως οι οπαδοί του Ιησού) ήταν επηρεασμενοι απ’αυτές τις ιδέες και κατά πόσο ο Ιησούς ταιριάζει σ’αυτό το μοτίβο. Αλλωστε, τα θαύματα είναι σίγουρα κάτι το εκπληκτικό, αλλά δεν υπάρχει τίποτα το ηρωϊκό στο να πεθάνεις πάνω σ’εναν σταυρό.

Παρ’ όλα αυτά για τους Χριστιανούς υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα. Την εποχή εκείνη, τα θαύματα του Ιησού χαρακτηρίζονταν ως θαυμαστά, όχι όμως και πρωτότυπα. Υπήρχαν πάμπολλοι ακόμη που χαρακτηρίστηκαν ως θαυματοποιοί, ενώ ακόμα και οι χριστιανοί εκείνης της περιόδου αναγνώριζαν πως και οι μη-χριστιανοί μπορούν να εκτελέσουν θαύματα.Σε κάποιες περιπτώσεις- όταν ο Μωυσής αντιμετωπίζει τους μάγους του Φαραώ ή ο απόστολος Πέτρος τον Μάγο Σίμωνα στη Ρώμη- βλέπουμε τους απογόνους του Αβραάμ να συνασπίζονται ενάντια στους μάγους και θαυματοποιούς των παγανιστών. Είναι ξεκάθαρο πως και οι εκπρόσωποι των άλλων θρησκειών μπορούν να εκτελέσουν θαύματα. Σε αντιδιαστολή με τον μοντέρνο κόσμο, το να ξεχωρίσεις την αλήθεια της μιας ή της άλλης παράδοσης δεν είναι μια απλή επιλογή ανάμεσα στο ποιός κάνει θαύματα και ποιός όχι, αλλά περισσότερο μια “ποιοτική” διαφορά ανάμεσα στα θαύματά τους.

Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου